Svitozar Nenyuk
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ιερεύς του Σεραπίου»
Τον γέροντα καλόν πατέρα μου,
τον αγαπώντα με το ίδιο πάντα·
τον γέροντα καλόν πατέρα μου θρηνώ
που πέθανε προχθές, ολίγο πριν χαράξει.
Ιησού Χριστέ, τα παραγγέλματα
της ιεροτάτης εκκλησίας σου να τηρώ
εις κάθε πράξιν μου, εις κάθε λόγον,
εις κάθε σκέψι είν’ η προσπάθεια μου
η καθημερινή. Κι όσους σε αρνούνται
τους αποστρέφομαι.— Aλλά τώρα θρηνώ·
οδύρομαι, Χριστέ, για τον πατέρα μου
μ’ όλο που ήτανε —φρικτόν ειπείν—
στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς.
τον αγαπώντα με το ίδιο πάντα·
τον γέροντα καλόν πατέρα μου θρηνώ
που πέθανε προχθές, ολίγο πριν χαράξει.
Ιησού Χριστέ, τα παραγγέλματα
της ιεροτάτης εκκλησίας σου να τηρώ
εις κάθε πράξιν μου, εις κάθε λόγον,
εις κάθε σκέψι είν’ η προσπάθεια μου
η καθημερινή. Κι όσους σε αρνούνται
τους αποστρέφομαι.— Aλλά τώρα θρηνώ·
οδύρομαι, Χριστέ, για τον πατέρα μου
μ’ όλο που ήτανε —φρικτόν ειπείν—
στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς.
Ο Καβάφης στο ιδιαίτερο αυτό ποίημα υιοθετεί το προσωπείο ενός χριστιανού που θρηνεί για το χαμό του ειδωλολάτρη πατέρα του, απολογούμενος γι’ αυτό στην προσευχή – απολογία που απευθύνει στον Ιησού. Με έμμεσο τρόπο ο ποιητής στηλιτεύει την αυστηρότητα και το φανατισμό των θρησκειών, ιδίως όταν αυτές βρίσκονται στο ξεκίνημά τους, όπως συνέβαινε με τον χριστιανισμό την εποχή στην οποία αναφέρεται το ποίημα. [Εφόσον ο πατέρας του ποιητικού υποκειμένου ήταν ιερέας στο Σεράπιο, τότε τα γεγονότα τοποθετούνται πριν από το 391 μ.Χ., οπότε και ο ναός καταστράφηκε κατ’ εντολή του Θεοδοσίου του Α΄.]
Αναλυτικότερα:
Το ποίημα ξεκινά με την αναφορά στον γέροντα πατέρα, o οποίος ήταν καλός και αγαπούσε το παιδί του πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να υπάρξουν διακυμάνσεις στην αγάπη του. Η αναφορά αυτή είναι σημαντική, καθώς όπως θα αποκαλυφθεί στο τέλος του ποιήματος, ενώ το πρόσωπο που μιλά είναι χριστιανός, ο πατέρας του είναι ειδωλολάτρης, στοιχείο όμως που δεν εμπόδισε τον πατέρα από το να αγαπά πάντοτε με την ίδια ένταση το παιδί του. Ο αφηγητής των γεγονότων, λοιπόν, δηλώνει πως θρηνεί τον πατέρα του, που πέθανε δυο μέρες πριν, τονίζοντας πως αυτό συνέβη λίγο πριν χαράξει -ο χρονικός προσδιορισμός αποκαλύπτει εδώ τη μέριμνα με την οποία το ποιητικό υποκείμενο επιθυμεί να παρουσιάσει το θάνατο του πατέρα του, μιας και αυτό αποτελεί για τον αφηγητή ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός.
Η επόμενη στροφή, που αποτελεί μιαν απολογητική προσευχή, ξεκινά με μια αποστροφή προς τον Ιησού Χριστό, και ο αφηγητής, με ενοχική ευλάβεια, βεβαιώνει τον Ιησού πως καθημερινή του προσπάθεια είναι να τηρεί πάντοτε τους κανόνες της ιερής εκκλησίας σε κάθε πράξη, σε κάθε λόγο και σε κάθε του σκέψη, αποστρεφόμενος παράλληλα όσους τον αρνούνται. Εντούτοις, τώρα, θρηνεί και κλαίει για τον πατέρα του, παρόλο που ήταν -τι φρικτό πράγμα που πρέπει να πει- ιερέας στο καταραμένο Σεράπιο.
Η ανάγκη που αισθάνεται το ποιητικό υποκείμενο να απολογηθεί στο Χριστό για τον πόνο που νιώθει για το χαμό του πατέρα του, φανερώνει το σημείο στο οποίο έχει οδηγηθεί από τον θρησκευτικό του φανατισμό. Η αγάπη για τον πατέρα, η αγάπη για τους ίδιους τους γονείς, δηλητηριάζεται από τη θρησκευτική εμμονή, αποκαλύπτοντας πώς ακόμη και τα «ιερότερα» συναισθήματα μπορούν να θυσιαστούν στο βωμό της τυφλής υποταγής σε μια θρησκεία.
Είναι εξαιρετικά ευφυής ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής επιλέγει να καυτηριάσει τα αποτελέσματα του θρησκευτικού φανατισμού, καθώς αντί να αναφερθεί σε δολοφονίες και θρησκευτικούς διωγμούς, που αποτελούν εντυπωσιακότερα γεγονότα, παρουσιάζει μια απλή ιστορία, η οποία όμως κρύβει όλη την αλήθεια του φανατισμού. Πώς γίνεται κάποιος να αισθάνεται ένοχος και να απολογείται που πονά για το χαμό του πατέρα του; Πώς η θρησκεία της αγάπης κάνει -στο μυαλό ενός πιστού- ακόμη και την αγάπη για τον πατέρα να μοιάζει με λιποψυχία, με αμάρτημα;
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίθεση ανάμεσα στη στάση των δύο προσώπων, καθώς, ενώ ο γέρος πατέρας, ο ειδωλολάτρης, αγαπούσε το γιο του πάντοτε το ίδιο, χωρίς να αφήσει τον εκχριστιανισμό του παιδιού του να αλλάξει τα συναισθήματά του, ο γιος, που έχει ασπαστεί τη νεότερη θρησκεία, αισθάνεται ένοχος όταν θρηνεί για το χαμό του πατέρα του. Ο πατέρας και ιερέας της απερχόμενης θρησκείας φαίνεται διαλλακτικός και με πλήρη αποδοχή για τις επιλογές του παιδιού του, ενώ ο γιος και πιστός της νέας θρησκείας, δείχνει να είναι πλήρως προσηλωμένος στα κελεύσματα της θρησκείας του, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που δυσκολεύεται να παραδεχτεί ότι αισθάνεται αγάπη και πονά για τον πατέρα του.
[Σεράπιον: Πρόκειται για τον κατεξοχήν φημισμένο ναό του Σεράπιδος ή Σαράπιδος στην Αλεξάνδρεια. Ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα γύρω στα 300 π.Χ., κατόπι λαμπρύνθηκε από τον Πτολεμαίο Γ΄ Ευεργέτη, σε βαθμό να θεωρηθεί ως ένα από τα θαύματα της ύστερης αρχαιότητας, και καταστράφηκε επί Θεοδοσίου Α΄, στα 391 μ.Χ. Ο Σάραπις δεν ήταν θεός της Αιγύπτου, αλλά συγκρητικός συνδυασμός Οσίριδος και Άπιδος, με στοιχεία Διός, Διονύσου, Πλούτωνος και Ασκληπιού. Η επίσημη λατρεία του ως πολιούχου της Αλεξάνδρειας επιβλήθηκε από τους Πτολεμαιους, και το ιερατείο του αποτελούνταν ως επί το πλείστον από Έλληνες.]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου