Η Επτανησιακή Σχολή (19ος αιώνας) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Η Επτανησιακή Σχολή (19ος αιώνας)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leonardo da Vinci

Η Επτανησιακή Σχολή (19ος αιώνας)

Σε αντίθεση με την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, στα Ιόνια νησιά παρουσιάζεται, στις αρχές του 19ου αιώνα, αξιοσημείωτη λογοτεχνική παραγωγή, χάρη στην απουσία του τουρκικού ζυγού και λόγω της μακρόχρονης επαφής τους με τη Δύση (ενετική και γαλλική κυριαρχία). Βαθύτατα επηρεασμένος από τα φιλελεύθερα ιδεώδη του Διαφωτισμού γράφει την εποχή αυτή τα ποιήματά του ο Ανδρέας Κάλβος (Λύρα, Λυρικά), σε γλώσσα μεικτή, αρχαΐζουσα με λαϊκά στοιχεία. Με κέντρο την ηγετική πνευματική φυσιογνωμία του Διονυσίου Σολωμού εμφανίζεται την ίδια εποχή η «Επτανησιακή Σχολή», οι ποιητές, δηλαδή, που έχουν ως πρότυπό τους τον Σολωμό (Α. Μάτεσης, Ι. Πολυλάς, Γερ. Μαρκοράς κ.ά.). Κοινά χαρακτηριστικά στο έργο των ποιητών αυτών είναι η δημοτική γλώσσα και η αποθέωση της πατρίδας, της φύσης, της θρησκείας και της γυναίκας. Σημαντικά έργα του Σολωμού είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, ο Κρητικός, ο Πόρφυρας κ.ά.
Η επτανησιακή παραγωγή οφείλει πολλά στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, ιδιαίτερα τον γερμανικό, που βρίσκεται σε άνθηση κατά τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου αιώνα. Οι ποιητές Σίλλερ (Fr. Schiller, 1759-1805) και Γκαίτε (J. W. Goethe, 1749-1832) άνοιξαν τον δρόμο προς τον ρομαντισμό, εκφράζοντας τους φλογερούς πόθους, τους οραματισμούς και την εσωτερική αγωνία του καλλιτέχνη. Ο ρομαντισμός υπήρξε ευρύτατο κίνημα που εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, επηρεάζοντας τόσο την ποίηση όσο και την πεζογραφία (ιστορικό μυθιστόρημα). Ενδεικτικά ονόματα στην Αγγλία οι ποιητές: Γουέρντσγουερθ (W. Wordsworth, 1770- 1850), Κόλεριτζ (S. T. Coleridge, 1772-1834), Μπάιρον (G. G. Byron, 1788- 1824), Κητς (J. Keats, 1795-1821) και Σέλλεϋ (P. B. Shelley, 1792-1822), στη Γαλλία οι Βικτώρ Ουγκώ (V. M. Hugo, 1802-1885) και Αλφόνς ντε Λαμαρτίν (Alph. de Lamartine, 1790-1869), στη ρωσική ποίηση ο Πούσκιν (1799-1837) κ.ά.
Επιπλέον, η στροφή προς τη φύση και την πηγαία λαϊκή παράδοση, την οποία καλλιέργησε ο ρομαντισμός, σε συνδυασμό με την έξαρση του γερμανικού εθνικισμού στα τέλη του 18ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα τη δημοσίευση λαϊκών και έντεχνων παραμυθιών και την άνθηση της έντεχνης μπαλάντας.

Διονύσιος Σολωμός
«Η σχέση του Σολωμού με την παράδοση είναι πολύπλευρη και δεν περιορίζεται σε μια μόνο φάση της δημιουργίας του. Ο ποιητής διαλέγεται με την ελληνική ποιητική, πνευματική και πολιτισμική παράδοση από την πρώτη ζακυνθινή περίοδο, από τότε που —με τη βοήθεια ή μη του Σπυρίδωνα Τρικούπη— στρέφεται προς τη νεοελληνική ποίηση, έως και την ύστερη φάση της ωριμότητάς του. Αυτό που ποικίλλει είναι το εύρος και το βάθος της επικοινωνίας. […] Κοντολογίς, οι πρώτες προσπάθειες του Σολωμού να γράψει ελληνική ποίηση ξεκινούν μέσα από ένα διάλογο προς την τοπική παράδοση. Ο ποιητής καταφεύγει στις πιο πρόχειρες και εύληπτες πηγές που του προσφέρει το ζακυνθινό περιβάλλον της εποχής […].
Στην επόμενη φάση που αντιστοιχεί στη “μεγάλη δημιουργική περίοδο του Σολωμού”, όπως την αποκάλεσε ο Λ. Πολίτης, (1823-1833), ο ποιητής αναπτύσσει ένα πλουσιότερο και πιο ουσιαστικό διάλογο με την παράδοση, που έχει δύο σκέλη. Το ένα αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη επιλογή του Σολωμού, που είναι η θεωρητική υπεράσπιση της ζωντανής γλώσσας του έθνους […]. Το άλλο αφορά την επαναστατική ιδεολογία που ο Σολωμός θεμελιώνει πάνω στην έννοια της ελευθερίας. Το δίδυμο ελευθερία και γλώσσα συνιστά κεντρικό σημείο ιδεολογικής αναφοράς για το πνευματικό κίνημα που θα ονομαστεί αργότερα Επτανησιακή σχολή.»
(Ερ. Καψωμένος, Ο Σολωμός και η Ελληνική Πολιτισμική Παράδοση, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σελ. 11-13)

«Στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, στο Β΄ Σχεδίασμα ιδιαίτερα, ο Σολωμός επιχειρεί, όπως μαρτυρούν οι Στοχασμοί του ποιητή που ο Πολυλάς μετέφρασε και παρέθεσε ως εισαγωγή του έργου, να πραγματώσει το “υψηλό” της σιλλερικής θεωρίας μέσα από την τραγική σύγκρουση. Το “υψηλό”, κατά Schiller, ορίζεται ως η νίκη της ηθικής θέλησης ενάντια στις φυσικές εναντιότητες. Προϋποθέτει δηλαδή μια κατάσταση διαταραχής, αντιπαράθεσης και σύγκρουσης ανάμεσα στον ηθικό και το φυσικόν άνθρωπο, στην πνευματική και την υλική του φύση, ή αλλιώς στο “λογικό” και την “αισθαντικότητα” […].
Ας δούμε τώρα συνοπτικά τα στοιχεία της θεωρίας που ο Σολωμός συνοψίζει στους Στοχασμούς του Β΄ Σχεδιάσματος των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Σύμφωνα με τις ιταλικές αυτές σημειώσεις που αποτελούν υποδείξεις του Σολωμού εις εαυτόν, η ιδεαλιστική πρόθεση του έργου είναι να “σωματοποιήσει” την Ιδέα […] καταμερίζοντάς την “εις τόσους χαρακτήρες ανδρών και γυναικών εις τους οποίους να ανταποκρίνονται εμπράκτως τα πάντα”. Παράλληλα, να “σχηματίσει βαθμηδόν ωσάν μίαν αναβάθραν από δυσκολίες”, δηλαδή μια κλιμάκωση τραγικών συγκρούσεων, που θα αρχίζουν από δυνάμεις εξωτερικές και θα κορυφώνονται σε δυνάμεις ηθικές, σύμφωνα με το σιλλερικό ηθικοαισθητικό σύστημα. Υπερβαίνοντας διαδοχικά όλες τις δοκιμασίες, οι ήρωες, φορείς της Ιδέας, πραγματώνουν τη νίκη της ηθικής θέλησης, δηλαδή του πνεύματος, ενάντια στις φυσικές εναντιότητες, δηλαδή τη Μοίρα. Έτσι αποδείχνουν την υπεροχή της ηθικής φύσης του ανθρώπου απέναντι στην υλική, της Ελευθερίας απέναντι στην Ανάγκη, πραγματώνουν δηλαδή το “υψηλό” της σιλλερικής θεωρίας, το οποίο ωθεί την ψυχή “από τον κόσμο των φαινομένων στον Κόσμο των ιδεών, από το υπό όρους στο απόλυτο”.»
(Ερ. Καψωμένος, ό.π., σελ. 38-43)

«Έχουμε ένα πρώτο σχεδίασμα, κάτι σαν δοκιμή περισσότερο, γύρω στα 1830. Το σημαντικότερο είναι το Β΄ σχεδίασμα, στον ίδιο στίχο με τον Κρητικό, που το δουλεύει δέκα και παραπάνω χρόνια, από το 1833 ως το 1844. Τότε και ενώ ήταν αρκετά προχωρημένος στη σύνθεση, άρχισε να το ξαναχύνει σε άλλη στιχουργική μορφή, σε δεκαπεντασύλλαβους πάλι, χωρίς όμως το εξωτερικό στολίδι της ομοιοκαταληξίας, ακόμα και χωρίς την τόσο συνηθισμένη στην ελληνική γλώσσα συνίζηση. Μια στιχουργική δομή αυστηρή, σχεδόν ασκητική, με μια εσωτερική αρμονία αινιγματική ακόμα και σήμερα.
Το έργο δεν το ολοκλήρωσε ο Σολωμός. Και το Β΄ και το Γ΄ σχεδίασμα το έχουμε σε μια σειρά από “αποσπάσματα”, έτσι τουλάχιστον τα ονομάζουμε συνήθως. Αλλά η ονομασία είναι απατηλή. Τα μέρη αυτά δεν είναι αποσπασμένα από ένα ολοκληρωμένο σύνολο, δεν είναι τυχαία θραύσματα σαν τα αποσπάσματα της Σαπφώς ή του Αρχιλόχου. Ο Σολωμός δεν προχώρησε ποτέ στην ολοκλήρωση. Δεν θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σε ένα σύνολο αφηγηματικό ή “επικολυρικό”. Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για τη μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε, προς μια κατάκτηση ενός “καθαρού” λυρικού χώρου, πολύ πιο πριν από την εποχή του.»
(Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 71993, σελ. 148)

«Ανάμεσα στα πιο συχνά θέματα της σολωμικής ποίησης είναι εικόνες που παρουσιάζουν τη φύση ως ένα επίγειο παράδεισο, που εξασφαλίζει τις ιδεώδεις συνθήκες για την ανάπτυξη της ζωής, για την ευδαιμονία και πληρότητα των όντων. Τα θέματα αυτά, σε μια πρώιμη περίοδο, συνδέονται με ορισμένους κοινούς ποιητικούς τόπους, της κλασικιστικής προπάντων παράδοσης. Σταδιακά όμως μορφοποιούνται σε πρωτότυπες _χαρακτηριστικά σολωμικές_ φόρμουλες μεγάλης ευστοχίας, που συμπυκνώνουν, με εκφραστική λιτότητα, νοηματική πληρότητα και αισθητική εντέλεια, βασικά συστατικά της ποιητικής μυθολογίας του Σολωμού […].
Η ιδέα που συνοψίζεται στην έκφραση “η παράδεισο της γης” αναπτύσσεται σε τρεις κυρίως αλληλένδετους σημασιακούς άξονες:
1. Ο πρώτος άξονας αντιστοιχεί σε εικόνες που προβάλλουν το ιλαρό πρόσωπο της φύσης, που καλεί τον άνθρωπο στη χαρά της ζωής. Ένα όραμα ομορφιάς, ισορροπίας, αρμονίας που εμπνέει την πίστη στο αγαθό της ζωής και τη θέληση του ανθρώπου να ζήσει και να χαρεί τον κόσμο και τις ζωικές αξίες. Η χαρακτηριστική φόρμουλα είναι “γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα” (Λάμπρος).
2. Ο δεύτερος άξονας […] απαρτίζεται από εικόνες που εκφράζουν την ευδαιμονία και την πληρότητα των όντων μέσα στη φύση, έναν καθολικό “ευτυχισμό” κατά τη σολωμική έκφραση. Διακρίνουμε δυο ομόλογες θεματικές ενότητες: η μια ζωγραφίζει το μικρόκοσμο της φύσης (το πουλάκι, την πεταλούδα, τη μέλισσα, το σκουληκάκι) σ’ ένα χαρούμενο ζωικό οργασμό που στην ώριμη περίοδο εκφράζεται εναλλακτικά με μια κλασικιστική μυθική εικόνα, το χορό του Απρίλη με τον Έρωτα. Την άλλη ομάδα συνιστούν εικόνες ανθρώπινης ευδαιμονίας, χαράς, μακαριότητας μέσα στην αγκαλιά της φύσης (π.χ. ο νιος κολυμπιστής στον Πόρφυρα: “φύση χαμόγελα άστραψες κι εγίνηκες δική του”).
3. Ο τρίτος άξονας συντίθεται από εικόνες που εμφανίζουν τη φύση ως πηγή πολιτισμικών αξιών […]. Έτσι με την ποιότητα των αξιών της η φύση εξασφαλίζει την ευδαιμονία του ανθρώπου και του εμπνέει την πίστη της ζωής.»
(Ερ. Καψωμένος, Διονύσιος Σολωμός. Ανθολόγιο Θεμάτων της Σολωμικής Ποίησης, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σελ. 25-28)

«Ο Σολωμός ξεπερνώντας το διανοητικό σχήμα του Schiller και υπακούοντας στο ποιητικό του αισθητήριο προκρίνει τον πειρασμό της φύσης ως κύρια δοκιμασία, γιατί αντιστοιχεί σε μια σύγκρουση πιο πραγματική και πιο συγκλονιστική για τη νεοελληνική ευαισθησία, αφού αντιπαραθέτει δυο αξίες πρωταρχικές για τη νεοελληνική παράδοση και ιδεολογία, αλλά και για τη σολωμική ανθρωπολογία: το αγαθό της ζωής και την ατομική ανεξαρτησία. Σ’ αυτή λοιπόν την “κατεξοχήν” δοκιμασία το ρόλο του αντίμαχου έχει η φύση και το ρόλο του ήρωα οι πολιορκημένοι […]. Αλλά ο ήρωας θυσιάζει αυτόβουλα τη ζωή ακριβώς για να μην την εξευτελίσει, από σεβασμό στην ακεραιότητα και της ανθρώπινής του υπόστασης. Εδώ έγκειται η επαναστατική δυναμική αυτής της αξιοκρατίας και μαζί η τραγικότητα της δοκιμασίας. Γιατί η σύγκρουση αξιών διατηρεί όλη της τη σφοδρότητα, καθώς ο ήρωας θυσιάζει τη ζωή επειδή ακριβώς την αγαπά και τη σέβεται στο μέγιστο βαθμό. Έτσι ο ήρωας _σε συμφωνία με έναν κλασικό κανόνα της τραγικής τέχνης _ θριαμβεύει ηθικά μέσα από την καταστροφή.»
(Ερ. Καψωμένος, Ο Σολωμός και η Ελληνική Πολιτισμική Παράδοση, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σελ. 59-63)

«Ο “Πειρασμός” των Ελεύθερων Πολιορκημένων δεν είναι στην κυριολεξία ένα “απόσπασμα”, όπως καθιερώθηκε να λέγεται, αλλά μια αυτόνομη λυρική ενότητα, ένα ολοκληρωμένο ποίημα, με αρχιτεκτονική πληρότητα και εσωτερικό λόγο. Δε βρίσκεται σε άμεση —λογική ή αφηγηματική— συνέχεια ούτε με τα προηγούμενα ούτε με τα επόμενα. Και το ίδιο συμβαίνει με όλα σχεδόν τα “αποσπάσματα” του Γ΄ Σχεδιάσματος. Εκείνο που τα δένει μεταξύ τους είναι ο κοινός θεματογραφικός και λυρικός πυρήνας. Αποτελούν χωριστά στιγμιότυπα του ίδιου δράματος από διάφορες οπτικές (λυρικές και δραματικές) γωνίες. Και απ’ αυτή την άποψη το Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων μοιάζει πιο πολύ με τα συνθετικά έργα της νεώτερης ποίησης, που αποτελούνται από περισσότερα αυτόνομα ποιήματα γύρω από το ίδιο λυρικό θέμα (λ.χ., το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, το Άξιον Εστί του Ελύτη), παρά με τα επικολυρικά πρότυπα της εποχής του, που ξετυλίγουν οργανικά μια υπόθεση. Ένα ακόμη σημείο όπου ο Σολωμός θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος.»
(Ερ. Καψωμένος, Καλή 'ναι η μαύρη πέτρα σου. Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Εστία, Αθήνα, 2004, σελ. 115-116)

«Το Φεβρουάριο του 1857 ο Σολωμός βρήκε την ανάπαυσή του στους κόλπους του δημιουργού. Όπως ο καλός υπηρέτης, είχε δουλέψει το τάλαντό του και άφηνε πολλαπλάσια απ’ όσα είχε βρει: οι προσπάθειες των προγενεστέρων φαίνονται δοκιμές μπροστά στις επιτεύξεις του. Κι εκεί όπου ο Κάλβος σταμάτησε αυτός μπόρεσε να συνεχίσει και να φθάσει στο σκοπό του. Κληροδότησε την ποίηση στην Ελλάδα, έδωσε στην πατρίδα του τη φωνή που της άξιζε, και σύνθεσε για πρώτη φορά σε ενότητα την ελληνική ποιητική παράδοση. Όμως αξίζει ακόμη να τονιστεί και μια άλλη, γενικότερη —αν γίνεται— προσφορά στην παιδεία μας: η κριτική. Με τον Σολωμό, του Διαλόγου πριν και, ύστερα, των στοχασμών που κατέγραφε ετοιμάζοντας τις ποιητικές του συνθέσεις, έχουμε την άσκηση του κριτικού νου, με αισθητικές προϋποθέσεις, επάνω στα αντικείμενα της τέχνης. Τέλος, θυμίζω τη συμβολή του στον πεζό λόγο, με το Διάλογο, πάλι και με τη Γυναίκα της Ζάκυθος.»
(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 1985, σελ. 242)

«Ο Πόρφυρας είναι ένα από τα πιο δύσκολα στην ερμηνεία τους ποιήματα του Σολωμού. Στο κέντρο βρίσκεται η σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης […]. Η ωραιότητα της φύσης είναι το μέσο με το οποίο ο κολυμβητής φτάνει στη μυστικιστική κατάσταση που περιγράφεται στην αρχή του μέρους 7 του ποιήματος. Αλλά ο καρχαρίας —“η άλογη τερατώδης δύναμη”, όπως την ονομάζει ο Σολωμός— είναι και αυτός μέρος της φύσης. Η συνειδητοποίηση του δικού του δεσμού με τη φύση κάνει τον κολυμβητή ικανό να κερδίσει μια πνευματική νίκη εις βάρος της φύσης τη στιγμή ακριβώς που το σώμα του ηττάται από μία από τις δυνάμεις αυτής της φύσης. Η βιαιότητα του καρχαρία δεν υπονοεί ότι ολόκληρη η φύση είναι θηριώδης και βίαιη, αλλά σίγουρα δείχνει ότι η φύση έχει και θετική και αρνητική πλευρά, οπότε ενέχει κινδύνους για την ανθρώπινη ψυχή […] το μήνυμα της ευδαιμονικής φώτισης του κολυμβητή είναι ότι ουσιαστικά αυτός δεν ανήκει στον φυσικό αλλά στον πνευματικό κόσμο.»
(Π. Μάκριτζ, Διονύσιος Σολωμός, μτφρ. Κατ. Αγγελάκη-Ρουκ, Καστανιώτης, Αθήνα, 1995, σελ. 192-193)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

kalhmera borei kapios na m pei vre pedia ti einai o oros logotexniki sxoli, logotexniko reuma ke logotexniko kinima?

Κωνσταντίνος Μάντης είπε...

Γενιές, Σχολές και Κινήματα

Οι περίοδοι διαιρούνται επιπλέον σε μικρότερα τμήματα, τις γενιές, τις σχολές και τα κινήματα. Η λογοτεχνική γενιά διακρίνεται κυρίως με βιολογικά κριτήρια, περιέχει δηλαδή συγγραφείς περίπου συνομήλικους, που έχουν δεχθεί κοινά ερεθίσματα και επιδράσεις, τα έργα τους έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά και φυσικά διαφοροποιούνται από την προηγούμενη γενιά. Η κατάταξη σε γενιές, που συχνά αμφισβητείται, δε βασίζεται στο κριτήριο της χρονολογίας δημοσίευσης των έργων, γιατί είναι συχνό φαινόμενο ένας συγγραφέας να εμφανιστεί μαζί με τους συγγραφείς μιας συγκεκριμένης γενιάς, αλλά το έργο του να έχει τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης, ή να έχει εντελώς ιδιόμορφο χαρακτήρα.

Η σχολή είναι μια ομάδα λογοτεχνών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά, κοινές αντιλήψεις, έχουν την επίγνωση ότι ανήκουν σε μια κοινή ομάδα και κυρίως αποδέχονται ως «αρχηγό» και πρωτοπόρο έναν συγκεκριμένο λογοτέχνη, τον οποίον ακολουθούν ως πρότυπο, όπως για παράδειγμα οι ποιητές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και ο Κωστής Παλαμάς.

Συγγενής με τους όρους «σχολή» και «γενιά» είναι και ο όρος κίνημα, ο οποίος προσδιορίζει μια ομάδα καλλιτεχνών, που εκτός από τα χαρακτηριστικά της σχολής διαθέτουν επιπλέον το γνώρισμα ότι έχουν στόχο τη ριζική ανατροπή των τάσεων που επικρατούν και την επιβολή των δικών τους αισθητικών αντιλήψεων. Τα μέλη ενός κινήματος κάνουν δυναμικά αισθητή την παρουσία τους και προβάλλουν έντοντα το έργο τους για να επιτύχουν τον σκοπό τους.
Πηγή: wikipedia

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...