Νίκος Γκάτσος «Οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί»
Γεννιούνται μ’ ένα χρυσαφένιο χρώμα,
μ’ όνειρα που τους τα φτιάχνει η συννεφιά,
μ’ ελπίδες που φυτρώσαν μες στο χώμα…
Δεν ταξιδεύουνε ποτέ σε ξένα μέρη.
Γίνοντ’ αγάλματα ψυχρά, μα εθνικά
κι έχουν για συντροφιά τους ένα περιστέρι…
Κάνουν πως, τάχα, λεπτομέρειες δε θυμούνται…
Κι όταν η νύχτα τούς σκεπάζει με σιωπή,
πετάν’ το θρύλο στα πουλιά κι αποκοιμιούνται…
Γεννιούνται μ’ ένα χρυσαφένιο χρώμα,
μ’ όνειρα που τους τα φτιάχνει η συννεφιά,
μ’ ελπίδες που φυτρώσαν μες στο χώμα…»
Οι ήρωες γεννιούνται με χρυσαφένιο χρώμα∙ επιδεικνύουν, δηλαδή, από τα πρώτα κιόλας βήματά τους ποιότητες που τους ξεχωρίζουν από τους άλλους και τους καθιστούν αξιοπρόσεκτους και ελπιδοφόρους. Θα ήταν, άλλωστε, δύσκολο να απέκτησαν το ηρωικό του χαρακτήρα τους αιφνιδίως σε μεταγενέστερη περίοδο της ζωής τους. Το πιθανότερο είναι πως τους διέκρινε μια αντισυμβατική και αγωνιστική διάθεση από πολύ νωρίς. Οι επιδιώξεις και τα όνειρά τους, ούτως ή άλλως, αντλήθηκαν από τη συννεφιά, από τις καταστάσεις εκείνες δηλαδή που καθιστούσαν τη ζωή τους δύσκολη και με περιορισμούς. Η απουσία του φωτός («συννεφιά») υποδηλώνει την απουσία της ελευθερίας ή την έλλειψη επαρκών πόρων∙ συνθήκες, δηλαδή, που θα απέτρεπαν άλλους από το να ονειρευτούν μια καλύτερη ζωή, μα που δεν στάθηκαν ικανές να κατασιγάσουν την εσωτερική φλόγα των ηρώων.
Οι ελπίδες, πάντως, των ηρώων φυτρώνουν στο χώμα. Είναι ρεαλιστικές, βγαλμένες από τις πραγματικές ανάγκες των ίδιων και των συνανθρώπων τους και δεν έχουν στοιχεία ακρότητας ή ματαιοδοξίας. Οι ήρωες είναι γερά ριζωμένοι στον τόπο τους και στις ιδιαίτερες συνθήκες του, γι’ αυτό και τα όσα προσδοκούν και επιδιώκουν συνιστούν φανερώματα μιας συλλογικής θέλησης, έστω κι αν οι γύρω τους δεν έχουν το αντίστοιχο ψυχικό σθένος για να τα θεωρήσουν εφικτά.
Δεν ταξιδεύουνε ποτέ σε ξένα μέρη.
Γίνοντ’ αγάλματα ψυχρά, μα εθνικά
κι έχουν για συντροφιά τους ένα περιστέρι…»
Οι ήρωες μετά το τέλος της ζωής τους γίνονται αγάλματα από κάποιο ψυχρό υλικό -μέταλλο ή μάρμαρο-, παγωμένα στον χρόνο, απρόσιτα και αδιάφορα προς οτιδήποτε συμβαίνει γύρω τους. Απαθανατίζονται για να τιμηθούν, τρέπονται ωστόσο σε υλικά στοιχεία του τοπίου, προσφέροντας μια θέση για κάποιο περιστέρι που κινείται στην περιοχή. Έτσι, αν και κερδίζουν την αναγνώριση των άλλων, χάνουν το δικαίωμα στη λησμονιά, μετέχοντας εν αγνοία τους σε ένα μέλλον άγνωστο στους ίδιους.
Κάνουν πως, τάχα, λεπτομέρειες δε θυμούνται…
Κι όταν η νύχτα τούς σκεπάζει με σιωπή,
πετάν’ το θρύλο στα πουλιά κι αποκοιμιούνται…»
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η σιωπή της νύχτας και η μοναξιά λειτουργούν θεραπευτικά για τους ίδιους, εφόσον έχουν την ευκαιρία να απεκδυθούν τον ρόλο του θρυλικού προσώπου και να υπάρξουν ως κανονικοί άνθρωποι με τις δικές τους ελλείψεις και τα δικά τους ελαττώματα. Τη νύχτα, επομένως, μπορούν να αφεθούν στον ύπνο όχι ως καθαγιασμένοι ήρωες, αλλά ως ατελείς άνθρωποι, όπως είναι κι όλοι οι άλλοι, όπως ήταν κι οι ίδιοι πάντοτε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου