John William Waterhouse
Η «Μήδεια» του Ευριπίδη ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου
Στίχοι: 1236-1249
Μήδεια
φίλαι͵ δέδοκται τοὔργον ὡς τάχιστά μοι
παῖδας κτανούσῃ τῆσδ΄ ἀφορμᾶσθαι χθονός͵
καὶ μὴ σχολὴν ἄγουσαν ἐκδοῦναι τέκνα
ἄλλῃ φονεῦσαι δυσμενεστέρᾳ χερί.
πάντως σφ΄ ἀνάγκη κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή͵
ἡμεῖς κτενοῦμεν͵ οἵπερ ἐξεφύσαμεν.
ἀλλ΄ εἶ΄ ὁπλίζου͵ καρδία. τί μέλλομεν
τὰ δεινὰ κἀναγκαῖα μὴ πράσσειν κακά;
ἄγ΄͵ ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή͵ λαβὲ ξίφος͵
λάβ΄͵ ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου͵
καὶ μὴ κακισθῇς μηδ΄ ἀναμνησθῇς τέκνων͵
ὡς φίλταθ΄͵ ὡς ἔτικτες· ἀλλὰ τήνδε γε
λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν͵
κἄπειτα θρήνει· καὶ γὰρ εἰ κτενεῖς σφ΄͵ ὅμως
φίλοι γ΄ ἔφυσαν—δυστυχὴς δ΄ ἐγὼ γυνή.
Καλές μου, αποφασίστηκε: πρέπει το γρηγορότερο να τα σκοτώσω τα παιδιά κι από τη χώρα αυτή να φύγω∙ δεν πρέπει να καθυστερώ, δεν πρέπει να τ’ αφήσω σε ξένο χέρι εχθρικό, αυτό να τα φονεύσει. Πρέπει οπωσδήποτε να σκοτωθούν∙ κι αφού έτσι πρέπει, θα τα σκοτώσω εγώ, εγώ που τα ‘κανα. Εμπρός καρδιά μου, λάβε θάρρος∙ το κακό που ‘ναι φρικτό μα αφεύγατο γιατί να αργοπορούμε; Εμπρός δόλιο μου χέρι, πάρε το σπαθί, πάρ’ το και σύρσου στης ζωής το θλιβερό ξεκίνημα∙ και μη δειλιάσεις, στο νου μη βάλεις τα παιδιά, καθόλου μη σκεφτείς το πόσο τα λατρεύεις, το πώς τα γέννησες, μα ξέχνα τα παιδιά σου σήμερα, μονάχα σήμερα, κι ύστερα αρχίνισε το θρήνο∙ μπορεί να τα σκοτώνεις, όμως τ’ αγάπησες. Αχ πόσο είμαι δυστυχής!
[Μετάφραση: Νίκος Νικολίτσης]
Η Μήδεια έχοντας βοηθήσει με κάθε τρόπο τον Ιάσονα να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο δέρας, βρίσκεται αντιμέτωπη με την προδοσία και την εγκατάλειψη, όταν ο άντρας που αγαπά αποφασίζει να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου.
Η Μήδεια αποφασίζει να εκδικηθεί τον Ιάσονα και λαμβάνοντας από το βασιλιά της Κορίνθου, Κρέοντα, αναβολή μιας ημέρας προτού η εξορία της τεθεί σε ισχύ, βάζει σε εφαρμογή το σχέδιό της. Στέλνει τα παιδιά της με πλούσια δώρα στην κόρη του βασιλιά, την Κρέουσα, δώρα ποτισμένα με δηλητήριο, που είναι προορισμένα να επιφέρουν φρικτό θάνατο στην αντίζηλό της.
Το σχέδιο της Μήδειας έχει διπλή επιτυχία, καθώς δεν πεθαίνει μόνο η Κρέουσα, αλλά παίρνει στο θάνατο μαζί της και τον πατέρα της Κρέοντα.
Τώρα πια η Μήδεια γνωρίζει πως τα παιδιά της, που μετέφεραν τα φονικά δώρα, πρέπει να πεθάνουν προτού πέσουν στα χέρια των εχθρών της. Την εκδίκηση που ίσως θελήσουν να πάρουν εις βάρος της οι εχθροί της, θα τους τη στερήσει η Μήδεια, σκοτώνοντας η ίδια τα παιδιά της.
Η σφαγή των παιδιών της είναι, βέβαια, ήδη αποφασισμένη από την ηρωίδα, καθώς θέλει να εκδικηθεί με το σκληρότερο τρόπο τον άντρα που την πήρε μακριά από τη χώρα της, μόνο και μόνο για να την εγκαταλείψει για μια άλλη γυναίκα. Ο Ιάσονας που δε δίστασε να την εκμεταλλευτεί για να αποκτήσει ό,τι ήθελε, πρέπει να πληρώσει. Η Μήδεια θα σκοτώσει τη μέλλουσα γυναίκα του και θα σφάξει και τα παιδιά του, ώστε να μην του αφήσει καμία παρηγοριά.
Η Μήδεια γνωρίζει πως σκοτώνοντας τα παιδιά της επιφέρει και στον εαυτό της ένα ισχυρότατο πλήγμα, αλλά ο πόνος της προδοσίας θολώνει την κρίση της. Δεν είναι διατεθειμένη να αφήσει τους εχθρούς της να γελούν εις βάρος της. Θα φέρει τον όλεθρο, θα καταστρέψει τα πάντα, προκειμένου να στερήσει και την παραμικρή χαρά από τον άντρα που τόλμησε να την πληγώσει.
Η Μήδεια – γυναίκα υπερισχύει και αναγκάζει τη Μήδεια – μητέρα να λησμονήσει το πόσο αγαπά τα παιδιά της, γιατί αυτή η θυσία είναι επιβεβλημένη αν πραγματικά θέλει να προκαλέσει το μεγαλύτερο δυνατό πόνο στον Ιάσονα.
Μια μητέρα που σκοτώνει τα ίδια της τα παιδιά είναι ένα από τα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα, που το πλήρες μέγεθός του δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο από μια γυναίκα που έχει παιδιά. Κανείς άλλος δεν μπορεί να αισθανθεί και να κατανοήσει το βάθος και την ένταση του πόνο που προκαλείται σε μια γυναίκα που φτάνει στο σημείο να σκοτώσει τα παιδιά που έφερε στον κόσμο.
Τον πόνο αυτόν τον έχει γνωρίσει, άθελά της, μια άλλη ηρωίδα της λογοτεχνίας μας, η μητέρα από το Αμάρτημα της μητρός μου, η οποία εξηγώντας στο γιο της γιατί δεν βρίσκει παρηγοριά ούτε στα λόγια του ίδιου του Πατριάρχη, του λέει: «Τί νὰ σὲ πῶ, παιδί μου! ἀπήντησε τότε σύννους καθὼς ἦτον, ὁ Πατριάρχης εἶναι σοφὸς καὶ ἅγιος ἄνθρωπος. Γνωρίζει ὅλαις ταῖς βουλαῖς καὶ τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ, καὶ συγχωρνᾶ ταῖς ἀμαρτίαις ὅλου τοῦ κόσμου. Μά, τί νὰ σὲ πῶ! Εἶναι καλόγερος. Δεν ἔκαμε παιδιὰ, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ γνωρίσῃ, τί πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ σκοτώσῃ κανεὶς τὸ ἴδιο τὸ παιδί του!»
Η μητέρα που, χωρίς να το θέλει, πλακώνει στον ύπνο της το παιδί της, θα περάσει μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να βρει παρηγοριά και εξιλέωση για το αμάρτημά της, χωρίς όμως να μπορέσει ποτέ να το καταφέρει. Οι ενοχές κι ο ασίγαστος πόνος που της προκαλεί η επίγνωση ότι σκότωσε το ίδιο της το παιδί θα την τυραννούν αδιάκοπα, καθώς τίποτε δεν μπορεί επί της ουσίας να παρηγορήσει μια γυναίκα που προκάλεσε το θάνατο του παιδιού της.
Η Μήδεια, από την άλλη, παρόλο που γνωρίζει πως η πράξη της θα σκοτώσει κάθε τι ανθρώπινο μέσα της και θα την καταδικάσει σε μια ζωή γεμάτη πόνο, κατορθώνει να βρει μια λογική στον παραλογισμό που την έχει συνεπάρει και θεωρεί πως η πράξη της είναι δικαιολογημένη, καθώς ο πόνος αυτός θα χτυπήσει εξίσου δυνατός και τον άντρα που την πρόδωσε.
Μήδεια
φίλαι͵ δέδοκται τοὔργον ὡς τάχιστά μοι
παῖδας κτανούσῃ τῆσδ΄ ἀφορμᾶσθαι χθονός͵
καὶ μὴ σχολὴν ἄγουσαν ἐκδοῦναι τέκνα
ἄλλῃ φονεῦσαι δυσμενεστέρᾳ χερί.
πάντως σφ΄ ἀνάγκη κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή͵
ἡμεῖς κτενοῦμεν͵ οἵπερ ἐξεφύσαμεν.
ἀλλ΄ εἶ΄ ὁπλίζου͵ καρδία. τί μέλλομεν
τὰ δεινὰ κἀναγκαῖα μὴ πράσσειν κακά;
ἄγ΄͵ ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή͵ λαβὲ ξίφος͵
λάβ΄͵ ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου͵
καὶ μὴ κακισθῇς μηδ΄ ἀναμνησθῇς τέκνων͵
ὡς φίλταθ΄͵ ὡς ἔτικτες· ἀλλὰ τήνδε γε
λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν͵
κἄπειτα θρήνει· καὶ γὰρ εἰ κτενεῖς σφ΄͵ ὅμως
φίλοι γ΄ ἔφυσαν—δυστυχὴς δ΄ ἐγὼ γυνή.
Καλές μου, αποφασίστηκε: πρέπει το γρηγορότερο να τα σκοτώσω τα παιδιά κι από τη χώρα αυτή να φύγω∙ δεν πρέπει να καθυστερώ, δεν πρέπει να τ’ αφήσω σε ξένο χέρι εχθρικό, αυτό να τα φονεύσει. Πρέπει οπωσδήποτε να σκοτωθούν∙ κι αφού έτσι πρέπει, θα τα σκοτώσω εγώ, εγώ που τα ‘κανα. Εμπρός καρδιά μου, λάβε θάρρος∙ το κακό που ‘ναι φρικτό μα αφεύγατο γιατί να αργοπορούμε; Εμπρός δόλιο μου χέρι, πάρε το σπαθί, πάρ’ το και σύρσου στης ζωής το θλιβερό ξεκίνημα∙ και μη δειλιάσεις, στο νου μη βάλεις τα παιδιά, καθόλου μη σκεφτείς το πόσο τα λατρεύεις, το πώς τα γέννησες, μα ξέχνα τα παιδιά σου σήμερα, μονάχα σήμερα, κι ύστερα αρχίνισε το θρήνο∙ μπορεί να τα σκοτώνεις, όμως τ’ αγάπησες. Αχ πόσο είμαι δυστυχής!
[Μετάφραση: Νίκος Νικολίτσης]
Η Μήδεια έχοντας βοηθήσει με κάθε τρόπο τον Ιάσονα να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο δέρας, βρίσκεται αντιμέτωπη με την προδοσία και την εγκατάλειψη, όταν ο άντρας που αγαπά αποφασίζει να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου.
Η Μήδεια αποφασίζει να εκδικηθεί τον Ιάσονα και λαμβάνοντας από το βασιλιά της Κορίνθου, Κρέοντα, αναβολή μιας ημέρας προτού η εξορία της τεθεί σε ισχύ, βάζει σε εφαρμογή το σχέδιό της. Στέλνει τα παιδιά της με πλούσια δώρα στην κόρη του βασιλιά, την Κρέουσα, δώρα ποτισμένα με δηλητήριο, που είναι προορισμένα να επιφέρουν φρικτό θάνατο στην αντίζηλό της.
Το σχέδιο της Μήδειας έχει διπλή επιτυχία, καθώς δεν πεθαίνει μόνο η Κρέουσα, αλλά παίρνει στο θάνατο μαζί της και τον πατέρα της Κρέοντα.
Τώρα πια η Μήδεια γνωρίζει πως τα παιδιά της, που μετέφεραν τα φονικά δώρα, πρέπει να πεθάνουν προτού πέσουν στα χέρια των εχθρών της. Την εκδίκηση που ίσως θελήσουν να πάρουν εις βάρος της οι εχθροί της, θα τους τη στερήσει η Μήδεια, σκοτώνοντας η ίδια τα παιδιά της.
Η σφαγή των παιδιών της είναι, βέβαια, ήδη αποφασισμένη από την ηρωίδα, καθώς θέλει να εκδικηθεί με το σκληρότερο τρόπο τον άντρα που την πήρε μακριά από τη χώρα της, μόνο και μόνο για να την εγκαταλείψει για μια άλλη γυναίκα. Ο Ιάσονας που δε δίστασε να την εκμεταλλευτεί για να αποκτήσει ό,τι ήθελε, πρέπει να πληρώσει. Η Μήδεια θα σκοτώσει τη μέλλουσα γυναίκα του και θα σφάξει και τα παιδιά του, ώστε να μην του αφήσει καμία παρηγοριά.
Η Μήδεια γνωρίζει πως σκοτώνοντας τα παιδιά της επιφέρει και στον εαυτό της ένα ισχυρότατο πλήγμα, αλλά ο πόνος της προδοσίας θολώνει την κρίση της. Δεν είναι διατεθειμένη να αφήσει τους εχθρούς της να γελούν εις βάρος της. Θα φέρει τον όλεθρο, θα καταστρέψει τα πάντα, προκειμένου να στερήσει και την παραμικρή χαρά από τον άντρα που τόλμησε να την πληγώσει.
Η Μήδεια – γυναίκα υπερισχύει και αναγκάζει τη Μήδεια – μητέρα να λησμονήσει το πόσο αγαπά τα παιδιά της, γιατί αυτή η θυσία είναι επιβεβλημένη αν πραγματικά θέλει να προκαλέσει το μεγαλύτερο δυνατό πόνο στον Ιάσονα.
Μια μητέρα που σκοτώνει τα ίδια της τα παιδιά είναι ένα από τα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα, που το πλήρες μέγεθός του δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο από μια γυναίκα που έχει παιδιά. Κανείς άλλος δεν μπορεί να αισθανθεί και να κατανοήσει το βάθος και την ένταση του πόνο που προκαλείται σε μια γυναίκα που φτάνει στο σημείο να σκοτώσει τα παιδιά που έφερε στον κόσμο.
Τον πόνο αυτόν τον έχει γνωρίσει, άθελά της, μια άλλη ηρωίδα της λογοτεχνίας μας, η μητέρα από το Αμάρτημα της μητρός μου, η οποία εξηγώντας στο γιο της γιατί δεν βρίσκει παρηγοριά ούτε στα λόγια του ίδιου του Πατριάρχη, του λέει: «Τί νὰ σὲ πῶ, παιδί μου! ἀπήντησε τότε σύννους καθὼς ἦτον, ὁ Πατριάρχης εἶναι σοφὸς καὶ ἅγιος ἄνθρωπος. Γνωρίζει ὅλαις ταῖς βουλαῖς καὶ τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ, καὶ συγχωρνᾶ ταῖς ἀμαρτίαις ὅλου τοῦ κόσμου. Μά, τί νὰ σὲ πῶ! Εἶναι καλόγερος. Δεν ἔκαμε παιδιὰ, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ γνωρίσῃ, τί πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ σκοτώσῃ κανεὶς τὸ ἴδιο τὸ παιδί του!»
Η μητέρα που, χωρίς να το θέλει, πλακώνει στον ύπνο της το παιδί της, θα περάσει μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να βρει παρηγοριά και εξιλέωση για το αμάρτημά της, χωρίς όμως να μπορέσει ποτέ να το καταφέρει. Οι ενοχές κι ο ασίγαστος πόνος που της προκαλεί η επίγνωση ότι σκότωσε το ίδιο της το παιδί θα την τυραννούν αδιάκοπα, καθώς τίποτε δεν μπορεί επί της ουσίας να παρηγορήσει μια γυναίκα που προκάλεσε το θάνατο του παιδιού της.
Η Μήδεια, από την άλλη, παρόλο που γνωρίζει πως η πράξη της θα σκοτώσει κάθε τι ανθρώπινο μέσα της και θα την καταδικάσει σε μια ζωή γεμάτη πόνο, κατορθώνει να βρει μια λογική στον παραλογισμό που την έχει συνεπάρει και θεωρεί πως η πράξη της είναι δικαιολογημένη, καθώς ο πόνος αυτός θα χτυπήσει εξίσου δυνατός και τον άντρα που την πρόδωσε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου