Arthur Hopkins
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επισκέπτομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
επισκέπτομαι, επισκέπτεσαι, επισκέπτεται, επισκεπτόμαστε, επισκέπτεστε, επισκέπτονται
να επισκέπτομαι, να επισκέπτεσαι, να επισκέπτεται, να επισκεπτόμαστε, να επισκέπτεστε, να επισκέπτονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επισκέπτεστε
Μετοχή
επισκεπτόμενος, επισκεπτόμενη, επισκεπτόμενο
Παρατατικός
Οριστική
επισκεπτόμουν, επισκεπτόσουν, επισκεπτόταν, επισκεπτόμαστε, επισκεπτόσαστε, επισκέπτονταν
Αόριστος
Οριστική
επισκέφτηκα, επισκέφτηκες, επισκέφτηκε, επισκεφτήκαμε, επισκεφτήκατε, επισκέφτηκαν (ή επισκεφτήκανε)
Υποτακτική
να επισκεφτώ, να επισκεφτείς, να επισκεφτεί, να επισκεφτούμε, να επισκεφτείτε, να επισκεφτούν (ή να επισκεφτούνε)
& να επισκεφθώ, να επισκεφθείς, να επισκεφθεί, να επισκεφθούμε, να επισκεφθείτε, να επισκεφθούν (ή να επισκεφθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: επισκέψου β΄ πληθυντικό: επισκεφθείτε (επισκεφτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επισκέπτομαι, θα επισκέπτεσαι, θα επισκέπτεται, θα επισκεπτόμαστε, θα επισκέπτεστε, θα επισκέπτονται
Οριστική
θα επισκεφτώ, θα επισκεφτείς, θα επισκεφτεί, θα επισκεφτούμε, θα επισκεφτείτε, θα επισκεφτούν (ή θα επισκεφτούνε)
Οριστική
θα έχω επισκεφτεί, θα έχεις επισκεφτεί, θα έχει επισκεφτεί, θα έχουμε επισκεφτεί, θα έχετε επισκεφτεί, θα έχουν(ε) επισκεφτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επισκεφτεί, έχεις επισκεφτεί, έχει επισκεφτεί, έχουμε επισκεφτεί, έχετε επισκεφτεί, έχουν(ε) επισκεφτεί
Υποτακτική
να έχω επισκεφτεί, να έχεις επισκεφτεί, να έχει επισκεφτεί, να έχουμε επισκεφτεί, να έχετε επισκεφτεί, να έχουν(ε) επισκεφτεί
& να έχω επισκεφθεί, να έχεις επισκεφθεί, να έχει επισκεφθεί, να έχουμε επισκεφθεί, να έχετε επισκεφθεί, να έχουν(ε) επισκεφθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επισκεφτεί, είχες επισκεφτεί, είχε επισκεφτεί, είχαμε επισκεφτεί, είχατε επισκεφτεί, είχαν(ε) επισκεφτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου