Jennifer Baird
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο Κύμα»
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη θεωρείται εντελώς προσωπική, ένα κράμα από λόγια, εκκλησιαστικά και λαϊκά στοιχεία. Μπορείτε να δώσετε χαρακτηριστικά παραδείγματα από το συγκεκριμένο έργο;
Η δημοτική γλώσσα και το λαϊκό ιδίωμα της Σκιάθου εμφανίζεται κυρίως στους διαλόγους, ενώ η καθαρεύουσα στην αφήγηση. «Υπάρχει μια γλώσσα προσεγμένη, επιμελημένη ως αμιγής καθαρεύουσα, που είναι κλήρα της παλαιότερης πεζογραφίας. Υπάρχει μια άλλη καθαρεύουσα για την αφήγηση, πιο χαλαρή, πιο προσιτή, με προσαρμογές κάθε λογής, που αποτελεί την πιο προσωπική γλώσσα του συγγραφέα• και, τέλος, υπάρχει και η φωνογραφική αποτύπωση της σκιαθίτικης ντοπιολαλιάς» (Παπαγιώργης Κ., Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998, σσ. 66-67).
Η γλώσσα των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη είναι κατά κύριο λόγο η καθαρεύουσα, υπό την έννοια ότι αυτή είναι η γλωσσική επιλογή του συγγραφέα για τα αφηγηματικά μέρη, αλλά και για τις άφθονες περιγραφές που εντάσσει στις ιστορίες του. Η καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί για την αφήγηση είναι πάντως πιο απλή στη μορφή της και άρα πιο προσιτή στον αναγνώστη: «Τῆς πτωχῆς χήρας ἦτον ἡ ἄμπελος μόνον εἰς τὰς ὥρας ποὺ ἤρχετο ἡ ἴδια διὰ νὰ θειαφίσῃ, ν᾿ ἀργολογήσῃ, νὰ γέμισῃ ἕνα καλάθι σταφύλια, ἢ νὰ τρύγησῃ ἂν ἔμενε τίποτε διὰ τρύγημα. Ὅλον τὸν ἄλλον καιρὸν ἦτον κτῆμα ἰδικόν μου.» Ενώ, η καθαρεύουσα των περιγραφών είναι περισσότερο προσεγμένη και πιο κοντά στην καθαρή μορφή της λόγιας γλωσσικής αυτής μορφής: «Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπᾶς καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα.» Η εξοικείωση μάλιστα του Παπαδιαμάντη με τα εκκλησιαστικά κείμενα του επιτρέπει κάποτε να μιμείται τη γλωσσική τους διατύπωση ή ακόμη και να παραθέτει αυτούσια χωρία από αυτά: ««Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί…»
Το στοιχείο πάντως που διανθίζει τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι τα διαλογικά μέρη των διηγημάτων του, στα οποία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γλώσσα των ηρώων του. Μια ανόθευτη δημοτική, που αποτελεί γνήσια καταγραφή της λαϊκής γλώσσας: «- Τί ἔχεις καὶ φωνάζεις; - Φωνάζω ἐγὼ τὴν κατσίκα μου, τὴ Μοσχούλα!... Μὲ σένα δὲν ἔχω νὰ κάμω.» Αν και στο Όνειρο στο κύμα, τα διαλογικά μέρη είναι ελάχιστα, σε άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη βρίσκουμε πλούσιες διαλογικές καταγραφές.
Η Γλώσσα και το Υφος του Παπαδιαμάντη
Η περιγραφή του! Γίνεται πάντα με τόση λεπτολογία! Θα ‘λεγε κανείς, αληθινά, με τόση θρησκευτική τυπικότητα! Ας θυμηθούμε, τουλάχιστον, τις «Μάγισσες», με το παλιό σπιτάκι του γέρου και το άλλο το γειτονικό, το ακατοίκητο ερείπιο…
Πώς αγαπά, αλήθεια, να ενδιατρίβει στις περιγραφές τούτου του νησιού, έστω και μόνος του, έστω κι αφού ο αναγνώστης κάποτε κουρασθεί να τον παρακολουθεί, και τον αφήνει στη μέση, και πηδά από πίσω του -ο αναγνώστης- φράσεις και φράσεις, τρυγώντας μόνο, εδώ κάπου, κάποιο εξαίσιο κοσμητικό επίθετο, εκεί κάποια παρομοίωση που μοσχοβολά από αίσθημα! Ω, ζυμωμένος με την παράδοση ο Παπαδιαμάντης, πώς να μην αγαπά την πρώτη και την πιο αισθητή της Παραδόσεως ρίζα –την πατρίδα, την πατρίδα του! Την αγαπά και την κατοικεί –και γι’ αυτό τη χιλιοπλασιάζει με τις απέραντες περιγραφές που η μια δε συμπίπτει ποτέ με μιαν άλλη. Μέσα απ’ την ελάχιστη Σκιάθο, με τους δύο – τρεις όρμους και τα δύο μικρά ακρωτήρια, έβγαλε εκατό τουλάχιστον διηγήματά του, όπως ένας ταχυδακτυλουργός μέσα από ένα μικρό, ελάχιστο κουτί τραβά κορδέλες, αυγά, νομίσματα, σπαθιά, τραπουλόχαρτα, σπίρτα, πουλιά.
Από δω αρχίζει η τέχνη του Παπαδιαμάντη κι εδώ περιορίζεται σχεδόν ο ρομαντισμός του.
Η περιγραφή είναι, αληθινά, το πρώτο απ’ τα στοιχεία τα ρομαντικά του Παπαδιαμάντη. Αλλ’ όταν λέγω ρομαντικά, δεν παίρνω, φυσικά, τον όρο με την ηθική, μα -να προσέξουμε σε τούτο- με τη φιλολογική του σημασία, ειδικότερα, με την ιστορικό-φιλολογική. Ο Παπαδιαμάντης γίνεται ρομαντικός, για να γίνει πραγματικός. Περνά, μαζί στην πραγματικότητα και στο ρομαντισμό. Και μόνον έτσι, και μόνο σε τούτο θα ημπορούσε βέβαια να γίνει εκείνος ρομαντικός. Γίνεται, άλλως τε, θέλει και δε θέλει –τι σημαίνει! Γιατί μόνο ο ρομαντικός περιγράφει, κι’ όποιος περιγράφει, είναι ρομαντικός, κι όλα αυτά δεν έχουν σημασία ούτε πολεμικής, ούτε άμυνας, εννοείται, απλώς σημασία κατατάξεως, ακαδημαϊκή. […]
Στην περιγραφή υπάγεται –και φιλολογικός ρομαντισμός είναι και τούτο – κ’ η πιστότητα των διαλόγων του Παπαδιαμάντη. Κι όχι μόνο τη φυσικότητα, όχι μόνο τη δύναμη, όχι μόνο το τυπικό, μα ακόμα και το φωνητικό μέρος το διασώζει ακέραιο –και τούτο μαζί μ’ όλους τους ξενισμούς, ή με τους παιδισμούς, ή μ’ ό,τι το ιδιότροπο, το ανώμαλο, το πρωτότυπο- φθάνει να είναι πραγματικό.
Τέλλος Άγρας, «Πώς βλέπουμε σήμερα τον Παπαδιαμάντη» [1936]: Κριτικά, επιμ. Κώστας Στεργιόπουλος, τ.3. [Μορφές και Κείμενα της Πεζογραφίας], Αθ.: Ερμής, <Φιλολογική Βιβλιοθήκη, 4>, 1984, σελίδες 11-74: 42-43.
Ο Παπαδιαμάντης δεν έκαμε ποτέ στη γλώσσα το αποφασιστικό βήμα από την καθαρεύουσα προς τη δημοτική όπως πολλοί άλλοι της γενιάς του (ο Καρκαβίτσας π.χ. ή ο Ξενόπουλος). Η καθαρεύουσά του είναι όμως εντελώς προσωπική και ιδιότυπη, ακόμα και ανόμοια. Συχνά λέγεται πως η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι επηρεασμένη από τη βυζαντινή ή την εκκλησιαστική γλώσσα. Πρώτος, θαρρώ, ο Παλαμάς (σ’ ένα κριτικότατο άρθρο στην «Τέχνη», το 1899), επιφυλακτικά όμως και όχι αποκλειστικά, πρόβαλε μια τέτοια άποψη. Διατυπωμένη απόλυτα η άποψη αυτή μένει ωστόσο ανεύθυνη και ατεκμηρίωτη, και μια επιστημονική «ανάλυση» της γλώσσας του (που δεν έχει επιχειρηθεί ως τώρα) θα την αποδείκνυε, νομίζω, λαθεμένη.
Θα έλεγα μάλλον πως υπάρχουν στη γλώσσα του τρεις (ή τέσσερις) αναβαθμοί: Στους διαλόγους του χρησιμοποιεί, σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη, την ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς. Υπάρχει και μια άλλη γλώσσα για την αφήγηση, με βάση βέβαια την καθαρεύουσα, μια καθαρεύουσα όμως αρκετά χαλαρή και καθόλου ψυχρή, και με πρόσμειξη (όχι μόνο στο λεξιλόγιο, αλλά και στο τυπικό και στη σύνταξη) πολλών στοιχείων της δημοτικής, αυτό είναι ίσως το πιο προσωπικό του ύφος. Και τέλος υπάρχει και μια προσεγμένη και αμιγής καθαρεύουσα, η κληρονομημένη, θα έλεγα, από την παλαιότερη πεζογραφία του Π. Καλλιγά ή του Α. Ρ. Ραγκαβή, που ο Παπαδιαμάντης την επιφυλάσσει στις περιγραφές, καθώς και στις λυρικές του παρεκβάσεις.
Λίνος Πολίτης, «Εισαγωγή στο “Βαρδιανό στα Σπόρκα”» [Αθ. Γαλαξίας]: ΑΑ.VV., Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Είκοσι Κείμενα για τη Ζωή και το Έργο του, προλ. επιλ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθ.: Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1979, σελίδες 237-244:243-244.
Τον Παπαδιαμάντη πρέπει να τον καθιερώσουμε πατέρα του ελληνικού ύφους στην γενικότητά του, να τον κρατήσουμε «μεταποιημένο» στη δημοτική διανοητικά, και να τον κοιτάξουμε όχι ευθέως σαν τάχατες καθαρευουσιάνικο ιδίωμα, αλλά σαν γεγονός που παρήγαγε ο κρύφιος δημοτικός λόγος. Κάτω από μια «απερχόμενη» γλώσσα που δεν ήταν ποτέ του λαού ξεκινούσε τώρα στην εποχή του με νέες δυνάμεις μετά από λανθάνουσα υπνηλία, βασισμένη στην διορατικότητα της προφητικής μορφής του, η νέα γλώσσα (ή παλιά γλώσσα) που έχει τώρα κατακτήσει την ελληνική έκφραση.
Νίκος Αθανασιάδης, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης…» ΑA.VV., Τετράδια «Ευθύνης», αρ. 15, σελίδες 34-46:46
Η λιτότητα δεν είναι ζήτημα αριθμού χρωμάτων, σχημάτων ή λέξεων, είναι ζήτημα κατάλληλου χειρισμού, έτσι ώστε να δραστηριοποιείται ολόκληρο το δυναμικό της εκφραστικής και να μπαίνει στην υπηρεσία του τεχνίτη χωρίς να δείχνει ότι ξεχειλίζει, ότι περισσεύει, ότι αποτελεί ένα βάρος που θα μπορούσε ο τελευταίος να το αποφύγει, κατά συνέπεια και ο δέκτης -ο θεατής ή αναγνώστης- να μην το υποστεί.
Το πιο πλούσιο υλικό, η πιο μεγάλη χλιδή, αν υποταχθούν στην τάξη του πνεύματος αυτοεξουδετερώνονται σαν ποσότητες και αυτοαξιοποιούνται σαν ποιότητες –κάτι που βρίσκουμε να συμβαίνει κατ’ εξοχήν στα αρχαία κείμενα.
Οδυσσέας Ελύτης
Διαβάζεις τον Παπαδιαμάντη και νιώθεις την ελληνική γλώσσα να σαλεύει και να φουσκώνει, όπως η θάλασσα, και να σου τραγουδάει τα άρρητα, να σου μολογάει τα αμολόγητα, να σου ξεσκεπάζει τα αμπαρωμένα. Ως το σημείο, φυσικά, που η έκφραση μπορεί ακόμα και λειτουργεί, προτού να φτάσουμε στο ανέκφραστο, μπροστά στο οποίο όλοι απαρατάμε ανήμποροι και τα μολύβια και τα χαρτιά και, από εκεί και πέρα, ο λόγος μηδέ που λέγεται μηδέ που γράφεται και ο άνθρωπος σωπαίνει. Και όμως ο Παπαδιαμάντης (όπως κάθε παρόμοιος άνθρωπος) καμιά φορά βρίσκει λόγια και για εκείνο που βρίσκεται πέρα από τα λόγια. Όταν κάποτε καταγραφτούν όλες οι λέξεις από το έργο του θα απορήσουμε δίκαια για το αποθησαύρισμα της γλωσσικής παρακαταθήκης του. Δεν υπάρχει άλλος Έλληνας συγγραφέας με τέτοια εξουσία απάνω στη χρήση της γλώσσας της ελληνικής, που να ξέρει όλα τα πράματα με τα ονόματά τους (ακόμα και για περιπτώσεις ή λεπτομέρειες που δε θα φανταζόταν κανείς πώς πλάστηκαν τα αντίστοιχα ονόματα) […].
Η γλώσσα μας πριν από αυτόν δεν ήταν ίδια με τη γλώσσα μας ύστερα από αυτόν. Κάθε μεγάλος ποιητής ή πεζογράφος αυτό κάνει στη γλώσσα του, την πλουταίνει με τη μεσολάβησή του. Από εκεί παίρνει καθένας και το όνομά του και λογιέται μεγάλος ή όχι μεγάλος. Χαράζει άσβηστα το αχνάρι του απάνω στη γλώσσα μας, ανεπανάληπτο και παντοτινό. Προτού τη γράψει εκείνος η γλώσσα μας δεν είχε τα όσα έχει τώρα που εκείνος την έγραψε. Και δεν είχαμε και εμείς, μέσα στο μακρόκοσμο της γλώσσας μας, το μικρόκοσμο της γλώσσας του Παπαδιαμάντη. Αβγάτισε τη λαλιά μας.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, Δίπτυχο, Αθ.: Δρόμος, 1986, σελίδες 11-18:12-18 ~ [με τίτλο: «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης»., ΙΔ. Μελετήματα, τ.ι.Αθ: Δόμος, 1994, σελίδες 259-265:261-265.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου