Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συσπειρώνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συσπειρώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jutta Maria Pusl

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συσπειρώνω»
 
(συσπειρώνω: μαζεύω κάτι σπειροειδώς – κάνω πλήθος ανθρώπων να ενωθεί γύρω από κόμμα, άνθρωπο κ.λπ., ώστε να αποτελέσουν ένα συμπαγές σύνολο)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συσπειρώνω, συσπειρώνεις, συσπειρώνει, συσπειρώνουμε, συσπειρώνετε, συσπειρώνουν (ή συσπειρώνουνε)
Υποτακτική
να συσπειρώνω, να συσπειρώνεις, να συσπειρώνει, να συσπειρώνουμε, να συσπειρώνετε, να συσπειρώνουν (ή να συσπειρώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συσπείρωνε – β΄ πληθυντικό: συσπειρώνετε
Μετοχή
συσπειρώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
συσπείρωνα, συσπείρωνες, συσπείρωνε, συσπειρώναμε, συσπειρώνατε, συσπείρωναν ή συσπειρώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
συσπείρωσα, συσπείρωσες, συσπείρωσε, συσπειρώσαμε, συσπειρώσατε, συσπείρωσαν ή συσπειρώσανε
Υποτακτική
να συσπειρώσω, να συσπειρώσεις, να συσπειρώσει, να συσπειρώσουμε, να συσπειρώσετε, να συσπειρώσουν (ή να συσπειρώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συσπείρωσε – β΄ πληθυντικό: συσπειρώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώνω, θα συσπειρώνεις, θα συσπειρώνει, θα συσπειρώνουμε, θα συσπειρώνετε, θα συσπειρώνουν (ή θα συσπειρώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώσω, θα συσπειρώσεις, θα συσπειρώσει, θα συσπειρώσουμε, θα συσπειρώσετε, θα συσπειρώσουν (ή θα συσπειρώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συσπειρώσει, θα έχεις συσπειρώσει, θα έχει συσπειρώσει, θα έχουμε συσπειρώσει, θα έχετε συσπειρώσει, θα έχουν(ε) συσπειρώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συσπειρώσει, έχεις συσπειρώσει, έχει συσπειρώσει, έχουμε συσπειρώσει, έχετε συσπειρώσει, έχουν(ε) συσπειρώσει
Υποτακτική
να έχω συσπειρώσει, να έχεις συσπειρώσει, να έχει συσπειρώσει, να έχουμε συσπειρώσει, να έχετε συσπειρώσει, να έχουν(ε) συσπειρώσει
Μετοχή
έχοντας συσπειρώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συσπειρώσει, είχες συσπειρώσει, είχε συσπειρώσει, είχαμε συσπειρώσει, είχατε συσπειρώσει, είχαν(ε) συσπειρώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συσπειρώνομαι, συσπειρώνεσαι, συσπειρώνεται, συσπειρωνόμαστε, συσπειρώνεστε, συσπειρώνονται
Υποτακτική
να συσπειρώνομαι, να συσπειρώνεσαι, να συσπειρώνεται, να συσπειρωνόμαστε, να συσπειρώνεστε, να συσπειρώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συσπειρώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
συσπειρωνόμουν, συσπειρωνόσουν, συσπειρωνόταν, συσπειρωνόμαστε, συσπειρωνόσαστε, συσπειρώνονταν
(& συσπειρωνόμουνα, συσπειρωνόσουνα, συσπειρωνότανε, συσπειρωνόμασταν, συσπειρωνόσασταν, συσπειρωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
συσπειρώθηκα, συσπειρώθηκες, συσπειρώθηκε, συσπειρωθήκαμε, συσπειρωθήκατε, συσπειρώθηκαν (ή συσπειρωθήκανε)
Υποτακτική
να συσπειρωθώ, να συσπειρωθείς, να συσπειρωθεί, να συσπειρωθούμε, να συσπειρωθείτε, να συσπειρωθούν (ή να συσπειρωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: συσπειρώσου – β΄ πληθυντικό: συσπειρωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώνομαι, θα συσπειρώνεσαι, θα συσπειρώνεται, θα συσπειρωνόμαστε, θα συσπειρώνεστε, θα συσπειρώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρωθώ, θα συσπειρωθείς, θα συσπειρωθεί, θα συσπειρωθούμε, θα συσπειρωθείτε, θα συσπειρωθούν (ή θα συσπειρωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συσπειρωθεί, θα έχεις συσπειρωθεί, θα έχει συσπειρωθεί, θα έχουμε συσπειρωθεί, θα έχετε συσπειρωθεί, θα έχουν(ε) συσπειρωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συσπειρωθεί, έχεις συσπειρωθεί, έχει συσπειρωθεί, έχουμε συσπειρωθεί, έχετε συσπειρωθεί, έχουν(ε) συσπειρωθεί
Υποτακτική
να έχω συσπειρωθεί, να έχεις συσπειρωθεί, να έχει συσπειρωθεί, να έχουμε συσπειρωθεί, να έχετε συσπειρωθεί, να έχουν(ε) συσπειρωθεί
Μετοχή
συσπειρωμένος, συσπειρωμένη, συσπειρωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συσπειρωθεί, είχες συσπειρωθεί, είχε συσπειρωθεί, είχαμε συσπειρωθεί, είχατε συσπειρωθεί, είχαν(ε) συσπειρωθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...