Οδυσσέας
Ελύτης «Μυρίσαι το άριστον» [VIII-Χ] VIII Γυμνός,
Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανά- μεσα
σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο
μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Κοιτάζω
τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο
πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου
έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα,
κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψά- θα.
Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο
πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα
για να ‘χω τόσα. Δε μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από
το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ‘ναι πιο
δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέ- λει
να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση
-αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Σχόλιο: Ο
ποιητής στην ενότητα VIII
προβάλλει την ολιγάρκεια που τον διακρίνει, η οποία συνιστά αποτέλεσμα όχι
ανάγκης, αλλά επιλογής. Μια μικρή κάμαρα, ελάχιστα ρούχα κι ένα βιβλίο συγκροτούν
το σύνολο των υλικών υπαρχόντων του, χωρίς αυτό να πικραίνει ή να προβληματίζει
τον ποιητή («Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα»). Την εκτενή
οπτική εικόνα της πρώτης στροφής, μέσω της οποίας ο ποιητής παρουσιάζει στον
αναγνώστη το υλικό του περιβάλλον με τα ελάχιστα υπάρχοντά του, διαδέχεται μια κυρίαρχα
νοητικού περιεχομένου στροφή. «Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε»,
ισχυρίζεται ο ποιητής, υπονοώντας τη δυνατότητα του ατόμου να κατακτήσει,
μεταξύ άλλων, την ευδαιμονία, την ψυχική γαλήνη, την ηθική ακεραιότητα, αλλά
και την πνευματική ανύψωση. Αναγνωρίζει, βέβαια, την ύπαρξη δυσκολιών, εφόσον
συχνά η απουσία επαρκών υλικών αγαθών μπορεί να δυσχεράνει τον καθημερινό βίο
του ατόμου, αλλά δεν θεωρεί σε καμία περίπτωση τα ελλιπή υλικά αγαθά
αποτρεπτικό παράγοντα στην προσπάθεια του ατόμου να ευτυχήσει και να γνωρίσει
το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης. Η
διαδρομή του ατόμου προς την ευδαιμονία και την πνευματική εκείνη διαύγεια που
καθιστά προσιτά τα ερωτήματα της ύπαρξης μπορεί να καλυφθεί και με τη συνδρομή
του έρωτα («από το κορίτσι που αγαπάς»). Χρειάζεται, ωστόσο, προσοχή, διότι το
ερωτικό άγγιγμα, η επιδιωκόμενη επαφή, δεν πρέπει να επισπευστεί, αλλά να επέλθει
μόνο όταν το επιτάσσει η φύση∙ μόνο όταν προκύπτουν οι απαιτούμενες συνθήκες,
ώστε να προκύψει αρμονικά. Αντίστοιχο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί και μέσω της
επαφής με τη φύση, αρκεί το άτομο να έχει επίγνωση πως η φύση δεν είναι ποτέ
εντελώς ακίνδυνη. Χρειάζεται, έτσι, να γνωρίζει πως να της αφαιρέσει «την
αγκίδα της», να τη βιώσει, δηλαδή, κατά τρόπο ασφαλή, ώστε να αντλήσει τη
ζητούμενη ευδαιμονία, χωρίς να έρθει αντιμέτωπο με την επώδυνη ή επικίνδυνη όψη
της. IX «Εχθές
έχωσα κάτω απ’ την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της. Όλο
το απόγεμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ’ τις αυλές με νόη- μα.
Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώρι- μο,
οικείο. Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλα- ρίκια
να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον
μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι
βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε.» Χωρίς
αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχω- ριστή,
αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν τη βρει να την απομο- νώσει
εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που ναν τη γεμίσει
πράξεις ορατές, πάει χαμένος. Σχόλιο: Ο
ποιητής αναγνωρίζει τη δυναμική του έρωτα από την πρώτη κιόλας φορά που αγγίζει
την αγαπημένη του. Ίσα που πιάνει το χέρι της κάτω από την άμμο κι αμέσως
αρχίζει να διακρίνει θετικά μηνύματα από το φυσικό και υλικό περιβάλλον πως η
πρωτοβουλία του αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με τις επιταγές της φύσης. Το όλο
νόημα βλέμμα από τα προσωποποιημένα γεράνια, όπως και η αίσθηση πως οι βάρκες
που βρίσκονταν τραβηγμένες στη στεριά του ήταν πια πιο οικείες, συνιστούν βασικές
ενδείξεις πως η όλη του ύπαρξη άλλαξε χάρη στο απλό αυτό άγγιγμα. Ο ποιητής δεν
είναι πια απλά κάποιος που κινείται ως παρατηρητής στο φυσικό περιβάλλον,
γίνεται μέρος του, λαμβάνοντας την αποδοχή του υλικού, φυσικού και πνευματικού
κόσμου. Η αποδοχή αυτή, μάλιστα, γίνεται εμφανέστερη, όταν της βγάζει τα
σκουλαρίκια για να τη φιλήσει «έτσι όπως θέλει» εκείνος, καθώς ηχούν μπουμπουνητά
στο πέλαγος και οι Άγιοι σπεύδουν να του φωτίσουνε, κρατώντας κεριά. Η
επιλογή του ποιητή να αφεθεί στο κάλεσμα του έρωτα επιβραβεύεται από κάθε πτυχή
του περιβάλλοντος, γεγονός που επιβεβαιώνει την ορθότητά της. Βρίσκει, κατ’
αυτό τον τρόπο, τον κατάλληλο για εκείνον δρόμο, ώστε να βιώσει την πραγματική
ευδαιμονία και να γνωρίσει τόσο τον εαυτό του όσο και τη φύση στον πληρέστερο
δυνατό βαθμό. Ο ποιητής, ωστόσο, δεν αποδίδει στον έρωτα καθολική αξία, υπό την
έννοια πως δεν θεωρεί ότι αποτελεί την ιδανική για όλους επιλογή στην
προσπάθειά τους να βρουν την ευτυχία («υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από
μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση»). Αναγνωρίζει, δηλαδή, πως για κάθε
άνθρωπο η αναντικατάστατη αίσθηση -εκείνη που θα του φέρει την ευτυχία- είναι
ξεχωριστή ή αλλιώς διαφορετική. Χρειάζεται, επομένως, ο κάθε άνθρωπος να
προχωρήσει στη δική του διαδρομή αναζήτησης, ώστε να την εντοπίσει και να την «απομονώσει»,
για να είναι ακολούθως σε θέση να ζήσει μαζί με την αίσθηση αυτή∙ να μπορεί να
αναβιώνει την αίσθηση αυτή μέσα από ορατές -όχι πνευματικές ή νοητές- πράξεις
και να προσδίδει, έτσι, στη ζωή του το ζητούμενο νόημα. Το τι θα φέρει, άρα,
την ευτυχία στον καθένα είναι κάτι το διαφορετικό, το οποίο δεν μπορεί να
προσδιοριστεί από άλλους ή να εντοπιστεί με μια διαδικασία απλής μίμησης. Ό,τι
φέρνει ευτυχία στον ποιητή, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πως συνιστά την ιδανική
επιλογή για όλους τους άλλους. Ο
ποιητής εντοπίζει τον δικό του δρόμο προς την ευδαιμονία, αλλά δεν τον
παρουσιάζει ως τον μόνο πιθανό δρόμο. Καλεί, έτσι, τους αναγνώστες να
ξεκινήσουν εγκαίρως τη δική τους προσωπική αναζήτηση, προκειμένου να έχουν κι
εκείνοι τη δυνατότητα να βιώνουν κατ’ επανάληψη την ευδαιμονική αίσθηση που
ανταποκρίνεται στη φύση τους. Προειδοποιεί, μάλιστα, πως αν κάποιος δεν βρει τι
είναι εκείνο που του προσφέρει χαρά, τότε «πάει χαμένος», υπό την έννοια πως θα
έχει χάσει την ευκαιρία να γνωρίσει την ευδαιμονία που του αναλογεί. Χ Ό,τι
μπόρεσα ν’ αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως
να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού
θάρρους που μου ‘δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για το
χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν
υπάρχει. Δεν
παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να
σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει και
να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνε- ται
Χάρις και η Χάρις Άγγελος· η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία με
λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό ένα
κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου
Παραδείσου. Σχόλιο: Ο
ποιητής προχωρά σε μια εξομολόγηση για το πώς κατόρθωσε να αποκτήσει την ηθική
του ακεραιότητα και τη διαφάνεια απέναντι σε όλους, καθιστώντας εμφανή την
πρόθεσή του να προσδώσει αμιγώς προσωπικό χαρακτήρα στη διαδρομή του, ώστε να
μη διαβαστούν οι στίχοι του ως διδαχές ή προτροπές προς τους άλλους. Η ιστορία
κάθε ανθρώπου διαφέρει από την ιστορία των άλλων, όσο διαφέρουν οι μεταξύ τους ιδιότητες,
ποιότητες και αρετές. Ο ποιητής, εν προκειμένω, επισημαίνει πως όσα κατάφερε να
αποκτήσει στη ζωή του, τα απέκτησε με πράξεις ορατές σε όλους, χωρίς να
χρειαστεί να κινηθεί παρασκηνιακά ή με ύπουλο τρόπο, χάρη στο «ειδικό» θάρρος
που του χάρισε η Ποίηση, κάτι που του επέτρεψε να ζει με πλήρη διαφάνεια. Χάρη
στο θάρρος που του έδωσε η ποίηση βρήκε το κουράγιο, προκειμένου είτε να
αξιοποιεί κάθε υπάρχουσα ευκαιρία είτε να δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες,
ώστε κάθε στιγμή στη ζωή του να συνιστά μια ευκαιρία για την πληρέστερη δυνατή
βίωσή της. Όπως ειδικότερα το παρουσιάζει ο ποιητής με μεταφορικό λόγο, «να
γίνομαι άνεμος για το χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο», η στάση που τηρεί
απέναντι στη ζωή είναι αυτή μιας ουσιαστικής θέλησης να αξιοποιεί ενεργά την
κάθε στιγμή, χωρίς να περιμένει παθητικά τις «ιδανικές συνθήκες», όπως τείνουν
να κάνουν πολλοί άνθρωποι. Ακόμη και όταν δεν υπάρχει ουρανός, ο ποιητής δεν
παύει να επιζητά και να επιδιώκει την ευκαιρία να βιώσει τη χαρά της πτήσης.
Δήλωση που φανερώνει με τον πλέον σαφή τρόπο τη βούλησή του να μην αφήνεται στις
υπάρχουσες συνθήκες, αλλά να επεμβαίνει δυναμικά, προκειμένου να τις καταστήσει
κατάλληλες και ευνοϊκές. Ο
ποιητής, βέβαια, αντιλαμβάνεται πως η μεταφορική εικόνα που δημιουργεί με τον
χαρταετό ίσως προκαλέσει την αίσθηση στους αναγνώστες ότι καταφεύγει σε κενά
λογοπαίγνια («δεν παίζω με τα λόγια»), γι’ αυτό φροντίζει να επεξηγήσει περισσότερο
τη στάση του απέναντι στα πράγματα. Ό,τι επιχειρεί, λοιπόν, να αξιοποιήσει
είναι η κίνηση, η δυναμική που εμπεριέχεται σε κάθε στιγμή της ζωής, όταν κατορθώνει
κανείς να την «ανοίξει», να τη βιώσει πλήρως, δίνοντάς της κατ’ αυτό τον τρόπο
διάρκεια και αποκομίζοντας από αυτή όσο περισσότερα είναι εφικτό. Οδυσσέας
Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος, Ίκαρος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου