Robert Farkas
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναιρώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναιρώ, αναιρείς, αναιρεί, αναιρούμε, αναιρείτε, αναιρούν (ή αναιρούνε)
να αναιρώ, να αναιρείς, να αναιρεί, να αναιρούμε, να αναιρείτε, να αναιρούν (ή να αναιρούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναιρείτε
Μετοχή
αναιρώντας
Παρατατικός
Οριστική
αναιρούσα, αναιρούσες, αναιρούσε, αναιρούσαμε, αναιρούσατε, αναιρούσαν (ή αναιρούσανε)
Αόριστος
Οριστική
αναίρεσα, αναίρεσες, αναίρεσε, αναιρέσαμε, αναιρέσατε, αναίρεσαν (ή αναιρέσανε)
να αναιρέσω, να αναιρέσεις, να αναιρέσει, να αναιρέσουμε, να αναιρέσετε, να αναιρέσουν (ή να αναιρέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αναίρεσε β΄ πληθυντικό: αναιρέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναιρώ, θα αναιρείς, θα αναιρεί, θα αναιρούμε, θα αναιρείτε, θα αναιρούν (ή θα αναιρούνε)
Οριστική
θα αναιρέσω, θα αναιρέσεις, θα αναιρέσει, θα αναιρέσουμε, θα αναιρέσετε, θα αναιρέσουν (ή θα αναιρέσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναιρέσει, θα έχεις αναιρέσει, θα έχει αναιρέσει, θα έχουμε αναιρέσει, θα έχετε αναιρέσει, θα έχουν(ε) αναιρέσει
θα έχεις αναιρεμένο, αναιρεμένη, αναιρεμένο
θα έχει αναιρεμένο, αναιρεμένη, αναιρεμένο
θα έχουμε αναιρεμένους, αναιρεμένες, αναιρεμένα
θα έχετε αναιρεμένους, αναιρεμένες, αναιρεμένα
θα έχουν(ε) αναιρεμένους, αναιρεμένες, αναιρεμένα]
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναιρέσει, έχεις αναιρέσει, έχει αναιρέσει, έχουμε αναιρέσει, έχετε αναιρέσει, έχουν(ε) αναιρέσει
Υποτακτική
να έχω αναιρέσει, να έχεις αναιρέσει, να έχει αναιρέσει, να έχουμε αναιρέσει, να έχετε αναιρέσει, να έχουν αναιρέσει
[& να έχω αναιρεμένο, αναιρεμένη, αναιρεμένο κτλ.]
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναιρέσει, είχες αναιρέσει, είχε αναιρέσει, είχαμε αναιρέσει, είχατε αναιρέσει, είχαν(ε) αναιρέσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναιρούμαι, αναιρείσαι, αναιρείται, αναιρούμαστε, αναιρείστε, αναιρούνται
να αναιρούμαι, να αναιρείσαι, να αναιρείται, να αναιρούμαστε, να αναιρείστε, να αναιρούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
αναιρούμενος, αναιρούμενη, αναιρούμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναιρούμουν, αναιρούσουν, αναιρούταν ή αναιρούτανε, αναιρούμασταν ή αναιρούμαστε, αναιρούσασταν, αναιρούνταν
Αόριστος
Οριστική
αναιρέθηκα, αναιρέθηκες, αναιρέθηκε, αναιρεθήκαμε, αναιρεθήκατε, αναιρέθηκαν ή αναιρεθήκανε
να αναιρεθώ, να αναιρεθείς, να αναιρεθεί, να αναιρεθούμε, να αναιρεθείτε, να αναιρεθούν
Προστακτική
β΄ ενικού: αναιρέσου β΄ πληθυντικό: αναιρεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναιρούμαι, θα αναιρείσαι, θα αναιρείται, θα αναιρούμαστε, θα αναιρείστε, θα αναιρούνται
Οριστική
θα αναιρεθώ, θα αναιρεθείς, θα αναιρεθεί, θα αναιρεθούμε, θα αναιρεθείτε, θα αναιρεθούν
Οριστική
θα έχω αναιρεθεί, θα έχεις αναιρεθεί, θα έχει αναιρεθεί, θα έχουμε αναιρεθεί, θα έχετε αναιρεθεί, θα έχουν αναιρεθεί
θα είσαι αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο
θα είναι αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο
θα είμαστε αναιρεμένοι, αναιρεμένες, αναιρεμένα
θα είσαστε αναιρεμένοι, αναιρεμένες, αναιρεμένα
θα είναι αναιρεμένοι, αναιρεμένες, αναιρεμένα]
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναιρεθεί, έχεις αναιρεθεί, έχει αναιρεθεί, έχουμε αναιρεθεί, έχετε αναιρεθεί, έχουν αναιρεθεί
Υποτακτική
να έχω αναιρεθεί, να έχεις αναιρεθεί, να έχει αναιρεθεί, να έχουμε αναιρεθεί, να έχετε αναιρεθεί, να έχουν αναιρεθεί
[& να είμαι αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο κτλ.]
Μετοχή
αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναιρεθεί, είχες αναιρεθεί, είχε αναιρεθεί, είχαμε αναιρεθεί, είχατε αναιρεθεί, είχαν(ε) αναιρεθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου