Νίκος Εγγονόπουλος «Ποίηση 1948»
Γιατί η εποχή του εμφύλιου σπαραγμού αναστέλλει την ποιητική δημιουργία;
Μπροστά σ’ έναν φονικότατο, αδελφοκτόνο κι ανηλεή πόλεμο ο Εγγονόπουλος αισθάνεται αδυναμία να εκφραστεί ποιητικά. Ποιο μπορεί να είναι άλλωστε το όφελος της ποίησης όταν ο κόσμος γύρω του έχει χάσει έστω και την παραμικρή αίσθηση λογικής κι έχει καταφύγει σε μια παράλογη βιαιότητα; Ο ποιητής δεν είναι σε θέση ούτε καν να εκλογικεύσει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από τη στιγμή που το έθνος χωρίστηκε στα δύο και ξεκίνησε ο αδυσώπητος αγώνας για το ποια μερίδα θα διασφαλίσει την εξουσία. Ίσως είναι δύσκολο να νιώσουμε πόσο πραγματικά έντονο είναι το αίσθημα απογοήτευσης και παραίτησης που έχει κυριεύσει τον ποιητή, αλλά η αλήθεια είναι ότι την εποχή εκείνη διαπράχθηκαν εγκλήματα τέτοιας σκληρότητας ώστε ακόμη και οι ιστορικοί διστάζουν να τα καταγράψουν σε όλη τους την έκταση. Ο ποιητής δεν φτάνει στο σημείο να αποποιηθεί την ευθύνη που συνοδεύει την τέχνη του, μόνο και μόνο γιατί η χώρα βρίσκεται σε μια εμπόλεμη περίοδο –αυτό άλλωστε ήταν κάτι συνηθισμένο για την Ελλάδα-. Είναι η φύση του πολέμου που ωθεί τον ποιητή στην απελπισία, είναι το γεγονός ότι οι Έλληνες πολεμούν και σκοτώνονται μεταξύ τους -χωρίς μάλιστα το τέλος του πολέμου να είναι ακόμη ορατό- που φέρνει τον ποιητή στην παραίτηση.
Το 1948 ο εμφύλιος είχε φτάσει στην κορύφωσή του και η αγριότητα των δυο παρατάξεων είχε πια ξεπεράσει τα όρια. Ο ποιητής βλέπει τα θύματα του πολέμου να πληθαίνουν με ταχύτατους ρυθμούς, βλέπει το μίσος να αυξάνεται και να βαθαίνει κι αισθάνεται πλέον πως η τέχνη του δεν μπορεί παρά να είναι περιττή σ’ έναν τέτοιο κόσμο. Αν θα έπρεπε με την ποίησή του να νουθετήσει τους αντιμαχόμενους, γνωρίζει εκ των προτέρων πως κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο κι αν η αποστολή του θα ήταν να αποτυπώσει στους στίχους του την σκληρότητα και τον παραλογισμό της εποχής, αισθάνεται πως κάτι τέτοιο μόνο θα τον πλήγωνε. Τι να γράψει λοιπόν ο ποιητής όταν παντού γύρω του κυριαρχεί ο θάνατος και το μίσος, τι να αποτυπώσει απ’ όλα αυτά στην ποίησή του και σε τι θα ωφελούσε μια καταγραφή της φρίκης και του σπαραγμού, την ώρα που όλοι γύρω του τα βλέπουν και τα ζουν καθημερινά;
Γιατί η εποχή του εμφύλιου σπαραγμού αναστέλλει την ποιητική δημιουργία;
Μπροστά σ’ έναν φονικότατο, αδελφοκτόνο κι ανηλεή πόλεμο ο Εγγονόπουλος αισθάνεται αδυναμία να εκφραστεί ποιητικά. Ποιο μπορεί να είναι άλλωστε το όφελος της ποίησης όταν ο κόσμος γύρω του έχει χάσει έστω και την παραμικρή αίσθηση λογικής κι έχει καταφύγει σε μια παράλογη βιαιότητα; Ο ποιητής δεν είναι σε θέση ούτε καν να εκλογικεύσει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από τη στιγμή που το έθνος χωρίστηκε στα δύο και ξεκίνησε ο αδυσώπητος αγώνας για το ποια μερίδα θα διασφαλίσει την εξουσία. Ίσως είναι δύσκολο να νιώσουμε πόσο πραγματικά έντονο είναι το αίσθημα απογοήτευσης και παραίτησης που έχει κυριεύσει τον ποιητή, αλλά η αλήθεια είναι ότι την εποχή εκείνη διαπράχθηκαν εγκλήματα τέτοιας σκληρότητας ώστε ακόμη και οι ιστορικοί διστάζουν να τα καταγράψουν σε όλη τους την έκταση. Ο ποιητής δεν φτάνει στο σημείο να αποποιηθεί την ευθύνη που συνοδεύει την τέχνη του, μόνο και μόνο γιατί η χώρα βρίσκεται σε μια εμπόλεμη περίοδο –αυτό άλλωστε ήταν κάτι συνηθισμένο για την Ελλάδα-. Είναι η φύση του πολέμου που ωθεί τον ποιητή στην απελπισία, είναι το γεγονός ότι οι Έλληνες πολεμούν και σκοτώνονται μεταξύ τους -χωρίς μάλιστα το τέλος του πολέμου να είναι ακόμη ορατό- που φέρνει τον ποιητή στην παραίτηση.
Το 1948 ο εμφύλιος είχε φτάσει στην κορύφωσή του και η αγριότητα των δυο παρατάξεων είχε πια ξεπεράσει τα όρια. Ο ποιητής βλέπει τα θύματα του πολέμου να πληθαίνουν με ταχύτατους ρυθμούς, βλέπει το μίσος να αυξάνεται και να βαθαίνει κι αισθάνεται πλέον πως η τέχνη του δεν μπορεί παρά να είναι περιττή σ’ έναν τέτοιο κόσμο. Αν θα έπρεπε με την ποίησή του να νουθετήσει τους αντιμαχόμενους, γνωρίζει εκ των προτέρων πως κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο κι αν η αποστολή του θα ήταν να αποτυπώσει στους στίχους του την σκληρότητα και τον παραλογισμό της εποχής, αισθάνεται πως κάτι τέτοιο μόνο θα τον πλήγωνε. Τι να γράψει λοιπόν ο ποιητής όταν παντού γύρω του κυριαρχεί ο θάνατος και το μίσος, τι να αποτυπώσει απ’ όλα αυτά στην ποίησή του και σε τι θα ωφελούσε μια καταγραφή της φρίκης και του σπαραγμού, την ώρα που όλοι γύρω του τα βλέπουν και τα ζουν καθημερινά;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου