Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συντηρώ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συντηρώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Greg Joens

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συντηρώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συντηρώ, συντηρείς, συντηρεί, συντηρούμε, συντηρείτε, συντηρούν (ή συντηρούνε)
Υποτακτική
να συντηρώ, να συντηρείς, να συντηρεί, να συντηρούμε, να συντηρείτε, να συντηρούν (ή να συντηρούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συντηρείτε
Μετοχή
συντηρώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
συντηρούσα, συντηρούσες, συντηρούσε, συντηρούσαμε, συντηρούσατε, συντηρούσαν (ή συντηρούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
συντήρησα, συντήρησες, συντήρησε, συντηρήσαμε, συντηρήσατε, συντήρησαν (ή συντηρήσανε)
Υποτακτική
να συντηρήσω, να συντηρήσεις, να συντηρήσει, να συντηρήσουμε, να συντηρήσετε, να συντηρήσουν (ή να συντηρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συντήρησε – β΄ πληθυντικό: συντηρήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρώ, θα συντηρείς, θα συντηρεί, θα συντηρούμε, θα συντηρείτε, θα συντηρούν (ή θα συντηρούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρήσω, θα συντηρήσεις, θα συντηρήσει, θα συντηρήσουμε, θα συντηρήσετε, θα συντηρήσουν (ή θα συντηρήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συντηρήσει, θα έχεις συντηρήσει, θα έχει συντηρήσει, θα έχουμε συντηρήσει, θα έχετε συντηρήσει, θα έχουν(ε) συντηρήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συντηρήσει, έχεις συντηρήσει, έχει συντηρήσει, έχουμε συντηρήσει, έχετε συντηρήσει, έχουν(ε) συντηρήσει
Υποτακτική
να έχω συντηρήσει, να έχεις συντηρήσει, να έχει συντηρήσει, να έχουμε συντηρήσει, να έχετε συντηρήσει, να έχουν(ε) συντηρήσει
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συντηρήσει, είχες συντηρήσει, είχε συντηρήσει, είχαμε συντηρήσει, είχατε συντηρήσει, είχαν(ε) συντηρήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συντηρούμαι, συντηρείσαι, συντηρείται, συντηρούμαστε, συντηρείστε, συντηρούνται
Υποτακτική
να συντηρούμαι, να συντηρείσαι, να συντηρείται, να συντηρούμαστε, να συντηρείστε, να συντηρούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συντηρείστε
Μετοχή
συντηρούμενος, συντηρούμενη, συντηρούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
συντηρούμουν, συντηρούσουν, συντηρούνταν, συντηρούμασταν ή συντηρούμαστε, συντηρούσασταν ή συντηρούσαστε, συντηρούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
συντηρήθηκα, συντηρήθηκες, συντηρήθηκε, συντηρηθήκαμε, συντηρηθήκατε, συντηρήθηκαν ή συντηρηθήκανε
Υποτακτική
να συντηρηθώ, να συντηρηθείς, να συντηρηθεί, να συντηρηθούμε, να συντηρηθείτε, να συντηρηθούν ή να συντηρηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: συντηρήσου - β΄ πληθυντικό: συντηρηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρούμαι, θα συντηρείσαι, θα συντηρείται, θα συντηρούμαστε, θα συντηρείστε, θα συντηρούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρηθώ, θα συντηρηθείς, θα συντηρηθεί, θα συντηρηθούμε, θα συντηρηθείτε, θα συντηρηθούν ή θα συντηρηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συντηρηθεί, θα έχεις συντηρηθεί, θα έχει συντηρηθεί, θα έχουμε συντηρηθεί, θα έχετε συντηρηθεί, θα έχουν(ε) συντηρηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συντηρηθεί, έχεις συντηρηθεί, έχει συντηρηθεί, έχουμε συντηρηθεί, έχετε συντηρηθεί, έχουν(ε) συντηρηθεί
Υποτακτική
να έχω συντηρηθεί, να έχεις συντηρηθεί, να έχει συντηρηθεί, να έχουμε συντηρηθεί, να έχετε συντηρηθεί, να έχουν(ε) συντηρηθεί
Μετοχή
συντηρημένος, συντηρημένη, συντηρημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συντηρηθεί, είχες συντηρηθεί, είχε συντηρηθεί, είχαμε συντηρηθεί, είχατε συντηρηθεί, είχαν(ε) συντηρηθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...