Παιδί-αφηγητής και Ενήλικας-αφηγητής στο Αμάρτημα της μητρός μου
Να αναζητήσετε σημεία του κειμένου τα οποία αποκαλύπτουν τη διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα (στον αφηγητή-παιδί) π.χ. Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπὶ τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.
Ο Βιζυηνός θέλοντας να διατηρήσει ακέραια την αγωνία των αναγνωστών σχετικά με το αμάρτημα της μητέρας, αφηγείται τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας με εσωτερική εστίαση, διατηρώντας όσο γίνεται την ψευδαίσθηση ότι τα γεγονότα αυτά μας παρουσιάζονται από ένα παιδί. Παρόλο, δηλαδή, που το κείμενο είναι γραμμένο από τον ενήλικα συγγραφέα, η προσπάθειά του είναι κάθε φορά να μας περιγράφει τα γεγονότα όπως τα βίωσε και τα αντιλήφθηκε τότε που τα έζησε. Η αφηγηματική αυτή προσέγγιση εξυπηρετεί βέβαια τη διατήρηση του αινίγματος σχετικά με το αμάρτημα, αλλά επειδή σε κάποια σημεία ενδέχεται να δημιουργήσει ερωτήματα σχετικά με τη συμπεριφορά του αφηγητή, τον αναγκάζει να επεμβαίνει για να μας υπενθυμίσει ότι πρόκειται απλώς για τη στάση που κράτησε, για τις σκέψεις που έκανε και για τα συναισθήματα που είχε όταν ήταν παιδί.
Η πλέον εμφανής διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα, βρίσκεται στο σημείο όπου ο αφηγητής-παιδί, προσεύχεται μαζί με τη μητέρα του και ζητά από την ψυχή του πατέρα του να έρθει να γιατρέψει την Αννιώ.
«- Ἔλα πατέρα -νὰ μὲ πάρῃς ἐμένα - γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ Ἀννιῶ! -ἀνεφώνησα ἐγὼ διακοπτόμενος ὑπὸ τῶν λυγμῶν μου. Καὶ ἔρριψα ἐπὶ τῆς μητρός μου παραπονετικὸν βλέμμα, διὰ νὰ τῇ δείξω πὼς γνωρίζω, ὅτι παρακαλεῖ ν' ἀποθάνω ἐγὼ ἀντὶ τῆς ἀδελφῆς μου.»
Η παράκληση αυτή όπως διατυπώνεται από το παιδί-αφηγητή φανερώνει μια έκδηλη προσπάθεια να φέρει τη μητέρα αντιμέτωπη με το λάθος της να ζητήσει από το Θεό να της αφήσει την Αννιώ και να πάρει στη θέση της το γιο της. Φανερώνει, δηλαδή, τον πόνο του παιδιού και την επιθυμία του να πληγώσει τη μητέρα του, γι’ αυτό και ο ενήλικας-αφηγητής αισθάνεται την ανάγκη να επέμβει και να ξεκαθαρίσει ότι τώρα που γνωρίζει πώς ένιωθε η μητέρα του και τι ακριβώς βίωνε εκείνη την περίοδο, κατανοεί τον τρόπο σκέψης της και έχει μετανιώσει για εκείνα τα λόγια του.
«Δεν ἠσθανόμην ὁ ἀνόητος ὅτι τοιουτοτρόπως ἐκορύφωνα τὴν ἀπελπισίαν της! Πιστεύω νὰ μ' ἐσυγχώρησεν. Ἤμην πολὺ μικρὸς τότε, καὶ δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω τὴν καρδίαν της.»
Πέραν όμως από αυτό το σημείο αυτό όπου γίνεται έκδηλη η διάσταση ανάμεσα στον ενήλικα-αφηγητή και στο παιδί-αφηγητή, υπάρχουν αρκετά σημεία στην αφήγηση που μας δίνεται από το παιδί-αφηγητή όπου βρίσκουμε σχόλια τα οποία δεν μπορούσαν να έχουν γίνει από ένα παιδί, και φανερώνουν ουσιαστικά την παρέμβαση του ενήλικα-αφηγητή που έχοντας τώρα πια πλήρη γνώση των γεγονότων αλλά και των ανθρώπων γενικότερα, σχολιάζει γεγονότα και πράξεις εκείνης της εποχής.
«- Εἶμαι γέρος, μωρή, ἔλεγε πρὸς τὴν ἀνυπόμονον μητέρα, εἶμαι γέρος, καὶ ἂν δὲν τὸ τσούξω κομμάτι, δὲν βλέπουν καλὰ τὰ μάτια μου.
Καὶ φαίνεται, ὅτι δὲν ἐψεύδετο. Διότι ὅσῳ περισσότερον ἔπινε, τόσο εὐκολώτερον ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ ποῖα εἶναι ἡ παχυτέρα τῆς αὐλῆς μας ὄρνιθα, διὰ νὰ τὴν λάβῃ ἀπερχόμενος.»
Στη δήλωση του γέρου κουρέα, που εκτελούσε και χρέη γιατρού, ότι δεν μπορούσε να δει καλά αν δεν πιει πρώτα, ο αφηγητής σχολιάζει πως ο γέροντας ήταν ειλικρινής, αφού όσο περισσότερο έπινε τόσο ευκολότερα μπορούσε να διακρίνει την πιο παχιά κότα για να την πάρει, ως αμοιβή, φεύγοντας. Το καυστικό αυτό σχόλιο, φανερώνει βέβαια την αίσθηση του χιούμορ που έχει ο αφηγητής, αλλά δεν μπορεί να αποδοθεί σ’ ένα μικρό παιδί, οπότε είναι προφανές πως αποτελεί ένα σχόλιο του ενήλικα-αφηγητή.
Με παρόμοιο τρόπο, όταν ο γέροντας λέει: «ἡ πορεία τῆς ἀσθενείας εἶνε καλή, καὶ ἀκριβῶς τοιαύτη, ὁποίαν ἐδικαιοῦτο νὰ τὴν περιμένῃ ἡ ἐπιστήμη ἀπὸ τὰς συνταγάς του.» Ο ενήλικας-αφηγητής, με πικρό χιούμορ και ειρωνική διάθεση σχολιάζει πώς: «Τὸ τελευταῖον τοῦτο ἦτο δυστυχῶς λίαν ἀληθές. Ἡ κατάστασις τῆς Ἀννιῶς ἔβαινεν ἀργὰ μὲν καὶ ἀπαρατηρήτως, ἀλλ' ὁλονὲν ἐπὶ τὰ χείρῳ.»
Επίσης, όταν η μητέρα έδωσε στην Αννιώ να πιει νερό από το σκεύος όπου μόλις είχε περάσει η χρυσαλλίδα –η ψυχή του πατέρα-, λέγοντάς της πως αυτό θα τη γιατρέψει, ο ενήλικας-αφηγητής σχολιάζει, πως η Αννιώ ήπιε νερό: «τὸ ὁποῖον ἔμελλε τῷ ὄντι νὰ τῇ ἰατρεύσει.» Ο αφηγητής έμμεσα μας αποκαλύπτει πως ήρθε η στιγμή που η μικρή κοπέλα θα εκπνεύσει, καθώς με το σχόλιό του εννοεί πως πραγματικά θα τη γιάτρευε το νερό αυτό, αφού θα ήταν η τελευταία της πράξη προτού πεθάνει και γλιτώσει από τη διαρκή ταλαιπωρία που βίωνε τόσο καιρό.
Εκτός, όμως, από τα σχόλια του ενήλικα-αφηγητή που λειτουργούν ως παρατηρήσεις για τα γεγονότα που περιγράφει, υπάρχουν και σημεία όπου ο ενήλικας αφηγητής θέλει να μας υπενθυμίσει πως η αφήγηση δίνεται με βάση το πώς αντιλήφθηκε και βίωσε τα γεγονότα όταν ήταν παιδί. Υπενθύμιση που έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς είναι σημαντικό ο αναγνώστης να έχει υπόψη του πως οι αντιδράσεις και τα συναισθήματα του αφηγητή διακρίνονται κάποτε από μια υπερβολή και μια ένταση, η οποία είναι απολύτως λογική αν σκεφτεί κανείς πως τότε ο αφηγητής ήταν περίπου εννέα ετών.
«Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπὶ τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.» Ο φόβος με τον οποίο αντικρίζει ο αφηγητής κάθε τι στην εκκλησία την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκε εκεί, είναι βέβαια ιδιαίτερα υπερβολικός, αλλά είναι απόλυτα αναμενόμενος από ένα μικρό παιδί.
Επίσης, υπάρχουν στην αφήγηση στοιχεία, κυρίως πληροφορίες λαογραφικού ενδιαφέροντος, που σαφώς δε θα περίμενε κανείς να τις γνωρίζει ένα παιδί εννιά ετών, αλλά τις δεχόμαστε ως τμήμα της αφήγησης του παιδιού-αφηγητή, επειδή γνωρίζουμε το ενδιαφέρον του συγγραφέα για τη λαογραφία και την επιθυμία του να εμπλουτίσει το κείμενό του ανάλογες πληροφορίες.
Τέλος, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως ο ενήλικας-αφηγητής προσπαθεί να μας δώσει τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, όπως ακριβώς τα βίωσε τότε και όπως αυτά εγγράφηκαν στη συνείδησή του -καθώς το κείμενο αυτό είναι κατά κύριο λόγο μια ψυχογραφία όλων εκείνων των εμπειριών που επηρέασαν τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του- αλλά στην πραγματικότητα μας παρουσιάζει την πραγματικότητα όπως την έπλασε η ασύνειδη επενέργεια της εσωτερικής διάθεσής του για ψυχική εξισορρόπηση και επούλωση των παιδικών του τραυμάτων. Ο αφηγητής, για παράδειγμα, μας διαβεβαιώνει ότι οι διακρίσεις της μητέρας του δε δημιούργησαν καμία αίσθηση ζήλιας στα αγόρια, μόνο και μόνο για να διαψευστεί από τη μητέρα του: «Καὶ ἐζούλευες ἐσύ, καὶ ἔγεινες τοῦ θανατᾶ ἀπὸ τή ζούλια σου». Μια διάψευση που έρχεται να ενισχύσει την ψυχογραφική λειτουργία του αφηγηματικού αυτού έργου, καθώς ο αφηγητής μας παρουσιάζει πώς με την πάροδο των χρόνων ως άμυνα για τα επώδυνα βιώματα της μητρικής αδιαφορίας κατόρθωσε να μεταλλάξει μέσα του την πραγματικότητα όσων έζησε και να μας παρουσιάζει πλέον περισσότερο τη στάση που θα ήθελε να έχει κρατήσει εκείνα τα χρόνια και όχι τη στάση που πραγματικά κράτησε.
Στην πραγματικότητα το Αμάρτημα της μητέρας που ενδιαφέρει τον αφηγητή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πρώτο μέρος του αφηγήματος, δεν είναι το πλάκωμα του μωρού, αλλά η αίσθηση της εγκατάλειψης και της πλήρους αδιαφορίας που βίωσε ο αφηγητής στα παιδικά του χρόνια, από μια μητέρα που όσο προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς της δαίμονες τόσο απομακρυνόταν από τα παιδιά της.
Να αναζητήσετε σημεία του κειμένου τα οποία αποκαλύπτουν τη διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα (στον αφηγητή-παιδί) π.χ. Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπὶ τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.
Ο Βιζυηνός θέλοντας να διατηρήσει ακέραια την αγωνία των αναγνωστών σχετικά με το αμάρτημα της μητέρας, αφηγείται τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας με εσωτερική εστίαση, διατηρώντας όσο γίνεται την ψευδαίσθηση ότι τα γεγονότα αυτά μας παρουσιάζονται από ένα παιδί. Παρόλο, δηλαδή, που το κείμενο είναι γραμμένο από τον ενήλικα συγγραφέα, η προσπάθειά του είναι κάθε φορά να μας περιγράφει τα γεγονότα όπως τα βίωσε και τα αντιλήφθηκε τότε που τα έζησε. Η αφηγηματική αυτή προσέγγιση εξυπηρετεί βέβαια τη διατήρηση του αινίγματος σχετικά με το αμάρτημα, αλλά επειδή σε κάποια σημεία ενδέχεται να δημιουργήσει ερωτήματα σχετικά με τη συμπεριφορά του αφηγητή, τον αναγκάζει να επεμβαίνει για να μας υπενθυμίσει ότι πρόκειται απλώς για τη στάση που κράτησε, για τις σκέψεις που έκανε και για τα συναισθήματα που είχε όταν ήταν παιδί.
Η πλέον εμφανής διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα, βρίσκεται στο σημείο όπου ο αφηγητής-παιδί, προσεύχεται μαζί με τη μητέρα του και ζητά από την ψυχή του πατέρα του να έρθει να γιατρέψει την Αννιώ.
«- Ἔλα πατέρα -νὰ μὲ πάρῃς ἐμένα - γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ Ἀννιῶ! -ἀνεφώνησα ἐγὼ διακοπτόμενος ὑπὸ τῶν λυγμῶν μου. Καὶ ἔρριψα ἐπὶ τῆς μητρός μου παραπονετικὸν βλέμμα, διὰ νὰ τῇ δείξω πὼς γνωρίζω, ὅτι παρακαλεῖ ν' ἀποθάνω ἐγὼ ἀντὶ τῆς ἀδελφῆς μου.»
Η παράκληση αυτή όπως διατυπώνεται από το παιδί-αφηγητή φανερώνει μια έκδηλη προσπάθεια να φέρει τη μητέρα αντιμέτωπη με το λάθος της να ζητήσει από το Θεό να της αφήσει την Αννιώ και να πάρει στη θέση της το γιο της. Φανερώνει, δηλαδή, τον πόνο του παιδιού και την επιθυμία του να πληγώσει τη μητέρα του, γι’ αυτό και ο ενήλικας-αφηγητής αισθάνεται την ανάγκη να επέμβει και να ξεκαθαρίσει ότι τώρα που γνωρίζει πώς ένιωθε η μητέρα του και τι ακριβώς βίωνε εκείνη την περίοδο, κατανοεί τον τρόπο σκέψης της και έχει μετανιώσει για εκείνα τα λόγια του.
«Δεν ἠσθανόμην ὁ ἀνόητος ὅτι τοιουτοτρόπως ἐκορύφωνα τὴν ἀπελπισίαν της! Πιστεύω νὰ μ' ἐσυγχώρησεν. Ἤμην πολὺ μικρὸς τότε, καὶ δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω τὴν καρδίαν της.»
Πέραν όμως από αυτό το σημείο αυτό όπου γίνεται έκδηλη η διάσταση ανάμεσα στον ενήλικα-αφηγητή και στο παιδί-αφηγητή, υπάρχουν αρκετά σημεία στην αφήγηση που μας δίνεται από το παιδί-αφηγητή όπου βρίσκουμε σχόλια τα οποία δεν μπορούσαν να έχουν γίνει από ένα παιδί, και φανερώνουν ουσιαστικά την παρέμβαση του ενήλικα-αφηγητή που έχοντας τώρα πια πλήρη γνώση των γεγονότων αλλά και των ανθρώπων γενικότερα, σχολιάζει γεγονότα και πράξεις εκείνης της εποχής.
«- Εἶμαι γέρος, μωρή, ἔλεγε πρὸς τὴν ἀνυπόμονον μητέρα, εἶμαι γέρος, καὶ ἂν δὲν τὸ τσούξω κομμάτι, δὲν βλέπουν καλὰ τὰ μάτια μου.
Καὶ φαίνεται, ὅτι δὲν ἐψεύδετο. Διότι ὅσῳ περισσότερον ἔπινε, τόσο εὐκολώτερον ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ ποῖα εἶναι ἡ παχυτέρα τῆς αὐλῆς μας ὄρνιθα, διὰ νὰ τὴν λάβῃ ἀπερχόμενος.»
Στη δήλωση του γέρου κουρέα, που εκτελούσε και χρέη γιατρού, ότι δεν μπορούσε να δει καλά αν δεν πιει πρώτα, ο αφηγητής σχολιάζει πως ο γέροντας ήταν ειλικρινής, αφού όσο περισσότερο έπινε τόσο ευκολότερα μπορούσε να διακρίνει την πιο παχιά κότα για να την πάρει, ως αμοιβή, φεύγοντας. Το καυστικό αυτό σχόλιο, φανερώνει βέβαια την αίσθηση του χιούμορ που έχει ο αφηγητής, αλλά δεν μπορεί να αποδοθεί σ’ ένα μικρό παιδί, οπότε είναι προφανές πως αποτελεί ένα σχόλιο του ενήλικα-αφηγητή.
Με παρόμοιο τρόπο, όταν ο γέροντας λέει: «ἡ πορεία τῆς ἀσθενείας εἶνε καλή, καὶ ἀκριβῶς τοιαύτη, ὁποίαν ἐδικαιοῦτο νὰ τὴν περιμένῃ ἡ ἐπιστήμη ἀπὸ τὰς συνταγάς του.» Ο ενήλικας-αφηγητής, με πικρό χιούμορ και ειρωνική διάθεση σχολιάζει πώς: «Τὸ τελευταῖον τοῦτο ἦτο δυστυχῶς λίαν ἀληθές. Ἡ κατάστασις τῆς Ἀννιῶς ἔβαινεν ἀργὰ μὲν καὶ ἀπαρατηρήτως, ἀλλ' ὁλονὲν ἐπὶ τὰ χείρῳ.»
Επίσης, όταν η μητέρα έδωσε στην Αννιώ να πιει νερό από το σκεύος όπου μόλις είχε περάσει η χρυσαλλίδα –η ψυχή του πατέρα-, λέγοντάς της πως αυτό θα τη γιατρέψει, ο ενήλικας-αφηγητής σχολιάζει, πως η Αννιώ ήπιε νερό: «τὸ ὁποῖον ἔμελλε τῷ ὄντι νὰ τῇ ἰατρεύσει.» Ο αφηγητής έμμεσα μας αποκαλύπτει πως ήρθε η στιγμή που η μικρή κοπέλα θα εκπνεύσει, καθώς με το σχόλιό του εννοεί πως πραγματικά θα τη γιάτρευε το νερό αυτό, αφού θα ήταν η τελευταία της πράξη προτού πεθάνει και γλιτώσει από τη διαρκή ταλαιπωρία που βίωνε τόσο καιρό.
Εκτός, όμως, από τα σχόλια του ενήλικα-αφηγητή που λειτουργούν ως παρατηρήσεις για τα γεγονότα που περιγράφει, υπάρχουν και σημεία όπου ο ενήλικας αφηγητής θέλει να μας υπενθυμίσει πως η αφήγηση δίνεται με βάση το πώς αντιλήφθηκε και βίωσε τα γεγονότα όταν ήταν παιδί. Υπενθύμιση που έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς είναι σημαντικό ο αναγνώστης να έχει υπόψη του πως οι αντιδράσεις και τα συναισθήματα του αφηγητή διακρίνονται κάποτε από μια υπερβολή και μια ένταση, η οποία είναι απολύτως λογική αν σκεφτεί κανείς πως τότε ο αφηγητής ήταν περίπου εννέα ετών.
«Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπὶ τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.» Ο φόβος με τον οποίο αντικρίζει ο αφηγητής κάθε τι στην εκκλησία την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκε εκεί, είναι βέβαια ιδιαίτερα υπερβολικός, αλλά είναι απόλυτα αναμενόμενος από ένα μικρό παιδί.
Επίσης, υπάρχουν στην αφήγηση στοιχεία, κυρίως πληροφορίες λαογραφικού ενδιαφέροντος, που σαφώς δε θα περίμενε κανείς να τις γνωρίζει ένα παιδί εννιά ετών, αλλά τις δεχόμαστε ως τμήμα της αφήγησης του παιδιού-αφηγητή, επειδή γνωρίζουμε το ενδιαφέρον του συγγραφέα για τη λαογραφία και την επιθυμία του να εμπλουτίσει το κείμενό του ανάλογες πληροφορίες.
Τέλος, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως ο ενήλικας-αφηγητής προσπαθεί να μας δώσει τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, όπως ακριβώς τα βίωσε τότε και όπως αυτά εγγράφηκαν στη συνείδησή του -καθώς το κείμενο αυτό είναι κατά κύριο λόγο μια ψυχογραφία όλων εκείνων των εμπειριών που επηρέασαν τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του- αλλά στην πραγματικότητα μας παρουσιάζει την πραγματικότητα όπως την έπλασε η ασύνειδη επενέργεια της εσωτερικής διάθεσής του για ψυχική εξισορρόπηση και επούλωση των παιδικών του τραυμάτων. Ο αφηγητής, για παράδειγμα, μας διαβεβαιώνει ότι οι διακρίσεις της μητέρας του δε δημιούργησαν καμία αίσθηση ζήλιας στα αγόρια, μόνο και μόνο για να διαψευστεί από τη μητέρα του: «Καὶ ἐζούλευες ἐσύ, καὶ ἔγεινες τοῦ θανατᾶ ἀπὸ τή ζούλια σου». Μια διάψευση που έρχεται να ενισχύσει την ψυχογραφική λειτουργία του αφηγηματικού αυτού έργου, καθώς ο αφηγητής μας παρουσιάζει πώς με την πάροδο των χρόνων ως άμυνα για τα επώδυνα βιώματα της μητρικής αδιαφορίας κατόρθωσε να μεταλλάξει μέσα του την πραγματικότητα όσων έζησε και να μας παρουσιάζει πλέον περισσότερο τη στάση που θα ήθελε να έχει κρατήσει εκείνα τα χρόνια και όχι τη στάση που πραγματικά κράτησε.
Στην πραγματικότητα το Αμάρτημα της μητέρας που ενδιαφέρει τον αφηγητή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πρώτο μέρος του αφηγήματος, δεν είναι το πλάκωμα του μωρού, αλλά η αίσθηση της εγκατάλειψης και της πλήρους αδιαφορίας που βίωσε ο αφηγητής στα παιδικά του χρόνια, από μια μητέρα που όσο προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς της δαίμονες τόσο απομακρυνόταν από τα παιδιά της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου