Alfred Gockel
Κική Δημουλά «Σημείο Αναγνωρίσεως»
Πώς δομείται το περιεχόμενο του ποιήματος;
Οι δύο εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος με τη δήλωση της ποιήτριας ότι προσφωνεί κατευθείαν το άγαλμα γυναίκα, είναι σα να θέτουν το προς απόδειξη θέμα, δίνοντας έτσι μια δοκιμιακή μορφή δόμησης στο ποίημα. Η διαφοροποίηση της ποιήτριας από την άποψη των πολλών κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα για την προσπάθειά της να αποδείξει τη θέση της αυτή.
Η επόμενη στροφή (στίχοι 3-19) αποτελεί την πρώτη ενότητα του κύριου θέματος και έρχεται να δώσει τα στοιχεία που χρειάζονται για να κατανοήσει ή καλύτερα να αναγνωρίσει ο αναγνώστης το αντικείμενο της περιγραφής και τα γνωρίσματά του εκείνα που το ταυτίζουν με τις υπόλοιπες γυναίκες. Το άγαλμα με τα δεμένα χέρια που αδυνατεί να ξεφύγει από τα δεσμά του, αιχμάλωτο και στερημένο από τις απολαύσεις της ζωής, θυμίζει έντονα στην ποιήτρια τη μοίρα των γυναικών που μένουν διαχρονικά αιχμάλωτες στα δεσμά που έχει δημιουργήσει γι’ αυτές η κοινωνία.
Στην στροφή που ακολουθεί (στίχοι 20-30) διατυπώνεται από την ποιήτρια ένα πρώτο επιχείρημα σχετικά με την παγιωμένη αιχμαλωσία του αγάλματος που ταυτίζεται φυσικά με την αιχμαλωσία των γυναικών. Ακόμη κι αν γινόταν τα αγάλματα να διεκδικήσουν την ελευθερία τους η προσπάθειά τους θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία όπως αν επιχειρούσαν κάτι αντίστοιχο οι δούλοι ή οι νεκροί. Με τον ίδιο τρόπο η καθήλωση της γυναίκας είναι τόσο απόλυτη ώστε κάθε προσπάθεια διαφυγής θεωρείται εξ ορισμού καταδικασμένη.
Στα πλαίσια του κύριου θέματος και της προσπάθειας της ποιήτριας να στηρίξει την άποψή της ότι το αιχμάλωτο άγαλμα εκφράζει ουσιαστικά τη μοίρα κάθε γυναίκας, η επόμενη στροφή (στίχοι 31-40), έρχεται να προσθέσει δύο ακόμη επιχειρήματα. Η ταύτιση του αγάλματος με τις γυναίκες προκύπτει τόσο από το γεγονός ότι οι απόγονοι του αγάλματος-γυναίκας είναι καταδικασμένοι να ακολουθήσουν μια κοινή πορεία υποταγής, αποτελώντας μια «καλή σοδειά ακινησίας», όσο και από το εμφανές σημείο αναγνωρίσεως της αιχμαλωσίας του αγάλματος, δηλαδή τα δεμένα του χέρια. Όπως οι απόγονοι του αγάλματος θα ήταν φυσικά επίσης ακινητοποιημένα αγάλματα, έτσι και οι θηλυκοί απόγονοι των γυναικών είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν δέσμιοι της υποταγμένης τους μοίρας. Κι όπως τόσο πρόδηλα είναι αιχμάλωτο το άγαλμα με τα δεμένα χέρια, έτσι εμφανώς αιχμάλωτη είναι και κάθε γυναίκα.
Με τις σκέψεις αυτές οι ποιήτρια φτάνει στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος που αποτελούν τον επίλογο-συμπέρασμα των συλλογισμών της. «Σε λέω γυναίκα γιατί είσαι αιχμάλωτη». Η προσφώνηση του αγάλματος «εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν» που αποτέλεσε την αρχή του ποιήματος, εδώ καταλήγει και εξηγείται ως μια λογική ταύτιση του αγάλματος με τις γυναίκες, μιας και είναι κι αυτό αιχμάλωτο όπως ακριβώς και οι γυναίκες.
Πώς δομείται το περιεχόμενο του ποιήματος;
Οι δύο εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος με τη δήλωση της ποιήτριας ότι προσφωνεί κατευθείαν το άγαλμα γυναίκα, είναι σα να θέτουν το προς απόδειξη θέμα, δίνοντας έτσι μια δοκιμιακή μορφή δόμησης στο ποίημα. Η διαφοροποίηση της ποιήτριας από την άποψη των πολλών κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα για την προσπάθειά της να αποδείξει τη θέση της αυτή.
Η επόμενη στροφή (στίχοι 3-19) αποτελεί την πρώτη ενότητα του κύριου θέματος και έρχεται να δώσει τα στοιχεία που χρειάζονται για να κατανοήσει ή καλύτερα να αναγνωρίσει ο αναγνώστης το αντικείμενο της περιγραφής και τα γνωρίσματά του εκείνα που το ταυτίζουν με τις υπόλοιπες γυναίκες. Το άγαλμα με τα δεμένα χέρια που αδυνατεί να ξεφύγει από τα δεσμά του, αιχμάλωτο και στερημένο από τις απολαύσεις της ζωής, θυμίζει έντονα στην ποιήτρια τη μοίρα των γυναικών που μένουν διαχρονικά αιχμάλωτες στα δεσμά που έχει δημιουργήσει γι’ αυτές η κοινωνία.
Στην στροφή που ακολουθεί (στίχοι 20-30) διατυπώνεται από την ποιήτρια ένα πρώτο επιχείρημα σχετικά με την παγιωμένη αιχμαλωσία του αγάλματος που ταυτίζεται φυσικά με την αιχμαλωσία των γυναικών. Ακόμη κι αν γινόταν τα αγάλματα να διεκδικήσουν την ελευθερία τους η προσπάθειά τους θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία όπως αν επιχειρούσαν κάτι αντίστοιχο οι δούλοι ή οι νεκροί. Με τον ίδιο τρόπο η καθήλωση της γυναίκας είναι τόσο απόλυτη ώστε κάθε προσπάθεια διαφυγής θεωρείται εξ ορισμού καταδικασμένη.
Στα πλαίσια του κύριου θέματος και της προσπάθειας της ποιήτριας να στηρίξει την άποψή της ότι το αιχμάλωτο άγαλμα εκφράζει ουσιαστικά τη μοίρα κάθε γυναίκας, η επόμενη στροφή (στίχοι 31-40), έρχεται να προσθέσει δύο ακόμη επιχειρήματα. Η ταύτιση του αγάλματος με τις γυναίκες προκύπτει τόσο από το γεγονός ότι οι απόγονοι του αγάλματος-γυναίκας είναι καταδικασμένοι να ακολουθήσουν μια κοινή πορεία υποταγής, αποτελώντας μια «καλή σοδειά ακινησίας», όσο και από το εμφανές σημείο αναγνωρίσεως της αιχμαλωσίας του αγάλματος, δηλαδή τα δεμένα του χέρια. Όπως οι απόγονοι του αγάλματος θα ήταν φυσικά επίσης ακινητοποιημένα αγάλματα, έτσι και οι θηλυκοί απόγονοι των γυναικών είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν δέσμιοι της υποταγμένης τους μοίρας. Κι όπως τόσο πρόδηλα είναι αιχμάλωτο το άγαλμα με τα δεμένα χέρια, έτσι εμφανώς αιχμάλωτη είναι και κάθε γυναίκα.
Με τις σκέψεις αυτές οι ποιήτρια φτάνει στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος που αποτελούν τον επίλογο-συμπέρασμα των συλλογισμών της. «Σε λέω γυναίκα γιατί είσαι αιχμάλωτη». Η προσφώνηση του αγάλματος «εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν» που αποτέλεσε την αρχή του ποιήματος, εδώ καταλήγει και εξηγείται ως μια λογική ταύτιση του αγάλματος με τις γυναίκες, μιας και είναι κι αυτό αιχμάλωτο όπως ακριβώς και οι γυναίκες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου