Allan
Swart
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στοιβάζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στοιβάζω, στοιβάζεις, στοιβάζει, στοιβάζουμε, στοιβάζετε, στοιβάζουν ή στοιβάζουνε
να στοιβάζω, να στοιβάζεις, να στοιβάζει, να στοιβάζουμε, να στοιβάζετε, να στοιβάζουν ή να στοιβάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: στοίβαζε – β΄ πληθυντικό: στοιβάζετε
Μετοχή
στοιβάζοντας
Παρατατικός
Οριστική
στοίβαζα, στοίβαζες, στοίβαζε, στοιβάζαμε, στοιβάζατε, στοίβαζαν ή στοιβάζανε
Αόριστος
Οριστική
στοίβαξα, στοίβαξες, στοίβαξε, στοιβάξαμε, στοιβάξατε, στοίβαξαν ή στοιβάξανε
να στοιβάξω, να στοιβάξεις, να στοιβάξει, να στοιβάξουμε, να στοιβάξετε, να στοιβάξουν ή να στοιβάξουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: στοίβαξε – β΄ πληθυντικό: στοιβάξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάζω, θα στοιβάζεις, θα στοιβάζει, θα στοιβάζουμε, θα στοιβάζετε, θα στοιβάζουν ή θα στοιβάζουνε
Οριστική
θα στοιβάξω, θα στοιβάξεις, θα στοιβάξει, θα στοιβάξουμε, θα στοιβάξετε, θα στοιβάξουν ή θα στοιβάξουνε
Οριστική
θα έχω στοιβάξει, θα έχεις στοιβάξει, θα έχει στοιβάξει, θα έχουμε στοιβάξει, θα έχετε στοιβάξει, θα έχουν(ε) στοιβάξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στοιβάξει, έχεις στοιβάξει, έχει στοιβάξει, έχουμε στοιβάξει, έχετε στοιβάξει, έχουν(ε) στοιβάξει
να έχω στοιβάξει, να έχεις στοιβάξει, να έχει στοιβάξει, να έχουμε στοιβάξει, να έχετε στοιβάξει, να έχουν(ε) στοιβάξει
Μετοχή
έχοντας στοιβάξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στοιβάξει, είχες στοιβάξει, είχε στοιβάξει, είχαμε στοιβάξει, είχατε στοιβάξει, είχαν(ε) στοιβάξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
στοιβάζομαι, στοιβάζεσαι, στοιβάζεται, στοιβαζόμαστε, στοιβάζεστε, στοιβάζονται
να στοιβάζομαι, να στοιβάζεσαι, να στοιβάζεται, να στοιβαζόμαστε, να στοιβάζεστε, να στοιβάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στοιβάζεστε
Μετοχή
στοιβαζόμενος, στοιβαζόμενη, στοιβαζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
στοιβαζόμουν, στοιβαζόσουν, στοιβαζόταν, στοιβαζόμαστε, στοιβαζόσαστε, στοιβάζονταν
Αόριστος
Οριστική
στοιβάχτηκα, στοιβάχτηκες, στοιβάχτηκε, στοιβαχτήκαμε, στοιβαχτήκατε, στοιβάχτηκαν ή στοιβαχτήκανε
να στοιβαχτώ, να στοιβαχτείς, να στοιβαχτεί, να στοιβαχτούμε, να στοιβαχτείτε, να στοιβαχτούν ή να στοιβαχτούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: στοιβάξου – β΄ πληθυντικό: στοιβαχτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάζομαι, θα στοιβάζεσαι, θα στοιβάζεται, θα στοιβαζόμαστε, θα στοιβάζεστε, θα στοιβάζονται
Οριστική
θα στοιβαχτώ, θα στοιβαχτείς, θα στοιβαχτεί, θα στοιβαχτούμε, θα στοιβαχτείτε, θα στοιβαχτούν ή θα στοιβαχτούνε
Οριστική
θα έχω στοιβαχτεί, θα έχεις στοιβαχτεί, θα έχει στοιβαχτεί, θα έχουμε στοιβαχτεί, θα έχετε στοιβαχτεί, θα έχουν(ε) στοιβαχτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στοιβαχτεί, έχεις στοιβαχτεί, έχει στοιβαχτεί, έχουμε στοιβαχτεί, έχετε στοιβαχτεί, έχουν(ε) στοιβαχτεί
να έχω στοιβαχτεί, να έχεις στοιβαχτεί, να έχει στοιβαχτεί, να έχουμε στοιβαχτεί, να έχετε στοιβαχτεί, να έχουν(ε) στοιβαχτεί
Μετοχή
στοιβαγμένος, στοιβαγμένη, στοιβαγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στοιβαχτεί, είχες στοιβαχτεί, είχε στοιβαχτεί, είχαμε στοιβαχτεί, είχατε στοιβαχτεί, είχαν(ε) στοιβαχτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου