Γιώργος Ιωάννου «Το Μέντιουμ», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Ιωάννου «Το Μέντιουμ», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Γιώργος Ιωάννου «Το Μέντιουμ», παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

«Άρχισαν να γυρίζουν στις γειτονιές, στα επιταγμένα σχολεία και στα υπόγεια κι όπου έβρισκαν πρώην φαντάρους να τους ρωτούν. Έπιαναν φιλίες με αγνώστους, ανακάλυψαν ένα σωρό γνωστούς, αλλά για το παιδί τους δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτε το βέβαιο. Δεν ξέραμε πώς να τους συμμαζέψουμε και πώς να τους δώσουμε να καταλάβουν την αλήθεια.
Σηκώνονταν τα πρωινά και πήγαιναν για πληροφορίες έξω απ’ τους φούρνους, όπου οι χθεσινοί πολεμιστές με απλωμένο χέρι ζητιάνευαν. Φυσικά, πήγε άδικα κι αυτός ο κόπος τους. Οι κρητικοί όχι μόνο για το γιο τους δεν ήξεραν, αλλά ούτε καν για τα μακεδονικά οχυρά....
Ο καιρός περνούσε, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν κάπως καλύτερα, μα ο καημός του παιδιού ολοένα και τους κυρίευε. Δεν εννοούσαν να το αποφασίσουν.
Άλλωστε, φήμες και διαδόσεις, μηνύματα που κατάφθαναν ξαφνικά από ανθρώπους που τους είχαν όλοι για χαμένους, φούντωναν κάθε τόσο τις ελπίδες τους...
Πρώτα το ‘ριξαν στα αγιωτικά. Έκαμναν παρακλήσεις, ευχέλαια, ακόμα και λειτουργίες σε ξωκλήσια. Έφερναν απ’ το χωριό κάτι αφράτα και μοσκοβολιστά πρόσφορα, που τα έκλαιγε η καρδιά μας, και τα πήγαιναν στην Παναγία Δεξιά, μη παραλείποντας να ρίχνουν στο ειδικό κουτί της εκκλησίας ένα χαρτάκι με το ίδιο πάντα αίτημα: «Παναγία μου, να γυρίσει γρήγορα και γερό το παιδί μας».
Σιγά σιγά, χωρίς ν’ αφήσουν τ’ αγιωτικά, ξανοίχτηκαν στις χαρτούδες και τις φλυτζανούδες. Κάθε φορά που κατέβαιναν, πήγαιναν τουλάχιστο σε μιά απ’ αυτές. Οι μαγίστρες απ’ τα πολλά που τους έλεγαν πετούσαν ποτέ ποτέ και κάτι το πετυχημένο, οπότε η καρδιά των δικών μας αναγάλλιαζε απ’ την ελπίδα πως θα μάθουν.»

Το αμάρτημα της μητρός μου



«Ἐπὶ πολλὰ ἔτη ὄχι μόνον βοήθειαν, ἀλλ' οὐδὲ μίαν ἐπιστολὴν κατώρθωσα νὰ τῇ στείλω. Ἐπὶ πολλὰ ἔτη παρεμόνευεν εἰς τοὺς δρόμους, ἐρωτῶσα τοὺς διαβάτας μὴ μὲ εἶδον πουθενὰ.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐτούρκευσα.
- Νὰ φᾶνε τὴ γλῶσσα τους ποὺ τὤβγαλαν! - Ἀπεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτὸς ποῦ λένε, δὲν 'μπορεῖ νὰ ἦτον τὸ παιδί μου! - Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τὸ εἰκονοστάσιόν μας, καὶ προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὲ φωτίσῃ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων μου.
Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Κύπρου, καὶ ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τοὺς δρόμους.
- Φωτιὰ νὰ τοὺς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τὸ λὲν ἀπὸ τη ζούλια τους. Τὸ παιδί μου θενάκανε κατάστασι καὶ πά' στὸν Ἅγιο Τάφο.
Ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τοὺς δρόμους, ἐξετάζουσα τοὺς διαβατικοὺς ἐπαίτας, καὶ μετέβαινεν ὅπου ἠκούετο κανεὶς καραβοτσακισμένος μὲ τὴν θλιβερὰν ἐλπίδα ν' ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τὸ ἴδιον της τέκνον, μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν τὰ στερήματά της, ὅπως τὰ εὕρω ἐγὼ εἰς τὰ ξένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων.»

Στο διήγημα του Ιωάννου «Το Μέντιουμ» μια συγγενική οικογένεια του αφηγητή αναζητά το γιο τους, το Νίκο, που έχοντας συμμετάσχει στις εχθροπραξίες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αγνοείται και κανείς δε γνωρίζει τι του έχει συμβεί.
Η οικογένεια του αφηγητή υποψιάζεται πως ο Νίκος δε ζει πια, αλλά οι γονείς του δε σκέφτονται καν αυτό το ενδεχόμενο και για πολλά χρόνια συνεχίζουν με αγωνία να αναζητούν το παιδί τους.
Οι γονείς του Νίκου ρωτούν οποιονδήποτε φαντάρο συναντούν που έχει επιστρέψει από το πεδίο της μάχης, ρωτούν οποιονδήποτε ενδέχεται να γνωρίζει κάτι για το παιδί τους και δε σταματούν την αναζήτησή του, παρά το γεγονός ότι κανείς δε φαίνεται να γνωρίζει κάτι γι’ αυτόν. Στρέφουν τις ελπίδες τους στην Παναγία και φροντίζουν πάντοτε να προσφέρουν στην εκκλησία χρήματα και πρόσφορα, με την ελπίδα ότι η δύναμη της Παναγίας θα τους φανερώσει το παιδί τους. Ενώ, παράλληλα, βλέποντας ότι ο Νίκος δεν επιστρέφει, αρχίζουν να απευθύνονται σε χαρτορίχτρες και καφετζούδες, με την ελπίδα πως ίσως εκείνες μπορέσουν να τους πουν κάτι για την τύχη του παιδιού τους.
Η εναγώνια αναζήτηση των γονιών του Νίκου μας παραπέμπει στις διαρκείς προσπάθειες της μητέρας στο Αμάρτημα της μητρός μου, να μάθει νέα για το παιδί της, καθώς δε γνώριζε ούτε που βρίσκεται ούτε αν είναι καλά στην υγεία του. Η μητέρα ρωτά τους περαστικούς με αγωνία και αναστατώνεται κάθε φορά που κάποιος της λέει κάτι άσχημο για το παιδί της. Όπως οι γονείς στο Μέντιουμ αρνούνται να αποδεχτούν το ενδεχόμενο το παιδί τους να μη ζει πια, έτσι και η μητέρα δε θέλει να πιστέψει πως το παιδί της μπορεί να έχει πάθει κάτι κακό.
Η μητέρα στρέφεται στην εκκλησία και προσεύχεται για την υγεία του παιδιού της, ενώ σε μια προσπάθεια να συμπαρασταθεί ενεργότερα στο παιδί της, προσφέρει τη βοήθειά της σ’ όποιον τη χρειάζεται, με την ελπίδα πως αν το παιδί της έχει ανάγκη θα βρεθεί κάποιος εκεί στα ξένα να του την προσφέρει.
Ενδιαφέρουσα, μάλιστα, είναι η παραλληλία ανάμεσα στη στάση των γονιών του Νίκου με τη συμπεριφορά της μητέρας όταν ήταν άρρωστη η Αννιώ. Όπως οι γονείς στο Μέντιουμ στρέφονται στη θρησκεία κι από εκεί στη βοήθεια που τους υπόσχονται οι χαρτορίχτρες και η καφετζούδες, έτσι και η μητέρα είχε στραφεί στην εκκλησία και κατόπιν, μέσα στην απελπισία της, είχε δοκιμάσει τα χαϊμαλιά και τα σαλαβάτια των μαγισσών.
Οι αντιδράσεις, βέβαια, τόσο της μητέρας όσο και των γονιών του Νίκου είναι απολύτως δικαιολογημένες και αναμενόμενες, καθώς οι γονείς είναι πάντοτε διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε για το παιδί τους, ειδικά αν πιστεύουν πως βρίσκεται σε κίνδυνο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...