Jennifer Baird
Βασίλης Βασιλικός
Ο Βασίλης Βασιλικός γεννήθηκε στην Καβάλα το 1933. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά του από το 1941, και τηλεόραση στη Σχολή Τηλεόρασης-Σκηνοθεσίας RCA της Νέας Υόρκης (1959). Στο διάστημα 1960-1967 έζησε στην Αθήνα και ακολούθως έμεινε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό (Νέα Υόρκη, Παρίσι, Ρώμη), ιδιαίτερα στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Με τη μεταπολίτευση επέστρεψε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα. Εργάστηκε ως αναπληρωτής διευθυντής της ΕΡΤ-1 στο διάστημα 1981-1985. Συνεργασίες του, με ανταποκρίσεις, άρθρα, σχόλια, ρεπορτάζ και διηγήματα, δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες (Ταχυδρόμος, Νέα Εστία, Εποχές, Σήμα, Επιθεώρηση Τέχνης, Αντί, Τα Νέα, Ελευθεροτυπία, Η Καθημερινή, Το Βήμα κ.ά).
Ο Βασίλης Βασιλικός είναι πολυγραφότατος και από τους περισσότερο μεταφρασμένους σε ξένες γλώσσες ζώντες Έλληνες συγγραφείς. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1949 δημοσιεύοντας τρία ποιήματα στην εφημερίδα “Μακεδονία”. Το πρώτο του βιβλίο, η νουβέλα Η διήγηση του Ιάσονα, κυκλοφόρησε το 1953. Ακολούθησε το θεατρικό Στη φυλακή των Φιλίππων, που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο σε σκηνοθεσία Ν. Γκάτσου και με μουσική επένδυση Μ. Χατζιδάκι. Ο ρυθμός με τον οποίο δημοσιεύει τα έργα του φανερώνει την επαγγελματική στάση του απέναντι στο γράψιμο, αλλά και το μεγάλο ταλέντο του σε συνδυασμό με τις ευαίσθητες και ανήσυχες κεραίες του που προσλαμβάνουν και αντιδρούν στα ποικίλα ερεθίσματα της ζωής και της κοινωνίας. Το 1962 του απονεμήθηκε το Βραβείο των Δώδεκα για την τριλογία του Το φύλλο-Το πηγάδι-Τ’ αγγέλιασμα - το πρώτο ώριμο έργο του και για πολλούς κριτικούς το καλύτερο- και το 1977 το Premio Mediterraneo Internazionale στο Παλέρμο της Σικελίας για το μυθιστόρημά του Ο μονάρχης. Έχει γράψει τα σενάρια για τις ταινίες Μικρές Αφροδίτες και Επιτάφιος για εχθρούς και φίλους, ενώ το μυθιστόρημά του Ζ (1966), που αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από το σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά γνωρίζοντας διεθνή επιτυχία και αναγνώριση.
“Ο Βασιλικός -γράφει ο Μ. Μερακλής- είναι μια φύση πληθωρική, που εύκολα υπερβαίνει τα όρια των καθιερωμένων ειδολογικών μορφών (διήγημα, μυθιστόρημα κ.λπ.) και αφήνει τα είδη να αλληλοεισδύουν. Για το λόγο αυτό η διάκριση ‘μυθοποιητικά’ και ‘απομυθοποιητικά’ που κάνει ο ίδιος είναι βάσιμη, με την παρατήρηση ότι το υλικό του, σχεδόν πάντα αυτοβιογραφικό, άλλοτε μεταπλάθεται σε ορισμένους ‘μύθους’ και άλλοτε προσφέρεται περισσότερο άμεσα, αποδίδοντας ακριβέστερα τις προσωπικές, κοινωνικές, πολιτικές εμπειρίες του”.
(Μ. Μερακλής, στην Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, λ. Βασιλικός)
Τα πιο γνωστά από τα αμιγώς ερωτικά βιβλία του είναι το αφήγημα Το τελευταίο αντίο και Η φλόγα της αγάπης, γραμμένα και τα δυο τη χρονιά του αιφνίδιου θανάτου της γυναίκας του (1979). Ως πολιτικός συγγραφέας στρέφεται κυρίως στη λογοτεχνία-ντοκουμέντο δίνοντας έργα όπως το Ζ (1966) και αργότερα το δίτομο Κ (1992) με θέμα το πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο Κοσκωτά. Το πιο φιλόδοξο και το κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό έργο του θεωρείται το μυθιστόρημα Γλαύκος Θρασάκης (πρώτη εκδοχή το 1975 και πιο ολοκληρωμένο το 1990).
Έργα του: Η διήγηση του Ιάσονα (μυθιστόρημα, 1953), Θύματα ειρήνης (μυθιστόρημα, 1956), Το φύλλο (μυθιστόρημα, 1961), Το πηγάδι (μυθιστόρημα, 1961), Τ’ αγγέλιασμα (μυθιστόρημα, 1961), Η μυθολογία της Αμερικής (αφηγήματα, 1964), Οι φωτογραφίες (μυθιστόρημα, 1964), Ζ, φανταστικό ντοκυμαντέρ ενός εγκλήματος (μυθιστόρημα, 1966), Εκτός των τειχών (άρθρα και χρονογραφήματα, 1966), Υποθήκες Παπαδόπουλου – Παττακού (1968, Λονδίνο), Λάκα - Σούλι (ποιήματα, 1969, Λονδίνο), Bella Ciao (ποιήματα, 1970, Λονδίνο), Ήλιε μου, Αρταξέρξη μου (ποιήματα, 1971, Παρίσι), Το ψαροτούφεκο (διηγήματα, 1971, Λονδίνο), Το λαχείο (θεατρικό, 1971, Μαγέν), Μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν (αφηγήματα, 1971, Λονδίνο), Συνάντηση με τον ήλιο (ποιήματα, 1972, Λονδίνο), Καφενείο Εμιγκρέκ (νουβέλα, 1972, Ρώμη), Η δίκη των εξ (θεατρικό, 1973), Το πορτραίτο ενός αγωνιστή - Νίκος Ζαμπέλης (νουβέλα, 1973, Ρώμη), Ο απόστολος Παύλος στη φυλακή των Φιλίππων (θεατρικό, 1973), Γλαύκος Θρασάκης Α΄ (μυθιστόρημα, 1974), Το ημερολόγιο του Ζ (αυτοβιογραφικό, 1974), Η κάθοδος (διηγήματα, 1974), Ο μονάρχης (μυθιστόρημα, 1974), Το λαχείο (δημοσιεύματα εφημερίδων, 1974), Αναμνήσεις από τον Χείρωνα (διηγήματα, 1974), Γλαύκος Θρασάκης, η επιστροφή , Β΄ (μυθιστόρημα, 1975), Γλαύκος Θρασάκης, Μπερλίνερ Ανσάμπλ, Γ΄ (μυθιστόρημα, 1975, και την ίδια χρονιά οι τρεις τόμοι ενοποιημένοι με τον τίτλο Γλαύκος Θρασάκης), Ο χορδιστής (θεατρικό, 1975), Εικοσιπενταετία (δοκίμια και συνεντεύξεις, 1976), Καθ’ οδόν (χρονογραφήματα, 1977), Τα σιλώ (αυτοβιογραφικό, 1976), Ανεπίδοτη επιστολή στον Αλέξανδρο Παναγούλη (αφήγημα, 1977), Ο θάνατος του Αμερικάνου (νουβέλα, 1977), Μια ιστορία αγάπης (νουβέλα, 1977), Κρουπ-Ελλάς (διηγήματα, 1977), Το νερό (μυθιστόρημα, 1977), Οι ρεμπέτες και άλλα διηγήματα (1977), Σαρξ και Μαρξ (αφηγήματα, 1977), Τροχαλίες (μυθιστορία, 1977), Η ζωή μου όλη - Στέλιος Καζαντζίδης (βιογραφία, 1978), Τα καμάκια (μυθιστόρημα, 1978), Το λιμάνι της αγωνίας (διηγήματα, 1978), Το γράμμα της αγάπης (αυτοβιογραφικό, 1979), Το βραχιόλι (διηγήματα, 1979), Η φλόγα της αγάπης (μυθιστόρημα, 1979), Το τελευταίο αντίο (διηγήματα, 1979), Ο τρομερός μήνας Αύγουστος (αυτοβιογραφικό, 1979), Οι Λωτοφάγοι (μυθιστόρημα, 1981), Τέσσερεις προσανατολισμένες πόλεις (αυτοβιογραφικό, 1981), Τα χαζά μπούτια (διηγήματα, 1981), Το παραβάν (διηγήματα, 1982), Χρονογραφήματα (1982), Το ελικόπτερο (1985), Η άσπρη αρκούδα (1987), Το άφρατο (1987).
Η κριτική για το έργο του
«Σπινθηροβόλο πνεύμα με μεγάλη αφομοιωτική ικανότητα, αφηγητής με σπάνια ευρηματικότητα και ευελιξία, συγγραφέας με τεράστια θεματολογική ευρύτητα και ικανότητα προσαρμογής στα δεδομένα της ‘μεταλογοτεχνικής’ εποχής των ΜΜΕ, ο Βασίλης Βασιλικός είναι από τις πιο χαρισματικές μορφές της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αν τα περισσότερα βιβλία του είναι άνισα, αυτό οφείλεται όχι μόνο στη βιασύνη της συγγραφής τους, αλλά και στην ίδια την πληθωρικότητά του, που τον οδηγεί όχι σπάνια στην αμετροέπεια».
(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα 1999, σελ. 44)
«Μια μικρή φράση στο Μετώκησεν αποδίδει ίσως το βασικό γνώρισμα της αφηγηματικής τέχνης και του ύφους του Β.: ‘μιλώ γελοιογραφικά’. Εντούτοις μιλάει, κατά κανόνα, για τα σοβαρά ζητήματα της εποχής μας, αυτά που περνούν στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο κάθε φορά, σε συνδυασμό με τις ‘σταθερές’ του καπιταλιστικού κόσμου. Η δημιουργία του Β. είναι αξεχώριστη από μια τέτοια θεώρηση των σύγχρονων φαινομένων. Γι’ αυτό και οι ‘μύθοι’ του είναι κατά κανόνα ευανάγνωστοι και ευδιάγνωστοι, με εξαίρεση την κάπως αυξημένη κρυπτικότητα της τριλογίας του, που τον καθιέρωσε στα Γράμματα».
(Μ. Μερακλής, Πάπυρος, Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Βασιλικός Βασίλης)
«Τον καλύτερο εαυτό του θα τον βρει ο Βασιλικός στην τριλογία που απαρτίσανε οι τρεις διαδοχικές νουβέλες του Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ ’ αγγέλιασμα, παρουσιασμένες όλες το 1961. Εδώ η εξανάσταση του νέου ανθρώπου μπροστά στη συμβατική καθημερινότητα, στη συρροή των συνυφασμένων με τη ζωή μας προβλημάτων και στον άλογο καταναγκασμό του ατόμου βρίσκει την πληρέστερη έκφρασή της μέσα από σύμβολα που έχουν στο υποσυνείδητό μας ισχυρή ανταπόκριση. Ο παραλογισμός της ύπαρξης δίνεται με παράλογους μύθους που όμως χάρις στην πλαστική ικανότητα του συγγραφέα κατορθώνουν να πείθουν για τη μυθιστορηματική “πραγματική” τους υπόσταση. (...)
Αλλά θα ήταν ατελής η εικόνα του Β. αν δεν υπογραμμίζαμε και κάποιες άλλες πλευρές της συγγραφικής του δραστηριότητας. Και πρώτα πρώτα Η μυθολογία της Αμερικής (1964) είναι το πιο πρωτότυπο ταξιδιωτικό βιβλίο που γνωρίζω. Σ’ αυτό ο ταξιδευτής-συγγραφέας τριγυρίζει στην απέραντη χώρα και βλέπει τον εαυτό του. Δηλαδή τα όσα διαλέγει να δει και ο τρόπος που θα τα δει δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να βοηθούν να σχηματιστεί η φυσιογνωμία του γνωστού μας από τα άλλα του βιβλία αντάρτη ασυμβίβαστου νέου. Πρόκειται για συναρπαστικό βιβλίο. Ύστερα είναι η τροπή προς το πολιτικό αφήγημα- ρεπορτάζ που αρχίζει με το Εκτός των τειχών (1965) και ολοκληρώνεται τον επόμενο χρόνο με το περιλάλητο Ζ, τη μυθοποίηση της υπόθεσης Λαμπράκη, που έκανε ν’ ακουστεί το όνομα του Βασιλικού σ’ όλη την υφήλιο».
(Αλέξ. Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος, Αθήνα 1982, σελ. 221-222)
«Πρωτεύουσα θέση στο έργο του έχει το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Με άμεσο ή πλάγιο τρόπο ο συγγραφέας αφηγείται περιστατικά, όπου είτε συμμετέχει ο ίδιος, είτε πρωταγωνιστεί κάποιος φανταστικός ανθρώπινος τύπος, που συμπεριφέρεται με τρόπους που αναπαράγουν τις αντιδράσεις του ίδιου του συγγραφέα. Στο νεανικό έργο του Β. υπάρχουν επιδράσεις από το Ζιντ, τον Κάφκα και τον Καμύ, ενώ αργότερα, η επιδίωξή του να ανανεώσει τη μορφή των εκφραστικών του μέσων τον φέρνει πλησιέστερα προς τον Ντος Πάσσος και το γαλλικό νέο μυθιστόρημα. Οι επιδράσεις όμως που δέχτηκε αφομοιώθηκαν σε ένα προσωπικό ύφος, όπου δεσπόζουσα θέση έχει το χιούμορ και η ειρωνεία. Παράλληλα με την προσπάθεια ανανέωσης της πεζογραφικής μορφής ο Β. υιοθέτησε μια αιρετική στάση απέναντι στον παραδοσιακό αφηγηματικό χρόνο. Έτσι ο ευθύς χρόνος συχνά διασπάται με παρεμβολές της μνήμης ή με στοχασμούς, που φανερώνουν την εγρήγορση της συνείδησης του συγγραφέα μπροστά στις ιστορικές αλλαγές. Αξίζει να σημειωθεί η εύστοχη χρήση της γλώσσας καθώς και των μεθόδων του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ και του αστυνομικού θρίλερ στα πρόσφατα βιβλία του».
(Αλέξ. Ζήρας, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τ. 2, λ. Βασιλικός Βασίλης)
«Γιατί, πραγματικά, από ποια στόφα είναι καμωμένοι όλοι αυτοί οι “ήρωες” του Β.Β., όλοι αυτοί οι αφηγηματικοί χαρακτήρες στα δεκάδες μυθιστορήματα και διηγήματά του που έχουν προικιστεί με τόσα αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα; Μια κοινωνιολογική κοντόφθαλμη οπτική θα τους χαρακτήριζε, από αυτή τη δηλωμένη αβεβαιότητά τους, ως αρνητικούς ήρωες, τύπους οι οποίοι, σύμφωνα μα τη λουκατσιανή προβληματική, προσπαθούν να ξαναβρούν κάποιες χαμένες αξίες τιμής σ’ έναν κόσμο όπου οι ποιοτικές αξίες έχουν αντικατασταθεί από τις ποσοτικές. Από τον Λάζαρο στο Φύλλο (1961) ως το Λάζαρο Λαζαρίδη των Φωτογραφιών (1964), και τον ακόμα μακρινότερο απόγονό τους, Λάζαρο Λαζαρίδη, που είναι το πραγματικό ονοματεπώνυμο του Γλαύκου Θρασάκη (1975), τα επάλληλα και διαδοχικά πορτρέτα- περσόνες μας παρουσιάζουν ειρωνικά ή χιουμοριστικά τις μεταμορφώσεις ή απλώς τις μεταμφιέσεις του συγγραφέα, που, από την άλλη μεριά, μ’ αυτό τον τρόπο καταλήγει να μεταμορφώνει τις σχέσεις του με τον κόσμο».
(Αλέξ. Ζήρας, Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλης, τ. Β΄, σελ. 348)
«Οι νέοι της μεταπολεμικής γενιάς και τα προβλήματά τους είναι εκείνο που ιδιαίτερα, αν όχι αποκλειστικά, ενδιαφέρει τον κ. Βασιλικό. Μια κατηγορία νέων, θα έπρεπε να προσθέσουμε για να είμαστε ακριβέστεροι. Γιατί όλοι οι ήρωές του βαρύνονται με το ίδιο “στίγμα”, την αδυναμία προσαρμογής στις μεταπολεμικές συνθήκες ζωής, που πληγώνει θανάσιμα την ηυξημένη ευαισθησία τους και τους αναγκάζει να κλειστούν στον εαυτό τους. Η ευαισθησία τούτη στο νέο του πεζογράφημα, Το φύλλο, φτάνει στα όρια του παθολογικού. Οδηγεί τον κεντρικό ήρωα του πεζογραφήματος σε παραισθήσεις, οι οποίες και ουσιαστικά εξαντλούν την “υπόθεση” του βιβλίου. Τα όρια του φανταστικού και του πραγματικού, συνειδητά, συγχέονται στο Φύλλο.
Η αίσθηση της μόνωσης, αλλά και η πεποίθηση ότι ο διάλογος που θα τον απελευθέρωνε από τα δεσμά της, είναι αδύνατος με τους ανθρώπους, αναγκάζει τον ήρωά μας να ζητήσει τη συντροφιά ενός φυτού, που δε θα του προσφέρει μονάχα τη διέξοδο που αναζητάει, αλλά και θα γίνει “τιμωρός” των γύρω του, του περιβάλλοντος, στην ασημαντότητα, την ποταπότητα και τη μακαριότητα του οποίου βλέπει την αιτία του κακού».
(Β. Βαρίκας, Κριτική για Το φύλλο, εφ. Το Βήμα, 30.4.1961, από την ανθολόγηση του Αλ. Ζήρα, στο Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλης, τ. Β΄, σελ. 357)
«Και επειδή είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι το συγγραφέα δεν τον ενδιαφέρει η περίπτωση μιας αλληλουχίας συμβατικού τύπου αφηγημάτων (roman fleuve) που είναι κληροδότημα απευθείας του 19ου αιώνα, υποθέτω ότι αυτή η μορφή του μύθου εν προόδω, που διακρίνουμε στα σημαντικότερα πεζά του Β. Βασιλικού, έλκει την καταγωγή της και τον έντονα κριτικό χαρακτήρα της [...] από τους μεγάλους ανακαινιστές της μυθιστορηματικής μορφής, και ιδιαίτερα από τον Τζ. Τζόυς. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν σκεφτούμε ότι τα άφθονα αυτοβιογραφικά στοιχεία που εμφανίζονται σε αρκετά βιβλία του συντελούν στο να υπάρχουν αφηγηματικοί τύποι που πολλές φορές μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια του ίδιου του αναγνώστη, καταργώντας κι αυτήν ακόμα τη βασική, τη θεμελιώδη σύμβαση της ρεαλιστικής πεζογραφίας για το ενιαίο και αναλλοίωτο των αφηγηματικών χαρακτήρων. Η διαδικασία της μεταμόρφωσης οπωσδήποτε δεν είναι άγνωστη ή ξένη στο μυθιστοριογράφο Βασιλικό. Ήδη μας είναι γνωστή από το 1961, με τον αλληγορικό τρόπο ανάπτυξης τόσο των Θυμάτων ειρήνης όσο και της τριλογίας Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, η οποία παρουσίασε, αυτή κυρίως, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική πεζογραφία μας, τη μυθοποιητική αναγωγή στο απόλυτο μιας πραγματικότητας καθημερινής, που ήδη είναι αφόρητη και εφιαλτική. Πέρα όμως από τις εύστοχα αρθρωμένες αλληγορικές εικόνες που δημιούργησε ο Β. Βασιλικός, αυτό που εντυπωσιάζει είναι το ποιητικής υφής, παρορμητικό αλλά πάντοτε πλαστικό σαν φόρμα γράψιμό του, που υποβάλλει στον αναγνώστη τη βεβαιότητα ότι έχει να κάνει με απολύτως βιωμένες καταστάσεις».
(Απ. Σαχίνης, Νέοι πεζογράφοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1972, σελ. 183)
«Ο Β. Βασιλικός [...] έδωσε το 1961 το πιο ώριμο έργο του, μια τριλογία (Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα), που αποτελεί ένα φτάσιμο, αλλά μαζί και όριο για ολόκληρη τη μεταπολεμική πεζογραφία μας: τα τρία βιβλία της τριλογίας είναι οι τρεις φάσεις του ίδιου κεντρικού θέματος, ο μύθος και τα πρόσωπα, σε κάθε βιβλίο διαφορετικά, συγκλίνουν όμως στον ίδιο, φανερό, αλλά και όχι τόσο εύκολα αποκρυπτογραφούμενο συμβολισμό. Το φύλλο, που θεριεύει υπερφυσικά μέσα στο μπετόν της πολυκατοικίας, καταστρέφει την ομαλή λειτουργία της και τσακίζεται από τους επαναστατημένους ενοίκους. Το πηγάδι, γύρω στο οποίο συζητούν ένας νέος μορφωμένος και μια υπηρέτρια για το πώς θα αντλήσουν το νερό, και που βρίσκεται στο τέλος στερεμένο, με όλα τα παραπληρωματικά υπερφυσικά και απίθανα που πυκνώνουν τη ζοφερή ατμόσφαιρα του αδιεξόδου. Η κωμική τέλος αυτή Σ.Ε.Α.Ο. (Σχολή Εφέδρων Αγγέλων Ουρανού), που περιγράφεται με κέφι και μαύρο χιούμορ στο τελευταίο βιβλίο - αποτελούν βέβαια σύμβολα, είναι όμως αυτά σύμβολα για το ίδιο πάντοτε πράγμα, για τις διαφορετικές απόψεις του ίδιου, ή για πράγματα κάθε φορά διαφορετικά; Ο Βασιλικός εξέφρασε με καινούρια, μοντέρνα γλώσσα, μια γλώσσα πυκνή και πολυσήμαντη, τη διάλυση, τη σύγχυση, την απογοήτευση, τη διαμαρτυρία, τη φυγή - ό,τι χαρακτηρίζει και ό,τι αποτελεί την τέταρτη διάσταση της αινιγματικής εποχής του».
(Λ. Πολίτης, Ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1980, σελ. 357-358)
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου