Brooke Shaden
Μίλτος Σαχτούρης «Η Αποκριά»
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική
συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο, που κυκλοφόρησε το 1952. Στα ποιήματα της
συλλογής αυτής έχουν περάσει οι εμπειρίες του ποιητή από τη στρατιωτική του ζωή
και την τραγωδία του εμφυλίου πολέμου (1946-1949). Να προσέξετε ότι το ποίημα
κινείται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες: η μία είναι η πραγματικότητα της
αποκριάς. Σ’ αυτήν όμως εμπλέκεται η πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου και,
γενικότερα, της εφιαλτικής εποχής του.
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε
αυτή
η
αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους
έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα
στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους
αετούς τους
που
τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες
στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη
θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε
αυτή
η
αποκριά.
Ο Μίλτος Σαχτούρης ακολουθεί τη
νεοϋπερρεαλιστική τάση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο ποιητικός του λόγος,
αν και δεν είναι προϊόν αυτόματης γραφής, παραμένει δύσκολος στην κατανόηση,
καθώς ο Σαχτούρης δημιουργεί τα ποιήματά του παραθέτοντας εικόνες, πραγματικές
ή μη, χωρίς ειρμό.
Ο ποιητής θέλοντας να αποδώσει τη
σκληρότητα της γερμανικής κατοχής, αλλά και τον παραλογισμό του εμφυλίου
πολέμου, θρυμματίζει τις εικόνες της πραγματικότητας που βιώνει. Παρά το
γεγονός, πάντως, ότι η ανασύνθεση των εικόνων του ποιήματος, ώστε να
δημιουργηθεί μια ιστορία με λογική αλληλουχία, είναι συχνά αδύνατη, τα ποιήματα
του Σαχτούρη επιτυγχάνουν το σημαντικότερο, επιτυγχάνουν να μεταδώσουν τη
συναισθηματική ένταση του ποιητή.
Σ’ ένα κόσμο όπου κυριαρχεί η
τυφλή βία κι ανθρώπινη ζωή δεν λογαριάζεται καθόλου, σε μια χώρα που
συγκλονίζεται από έναν φονικό και αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο, ο ποιητής αδυνατεί
να βρει λογικούς ειρμούς. Έτσι, στην ποίησή του αντικατοπτρίζεται ο πόνος των
ανθρώπων κι η βαθιά τους απογοήτευση, καθώς βιώνουν το μίσος του πολέμου και
τον παραλογισμό του εμφυλίου, χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι για να
σταματήσουν αυτές τις απάνθρωπες καταστάσεις.
Στην ποίηση του Σαχτούρη εκείνο
που προέχει είναι η μετάδοση των συναισθημάτων. Ο φόβος, ο πόνος, η
απογοήτευση, αλλά και η πνευματική και ψυχική σύγχυση του ανθρώπου που
αντικρίζει τους Έλληνες να σκοτώνονται μεταξύ τους, οδηγώντας την πατρίδα τους
στο χάος και την εγκατάλειψη. Ο ποιητής δεν μπορεί και δε θέλει να καταλάβει
για ποιο λόγο αιματοκυλίζεται η χώρα του, κι αυτή την αδυναμία κατανόησης την
αποδίδει με τον ιδιαίτερο τρόπο σύνθεσης των ποιημάτων του.
Το ποίημα «Η Αποκριά» αποτελεί
ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής του Σαχτούρη, με την ποιητική ιστορία να
ξετυλίγεται άναρχα μέσα από εικόνες πραγματικές αλλά και φανταστικές.
Ο τίτλος του ποιήματος, αν και σε
πρώτη ανάγνωση μας παραπέμπει στο εορταστικό έθιμο του μασκαρέματος, στην
πορεία διευρύνεται νοηματικά και αποκτά συμβολικές διαστάσεις. Η αποκριά του
ποιήματος δεν είναι μόνο μια πραγματική αποκριά, είναι παράλληλα και μια
εξωλογική κατάσταση, μια μαγική αποκριά όπου οι συνθήκες και οι περιορισμοί της
πραγματικότητας αίρονται. Ο παραλογισμός της εποχής ωθεί συχνά τον ποιητή να περνά
πέρα από τον απτό πόνο της πραγματικότητας και να παρουσιάζει με μη ρεαλιστικές
εικόνες το πόσο βαθιά έχουν επηρεαστεί οι άνθρωποι της εποχής του από το μίσος
και τη φονική διάθεση που επικρατεί. Μιας και οι λέξεις δεν επαρκούν για να
εκφράσουν την πληγή που έχει ανοίξει ο εμφύλιος στις ψυχές των Ελλήνων, ο
ποιητής δημιουργεί απόκοσμες εικόνες που μεταδίδουν εναργέστερα το στοίχειωμα
του μυαλού απ’ όλες αυτές τις φρικτές εμπειρίες.
Ο τίτλος του ποιήματος παράλληλα αποδίδει
την αλλαγή των ανθρώπων, την υιοθέτηση νέων ρόλων στα πλαίσια του πολέμου. Σε
αντίθεση με το αθώο μασκάρεμα του εθίμου, ο εμφύλιος πόλεμος αναγκάζει τους
ανθρώπους να προχωρήσουν σε μια βαθύτερη αλλαγή της υπόστασής τους. Οι νέοι της
εποχής γίνονται στρατιώτες, γίνονται φονιάδες, οι άμαχοι πολίτες και τα παιδιά
τρέπονται σε τραγικά θύματα, χωρίς να έχουν δυνατότητα αντίδρασης. Οι μέχρι
πρότινος σύμμαχοι απέναντι στον κοινό εχθρό, γίνονται πια θανάσιμοι εχθροί.
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε
αυτή
η
αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους
έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα
στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν
τους αετούς τους
που
τους είχαν ξεχάσει
Ο ποιητής μεταθέτει τοπικά, σ’
έναν άλλο κόσμο, τα γεγονότα που θα περιγράψει, εκφράζοντας έτσι τη διάθεση
απώθησης της φρικτής αυτής εμπειρίας. Τη στιγμή που συνθέτει το ποίημά του τον
χωρίζουν λίγα μόλις χρόνια από τα γεγονότα της αποκριάς αυτής, εντούτοις, τα
παρουσιάζει σα να έχουν συμβεί σε μια άλλη εποχή, σ’ έναν άλλο κόσμο, όπως
ακριβώς κάθε άνθρωπος επιχειρεί να αφήσει στο παρελθόν και να ξεχάσει κάθε
δυσάρεστη εμπειρία.
Η πρώτη εικόνα του ποιήματος με
το γαϊδουράκι που γυρίζει μέσα στους έρημους δρόμους είναι ρεαλιστική και
αποδίδει το σκηνικό εγκατάλειψης κι ερήμωσης που επικρατούσε σε πόλεις και
χωριά της Ελλάδας. Η χώρα μετρούσε ήδη πολλές απώλειες από τα χρόνια της
κατοχής, κατάσταση που επιδεινώθηκε με τις συγκρούσεις και τις τυφλές
δολοφονίες του εμφυλίου. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές που οι κάτοικοι μιας
περιοχής την εγκατέλειπαν -προσωρινά έστω- γνωρίζοντας πως επίκειται εχθρική
επιδρομή από την αντίπαλη παράταξη.
Ο τέταρτος στίχος «όπου δεν
ανέπνεε κανείς» επιτείνει την αίσθηση του θανάτου και με την απολυτότητά του,
δημιουργεί ένα μακάβριο σκηνικό, όπου ένα γαϊδουράκι, χωρίς κανείς να το
οδηγεί, περπατά σε μια περιοχή, που δε ζει πια κανείς.
Η κυριαρχία του θανάτου
επιβεβαιώνεται και με την εικόνα που ολοκληρώνει την πρώτη στροφή. Παιδιά
πεθαμένα ανεβαίνουν στον ουρανό και κατεβαίνουν μόλις για μια στιγμή για να
πάρουν τους αετούς τους, που τους είχαν ξεχάσει.
Η εικόνα των παιδιών που
ανεβαίνουν στον ουρανό, αν και δεν αντιστοιχεί προς την πραγματικότητα,
παρουσιάζει ωστόσο την κρυφή επιθυμία του ποιητή πως τα αθώα θύματα του εμφυλίου
και της κατοχής θα διατηρήσουν την παιδική τους ψυχή και τη διάθεσή τους για
παιχνίδι, ακόμη και στο ύστατο ταξίδι τους.
Τα πεθαμένα παιδιά και η πλήρης
απουσία ζωής στην περιοχή όπου το γαϊδουράκι τριγυρίζει μόνο του, μας
παραπέμπουν περισσότερο σε αποτρόπαιες εικόνες όπου οι Γερμανοί κατακτητές
είχαν προχωρήσει σε μαζικές εκτελέσεις πληθυσμών, μη εξαιρώντας τα παιδιά και
τις γυναίκες.
Οι θάνατοι των παιδιών, πάντως,
που θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα της πείνας και του κρύου -παράπλευρες
απώλειες μιας εξαθλιωμένης χώρας- δίνονται από τον ποιητή με τρόπο που να μη
συνδέει τα παιδιά με τη μακάβρια εικόνα του θανάτου. Τα παιδιά πετούν,
ανεβαίνουν προς τον ουρανό, όπως ακριβώς στην ηλικία τους νομίζουν πως
συμβαίνει όταν κάποιος πεθαίνει. Ο ποιητής τα διασώζει έτσι από την πραγματική
εικόνα του θανάτου και τους επιτρέπει μιαν υπέρβαση, αντάξια της αθώας ψυχής
τους.
έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες
στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια
Το χιόνι είναι σα γυάλινος χαρτοπόλεμος
-συνειρμική σύνδεση με την αποκριά- που ματώνει τις καρδιές. Το κρύο εκείνων
των φονικών χειμώνων, παίρνει ζωές και συνάμα αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική
κατάσταση των ανθρώπων της εποχής. Η παγωνιά που επικρατεί έξω είναι ίδια με
την παγωνιά που επικρατεί στις ψυχές των ανθρώπων.
Αντιμέτωπη με το φονικό καιρό και
με τη φονική δράση των ανθρώπων, μια γυναίκα γονατισμένη αναστρέφει τα μάτια
της σα νεκρή. Ενώ το βλέμμα της θα μπορούσε να υποδηλώνει μιαν ικεσία, μια
παράκληση προς το Θεό, η απουσία ζωής τονίζει την απουσία ελπίδας. Η γυναίκα
αυτή που αντικρίζει παντού το θάνατο γύρω της, δεν έχει πια τη δύναμη να
ζητήσει βοήθεια, δεν έχει πια την πίστη πως μπορεί να λάβει βοήθεια από κάπου.
Έτσι, με την απονεκρωμένη ματιά της -όπως απονεκρωμένη είναι κι η ψυχή της-
αντιπροσωπεύει τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής, που ζούσαν τον εφιάλτη
του πολέμου, μη έχοντας πια καμία ελπίδα και καμία δύναμη να αντιδράσουν.
Η μόνη κίνηση, που υποδηλώνει την
ύπαρξη ζωής, είναι οι στρατιώτες, οι φορείς του θανάτου, που περνούν
συγκροτημένοι σε φάλαγγες με στρατιωτικό βηματισμό, υποφέροντας κι εκείνοι απ’
το κρύο. Η αναφορά στα «παγωμένα δόντια» λειτουργεί εν μέρει κυριολεκτικά μιας
και το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα του ποιήματος είναι χειμωνιάτικο,
εντούτοις δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την υπονοούμενη αναφορά στις
παγωμένες ψυχές των στρατιωτών, που σκορπούν το θάνατο, χωρίς συναίσθηση της
συμφοράς που προκαλούν.
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη
θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε
αυτή
η
αποκριά.
Η τελευταία στροφή του ποιήματος
περιλαμβάνει την πιο σημαντική εικόνα του ποιήματος, η οποία αναδεικνύει με
ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο το μίσος που έχει τυφλώσει τους ανθρώπους. Μόλις
βγαίνει στο νυχτερινό ουρανό το αποκριάτικο φεγγάρι, οι άνθρωποι το δένουν και
το πετούν στη θάλασσα μαχαιρωμένο.
Το φεγγάρι, που με την επιβλητική
παρουσία του στον ουρανό, αποτελεί μια καίρια υπενθύμιση της μηδαμινότητας των
ανθρώπων και συνάμα της κοινής πορείας τους, δεν γίνεται ανεκτό πια. Οι
άνθρωποι αδιαφορούν για όσα τους ενώνουν, αδιαφορούν απέναντι στο γεγονός πως
επί της ουσίας είναι όλοι ίσοι κι εξίσου ασήμαντοι μπροστά στην απεραντοσύνη
του σύμπαντος.
Το μίσος που κατακλύζει τις ψυχές
τους, τους ωθεί να βλέπουν παντού εχθρούς, γι’ αυτό και αντικρίζοντας το
φεγγάρι θεωρούν πως είναι εχθρικό, πως είναι γεμάτο μίσος γι’ αυτούς και φυσικά
για τις επονείδιστες πράξεις τους. Ό,τι μπορούν μεταξύ τους να το αιτιολογούν
και να το εκλογικεύουν, δε θα μπορούσαν ποτέ να το υποστηρίξουν απέναντι σ’
έναν αντικειμενικό παρατηρητή, απέναντι σε κάποιον που με φρίκη αντικρίζει τον
παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου. Έτσι, μαχαιρώνουν το φεγγάρι και το πετούν
στη θάλασσα, μη επιτρέποντας την ύπαρξη κανενός κριτή και κανενός παρατηρητή
για τις πράξεις τους.
Το φεγγάρι, που θα μπορούσε να
είναι η έσχατη ευκαιρία για να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι πόσο έχουν χάσει
τον έλεγχο των πράξεών τους, πόσο έχουν αφήσει το μίσος να θολώσει την κρίση
τους, φονεύεται, καθώς οι άνθρωποι προτιμούν να εθελοτυφλούν μπροστά στις
αλήθειες της ζωής.
Το ποίημα κλείνει με σχήμα
κύκλου, καθώς ο ποιητής επαναλαμβάνει τους πρώτους στίχους, τονίζοντας για μιαν
ακόμη φορά πως η αποκριά αυτή συνέβη μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο.
Σ’ έναν άλλο κόσμο οι Έλληνες
μπλέχτηκαν σ’ έναν αδελφοκτόνο και ανελέητο εμφύλιο πόλεμο, σε μιαν άλλη εποχή
οι Έλληνες τυφλώθηκαν τόσο πολύ από το μίσος τους, ώστε να προκαλέσουν έναν
τόσο αιματηρό διχασμό.
Οι εικόνες του ποιήματος που
ανταποκρίνονται στην αποκριά, όπως τη γνωρίζουμε, είναι ελάχιστες και δεν
μπορούμε να τις απομονώσουμε από τις εικόνες της μαγικής αποκριάς. Έχουμε,
πάντως, την αναφορά στο γαϊδουράκι, στους χαρταετούς των παιδιών και στο
χαρτοπόλεμο. Ενώ, ρεαλιστικές -έστω κι αν δε σχετίζονται με την αποκριά- είναι
οι εικόνες της γονατισμένης γυναίκας, των στρατιωτών και του φεγγαριού.
Θα πρέπει, βέβαια, να έχουμε
υπόψη μας πως ακόμη και οι εικόνες που αναφέρονται στην πραγματική αποκριά,
αποδίδουν με σαφήνεια το εφιαλτικό κλίμα της εποχής του εμφυλίου, αν τις
αντικρίσουμε στο πλαίσιο που τις εντάσσει ο ποιητής. Έτσι, το γαϊδουράκι
περπατά σε έρημους δρόμους, όπου δεν αναπνέει κανείς, τα παιδιά με τους αετούς
είναι πεθαμένα, κι ο χαρτοπόλεμος δεν είναι παρά το χιόνι που ματώνει τις
καρδιές των ανθρώπων σα γυάλινος χαρτοπόλεμος.
Η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση
Οι ποιητές που ανήκουν στην τάση
αυτή έμειναν ανεπηρέαστοι από τις ιδεολογικές διαμάχες της εποχής τους και τους
φανατισμούς, όχι όμως και από το δράμα που εκτυλισσόταν γύρω τους. Υπόστρωμα
και αυτής της ποίησης, στους κυριότερους τουλάχιστον εκπροσώπους της, είναι η
κατοχική και η μετακατοχική περίοδος, απαλλαγμένη όμως από καθετί το
επικαιρικό. Γενικότερα, η μεταπολεμική υπερρεαλιστική ποίηση αφομοιώνει,
ανανεώνει και προωθεί σημαντικά την υπερρεαλιστική του μεσοπολέμου. Οι
μεταπολεμικοί δηλαδή υπερρεαλιστές είναι στην αρχή επηρεασμένοι από την ποίηση
του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου και, εν μέρει, του Ελύτη. Βαθμιαία όμως θα
διαμορφώσουν τη δική τους ποιητική και θα διαφοροποιηθούν.
Οι βασικές τους διαφορές
εντοπίζονται κυρίως στη γλώσσα και τη θεματογραφία. Ο μεσοπολεμικός
υπερρεαλιστής ρίχνει όλο του το βάρος στη γλώσσα και προσπαθεί, καταφεύγοντας
στις γνωστές μεθόδους του υπερρεαλισμού, να εντυπωσιάσει. Αντίθετα, ο
μεταπολεμικός υπερρεαλιστής, επηρεασμένος και από τη γύρω του πραγματικότητα,
δεν θεωρεί τη γλώσσα ως μέσο με το οποίο θα προκαλέσει έκπληξη, αλλά ως όργανο
που θα τον βοηθήσει να συλλάβει και να εκφράσει τη γύρω του εφιαλτική
πραγματικότητα. Η στάση επίσης των μεσοπολεμικών υπερρεαλιστών είναι σε γενικές
γραμμές, και στην αρχική φάση της ποίησής τους, αισιόδοξη απέναντι στη ζωή. Οι
μεταπολεμικοί υπερρεαλιστές, αντίθετα, χωρίς να μένουν ανεπηρέαστοι από αυτή τη
διάθεση, σιγά σιγά, κάτω από την επίδραση των δραματικών γεγονότων της εποχής
τους, αποκτούν μια τραγική αίσθηση της ζωής, που στα βαθύτερα συστατικά της θα
περάσει στην ποίησή τους. Γενικά, η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση δεν
διαφοροποιείται μόνο από την αντίστοιχή της του Μεσοπολέμου, αλλά και από την
αντιστασιακή και την υπαρξιακή. Η αντιστασιακή κινδυνεύει από εξωαισθητικές και
ιδεολογικές σκοπιμότητες. Η υπαρξιακή φαίνεται να χάνει την επαφή της με τα
πράγματα και να ρέπει προς μια ιδεαλιστική διάχυση. Αντίθετα, η
νεοϋπερρεαλιστική ποίηση κατόρθωσε να κρατηθεί, απαλλαγμένη από οποιεσδήποτε
προκαταλήψεις ή επιρροές, μέσα στα πράγματα.
12 σχόλια:
Πολύ,πάρα πολύ καλή προσπάθεια...έχετε συγκεντρώσει και μερικά από τα αγαπημένα μου ποιήματα!!τα οποία προσφέρετε και με ανάλυση...ωραία δουλειά!!
καλημέρα! :-)
Σας ευχαριστώ πολύ! Συγχαρητήρια και για το δικό σας ιστολόγιο.
Εξαιρετική η ανάλυση σας. Μήπως θα μπορούσατε να μου εντοπίσετε διαφορές και ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο ανάμεσα στα ποιήματα "Η Αποκριά" και "Στον Νίκο Ε... 1949" γιατί προσπαθώ μόνος μου να διαβάσω λογοτεχνία και δυσκολεύομαι λίγο;;
Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο ποιημάτων εντοπίζονται στις κοινές θεματικές του θανάτου και του πολέμου.
[Είναι πολύ πιθανό, μάλιστα, να αναφέρονται και τα δύο ποιήματα στην περίοδο του Εμφυλίου, αν και στο ποίημα του Σαχτούρη αυτό δεν είναι αρκετά σαφές. Η αναφορά στο γεμάτο μίσος αποκριάτικο φεγγάρι μας παραπέμπει σε μια εποχή διχασμού και μίσους μεταξύ των ανθρώπων, αλλά δεν αποκλείεται κιόλας ο Σαχτούρης να αναφέρεται στα αμέσως προηγούμενα χρόνια της γερμανικής κατοχής.]
Η κυριαρχία του θανάτου, πάντως, είναι εμφανής και στα δύο ποιήματα, τόσο με την παρομοίωση που χρησιμοποιεί ο Εγγονόπουλος, όσο και με τις αναφορές του Σαχτούρη στους έρημους δρόμους όπου δεν ανέπνεε κανείς και στα πεθαμένα παιδιά.
Η θλίψη κι ο πόνος που εκφράζεται από τον Εγγονόπουλο, ως προσωπικό βίωμα, δίνεται κι από τον Σαχτούρη μέσα από τη στάση της γυναίκας, χωρίς όμως να έχουμε με σαφήνεια την προσωπική συναισθηματική εμπλοκή του ίδιου του ποιητή. Μπορούμε, πάντως, να θεωρήσουμε δεδομένο τον πόνο του ποιητή, μιας και με έμφαση απωθεί τα γεγονότα αυτής της Αποκριάς μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη εποχή.
Μια δευτερεύουσα ομοιότητα έγκειται στους χρονικούς προσδιορισμούς των τίτλων. Ο Εγγονόπουλος βέβαια τοποθετεί με απόλυτη ακρίβεια τα γεγονότα του ποιήματος το 1948, χρονιά που κορυφώθηκε ο εμφύλιος, ενώ ο Σαχτούρης μιλά για μια Αποκριά, η οποία έγινε μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, χωρίς να την εντάσσει σε κάποια συγκεκριμένη χρονιά.
Οι διαφορές των δύο ποιημάτων εντοπίζονται στον αντίκτυπο που φαίνεται να έχουν τα δραματικά αυτά γεγονότα στους ποιητές. Ο Εγγονόπουλος, από τη μία, παρουσιάζει το θάνατο που κυριαρχεί στα επώδυνα χρόνια του εμφυλίου πολέμου ως ανασταλτικό παράγοντα για την ποιητική δημιουργία, θέτοντας τον εαυτό του και τα προσωπικά του συναισθήματα στο επίκεντρο του ποιήματος. Ο Σαχτούρης, από την άλλη, αισθάνεται εμφανώς πόνο κι αποτροπιασμό για τα γεγονότα της εποχής αυτής, αλλά δεν αισθάνεται πως πρέπει να σταματήσει ή να μειώσει την ποιητική του παραγωγή. Αντιθέτως, καταγράφει τα γεγονότα θέλοντας ίσως να τα διατηρήσει στη συλλογική μνήμη μέσω της καταγραφής αυτής. Θυμίζω τη δήλωση του Σαχτούρη στο ποίημα Ο στρατιώτης ποιητής: «δεν έχω γράψει ποιήματα μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω», όπου είναι εμφανέστερη η αίσθηση καθήκοντος του ποιητή, που θέλει και προσπαθεί να καταγράψει, να διασώσει στη μνήμη και συνάμα να τιμήσει όλους εκείνους που χάθηκαν στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου.
Ο Εγγονόπουλος μας παραθέτει, επομένως, την προσωπική του διάθεση και το πως ο ίδιος προσλαμβάνει τα γεγονότα της εποχής, ενώ ο Σαχτούρης δεν επιθυμεί να εκφράσει μια προσωπική στάση ή άποψη. Συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του στους ανθρώπους που αντικρίζουν το θάνατο και τον πόνο της εποχής.
Σημαντική, επίσης, διαφορά συναντάμε και στον τρόπο που διαχειρίζονται το υλικό τους οι δύο ποιητές. Ενώ, δηλαδή, ο Εγγονόπουλος καταθέτει με απόλυτο ρεαλισμό το κλίμα της εποχής και δημιουργεί ένα λογικό επιχείρημα: θέση (δεν είναι εποχή για ποίηση) – αιτιολόγηση (είναι ως αν να γράφονταν...) – συνέπειες (γι’ αυτό και τα ποιήματά μου...), ο Σαχτούρης διαπλέκει την πραγματικότητα με μια μαγική, μη ρεαλιστική κατάσταση, δίνοντας δίοδο προφανώς στον πόνο που του προκαλεί ο παραλογισμός της πραγματικότητας. Τίποτε το λογικό, τίποτε το αποδεκτό δε βρίσκει ο Σαχτούρης σ’ αυτές τις τραγικές εμπειρίες, γι’ αυτό και ξεπερνά τα όρια της πραγματικότητας.
Ευχαριστώ πολύ για την ανταπόκριση σας και που ασχοληθήκατε με την απορία μου. Ωστόσο, αν δείτε στην ερώτηση μου δεν αναφέρομαι στο ποίημα "Ποίηση 1948" του Εγγονόπουλου αλλά στο "Στον Νίκο Ε... 1949" του Αναγνωστάκη. Δεν θα ήθελα να σας ξαναβάλω σε κόπο αλλά πραγματικά αν μπορείτε βοηθήστε με στη σύγκριση Αναγνωστάκη-Σαχτούρη.
Λοιπόν, προσπερνάμε την απροσεξία μου και επανερχόμαστε στην ποίηση.
Ο Σαχτούρης με το ποίημά του υλοποιεί επί της ουσίας το αίτημα του Αναγνωστάκη, μιας και μιλά για όλα τα επώδυνα βιώματα της εποχής του εμφυλίου. Δημιουργεί ένα ποίημα καταγγελίας και αγωνίζεται -με το δικό του τρόπο- να μην ξεχαστεί τίποτε από αυτά τα γεγονότα.
Παρατηρούμε, επίσης, πως κι οι δύο ποιητές παρουσιάζουν τα γεγονότα ελαχιστοποιώντας την προσωπική τους παρουσία σε αυτά, αν και στο ποίημα του Αναγνωστάκη η ερώτηση που κλείνει το ποίημα, όπως και η εμπειρία της φυλακής που διαφαίνεται στη δεύτερη στροφή, κάνουν ως ένα βαθμό αισθητή την παρουσία του ποιητή.
Κι οι δύο ποιητές αναφέρονται σε παιδιά και γυναίκες, δείχνοντας έτσι την ευαισθησία τους απέναντι στα πάντοτε αθώα θύματα των πολέμων. Ενδιαφέρουσα ομοιότητα η αναφορά στους έρημους δρόμους, που αντικατοπτρίζουν τη διάλυση της χώρας, τους χιλιάδες θανάτους και την πλήρη εγκατάλειψη.
Η σαφής χρονολόγηση του ποιήματος (1949), έρχεται κι εδώ σε μερική αντίθεση με τον γενικό χρονικό προσδιορισμό που δίνει ο Σαχτούρης. Ενώ και η ρεαλιστική απεικόνιση των γεγονότων, που δίνεται από τον Αναγνωστάκη, διαφοροποιεί το ποίημά του από αυτό του Σαχτούρη, όπου η πραγματικότητα διαπλέκεται με μη ρεαλιστικά στοιχεία.
Κρατάμε, επομένως, τη διάθεση και των δύο ποιητών να μιλήσουν για τα δύσκολα βιώματα της εποχής τους, αλλά επισημαίνουμε το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο πραγματεύονται το υλικό τους. Προσέχουμε, άλλωστε, την πληθώρα εικόνων που δίνουν και οι δύο ποιητές, έστω κι αν ο Σαχτούρης δε βαδίζει πάντα στα όρια της πραγματικότητας, καθώς εκείνο που προκύπτει κι από τα δύο κείμενα είναι η βία, ο πόνος, ο θάνατος και η απελπισία των ανθρώπων.
Ας σημειωθεί τέλος πως ο Αναγνωστάκης πουθενά δεν αναφέρεται ξεκάθαρα στο θάνατο, έστω κι αν τον υπονοεί σχεδόν σε κάθε εικόνα του ποιήματος.
Αυτές είναι όλες οι διαφορές και οι ομοιότητες που υπάρχουν, έτσι;; Δεν σε αμφισβητώ, απλώς θέλω να είμαι σίγουρος.
Ευχαριστώ και πάλι!!!!
Αυτές είναι κάποιες βασικές ομοιότητες και διαφορές. Σε μια πιο αναλυτική προσέγγιση, όπως είναι λογικό, μπορείς να εντοπίσεις κι άλλες περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς. Για παράδειγμα, η αναφορά στο μαχαίρωμα του φεγγαριού, όπου με μια υπερρεαλιστική εικόνα ο Σαχτούρης δίνει την ένταση του μίσους που επικρατούσε εκείνη την εποχή, αν και δεν αντιστοιχεί σε κάποια συγκεκριμένη εικόνα στο ποίημα του Αναγνωστάκη, δε σημαίνει πως δε μπορούμε να αντιληφθούμε ότι πίσω από τους θανάτους και τις εκτελέσεις που υπονοούνται στο ποίημα του Αναγνωστάκη δεν υπάρχει ως αιτία και το μίσος.
Βλέπουμε, επίσης, πως ο Σαχτούρης μεταθέτει χρονικά και τοπικά τα γεγονότα της Αποκριάς "μακριά σ' έναν άλλο κόσμο" στοιχείο που υποδηλώνει πόσο έχουν πληγώσει όλα αυτά τον ποιητή, ώστε να μη θέλει να τα τοποθετήσει με ακρίβεια σε ορισμένο χρόνο και τόπο. Αντιστοίχως, ο Αναγνωστάκης ακόμη και ό,τι αποτελεί προσωπική εμπειρία το παρουσιάζει αποστασιοποιημένα, θέλοντας να γενικεύσει τα βιώματα αυτά και να αποφύγει το μελοδραματισμό που θα προέκυπτε από μια αποδοχή του προσωπικού του πόνου. Εντούτοις, στο κλείσιμο του ποιήματος ρωτά ποιος με "πόνο" θα μιλήσει για όλα αυτά, αποκαλύπτοντας έτσι το βασικό συναίσθημα που έχει χρωματίσει τις εμπειρίες του αυτές.
Μπορείς, ακόμη, να διαπιστώσεις πόσο διευρυμένο είναι το τοπίο στο ποίημα του Σαχτούρη με αναφορές στον ουρανό στη θάλασσα, αλλά και με πόση λεπτομέρεια αποδίδει τη ματιά της γονατισμένης γυναίκας, σε αντίθεση με το πιο περιορισμένο πεδίο του έγκλειστου Αναγνωστάκη που ό,τι αφορά τον έξω χώρο το δίνει μέσα από τους ήχους που ακούει (κλάμα, φωνές).
Επίσης, αν προχωρήσεις και σε μια πιο λεπτομερή αντιπαράθεση των δύο ποιημάτων θα εντοπίσεις ότι κάθε ποιητής αναφέρει πράγματα ή καταστάσεις που δεν τις αναφέρει ο άλλος.
Κοινώς, η σύγκριση των δύο ποιημάτων μπορεί να προχωρήσει σε πολλές λεπτομέρειες (λέξη προς λέξη, εικόνα προς εικόνα) ή να διατηρηθεί στις βασικές θεματικές.
Είστε απίστευτος, έχω ψάξει παντού και ειλικρινά η δουλειά σας είναι μακράν η καλύτερη! Με έχετε βοηθήσει πολύ.
Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!
ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ που συμβαίνουν σε μιαν άλλη ΑΠΟΚΡΙΑ
(«...τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας, και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες...»)
«ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ» μιας εφιαλτικής πραγματικότητας (διάβαζε ΕΜΦΥΛΙΟΣ...), ο Σαχτούρης το 1952 έγραφε για μια άλλη ΑΠΟΚΡΙΑ.... «Με το πρόσωπο στον τοίχο» της παγκοσμιοποιημένης στυγνής πραγματικότητας των οικονομικών κρίσεων (και όχι μόνο) όλη η ανθρωπότητα έζησε και ζει πάλι το χρονικό προαναγγελθέντων πολέμων (κατ’ εξακολούθηση μεταφορικά και κυριολεκτικά). Είναι μια άλλη αποκριά κι αυτή που θα συμβεί σ’ αυτό τον ίδιο άλλο κόσμο.... Γιατί να γράψει κανείς άλλα ποιήματα (δεν είναι εποχές για ποίηση κι άλλα παρόμοια που έλεγε και ο ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ εν έτει 1948...) Αφού σαν πάει κάτι να γραφεί είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου... Οπότε αλλάζεις τους χρόνους στα ρήματα, προσθέτεις δυο τρεις λέξεις για παραλλαγή στην οπτική γωνία
και να’ την πετιέται η σημερινή ΑΠΟΚΡΙΑ ντυμένη με πράσινες σερπαντίνες)
η ΑΠΟΚΡΙΑ του Σαχτούρη σήμερα...
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνεται αυτή η αποκριά
και βλέπουμε από τους καναπέδες
έρημους δρόμους τηλεοπτικούς
όπου δεν αναπνέει κανείς
πεθαμένα παιδιά ανεβαίνουν στον ουρανό,
και κατεβαίνουν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους έχουν ξεχάσει δίπλα στο σβησμένο μαγκάλι
πέφτει αυτό το ίδιο χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος ηλεκτρονικός
ματώνει τις καρδιές (;)
μια γυναίκα γονατισμένη
(πόσες γυναίκες γονατισμένες... από πότε... μέχρι πότε)
αναστρέφει τα μάτια της σα νεκρή
φάλαγγες μόνο περνούν στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια
(εν δυο διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες «άρματα δρεπανηφόρα»
στους αιθέρες...)
Το βράδυ το φεγγάρι
βγαίνει αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
(και τότε και τώρα)
το δένουν και το πετούν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ ένα άλλο κόσμο γίνεται ανέκαθεν αυτή η αποκριά
Φοβερή ανάλυση! Νομίζω είναι η ιδανική για να χτυπήσω ένα 20ρακι στην λογοτεχνία αύριο!
Δημοσίευση σχολίου