Greg
Joens
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συντηρώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συντηρώ, συντηρείς, συντηρεί, συντηρούμε, συντηρείτε, συντηρούν (ή συντηρούνε)
να συντηρώ, να συντηρείς, να συντηρεί, να συντηρούμε, να συντηρείτε, να συντηρούν (ή να συντηρούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συντηρείτε
Μετοχή
συντηρώντας
Παρατατικός
Οριστική
συντηρούσα, συντηρούσες, συντηρούσε, συντηρούσαμε, συντηρούσατε, συντηρούσαν (ή συντηρούσανε)
Οριστική
συντήρησα, συντήρησες, συντήρησε, συντηρήσαμε, συντηρήσατε, συντήρησαν (ή συντηρήσανε)
να συντηρήσω, να συντηρήσεις, να συντηρήσει, να συντηρήσουμε, να συντηρήσετε, να συντηρήσουν (ή να συντηρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συντήρησε – β΄ πληθυντικό: συντηρήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρώ, θα συντηρείς, θα συντηρεί, θα συντηρούμε, θα συντηρείτε, θα συντηρούν (ή θα συντηρούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρήσω, θα συντηρήσεις, θα συντηρήσει, θα συντηρήσουμε, θα συντηρήσετε, θα συντηρήσουν (ή θα συντηρήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συντηρήσει, θα έχεις συντηρήσει, θα έχει συντηρήσει, θα έχουμε συντηρήσει, θα έχετε συντηρήσει, θα έχουν(ε) συντηρήσει
Οριστική
έχω συντηρήσει, έχεις συντηρήσει, έχει συντηρήσει, έχουμε συντηρήσει, έχετε συντηρήσει, έχουν(ε) συντηρήσει
να έχω συντηρήσει, να έχεις συντηρήσει, να έχει συντηρήσει, να έχουμε συντηρήσει, να έχετε συντηρήσει, να έχουν(ε) συντηρήσει
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συντηρήσει, είχες συντηρήσει, είχε συντηρήσει, είχαμε συντηρήσει, είχατε συντηρήσει, είχαν(ε) συντηρήσει
Ενεστώτας
Οριστική
συντηρούμαι, συντηρείσαι, συντηρείται, συντηρούμαστε, συντηρείστε, συντηρούνται
να συντηρούμαι, να συντηρείσαι, να συντηρείται, να συντηρούμαστε, να συντηρείστε, να συντηρούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συντηρείστε
Μετοχή
συντηρούμενος, συντηρούμενη, συντηρούμενο
Παρατατικός
Οριστική
συντηρούμουν, συντηρούσουν, συντηρούνταν, συντηρούμασταν ή συντηρούμαστε, συντηρούσασταν ή συντηρούσαστε, συντηρούνταν
Οριστική
συντηρήθηκα, συντηρήθηκες, συντηρήθηκε, συντηρηθήκαμε, συντηρηθήκατε, συντηρήθηκαν ή συντηρηθήκανε
να συντηρηθώ, να συντηρηθείς, να συντηρηθεί, να συντηρηθούμε, να συντηρηθείτε, να συντηρηθούν ή να συντηρηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: συντηρήσου - β΄ πληθυντικό: συντηρηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρούμαι, θα συντηρείσαι, θα συντηρείται, θα συντηρούμαστε, θα συντηρείστε, θα συντηρούνται
Οριστική
θα συντηρηθώ, θα συντηρηθείς, θα συντηρηθεί, θα συντηρηθούμε, θα συντηρηθείτε, θα συντηρηθούν ή θα συντηρηθούνε
Οριστική
θα έχω συντηρηθεί, θα έχεις συντηρηθεί, θα έχει συντηρηθεί, θα έχουμε συντηρηθεί, θα έχετε συντηρηθεί, θα έχουν(ε) συντηρηθεί
Οριστική
έχω συντηρηθεί, έχεις συντηρηθεί, έχει συντηρηθεί, έχουμε συντηρηθεί, έχετε συντηρηθεί, έχουν(ε) συντηρηθεί
να έχω συντηρηθεί, να έχεις συντηρηθεί, να έχει συντηρηθεί, να έχουμε συντηρηθεί, να έχετε συντηρηθεί, να έχουν(ε) συντηρηθεί
Μετοχή
συντηρημένος, συντηρημένη, συντηρημένο
Οριστική
είχα συντηρηθεί, είχες συντηρηθεί, είχε συντηρηθεί, είχαμε συντηρηθεί, είχατε συντηρηθεί, είχαν(ε) συντηρηθεί


0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου