Ιωάννης Πολέμης «Η Μάννα»
Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος
με χέρια αφορεσμένα,
κτυπά και δέρνει αλύπητα
τη μάννα που τον ‘γέννα.
Ως που μια μέρα η δύστυχη,
μες του καημού το βάρος,
πικρά τον καταράστηκε:
- Που να σε κόψει ο Χάρος!
Το λόγο δεν απόσωσε
να κι η κατάρα πιάνει,
να τον κι ο Χάρος πούρχεται
με κοφτερό δρεπάνι.
Τα κόκκαλά του τρίζουνε
τα μάτια αλλοιθωρίζουν,
τα παγωμένα χνώτα του
του λιβανιού μυρίζουν.
- Κυρά, το Χάρο εφώναξες;
εμένα λένε Χάρο
πούναι τον, μάννα, πούναι τον
το γυιο σου να τον πάρω;
- Παράκουσες, κυρ Χάροντα,
μα τη ζωή του Δήμου!
Εγώ για μένα σ’ έκραξα,
όχι για το παιδί μου!
Να συγκρίνετε τη μητέρα του διηγήματος του Βιζυηνού με τη μάνα του παραπάνω ποιήματος.
Η μητέρα στο ποίημα του Πολέμη, μη αντέχοντας άλλο τον ξυλοδαρμό από το γιο της, τον καταριέται να πεθάνει. Η μητέρα αυτή βιώνει όχι μόνο το σωματικό πόνο αλλά και τον πολύ βαθύτερο συναισθηματικό πόνο που της προκαλεί η επίγνωση ότι το παιδί που μεγάλωσε με τόσες θυσίες και τόση αγάπη, τώρα πια έχει στραφεί εναντίον της και την αντιμετωπίζει με σκληρότητα και μίσος. Η κατάρα της είναι βέβαια σκληρή, αλλά εκφράζει τη δίκαιη αγανάκτησή της.
Όταν, όμως, η μητέρα συνειδητοποιεί ότι η κατάρα της έπιασε κι ο Χάρος έχει εμφανιστεί έτοιμος να πάρει τη ζωή του παιδιού της, τότε ξεχνά κάθε χτύπημα, κάθε πόνο και πίκρα κι αμέσως ζητά από το Χάρο να πάρει τη δική της ζωή κι όχι του παιδιού της. Η μητέρα παρά τις πίκρες που της έχει δώσει το παιδί της, δεν παύει να το αγαπά ολόψυχα και δεν παύει να είναι πρόθυμη να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή της για χάρη του.
Η κατάρα της μητέρας του ποιήματος του Πολέμη, μας παραπέμπει στην προσευχή της μητέρας του αφηγητή, στο Αμάρτημα της μητρός μου, η οποία ζητά από το Θεό να της πάρει το αγόρι σε αντάλλαγμα για τη σωτηρία του άρρωστου κοριτσιού της.
«- Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καὶ ἄφησέ μου τὸ κορίτσι. Τὸ βλέπω πῶς εἶνε γιὰ νὰ γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ ἐβάλθηκες νὰ μοῦ πάρῃς τὸ παιδί, γιὰ νὰ μὲ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
Μετά τινας στιγμὰς βαθείας σιγῆς, καθ' ἥν τὰ δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπὶ τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καὶ ἔπειτα ἐπρόσθεσεν
- Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου τὸ κορίτσι!»
Η προσευχή αυτή ηχεί στα αυτιά του μικρού αφηγητή ως ακλόνητη απόδειξη ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά και πως είναι έτοιμη να τον θυσιάσει προκειμένου να σώσει την αγαπημένη της κόρη.
Στην πραγματικότητα η ευχή αυτή δεν είναι παρά η έκφραση του πόνου και της απελπισίας που αισθάνεται η μητέρα, η οποία προσπαθώντας να σώσει το παιδί της έκανε ό,τι μπορούσε, δοκίμασε κάθε πιθανή θεραπεία, κάθε πιθανό γιατροσόφι, μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπη με το αναπότρεπτο του χαμού της μικρής της κόρης. Η μητέρα δεν ζητά από το Θεό να της πάρει το αγόρι, πιστεύοντας ότι υπάρχει περίπτωση να εισακουστεί η προσευχή της, εκφράζει απλώς την απόγνωσή της και δηλώνει πως δεν έχει μείνει τίποτε άλλο που να μπορεί να κάνει για τη σωτηρία του παιδιού της, παρά μόνο να προσφέρει σε αντάλλαγμα τη ζωή του αγοριού της. Η προσευχή αυτή αποτελεί την ύστατη κραυγή απελπισίας, μιας μητέρας που πολύ σύντομα θα αποδεχτεί τη σκληρή μοίρα του κοριτσιού της και θα αφήσει τα πράγματα να πάρουν τη φυσική τους πορεία.
Η μητέρα του μικρού αφηγητή σαφώς και δεν είχε καμία πρόθεση να θυσιάσει τη ζωή του παιδιού της κι αυτό άλλωστε μας το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο αφηγητής παραθέτοντας τη σκηνή της διάσωσής του από τη μητέρα του, όταν τον παρέσυρε ο χείμαρρος.
«Καὶ ἐσήκωσα τὰ φορέματά μου καὶ εἰσῆλθον δρομαῖος εἰς τὸ ρεῦμα, πρὶν ἐκείνη προφθάσῃ νὰ μὲ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῇ εἰς τὰς δυνάμεις μου πλέον ἢ ὅτι ἔπρεπε. Διότι πρὶν σκεφθῶ νὰ ὑποχωρήσω, τὰ γόνατά μου ἐλύγισαν, οἱ πόδες μου ἔχασαν τὸ στήριγμα των, καὶ, ἀνατραπείς, παρεσύρθην ὑπὸ τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου.
Μία σπαρακτικὴ κραυγὴ φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνὴ τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τὰ ρεύματα διὰ νὰ μὲ σώσῃ.
Πῶς δὲν ἔγεινα αἰτία νὰ πνιγῇ καὶ ἐκείνη μετ' ἐμοῦ, εἶναι θαύμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος ἔχει κακὴν φήμην παρ' ἡμῖν. Καὶ ὅταν λέγουν περί τινος “τὸν ἐπῆρε τὸ ποτάμι”, ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν χείμαρρον.
Καὶ ὅμως ἡ μήτηρ λιγόθυμος καθὼς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρημένη ἀπὸ ἐπαρχιακὰ φορέματα, ἰκανὰ νὰ πνίξουν καὶ τὸν δεξιώτερον κολυμβητήν, δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκθέσῃ τὴν ζωὴν αὐτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νὰ μὲ σώσῃ, καὶ ἂς ἤμην ἐκεῖνο της τὸ τέκνον, τὸ ὁποῖον προσέφερεν ἄλλοτε εἰς τὸν θεὸν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ τῆς θυγατρός της.»
Η μητέρα θα διακινδυνεύσει τη ζωή της για να σώσει το παιδί της, έστω κι αν είναι το παιδί που λίγο καιρό πριν είχε προσφερθεί να θυσιάσει για να γίνει καλά η Αννιώ. Η μητέρα αγαπά το γιο της με την ίδια ένταση που αγαπά και τα υπόλοιπα παιδιά της και είναι σαφώς πρόθυμη να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της για να διασφαλίσει τη σωτηρία του.
Όπως, λοιπόν η μητέρα του ποιήματος προτιμά να πεθάνει παρά να αφήσει το Χάροντα να πάρει τη ζωή του παιδιού της, έτσι και η μητέρα στο Αμάρτημα της μητρός μου, είναι πρόθυμη να πέσει στα νερά του ορμητικού χειμάρρου, για να μπορέσει να σώσει το παιδί της που κινδυνεύει.
Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος
με χέρια αφορεσμένα,
κτυπά και δέρνει αλύπητα
τη μάννα που τον ‘γέννα.
Ως που μια μέρα η δύστυχη,
μες του καημού το βάρος,
πικρά τον καταράστηκε:
- Που να σε κόψει ο Χάρος!
Το λόγο δεν απόσωσε
να κι η κατάρα πιάνει,
να τον κι ο Χάρος πούρχεται
με κοφτερό δρεπάνι.
Τα κόκκαλά του τρίζουνε
τα μάτια αλλοιθωρίζουν,
τα παγωμένα χνώτα του
του λιβανιού μυρίζουν.
- Κυρά, το Χάρο εφώναξες;
εμένα λένε Χάρο
πούναι τον, μάννα, πούναι τον
το γυιο σου να τον πάρω;
- Παράκουσες, κυρ Χάροντα,
μα τη ζωή του Δήμου!
Εγώ για μένα σ’ έκραξα,
όχι για το παιδί μου!
Να συγκρίνετε τη μητέρα του διηγήματος του Βιζυηνού με τη μάνα του παραπάνω ποιήματος.
Η μητέρα στο ποίημα του Πολέμη, μη αντέχοντας άλλο τον ξυλοδαρμό από το γιο της, τον καταριέται να πεθάνει. Η μητέρα αυτή βιώνει όχι μόνο το σωματικό πόνο αλλά και τον πολύ βαθύτερο συναισθηματικό πόνο που της προκαλεί η επίγνωση ότι το παιδί που μεγάλωσε με τόσες θυσίες και τόση αγάπη, τώρα πια έχει στραφεί εναντίον της και την αντιμετωπίζει με σκληρότητα και μίσος. Η κατάρα της είναι βέβαια σκληρή, αλλά εκφράζει τη δίκαιη αγανάκτησή της.
Όταν, όμως, η μητέρα συνειδητοποιεί ότι η κατάρα της έπιασε κι ο Χάρος έχει εμφανιστεί έτοιμος να πάρει τη ζωή του παιδιού της, τότε ξεχνά κάθε χτύπημα, κάθε πόνο και πίκρα κι αμέσως ζητά από το Χάρο να πάρει τη δική της ζωή κι όχι του παιδιού της. Η μητέρα παρά τις πίκρες που της έχει δώσει το παιδί της, δεν παύει να το αγαπά ολόψυχα και δεν παύει να είναι πρόθυμη να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή της για χάρη του.
Η κατάρα της μητέρας του ποιήματος του Πολέμη, μας παραπέμπει στην προσευχή της μητέρας του αφηγητή, στο Αμάρτημα της μητρός μου, η οποία ζητά από το Θεό να της πάρει το αγόρι σε αντάλλαγμα για τη σωτηρία του άρρωστου κοριτσιού της.
«- Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καὶ ἄφησέ μου τὸ κορίτσι. Τὸ βλέπω πῶς εἶνε γιὰ νὰ γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ ἐβάλθηκες νὰ μοῦ πάρῃς τὸ παιδί, γιὰ νὰ μὲ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
Μετά τινας στιγμὰς βαθείας σιγῆς, καθ' ἥν τὰ δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπὶ τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καὶ ἔπειτα ἐπρόσθεσεν
- Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου τὸ κορίτσι!»
Η προσευχή αυτή ηχεί στα αυτιά του μικρού αφηγητή ως ακλόνητη απόδειξη ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά και πως είναι έτοιμη να τον θυσιάσει προκειμένου να σώσει την αγαπημένη της κόρη.
Στην πραγματικότητα η ευχή αυτή δεν είναι παρά η έκφραση του πόνου και της απελπισίας που αισθάνεται η μητέρα, η οποία προσπαθώντας να σώσει το παιδί της έκανε ό,τι μπορούσε, δοκίμασε κάθε πιθανή θεραπεία, κάθε πιθανό γιατροσόφι, μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπη με το αναπότρεπτο του χαμού της μικρής της κόρης. Η μητέρα δεν ζητά από το Θεό να της πάρει το αγόρι, πιστεύοντας ότι υπάρχει περίπτωση να εισακουστεί η προσευχή της, εκφράζει απλώς την απόγνωσή της και δηλώνει πως δεν έχει μείνει τίποτε άλλο που να μπορεί να κάνει για τη σωτηρία του παιδιού της, παρά μόνο να προσφέρει σε αντάλλαγμα τη ζωή του αγοριού της. Η προσευχή αυτή αποτελεί την ύστατη κραυγή απελπισίας, μιας μητέρας που πολύ σύντομα θα αποδεχτεί τη σκληρή μοίρα του κοριτσιού της και θα αφήσει τα πράγματα να πάρουν τη φυσική τους πορεία.
Η μητέρα του μικρού αφηγητή σαφώς και δεν είχε καμία πρόθεση να θυσιάσει τη ζωή του παιδιού της κι αυτό άλλωστε μας το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο αφηγητής παραθέτοντας τη σκηνή της διάσωσής του από τη μητέρα του, όταν τον παρέσυρε ο χείμαρρος.
«Καὶ ἐσήκωσα τὰ φορέματά μου καὶ εἰσῆλθον δρομαῖος εἰς τὸ ρεῦμα, πρὶν ἐκείνη προφθάσῃ νὰ μὲ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῇ εἰς τὰς δυνάμεις μου πλέον ἢ ὅτι ἔπρεπε. Διότι πρὶν σκεφθῶ νὰ ὑποχωρήσω, τὰ γόνατά μου ἐλύγισαν, οἱ πόδες μου ἔχασαν τὸ στήριγμα των, καὶ, ἀνατραπείς, παρεσύρθην ὑπὸ τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου.
Μία σπαρακτικὴ κραυγὴ φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετὰ ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνὴ τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τὰ ρεύματα διὰ νὰ μὲ σώσῃ.
Πῶς δὲν ἔγεινα αἰτία νὰ πνιγῇ καὶ ἐκείνη μετ' ἐμοῦ, εἶναι θαύμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος ἔχει κακὴν φήμην παρ' ἡμῖν. Καὶ ὅταν λέγουν περί τινος “τὸν ἐπῆρε τὸ ποτάμι”, ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν χείμαρρον.
Καὶ ὅμως ἡ μήτηρ λιγόθυμος καθὼς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρημένη ἀπὸ ἐπαρχιακὰ φορέματα, ἰκανὰ νὰ πνίξουν καὶ τὸν δεξιώτερον κολυμβητήν, δὲν ἐδίστασε νὰ ἐκθέσῃ τὴν ζωὴν αὐτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νὰ μὲ σώσῃ, καὶ ἂς ἤμην ἐκεῖνο της τὸ τέκνον, τὸ ὁποῖον προσέφερεν ἄλλοτε εἰς τὸν θεὸν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ τῆς θυγατρός της.»
Η μητέρα θα διακινδυνεύσει τη ζωή της για να σώσει το παιδί της, έστω κι αν είναι το παιδί που λίγο καιρό πριν είχε προσφερθεί να θυσιάσει για να γίνει καλά η Αννιώ. Η μητέρα αγαπά το γιο της με την ίδια ένταση που αγαπά και τα υπόλοιπα παιδιά της και είναι σαφώς πρόθυμη να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της για να διασφαλίσει τη σωτηρία του.
Όπως, λοιπόν η μητέρα του ποιήματος προτιμά να πεθάνει παρά να αφήσει το Χάροντα να πάρει τη ζωή του παιδιού της, έτσι και η μητέρα στο Αμάρτημα της μητρός μου, είναι πρόθυμη να πέσει στα νερά του ορμητικού χειμάρρου, για να μπορέσει να σώσει το παιδί της που κινδυνεύει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου