Natalie
Avondet
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στηλιτεύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στηλιτεύω, στηλιτεύεις, στηλιτεύει, στηλιτεύουμε, στηλιτεύετε, στηλιτεύουν (ή στηλιτεύουνε)
να στηλιτεύω, να στηλιτεύεις, να στηλιτεύει, να στηλιτεύουμε, να στηλιτεύετε, να στηλιτεύουν (ή να στηλιτεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στηλίτευε – β΄ πληθυντικό: στηλιτεύετε
Μετοχή
στηλιτεύοντας
Παρατατικός
Οριστική
στηλίτευα, στηλίτευες, στηλίτευε, στηλιτεύαμε, στηλιτεύατε, στηλίτευαν ή στηλιτεύανε
Αόριστος
Οριστική
στηλίτευσα, στηλίτευσες, στηλίτευσε, στηλιτεύσαμε, στηλιτεύσατε, στηλίτευσαν ή στηλιτεύσανε
να στηλιτεύσω, να στηλιτεύσεις, να στηλιτεύσει, να στηλιτεύσουμε, να στηλιτεύσετε, να στηλιτεύσουν (ή να στηλιτεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στηλίτευσε – β΄ πληθυντικό: στηλιτεύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύω, θα στηλιτεύεις, θα στηλιτεύει, θα στηλιτεύουμε, θα στηλιτεύετε, θα στηλιτεύουν (ή θα στηλιτεύουνε)
Οριστική
θα στηλιτεύσω, θα στηλιτεύσεις, θα στηλιτεύσει, θα στηλιτεύσουμε, θα στηλιτεύσετε, θα στηλιτεύσουν (ή θα στηλιτεύσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στηλιτεύσει, θα έχεις στηλιτεύσει, θα έχει στηλιτεύσει, θα έχουμε στηλιτεύσει, θα έχετε στηλιτεύσει, θα έχουν(ε) στηλιτεύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στηλιτεύσει, έχεις στηλιτεύσει, έχει στηλιτεύσει, έχουμε στηλιτεύσει, έχετε στηλιτεύσει, έχουν(ε) στηλιτεύσει
να έχω στηλιτεύσει, να έχεις στηλιτεύσει, να έχει στηλιτεύσει, να έχουμε στηλιτεύσει, να έχετε στηλιτεύσει, να έχουν(ε) στηλιτεύσει
Μετοχή
έχοντας στηλιτεύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στηλιτεύσει, είχες στηλιτεύσει, είχε στηλιτεύσει, είχαμε στηλιτεύσει, είχατε στηλιτεύσει, είχαν(ε) στηλιτεύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στηλιτεύομαι, στηλιτεύεσαι, στηλιτεύεται, στηλιτευόμαστε, στηλιτεύεστε, στηλιτεύονται
να στηλιτεύομαι, να στηλιτεύεσαι, να στηλιτεύεται, να στηλιτευόμαστε, να στηλιτεύεστε, να στηλιτεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στηλιτεύεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
στηλιτευόμουν, στηλιτευόσουν, στηλιτευόταν, στηλιτευόμαστε, στηλιτευόσαστε, στηλιτεύονταν
Αόριστος
Οριστική
στηλιτεύτηκα, στηλιτεύτηκες, στηλιτεύτηκε, στηλιτευτήκαμε, στηλιτευτήκατε, στηλιτεύτηκαν ή στηλιτευτήκανε
Υποτακτική
να στηλιτευτώ, να στηλιτευτείς, να στηλιτευτεί, να στηλιτευτούμε, να στηλιτευτείτε, να στηλιτευτούν (ή να στηλιτευτούνε)
& να στηλιτευθώ, να στηλιτευθείς, να στηλιτευθεί, να στηλιτευθούμε, να στηλιτευθείτε, να στηλιτευθούν (ή να στηλιτευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: στηλιτεύσου – β΄ πληθυντικό: στηλιτευτείτε ή στηλιτευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύομαι, θα στηλιτεύεσαι, θα στηλιτεύεται, θα στηλιτευόμαστε, θα στηλιτεύεστε, θα στηλιτεύονται
Οριστική
θα στηλιτευτώ, θα στηλιτευτείς, θα στηλιτευτεί, θα στηλιτευτούμε, θα στηλιτευτείτε, θα στηλιτευτούν (ή θα στηλιτευτούνε)
Οριστική
θα έχω στηλιτευτεί, θα έχεις στηλιτευτεί, θα έχει στηλιτευτεί, θα έχουμε στηλιτευτεί, θα έχετε στηλιτευτεί, θα έχουν(ε) στηλιτευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στηλιτευτεί, έχεις στηλιτευτεί, έχει στηλιτευτεί, έχουμε στηλιτευτεί, έχετε στηλιτευτεί, έχουν(ε) στηλιτευτεί
Υποτακτική
να έχω στηλιτευτεί, να έχεις στηλιτευτεί, να έχει στηλιτευτεί, να έχουμε στηλιτευτεί, να έχετε στηλιτευτεί, να έχουν(ε) στηλιτευτεί
& να έχω στηλιτευθεί, να έχεις στηλιτευθεί, να έχει στηλιτευθεί, να έχουμε στηλιτευθεί, να έχετε στηλιτευθεί, να έχουν(ε) στηλιτευθεί
Μετοχή
στηλιτευμένος, στηλιτευμένη, στηλιτευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στηλιτευτεί, είχες στηλιτευτεί, είχε στηλιτευτεί, είχαμε στηλιτευτεί, είχατε στηλιτευτεί, είχαν(ε) στηλιτευτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου