Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μετουσιώνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μετουσιώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andrew Hitchen
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μετουσιώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μετουσιώνω, μετουσιώνεις, μετουσιώνει, μετουσιώνουμε, μετουσιώνετε, μετουσιώνουν (ή μετουσιώνουνε)
Υποτακτική
να μετουσιώνω, να μετουσιώνεις, να μετουσιώνει, να μετουσιώνουμε, να μετουσιώνετε, να μετουσιώνουν (ή να μετουσιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μετουσίωνε – β΄ πληθυντικό: μετουσιώνετε
Μετοχή
μετουσιώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
μετουσίωνα, μετουσίωνες, μετουσίωνε, μετουσιώναμε, μετουσιώνατε, μετουσίωναν ή μετουσιώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
μετουσίωσα, μετουσίωσες, μετουσίωσε, μετουσιώσαμε, μετουσιώσατε, μετουσίωσαν ή μετουσιώσανε
Υποτακτική
να μετουσιώσω, να μετουσιώσεις, να μετουσιώσει, να μετουσιώσουμε, να μετουσιώσετε, να μετουσιώσουν (ή να μετουσιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μετουσίωσε – β΄ πληθυντικό: μετουσιώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετουσιώνω, θα μετουσιώνεις, θα μετουσιώνει, θα μετουσιώνουμε, θα μετουσιώνετε, θα μετουσιώνουν (ή θα μετουσιώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετουσιώσω, θα μετουσιώσεις, θα μετουσιώσει, θα μετουσιώσουμε, θα μετουσιώσετε, θα μετουσιώσουν (ή θα μετουσιώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μετουσιώσει, θα έχεις μετουσιώσει, θα έχει μετουσιώσει, θα έχουμε μετουσιώσει, θα έχετε μετουσιώσει, θα έχουν(ε) μετουσιώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μετουσιώσει, έχεις μετουσιώσει, έχει μετουσιώσει, έχουμε μετουσιώσει, έχετε μετουσιώσει, έχουν(ε) μετουσιώσει
Υποτακτική
να έχω μετουσιώσει, να έχεις μετουσιώσει, να έχει μετουσιώσει, να έχουμε μετουσιώσει, να έχετε μετουσιώσει, να έχουν(ε) μετουσιώσει
Μετοχή
έχοντας μετουσιώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μετουσιώσει, είχες μετουσιώσει, είχε μετουσιώσει, είχαμε μετουσιώσει, είχατε μετουσιώσει, είχαν(ε) μετουσιώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μετουσιώνομαι, μετουσιώνεσαι, μετουσιώνεται, μετουσιωνόμαστε, μετουσιώνεστε, μετουσιώνονται
Υποτακτική
να μετουσιώνομαι, να μετουσιώνεσαι, να μετουσιώνεται, να μετουσιωνόμαστε, να μετουσιώνεστε, να μετουσιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μετουσιώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
μετουσιωνόμουν, μετουσιωνόσουν, μετουσιωνόταν, μετουσιωνόμαστε, μετουσιωνόσαστε, μετουσιώνονταν
(& μετουσιωνόμουνα, μετουσιωνόσουνα, μετουσιωνότανε, μετουσιωνόμασταν, μετουσιωνόσασταν, μετουσιωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
μετουσιώθηκα, μετουσιώθηκες, μετουσιώθηκε, μετουσιωθήκαμε, μετουσιωθήκατε, μετουσιώθηκαν (ή μετουσιωθήκανε)
Υποτακτική
να μετουσιωθώ, να μετουσιωθείς, να μετουσιωθεί, να μετουσιωθούμε, να μετουσιωθείτε, να μετουσιωθούν (ή να μετουσιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μετουσιώσου β΄ πληθυντικό: μετουσιωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετουσιώνομαι, θα μετουσιώνεσαι, θα μετουσιώνεται, θα μετουσιωνόμαστε, θα μετουσιώνεστε, θα μετουσιώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετουσιωθώ, θα μετουσιωθείς, θα μετουσιωθεί, θα μετουσιωθούμε, θα μετουσιωθείτε, θα μετουσιωθούν (ή θα μετουσιωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μετουσιωθεί, θα έχεις μετουσιωθεί, θα έχει μετουσιωθεί, θα έχουμε μετουσιωθεί, θα έχετε μετουσιωθεί, θα έχουν(ε) μετουσιωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μετουσιωθεί, έχεις μετουσιωθεί, έχει μετουσιωθεί, έχουμε μετουσιωθεί, έχετε μετουσιωθεί, έχουν(ε) μετουσιωθεί
Υποτακτική
να έχω μετουσιωθεί, να έχεις μετουσιωθεί, να έχει μετουσιωθεί, να έχουμε μετουσιωθεί, να έχετε μετουσιωθεί, να έχουν(ε) μετουσιωθεί
Μετοχή
μετουσιωμένος, μετουσιωμένη, μετουσιωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μετουσιωθεί, είχες μετουσιωθεί, είχε μετουσιωθεί, είχαμε μετουσιωθεί, είχατε μετουσιωθεί, είχαν(ε) μετουσιωθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...