Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στηλιτεύω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στηλιτεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Natalie Avondet

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στηλιτεύω»
 
(στηλιτεύω: κατακρίνω με δριμύτητα)  
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στηλιτεύω, στηλιτεύεις, στηλιτεύει, στηλιτεύουμε, στηλιτεύετε, στηλιτεύουν (ή στηλιτεύουνε)
Υποτακτική
να στηλιτεύω, να στηλιτεύεις, να στηλιτεύει, να στηλιτεύουμε, να στηλιτεύετε, να στηλιτεύουν (ή να στηλιτεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στηλίτευε – β΄ πληθυντικό: στηλιτεύετε
Μετοχή
στηλιτεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
στηλίτευα, στηλίτευες, στηλίτευε, στηλιτεύαμε, στηλιτεύατε, στηλίτευαν ή στηλιτεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
στηλίτευσα, στηλίτευσες, στηλίτευσε, στηλιτεύσαμε, στηλιτεύσατε, στηλίτευσαν ή στηλιτεύσανε
Υποτακτική
να στηλιτεύσω, να στηλιτεύσεις, να στηλιτεύσει, να στηλιτεύσουμε, να στηλιτεύσετε, να στηλιτεύσουν (ή να στηλιτεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στηλίτευσε – β΄ πληθυντικό: στηλιτεύστε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύω, θα στηλιτεύεις, θα στηλιτεύει, θα στηλιτεύουμε, θα στηλιτεύετε, θα στηλιτεύουν (ή θα στηλιτεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύσω, θα στηλιτεύσεις, θα στηλιτεύσει, θα στηλιτεύσουμε, θα στηλιτεύσετε, θα στηλιτεύσουν (ή θα στηλιτεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στηλιτεύσει, θα έχεις στηλιτεύσει, θα έχει στηλιτεύσει, θα έχουμε στηλιτεύσει, θα έχετε στηλιτεύσει, θα έχουν(ε) στηλιτεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στηλιτεύσει, έχεις στηλιτεύσει, έχει στηλιτεύσει, έχουμε στηλιτεύσει, έχετε στηλιτεύσει, έχουν(ε) στηλιτεύσει
Υποτακτική
να έχω στηλιτεύσει, να έχεις στηλιτεύσει, να έχει στηλιτεύσει, να έχουμε στηλιτεύσει, να έχετε στηλιτεύσει, να έχουν(ε) στηλιτεύσει
Μετοχή
έχοντας στηλιτεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στηλιτεύσει, είχες στηλιτεύσει, είχε στηλιτεύσει, είχαμε στηλιτεύσει, είχατε στηλιτεύσει, είχαν(ε) στηλιτεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στηλιτεύομαι, στηλιτεύεσαι, στηλιτεύεται, στηλιτευόμαστε, στηλιτεύεστε, στηλιτεύονται
Υποτακτική
να στηλιτεύομαι, να στηλιτεύεσαι, να στηλιτεύεται, να στηλιτευόμαστε, να στηλιτεύεστε, να στηλιτεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στηλιτεύεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
στηλιτευόμουν, στηλιτευόσουν, στηλιτευόταν, στηλιτευόμαστε, στηλιτευόσαστε, στηλιτεύονταν
(& στηλιτευόμουνα, στηλιτευόσουνα, στηλιτευότανε, στηλιτευόμασταν, στηλιτευόσασταν, στηλιτευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
στηλιτεύτηκα, στηλιτεύτηκες, στηλιτεύτηκε, στηλιτευτήκαμε, στηλιτευτήκατε, στηλιτεύτηκαν ή στηλιτευτήκανε
& στηλιτεύθηκα, στηλιτεύθηκες, στηλιτεύθηκε, στηλιτευθήκαμε, στηλιτευθήκατε, στηλιτεύθηκαν ή στηλιτευθήκανε
Υποτακτική
να στηλιτευτώ, να στηλιτευτείς, να στηλιτευτεί, να στηλιτευτούμε, να στηλιτευτείτε, να στηλιτευτούν (ή να στηλιτευτούνε)
& να στηλιτευθώ, να στηλιτευθείς, να στηλιτευθεί, να στηλιτευθούμε, να στηλιτευθείτε, να στηλιτευθούν (ή να στηλιτευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: στηλιτεύσου – β΄ πληθυντικό: στηλιτευτείτε ή στηλιτευθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύομαι, θα στηλιτεύεσαι, θα στηλιτεύεται, θα στηλιτευόμαστε, θα στηλιτεύεστε, θα στηλιτεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτευτώ, θα στηλιτευτείς, θα στηλιτευτεί, θα στηλιτευτούμε, θα στηλιτευτείτε, θα στηλιτευτούν (ή θα στηλιτευτούνε)
& θα στηλιτευθώ, θα στηλιτευθείς, θα στηλιτευθεί, θα στηλιτευθούμε, θα στηλιτευθείτε, θα στηλιτευθούν (ή θα στηλιτευθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στηλιτευτεί, θα έχεις στηλιτευτεί, θα έχει στηλιτευτεί, θα έχουμε στηλιτευτεί, θα έχετε στηλιτευτεί, θα έχουν(ε) στηλιτευτεί
& θα έχω στηλιτευθεί, θα έχεις στηλιτευθεί, θα έχει στηλιτευθεί, θα έχουμε στηλιτευθεί, θα έχετε στηλιτευθεί, θα έχουν(ε) στηλιτευθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στηλιτευτεί, έχεις στηλιτευτεί, έχει στηλιτευτεί, έχουμε στηλιτευτεί, έχετε στηλιτευτεί, έχουν(ε) στηλιτευτεί
& έχω στηλιτευθεί, έχεις στηλιτευθεί, έχει στηλιτευθεί, έχουμε στηλιτευθεί, έχετε στηλιτευθεί, έχουν(ε) στηλιτευθεί
Υποτακτική
να έχω στηλιτευτεί, να έχεις στηλιτευτεί, να έχει στηλιτευτεί, να έχουμε στηλιτευτεί, να έχετε στηλιτευτεί, να έχουν(ε) στηλιτευτεί
& να έχω στηλιτευθεί, να έχεις στηλιτευθεί, να έχει στηλιτευθεί, να έχουμε στηλιτευθεί, να έχετε στηλιτευθεί, να έχουν(ε) στηλιτευθεί
Μετοχή
στηλιτευμένος, στηλιτευμένη, στηλιτευμένο  
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στηλιτευτεί, είχες στηλιτευτεί, είχε στηλιτευτεί, είχαμε στηλιτευτεί, είχατε στηλιτευτεί, είχαν(ε) στηλιτευτεί
& είχα στηλιτευθεί, είχες στηλιτευθεί, είχε στηλιτευθεί, είχαμε στηλιτευθεί, είχατε στηλιτευθεί, είχαν(ε) στηλιτευθεί
 
Σημείωση: Το ρήμα στηλιτεύω σχηματίζει τους συνοπτικούς (αοριστικούς) τύπους της ενεργητικής φωνής με τα επιθήματα -εύσω, -ευσα: στηλιτεύσω, στηλίτευσα (*όχι στηλιτέψω, *όχι στηλίτεψα). Οι μεσοπαθητικοί τύποι σχηματίζονται στον καθημερινό λόγο με το επίθημα -ευτ- (στηλιτεύτηκα, στηλιτευτώ) και σε επίσημο ύφος με το επίθημα -ευθ- (στηλιτεύθηκα, στηλιτευθώ).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...