Jutta
Maria Pusl
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συσπειρώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συσπειρώνω, συσπειρώνεις, συσπειρώνει, συσπειρώνουμε, συσπειρώνετε, συσπειρώνουν (ή συσπειρώνουνε)
να συσπειρώνω, να συσπειρώνεις, να συσπειρώνει, να συσπειρώνουμε, να συσπειρώνετε, να συσπειρώνουν (ή να συσπειρώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συσπείρωνε – β΄ πληθυντικό: συσπειρώνετε
Μετοχή
συσπειρώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
συσπείρωνα, συσπείρωνες, συσπείρωνε, συσπειρώναμε, συσπειρώνατε, συσπείρωναν ή συσπειρώνανε
Αόριστος
Οριστική
συσπείρωσα, συσπείρωσες, συσπείρωσε, συσπειρώσαμε, συσπειρώσατε, συσπείρωσαν ή συσπειρώσανε
να συσπειρώσω, να συσπειρώσεις, να συσπειρώσει, να συσπειρώσουμε, να συσπειρώσετε, να συσπειρώσουν (ή να συσπειρώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συσπείρωσε – β΄ πληθυντικό: συσπειρώστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώνω, θα συσπειρώνεις, θα συσπειρώνει, θα συσπειρώνουμε, θα συσπειρώνετε, θα συσπειρώνουν (ή θα συσπειρώνουνε)
Οριστική
θα συσπειρώσω, θα συσπειρώσεις, θα συσπειρώσει, θα συσπειρώσουμε, θα συσπειρώσετε, θα συσπειρώσουν (ή θα συσπειρώσουνε)
Οριστική
θα έχω συσπειρώσει, θα έχεις συσπειρώσει, θα έχει συσπειρώσει, θα έχουμε συσπειρώσει, θα έχετε συσπειρώσει, θα έχουν(ε) συσπειρώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συσπειρώσει, έχεις συσπειρώσει, έχει συσπειρώσει, έχουμε συσπειρώσει, έχετε συσπειρώσει, έχουν(ε) συσπειρώσει
να έχω συσπειρώσει, να έχεις συσπειρώσει, να έχει συσπειρώσει, να έχουμε συσπειρώσει, να έχετε συσπειρώσει, να έχουν(ε) συσπειρώσει
Μετοχή
έχοντας συσπειρώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συσπειρώσει, είχες συσπειρώσει, είχε συσπειρώσει, είχαμε συσπειρώσει, είχατε συσπειρώσει, είχαν(ε) συσπειρώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συσπειρώνομαι, συσπειρώνεσαι, συσπειρώνεται, συσπειρωνόμαστε, συσπειρώνεστε, συσπειρώνονται
να συσπειρώνομαι, να συσπειρώνεσαι, να συσπειρώνεται, να συσπειρωνόμαστε, να συσπειρώνεστε, να συσπειρώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συσπειρώνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
συσπειρωνόμουν, συσπειρωνόσουν, συσπειρωνόταν, συσπειρωνόμαστε, συσπειρωνόσαστε, συσπειρώνονταν
Αόριστος
Οριστική
συσπειρώθηκα, συσπειρώθηκες, συσπειρώθηκε, συσπειρωθήκαμε, συσπειρωθήκατε, συσπειρώθηκαν (ή συσπειρωθήκανε)
να συσπειρωθώ, να συσπειρωθείς, να συσπειρωθεί, να συσπειρωθούμε, να συσπειρωθείτε, να συσπειρωθούν (ή να συσπειρωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: συσπειρώσου – β΄ πληθυντικό: συσπειρωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώνομαι, θα συσπειρώνεσαι, θα συσπειρώνεται, θα συσπειρωνόμαστε, θα συσπειρώνεστε, θα συσπειρώνονται
Οριστική
θα συσπειρωθώ, θα συσπειρωθείς, θα συσπειρωθεί, θα συσπειρωθούμε, θα συσπειρωθείτε, θα συσπειρωθούν (ή θα συσπειρωθούνε)
Οριστική
θα έχω συσπειρωθεί, θα έχεις συσπειρωθεί, θα έχει συσπειρωθεί, θα έχουμε συσπειρωθεί, θα έχετε συσπειρωθεί, θα έχουν(ε) συσπειρωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συσπειρωθεί, έχεις συσπειρωθεί, έχει συσπειρωθεί, έχουμε συσπειρωθεί, έχετε συσπειρωθεί, έχουν(ε) συσπειρωθεί
να έχω συσπειρωθεί, να έχεις συσπειρωθεί, να έχει συσπειρωθεί, να έχουμε συσπειρωθεί, να έχετε συσπειρωθεί, να έχουν(ε) συσπειρωθεί
Μετοχή
συσπειρωμένος, συσπειρωμένη, συσπειρωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συσπειρωθεί, είχες συσπειρωθεί, είχε συσπειρωθεί, είχαμε συσπειρωθεί, είχατε συσπειρωθεί, είχαν(ε) συσπειρωθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου