Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [certo έως dux] | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [certo έως dux]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ron Weathers 
 
Λατινικά Λυκείου: Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις Λατινικών – Ελληνικών [certo έως dux]
 
Δείτε εδώ ετυμολογικά συγγενείς λέξεις από ab έως certamen
 
certo, 1 = (συν)αγωνίζομαι 4
Ετυμολογία: θαμιστικός τύπος του ρήματος cerno < κρίνω, κριτής, κρίμα, κρησάρα.
  
certus -a -um = βέβαιος, σίγουρος 49
Ετυμολογία: μετοχή παρακειμένου του cerno < κρίνω, κριτής, κρίμα, κρησάρα.
 
cerva -ae = ελάφι 48
Ετυμολογία: < ελληνικά «κεραός» (έλαφος) < κεροFος < κόρυς < κέρας.
 
cervīces -um (θηλ.) = τράχηλος, λαιμός 26
Ετυμολογία: < παράβαλε ελληνικά «κερβικάριον» (προσκεφάλι), «κάρα» (κεφάλι), «κορυφή».
 
cibus -i = τροφή 23
Ετυμολογία: < παράβαλε ελληνικά «κίβισις» (δισάκι), «κιβωτός» (κασέλα).
 
circumsedeo, -sēdi, -sessum, -sedēre, 2 = περικυκλώνω 40
Ετυμολογία: < circum + sedeo < circus < κρίκος < κίρκος (δακτύλιος), τσίρκο. / sedeo < < ζομαι < σεδ-jομαι < δρα, δος, ζω, δρύω.
 
civis, civis (αρσ.) = πολίτης
Ετυμολογία: < ρίζα kei- (θέτω). Παράβαλε ελληνικά «κεμαι», «κοίτη»∙ υπόκειται η έννοια της μόνιμης εγκατάστασης ως αφετηρίας πολιτικής ζωής και δημιουργίας πολιτισμού.
 
civīlis -is -e = εμφύλιος 33
Ετυμολογία: < civis < ρίζα kei- (θέτω). Παράβαλε ελληνικά «κεμαι», «κοίτη»∙ υπόκειται η έννοια της μόνιμης εγκατάστασης ως αφετηρίας πολιτικής ζωής και δημιουργίας πολιτισμού.
 
civitas tis (θηλ.) = πολιτεία 6
Ετυμολογία: < civis < ρίζα kei- (θέτω). Παράβαλε ελληνικά «κεμαι», «κοίτη»∙ υπόκειται η έννοια της μόνιμης εγκατάστασης ως αφετηρίας πολιτικής ζωής και δημιουργίας πολιτισμού.
 
clades -is (θηλ.) = καταστροφή, συντριβή 11
Ετυμολογία: < κλάω (θραύω), κλάσμα, κλάδος, κλών, κλρος.
 
clamo, 1 = φωνάζω 37
Ετυμολογία: < kl < κλη <κικλήσκω (καλώ, προσκαλώ), καλέω-.
 
clamor- ōris ( αρσ.) = κραυγή 49
Ετυμολογία: < clamo < kl < κλη <κικλήσκω (καλώ, προσκαλώ), καλέω-.
 
clarus -a -um = καθαρός, δυνατός 34· ένδοξος 5
Ετυμολογία: < καλέω-.
 
claudo, clausi, clausum, claudĕre, 3 = κλείνω 10
Ετυμολογία: < qlau- < κλας, κλεις, κλειδός, κλείω.
 
clava -ae = ρόπαλο 18
Ετυμολογία: < claudo < κλας, κλεις, κλειδός, κλείω.
 
coepi, απαρ. coepisse (ρήμ. ελλειπτ.) = άρχισα 18
Ετυμολογία: < apio < apiscor < πιθανή συγγένεια με το πτω, φή.
 
coĕtus -us (αρσ.) = συγκέντρωση, συνάθροιση 22
Ετυμολογία: coitus < coeo < cum + eo < εμι, τε, σθμός.
 
cogitatio -ōnis = σκέψη, λογισμός 8
Ετυμολογία: < cogito < cum + agito < agito θαμιστικό του ago < ελληνικά γω.
 
cogito, 1 = σκέπτομαι, αναλογίζομαι 8,32
Ετυμολογία: cum + agito < agito θαμιστικό του ago < ελληνικά γω.
 
cognosco, cognōvi, cognitum, cognoscĕre, 3 = γνωρίζω 24
Ετυμολογία: < cum + nosco < gnosco < γιγνώσκω με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό∙ παράβαλε και γνώμη, γνώμων. 
 
cogo, coēgi, coactum, cogĕre, 3 = συγκαλώ 40· εξαναγκάζω 37
Ετυμολογία: cum + ago < ελληνικά γω.
 
cohibeo, -hibui, -hibitum, -hibēre, 2 = συγκρατώ 23
Ετυμολογία: < cum + habeo < qap-, capio < κάπτω (λαμβάνω), νεοελληνικά «χάφτω».
 
cohors -rtis (θηλ.) = κοόρτη 16
Ετυμολογία: Παράβαλε ελληνική λέξη χόρτος (περίβολος, εντός του οποίου
ζουν αγέλες ζώων).
 
collis -is (αρσ.) = λόφος 7
Ετυμολογία: < col-nis < κολωνός, κολώνη (λόφος), κολοφών (κορυφή, ανώτατο σημείο).
 
colloco (conloco), 1 = εγκαθιστώ 7
Ετυμολογία: < cum + loco < locus < stlocos < στόλος από ρίζω st(h)el- (τοποθετώ) < στέλλω, στέλεχος, στήλη.
 
colo, colui, cultum, colĕre, 3 = καλλιεργώ, λατρεύω 32· κατοικώ 41· σέβομαι 44
Ετυμολογία: < ιαπετικό ρήμα qel- < ελλην. πελ- < πέλομαι (κινούμαι, στρέφομαι), πόλος.
Παράβαλε και νεοελληνικά: κουλτούρα.
 
commilitonis (αρσ.) = συστρατιώτης, σύντροφος 20
Ετυμολογία: < cum + miles < μιλος < μο λη (ο βαδίζων κατά ίλες, κατά ομάδες). Παράβαλε και μιλλα.
 
commūnis -is -e = κοινός 17
Ετυμολογία: < από ρίζα mei- (αλλάζω)∙ παράβαλε ελληνικά α-μεί-βω και νεοελληνικά κομουνισμός, κομούνα (κοινότητα ως ανώτατη πολιτική εξουσία). 
 
comparo, 1 = συγκρίνω 3
Ετυμολογία: < compar < cum + par < συγγενές με το ελληνικό πέρνημι (πωλώ).
 
compleo, 2 = συμπληρώνω 11
Ετυμολογία: < cum + pleo < πίμπλημι (γεμίζω), πληρ, πλήρης, πλήθω, μπλεως.
 
complector, -plexus sum, -plecti, αποθ. 3 = αγκαλιάζω 26
Ετυμολογία: < cum + plecto < ρίζα plek- και με επέκταση της ρίζας με ένα t∙ παράβαλε ελληνικά «πέκω».
 
complexus -us (αρσ.) = αγκάλιασμα, αγκαλιά 12
Ετυμολογία: < complector < cum + plecto < ρίζα plek- και με επέκταση της ρίζας με ένα t∙ παράβαλε ελληνικά «πέκω». Παράβαλε και νεοελληνικά «κόμπλεξ», «κομπλεξικός»,
 
compōno, -posui, -positum, -ponĕre,3 = τελειώνω τον πόλεμο (bellum) με συνθήκη 11
Ετυμολογία: < cum + pono. Παράβαλε και νεοελληνικά «πόστα» = σταθερή διαμονή, ταχυδρομείο∙ εδώ ανήκει και το «πόστο» (σταθερή, σημαντική θέση») και «ποσιτιβισμός» (θετικισμός, θεωρία που δέχεται ως θετικό ό,τι είναι απόλυτα εξακριβωμένο).
 
comprehendo, -hendi, -hensum, -hendĕre, 3 = συλλαμβάνω 16
Ετυμολογία: < cum + prehendo < < prai-hendo < praeda + hedera < χανδάνω, αόρ. χαδον (χωράω, περιέχω, περιλαμβάνω). Παράβαλε και νεοελληνικά «πρέζα» (μικρή ποσότητα κονιορτοποιημένης ουσίας που πιάνεται με τα δύο δάχτυλα, αντίχειρα και δείκτη).
 
comprimo, -pressi, -pressum, -primĕre, 3 = περιορίζω, χαλιναγωγώ 33
Ετυμολογία: < cum + premo. Παράβαλε και νεοελληνικά «κομπρέσα». premo < παράβαλε νεοελληνικά «πρέσα». Παράβαλε νεοελληνικά: πρεμούρα, πρεσάρω, εξπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμός, εμπριμέ (= ύφασμα με πολύχρωμα εντυπωμένα σχέδια).
 
concipio, -cēpi, -ceptum, -cipĕre, 3* (cum + capio) = συλλαμβάνω, πιάνω 14
Ετυμολογία: cum + capio < κάπτω (τρώω γρήγορα, λαίμαργα), χάφτω, χαψιά. Αρχαιοελληνικά: κάπη, κώπη, κπος.
 
concito, 1 = ξεσηκώνω 9
Ετυμολογία: < concieo < cum + cieo < κίω (κινώ), κινέω-
 
concordia -ae = ομόνοια 4
Ετυμολογία: < concors < cum + cordis < cord- < κρ < κηρδ (καρδία), κέαρ, αττική διάλεκτος «καρδία». Παράβαλε και νεοελληνικά «ακορντεόν».
 
condo, -didi, -ditum, -dĕre, 3 = κτίζω 10
Ετυμολογία: < cum + do < δίδωμι.
 
condūco, -dūxi, -ductum, -ducĕre, 3 = νοικιάζω 23
Ετυμολογία: < cum + duco < < deuk- < δεύκει (δευκής = απρόοπτος, αιφνίδιος) < Πολυδεύκης, Δευκαλίων.
 
confero, -tuli, -lātum, -ferre, 3 = συγκεντρώνω 35
Ετυμολογία: < cum + fero < φέρω.
 
confīdo, -fīsus sum, -fidĕre, ημιαποθ. 3 = εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, στηρίζομαι 25
Ετυμολογία: < cum + fido < bheidho < πείθω, πείθομαι, πιθανός, πιστός, πίστη.
 
confirmo, 1 = επιβεβαιώνω 14
Ετυμολογία: < cum + firmo < firmus < ρίζα dher- <θρνος (θρόνος), θρανίον (κάθισμα, έδρα)∙ παράβαλε και φίρμα.
 
conformo, 1 = διαμορφώνω, διαπλάθω 32
Ετυμολογία: < cum + formo∙ παράβαλε και νεοελληνικά φορμαλισμός (τυποκρατία), φορμαλιστής, φορμάρω (δίνω σχήμα, δημοσιεύω).
 
confugio, -fūgi, -fugĕre, 3* = καταφεύγω 14
Ετυμολογία: < cum + fugio < ρίζα bheug- < φεύγω, -φυ-γον.
 
confundo, -fūdi, -fūsum, -fundĕre, 3 = συγχέω·
Ετυμολογία: < cum + fundo. Παράβαλε και νεοελληνικά: φουντάρω, φόντο.
 
confūsus -a -um = μπερδεμένος, σε αμηχανία 18
Ετυμολογία: < μετοχή παρακειμένου του confundo < cum + fundo. Παράβαλε και νεοελληνικά: φουντάρω, φόντο.
 
congredior, -gressus sum, -grĕdi, αποθ. 3* = συγκρούομαι, μονομαχώ 31
Ετυμολογία: < cum + gradior. Παράβαλε νεοελληνικά «κογκρέσο».
 
congruens -entis = σύμφωνος 38
Ετυμολογία: < μετοχή ενεστώτα του congruo < cum + ruo < ρίζα reu- < ρύω (= ρέω), ρύαξ, ρύομαι < συγγενή τα: ρνις, ρνυμι.  
 
conlaudo βλ. collaudo
Ετυμολογία: cum + laudo < laus < ρίζα leu-, lu- < λύρα (ελληνικό μουσικό όργανο).
 
conloco βλ. colloco
Ετυμολογία: < cum + loco < locus < stlocos < στόλος από ρίζω st(h)el- (τοποθετώ) < στέλλω, στέλεχος, στήλη.
 
conloquor, -locūtus sum, -loqui, αποθ. 3 = συζητώ, κουβεντιάζω 48
Ετυμολογία: cum + loquor < lak < λάσκω.
 
conor, αποθ. 1 = προσπαθώ 18
Ετυμολογία: Παράβαλε ελληνικά κονεν (= πείγεσθαι, νεργεν), κονιτί (χωρίς προσπάθεια), διάκονος (δούλος)
 
conscrībo, -scripsi, -scriptum, -scribĕre, 3 = γράφω 45
Ετυμολογία: cum + scribe < σκαριφάομαι, σκάριφος (ξέση, γραφή).
 
conscipti (patres) = οι Συγκλητικοί 50
Ετυμολογία: < μετοχή παρακειμένου του conscribo < cum + scribe < σκαριφάομαι, σκάριφος (ξέση, γραφή).
 
consecro, 1 = αφιερώνω, προσφέρω 34
Ετυμολογία: < cum + sacro < sacer < γιος, γνός.
 
consequor, -secūtus sum, -sĕqui αποθ. 3 = ακολουθώ 19· πετυχαίνω 41
Ετυμολογία: cum + sequor < πομαι < σέπομαι (Ο χειλικο-ουρανικός φθόγγος q μπροστά από ο γίνεται π).
 
consīdo, -sēdi, -sessum, -sidĕre, 3 (cum + sīdo) = κάθομαι («καθίζω τον εαυτό μου») 16
Ετυμολογία: cum + sido < sideo < < ζομαι < σεδ-jομαι < δρα, δος, ζω, δρύω.
 
consilium -ii (i) = σκέψη 6· σχέδιο 45,49
Ετυμολογία: cum + ρίζα sel- < λεν (λαμβάνω κατά νου) λωρ, λώριον.
 
consisto, -stiti, -sistĕre, 3 = συνίσταμαι, βρίσκομαι, περιορίζομαι 15
Ετυμολογία: cum + sisto < sto (με αναδιπλασιασμό) < στημι. Παράβαλε και νεοελληνικά: αερόστατο.
 
conspectus -us (αρσ.) = θέα, όψη 43
Ετυμολογία: < conspicio < cum + specio < σκέπτομαι < ρίζα σκεπ- < σκπεκ- < σκοπός, σκοπή, σκέψη. 
 
conspicio, -spexi, -spectum, -spicĕre, 3* (cum + specio) = βλέπω (πέφτει το βλέμμα μου) 45
Ετυμολογία: cum + specio < σκέπτομαι < ρίζα σκεπ- < σκπεκ- < σκοπός, σκοπή, σκέψη. 
 
constantia -ae = εγκαρτέρηση, σταθερότητα 26
Ετυμολογία: < con-sto < stajo < σταμαι, στημι
 
constituo, -stitui, -stitūtum -stituĕre, 3 = αναδιοργανώνω 33· αποφασίζω 45
Ετυμολογία: cum + statuo < sisto < sto (με αναδιπλασιασμό) < στημι. Παράβαλε και νεοελληνικά: αερόστατο.
 
contemno, -tempsi, -temptum, temnĕre, 3 = περιφρονώ 36
Ετυμολογία: cum + temno < temb-no < στέμβω (στοιβάζω) από ρίζα ste(m)b-, ste(m)p-. Άλλοι το σχετίζουν με το «τέμνω».
 
contendo, -tendi, -tentum, -tendĕre, 3 = φιλονικώ 50
Ετυμολογία: cum + tendo < ρίζα ten- < τείνω, τανύω, τένων. Παράβαλε και νεοελληνικά «τέντα».
 
contra (πρόθ. + αιτ.) = ενάντια, αντίθετα σε 1·
Ετυμολογία: < cum < κομjos < κοινός + tera < conterus παράβαλε ελληνική κατάληξη συγκριτικού σε –τέρος. Παράβαλε νεοελληνικά «κόντρα», «κοντράρω», «κόντραστ».
 
contra (επίρρ.) =αντίθετα 43
Ετυμολογία: < cum < κομjos < κοινός + tera < conterus παράβαλε ελληνική κατάληξη συγκριτικού σε –τέρος. Παράβαλε νεοελληνικά «κόντρα», «κοντράρω», «κόντραστ».
 
converto, -verti, -versum, -vertĕre, 3 = γυρίζω (κάποιον) προς τα πίσω 18
Ετυμολογία: < cum + verto < σύμφωνα με τον Κουμανούδη είναι συγγενές με τα ελληνικά στρέφω και τρέπω. 
 
copiae -ārum (μόνον πληθ.) = στρατιωτικές δυνάμεις 11
Ετυμολογία: cum + ops (= δύναμη, ισχύς) < μπνη (= τροφή), μπνιος (= πλούσιος), μπνια (= Δήμητρα).
 
corpus -oris (ουδ.) = σώμα 4
Ετυμολογία: πιθανή συγγένεια με το ελληνικό «κορμός» ή με το caro (κρέας) < κείρω < κορμός, κέρμα, καρής (μικρός, κοντός).
 
corvus -i = κόρακας 29
Ετυμολογία: < κόραξ, κόρακος, κορώνη (= κουρούνα), κράζω, κρώζω. Παράβαλε νεοελληνικά «κορμοράνος» (= θαλασσοπούλι).
 
creo, 1 = εκλέγω 15
Ετυμολογία: < ρίζα ker-e < κόρος - κορος, κόρη, κόρθυς –υος (σωρός σιτηρών)∙ όλα αυτά έχουν την έννοια της γέννησης και της αύξησης.
 
crudeliter (επίρρ.) = με σκληρότητα 42
Ετυμολογία: < crudus < qre- (σκληρός) < συγγενές με το cruor (αίμα)∙ παράβαλε και το ελληνικό κρέας < κρεFα(σ)ος > κρέως.
 
cruentus -a -um = φονικός, αιματηρός 19
Ετυμολογία: < cruor < παράβαλε και το ελληνικό κρέας < κρεFα(σ)ος > κρέως.
 
cubiculum -i = κρεβατοκάμαρα 23
Ετυμολογία: < cubo (παράβαλε και νεοελληνικά «κουβούκλιο») < ρίζα qu(m)b < ελληνικά: κύμβη (κοίλο αγγείο), κύμβαλον, κύβος, κυβιτίζω (ωθώ με τον αγκώνα), κυφός (κυρτωμένος), κύπελλον. Παράβαλε νεοελληνικά «κούπα»∙ «κύπτω» (= σκύβω).
 
cultellus -i = μαχαιράκι· ξυράφι, 49
Ετυμολογία: υποκοριστικό του culter < ρίζα (s)qel- < σκάλλω, σκαλίς (αξίνα). Παράβαλε νεοελληνικά «σκαλίζω», «δρυοκολάπτης».
 
culter -tri (αρσ.) = μαχαίρι 9
Ετυμολογία: < ρίζα (s)qel- < σκάλλω, σκαλίς (αξίνα). Παράβαλε νεοελληνικά «σκαλίζω», «δρυοκολάπτης» (το πουλί που σκάβει με το ράμφος του στους κορμούς των δέντρων για να βρει την τροφή του).
 
cum (σύνδ.)
Ετυμολογία: < com < con < κοινός.
 
cura -ae = έγνοια, φροντίδα 1
Ετυμολογία: Ο Κουμανούδης υποθέτει ότι σχετίζεται ετυμολογικά με το ελληνικό ρα (φροντίδα, παράβαλε θυρ-ωρ-ός). Παράβαλε και νεοελληνικά: κούρα, κουράρω (φροντίζω ιατρικά).
 
curo, 1 = φροντίζω 4,45
Ετυμολογία: < cura < κατά μία εκδοχή koisa < παράβαλε ελληνικά κοίης, κοιόλης (ο ιερέας των μυστηρίων της Σαμοθράκης), κοίρανος (κυβερνήτης) / Ο Κουμανούδης υποθέτει ότι σχετίζεται ετυμολογικά με το ελληνικό ρα (φροντίδα, παράβαλε θυρ-ωρ-ός). Παράβαλε και νεοελληνικά: κούρα, κουράρω (φροντίζω ιατρικά).
 
curro, cucurri, cursum, currĕre, 3 = τρέχω 12
Ετυμολογία: Παράβαλε ελληνικά πίκουρος < κόρσος. Νεοελληνικά: κουρσάρος, κούρσα.
 
custōdia -ae = φυλακή 28
Παράβαλε νεοελληνικά «κουστοδία» (φρουρά, συνοδεία).
 
de (πρόθ. + αφ.) = για, από 14
Ετυμολογία: < παράβαλε ελληνικά: δή, δη, πειδή, δτα, δε, δίδωμι.
 
debeo, debui, debitum, debēre, 2 (de + habeo) = οφείλω, πρέπει 7
Ετυμολογία: < de + habeo < qap-, capio < κάπτω (λαμβάνω), νεοελληνικά «χάφτω».
 
debilis -is -e = αδύναμος, ανάπηρος 39
Ετυμολογία: < de + habilis < habeo < qap-, capio < κάπτω (λαμβάνω), νεοελληνικά «χάφτω».
 
decerpo, -cerpsi, -cerptum, -cerpĕre, 3 = κόβω 25
Ετυμολογία: < de + carpo < συγγενές με το «κάρφω» (ξηραίνω, μαραίνω) < καρπός, καρπίζομαι, κρώπιον (δρέπανο).
 
decet, decuit, decēre, 2 (απρόσ.) = αρμόζει 46
Ετυμολογία: < ρίζα dek- (είμαι αποδεκτός, ταιριάζω) < δέχ-ομαι. Παράβαλε και νεοελληνικά «ντεκόρ».
 
dedecus -oris (ουδ.) = ντροπή 30
Ετυμολογία: < de + decet < ρίζα dek- (είμαι αποδεκτός, ταιριάζω) < δέχομαι.
 
dedo,-didi, -ditum,-dĕre, 3 = παραδίδω 16
Ετυμολογία: < de + do < δίδωμι.
 
dedūco, -dūxi, -ductum, -ducĕre, 3 οδηγώ, φέρνω 28,37
Ετυμολογία: < de + duco < < deuk- < δεύκει (δευκής = απρόοπτος, αιφνίδιος) < Πολυδεύκης, Δευκαλίων.
 
deinceps (επίρρ.) = στη συνέχεια 27
Ετυμολογία: dein + capio < κάπτω (τρώω γρήγορα, λαίμαργα), χάφτω, χαψιά. Αρχαιοελληνικά: κάπη, κώπη, κπος.
 
deinde (επίρρ.) = έπειτα 23
Ετυμολογία: < de + inde ή dein + de < ελληνικά: δή, δη, πειδή, δτα, δε, δίδωμι.
 
defero, -tuli, -lātum, -ferre, 3 = μεταφέρω 20
Ετυμολογία: < de + fero < φέρω.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: προφορικός, ανυπόφορος, δορυφόρος, υποφερτός, αναφορά, περιφορά, διαφορά.
 
deficio, -fēci, -fectum, -ficĕre, 3* (de + facio) = χάνομαι, παθαίνω έκλειψη 13
Ετυμολογία: de + facio < ρίζα dhe- (θέτω) < θη- > τίθημι.
 
delectus -a -um = εκλεγμένος 4
Ετυμολογία: < deligo < de + ligo. Παράβαλε και νεοελληνικά λίγκα, ευρωλίγκα (ένωση, ευρωπαϊκό πρωτάθλημα).
 
deleo, 2 = καταστρέφω, εξολοθρεύω 11· σκοτώνω 3
Ετυμολογία: < δηλέομαι (βλάπτω), δηλήμων (ολέθριος), δηλητήριον∙ κατ’ άλλη εκδοχή < de(o)leo < λλυμι.
 
deporto, 1 = παίρνω μαζί μου 30
Ετυμολογία: < de + porto < porta < πόρος, περάω. Παράβαλε και νεοελληνικά «πορτατίφ» (φορητό, μετακινούμενο φωτιστικό).
 
deprehendo (deprendo), -prehendi, -prehensum, -prehendĕre, 3 = συλλαμβάνω· πιάνω, ανακαλύπτω 47
Ετυμολογία: < de + prehendo < prai-hendo < praeda + hedera < χανδάνω, αόρ. χαδον (χωράω, περιέχω, περιλαμβάνω). Παράβαλε και νεοελληνικά «πρέζα» (μικρή ποσότητα κονιορτοποιημένης ουσίας που πιάνεται με τα δύο δάχτυλα, αντίχειρα και δείκτη).
 
desero, -serui, -sertum, -serĕre, 3 = εγκαταλείπω 35
Ετυμολογία: < de + sero (συνδέω) < ερω < σερjω, ρμα, ρμαθός, ρμος (περιδέραιο), ραρίσκω.
 
desertor -ōris (αρσ.) = λιποτάκτης 46
Ετυμολογία: < desero < de + sero (συνδέω) < ερω < σερjω, ρμα, ρμαθός, ρμος (περιδέραιο), ραρίσκω.
 
desidero, 1 = επιθυμώ, μου λείπει κάτι 1
Ετυμολογία: de + sidus < πιθανή συγγένεια με το θύς, ευθύς.
 
desilio, -silui, -silīre, 4 = πηδώ κάτω 15
Ετυμολογία: < de + salio < λλομαι. Παράβαλε και νεοελληνικά: σάλτο, σαλταδόρος, σαλτιμπάγκος.
 
desisto, -stiti, -sistĕre, 3 =σταματώ 37
Ετυμολογία: de + sisto < sto (με αναδιπλασιασμό) < στημι. Παράβαλε και νεοελληνικά: αερόστατο.
 
deterreo, -terrui, -territum, -terrēre, 2 = αποθαρρύνω 47
Ετυμολογία: < de + terreo < τρέω (τρέμω, τρομάζω) τρέσας (ρίψασπις) τρήρων.
 
deus -i = θεός 3
Ετυμολογία: < deivos < deios < deos. Παράβαλε ελληνικά «δίεμαι» (φοβάμαι, φοβίζω), δος (ο εκ Διός καταγόμενος, ουράνιος), εδιος (αίθριος), δίω (φεύγω, τρέπομαι σε φυγή), δείφω (φοβάμαι). Παράβαλε και νέα ελληνικά «ντίβα» (θεοποιημένη καλλιτέχνιδα). 
 
deverto, -verti, -versum, -vertĕre, 3 (και devertor, -verti, -verti, ημιαποθ. 3) = καταλύω (κάπου) 27
Ετυμολογία: < de + verto < κατά τον Κουμανίδη υπάρχει συγγένεια με τα ελληνικά στρέφω και τρέπω.
 
dexter -tra -um = δεξιός·
dextra -ae = το δεξί χέρι 34
Ετυμολογία: Παράβαλε ελληνικά: δεξιτερός, δεξιός, δέχομαι.
 
diaeta -ae = (θερινή) κατοικία 20
Ετυμολογία: < δίαιτα.
 
Diāna -ae = η Άρτεμη 8
Ετυμολογία: < diviana < dius (θεϊκός). Παράβαλε ελληνικά «δίεμαι» (φοβάμαι, φοβίζω), δος (ο εκ Διός καταγόμενος, ουράνιος), εδιος (αίθριος), δίω (φεύγω, τρέπομαι σε φυγή), δείφω (φοβάμαι).
 
dico, dixi, dictum, dicĕre, 3 = λέγω 12· -pro aliquo = μιλάω υπέρ, υποστηρίζω κάποιον
Ετυμολογία: < deico. Παράβαλε ελληνικά «δείκνυμι».
 
dictātorris (αρσ.) = δικτάτορας 21
Ετυμολογία: dicto < dico + ito < deico. Παράβαλε ελληνικά «δείκνυμι». Παράβαλε και νεοελληνικά δικτάτορας.
 
dictum -i = λόγος 12
Ετυμολογία: < dico < deico. Παράβαλε ελληνικά «δείκνυμι».
 
dies, diēi (αρσ.) = ημέρα 14
Ετυμολογία: < deus < εδιος, δίεμαι, Δίας (θεός της ημέρας, του φωτός).
 
diffluo, -flūxi, -flūctum, -fluĕre, 3 = διαρρέω· καταλύομαι 33
Ετυμολογία: < dis + fluo < φλύω (υπερχειλίζω, κατακλύζω), φλέω (ξεχειλίζω) φλύκταινα, φλύαρος, φλοίσβος.
 
dignitastis (θηλ.) = κύρος 33
Ετυμολογία: < dignus < dec + nos < dec- et ή dico. Παράβαλε και δίκαιος.
dico < deico < δείκνυμι.
 
dignus -a -um = άξιος 26
Ετυμολογία: < dec + nos < dec- et ή dico. Παράβαλε και δίκαιος.
dico < deico < δείκνυμι.
 
dilābor, -lapsus sum, -lābi, αποθ. 3 = καταρρέω 33
Ετυμολογία: dis + labor < λώβη – λωβμαι (βλάπτω, καταστρέφω)
 
diligo, -lexi, -lectum, -ligĕre, 3 = αγαπώ 26
Ετυμολογία: dis + lego < ελληνικά «λέγω». Παράβαλε και νεοελληνικά «λεζάντα».
 
dilucide (επίρρ.) = με διαύγεια 41
Ετυμολογία: < dilu + cidus < θς < ευθύς.
 
discēdo, -cessi, -cessum, -cedĕre, 3 = αποχωρώ, σκορπίζομαι 16· φεύγω 17
Ετυμολογία: < dis + cedo < ελληνικά «κέδνος» (= επιμελής, προσεκτικός, πιστός, αξιόπιστος), «κδος», «κήδομαι». Ανάγεται στη ρίζα sed-, όπου και τα ελληνικά: δός, δρα, δώλιον, ζομαι, δαφος.
 
disco, didici, discĕre, 3 = μαθαίνω 29
Ετυμολογία: < dis + cipio (κατά μία εκδοχή)∙ κατ’ άλλη εκδοχή < di-dk-sko < di-doc-co > doceo < συγγενές με τα ελληνικά: δοκέω, δόγμα, ντοκουμέντο.
 
discrīmen -inis (ουδ.) = κίνδυνος 25
Ετυμολογία: < discerno < dis + cerno < ελληνικά: κρίνω, κριτής, κρίμα, κρησάρα.
 
discurro, -curri (-cucurri), -cursum, -currĕre, 3 = τρέχω εδώ κι εκεί 20
Ετυμολογία: < dis + curro. Παράβαλε και ελληνικά «επίκουρος». Νεοελληνικά: κουρσάρος, κούρσα.
 
dissensionis (θηλ.) = διαφωνία 50
Ετυμολογία: < dissentio < dis + sentio < πιθανή συγγένεια με το ελληνικό «νος» < νοος < snοfος.
 
dissentio, -sensi, -sensum, -sentīre, 4 = διαφωνώ 50
Ετυμολογία: < dissentio < dis + sentio < πιθανή συγγένεια με το ελληνικό «νος» < νοος < snοfος.
 
dissimulo, 1 = προσποιούμαι ότι δεν 42,47
Ετυμολογία: < dissimilis < dis + similis < semelos < μαλός. Εδώ και τα ελληνικά: μο, μοιος, μα, μός (κοινός, ένας και ο αυτός).
 
diu (επίρρ.) = πολύ χρόνο 23· για πολύ καιρό 21
Ετυμολογία: < dies < deus < εδιος, δίεμαι, Δίας (θεός της ημέρας, του φωτός).
 
divitiae -ārum (μόνον πληθ.) = πλούτη 36
Ετυμολογία: < divus < δος, ο εκ Διός.
 
do, dedi, dătum, dăre, = δίνω 12·
Ετυμολογία: < δίδωμι.
 
doceo, docui, doctum, docēre, 2 = διδάσκω 29· υποδεικνύω 48
Ετυμολογία: < decet < dek- < δέχομαι.
Παράβαλε και ελληνικά: δοκέω, δόγμα, ντοκουμέντο.
 
dolor -ōris (αρσ.) = πόνος 9· οργή 28
Ετυμολογία: doleus < del- (διαμελίζω). Παράβαλε και ελληνικά: δηλέομαι (καταστρέφω), δηλήμων (ολέθριος), δαίδαλος, δόλων (ξιφίδιο), δέλεαρ.
 
dolus -i = δόλος 2
Ετυμολογία: < δόλος, δολόω (δολώνω).
 
domesticirum (πληθ.) = οι δούλοι του σπιτιού 34
Ετυμολογία: < domus < δόμος, δέμω.
 
dominus -i = κύριος, αφεντικό 24
Ετυμολογία: < domus < δόμος, δέμω.
Παράβαλε και νεοελληνικά: ντάμα, ντόμινο.
 
domus -us (θηλ.) = σπίτι, 43· domi (στάση) = στο σπίτι, στην ιδιωτική ζωή 4∙ domum (κίνηση προς) = στο σπίτι (πατρίδα) 12
Ετυμολογία: < δόμος, δέμω (= οικοδομώ), δμα, δωμάτιο.
 
donum -i = δώρο, 34
Ετυμολογία: < do < δίδωμι.
 
dormio, 4 = κοιμάμαι 18
Παράβαλε ελληνικά: δαρθάνω.
 
dos, dotis (θηλ.) = προίκα 35
Ετυμολογία: < do < δίδωμι. Παράβαλε και ελληνικά: δωτίνη, δρον.
 
duco, duxi, ductum, ducĕre, 3 = οδηγώ 38· θεωρώ 32
Ετυμολογία: duco < deuk- < δεύκει (δευκής = απρόοπτος, αιφνίδιος) < Πολυδεύκης, Δευκαλίων.
 
dum (σύνδ. χρον.) = ενώ, την ώρα που 20· μέχρι να 38· όσο 38
Παράβαλε ελληνικά: δή, δε, δη, δήπου, πειδή.
 
duo, duae, duo (αριθμ.) = δύο 9,10
Ετυμολογία: < δύο
Παράβαλε και νεοελληνικά: ντουέντο.
 
durus -a -um = σκληρός, τραχύς, δύσκαμπτος 27
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις: δρς, δρυμός, δρυμών, δόρυ, και νεοελληνικά: ντούρος.
 
dux -cis (αρσ. και θηλ.) = αρχηγός, στρατηγός 11,21
Ετυμολογία: duco < deuk- < δεύκει (δευκής = απρόοπτος, αιφνίδιος) < Πολυδεύκης, Δευκαλίων. Ελληνικά: δούκας, δούκισσα, δουκάτο.
 
Βιβλιογραφία:
- Βασιλείου Αριστ. Κούβελα, Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της λατινικής γλώσσας, Μακεδονικές Εκδόσεις.
- Oxford Latin Dictionary
- Στεφ. Κουμανούδη, Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Εκδόσεις Γρηγόρη

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...