Michal Bednarek
Παράλληλα κείμενα για
το Όνειρο στο κύμα του Παπαδιαμάντη
Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης «Ο Καλόγερος»
Την
νύκτα δε αυτήν, αφού είπαν πολλά με τας νεάνιδας και όχι ολίγα με την γραίαν,
αι δύο αδελφαί του διηγήθησαν ότι η πλαγινή των, η κυρα-Κώσταινα, τας
υποβλέπει, ότι φλυαρεί εναντίον των πολλά, και ότι τολμά να κακολογεί και
αυτόν, τον καλόγηρον· όλα ταύτα, έλεγαν, από την ζήλιαν οπού είχε, βλέπουσα τας
αθώας σχέσεις των. Αθώας σχέσεις των! Βεβαίως, το εφρόνει εν συνειδήσει ο
καλόγηρος, το εφρόνουν και αυταί. Αλλ’ εις τι ημάρτησαν τάχα; Μήπως δεν
εφέροντο καλά; Και όμως η γραία, η όχι πολύ ερρυτιδωμένη, είχε την εσπέραν
εκείνην ερυθροτέρας του συνήθους τας παρειάς, ιδού διατί. Αφού είχε καλέσει τον
καλόγηρον, ειπούσα αυτώ μυστηριωδώς ότι κάτι είχαν να του πουν τα κορίτσια (και
το κάτι ήσαν τα αφορώντα την γειτόνισσαν, την κυρα-Κώσταινα), εφρόντισε ν’
αγοράσει ολίγον ρητινίτην, διά να κεράσουν τον επισκέπτην. Έπιε και αυτή
ενάμισυ ποτηράκι (διό και αι παρειαί της έλαβον χρώμα τρίγλης ζεστής και αι ρυτίδες
της έτι μάλλον ωλιγόστευσαν) έπιε και ο καλόγηρος δύο, έπιαν και τα κορίτσια
από μισό. Ο καλόγηρος την εσπέραν εκείνην ήκουε τι του έλεγαν αι δύο αδελφαί
μάλλον με τους οφθαλμούς παρά με τα ώτα. Εκοίταζε τα χείλη δι’ων εξήρχοντο αι
λαλιαί, τα εκοίταζεν ως να ήθελε να ροφήσει τας λέξεις και να γλείψει και τα
χείλη, εξ ων απέρρεον. Του εφαίνετο ότι αι λέξεις εκείναι είχαν σημασίαν άλλην,
άρρητον, όχι την εκφραζομένην, την κοινήν. Απήντα δε εική, διά κοινών τόπων και
μονοσυλλάβων. Αι δύο αδελφαί εφαίνοντο σχεδόν ωραίαι υπό το φως της λυχνίας.
Της μιας μάλιστα, της νοστιμούλας, έλαμπε το ύπωχρον χρώμα, το ηλιώδες και
μελιχρόν. Και αι δύο είχον γίνει ζωηρότεραι διά της συναναστροφής και διά του
ολίγου οίνου. Έπειτα αι διάφοροι κινήσεις των μυώνων του προσώπου, τα
μειδιάματα, αι γέλωτες, αι στάσεις, και αι χειρονομίαι, επί πάσι δε το ατημελές
της οικιακής περιβολής, όλα συνέτεινον εις το να φαίνωνται άλλαι, αγνώριστοι. Η
μεν Ελπινίκη είχε τας ωλένας γυμνάς μέχρι του αγκώνος κι εφόρει λεπτόν,
λευκότατον σάκκον, της δε Κατίνας, της νοστιμούλας, έτυχε να λείπει το επάνω
κομβίον του λευκού περιστηθίου της, το δε υποκάμισόν της ήτο άνευ περιλαιμίου,
και εντεύθεν εφαίνετο γυμνός ο τράχηλός της και μέρος του στήθους της.
Η
γραία εν τοσούτω είχε παρατηρήσει ότι ο πάτερ Σαμουήλ είχεν εξερεθισθεί εκ της
εγγύς επαφής και ομιλίας μετά των δύο νεανίδων, και αίσθημα αορίστου φόβου
εξηγέρθη παρ’ αυτή. Δεν ήσαν τα κορίτσια της τέτοια, όχι. Αυτή «εξηγοράζετο τον
καιρόν» απλώς, ευρίσκουσα μικρόν συμφέρον εις την φιλίαν του καλογήρου, και
περιπλέον είχε διατεθεί συμπαθώς και φιλοφρόνως προς αυτόν, ως πολλαί πολλάκις
γυναίκες διατίθενται φιλανθρώπως, μεθ’ αγνότητος, αν όχι μετ’ αφιλοκερδείας,
προς τους μπεκιάρηδες, τους μη έχοντας εστίαν και οικογένειαν εν Αθήναις, και
ζώντας μονότονον βίον εις έν ψυχρόν δωμάτιον, όπου πληρώνουσι δεκαπέντε ή
είκοσι δραχμάς ενοίκιον, απλώς διά να μη κοιμώνται εις το ύπαιθρον τον χειμώνα.
Αλλ’ οι μεν «εργένηδες» οι κοσμικοί, οι πολίτες, καθώς έλεγεν η γραία Τασού,
δεν είναι και τόσον άξιοι οίκτου, διότι οι πλείστοι αυτών έχουσιν ως
οικογένειαν την αγοράν όλην και ως εστίαν το προσήλιον, διημερεύοντες εις
καφενεία, οινοπωλεία και άλλα χειρότερα μέρη. Εις τον καλόγηρον όμως
απηγορεύετο και πάσα τοιαύτη τέρψις ή αναψυχή. Αυτός ώφειλε να οικουρεί ή να ευρίσκεται
παντού όπου τον εκάλουν οι ιερείς. Διά τούτο η παρήλιξ γυνή με τα κόκκινα
μάγουλα ειλικρινώς τον ελυπείτο, και τον είχε πονέσει, ως έλεγε. Ποτέ δεν είχε
περάσει από τον νουν της ότι ήτο δυνατόν «να τα πετάξει» ο πάτερ Σαμουήλ, ν’
αρπάξει την μίαν των θυγατέρων της και να φύγει νύκτωρ μετ’ αυτής, νυμφευόμενος
αυτήν με στέφανον ή χωρίς στέφανον, με παπά ή χωρίς παπά. Άλλαι μητέρες ίσως
ήσαν ικαναί να χωνεύσουν με την συνείδησίν των έν τοιούτον πραξικόπημα. Αυτή
όμως, ας ήτο και αμαθεστάτη, ας μην είχε σαφές και ισχυρόν το θρησκευτικόν
αίσθημα, εν μέσω της κοινωνικής και εκκλησιαστικής ελεεινότητος, ήτις
πανταχόθεν μας περιβάλλει, ουχ ήττον δεν θα το εχώνευε ποτέ. Επ’ ουδενί λόγω
[δεν] θα έστεργε να φαίνεται ως «αφωρισμένη» εις τον κόσμον. Εγνώριζε μίαν
γυναίκα από άλλην συνοικίαν της πόλεως, της οποίας μία των θυγατέρων είχε πάρει
έναν καλόγερον. Τρομάρα της! Σώσον, ελέησον, Κύριε! Μετά την εις τον παράνομον
γάμον συγκατάθεσιν, η γυνή εκείνη της εφαίνετο άλλη, ως να ήλλαξεν υπόστασιν,
ως να μην ήτο η ιδία πλέον. Της εφαίνετο ως «αφωρισμένη» πράγματι. Η
πομπιωμένη! δεν εντράπηκε!… Τα μάτια της είχον αγριότητα, το πρόσωπόν της ήτον
ως πρησμένον με χρώμα στάκτης, και το σιαγόνι της είχε στραβώσει, ως να είχε
πάθει τίποτε από κανένα ξωτικόν. Ο πάτερ Σαμουήλ, όστις ποτέ δεν άφηνε τα
καλογηρικά του, της είχε διηγηθεί δι’ ένα «παράδελφόν του», όστις προ ετών ήτο
διάκονος εις μίαν των μονών του Αγίου Όρους. Είτα φυγών τον Άθω, ήλθεν εις τας
Αθήνας, όπου αίφνης μίαν πρωίαν τον βλέπει με τα γένεια ξυραφισμένα, με καπέλον
και με φράγκικα. Αν ήτον άλλος, δεν ήθελε τον γνωρίσει, αλλ’ ο πάτερ Σαμουήλ
τον ήξευρε καλά. «Τι έπαθες, πάτερ Συμεών; Σε καλό σου! Τι σου ήρθε, βρε
αδερφέ;» «Τι να κάμω, εντρέπεται κανείς να γυρίζει με τα ράσα, μέσα στον
κόσμο!» «Και δεν ήξευρες να πας στη μετάνοιά σου, καθώς μου έχεις πει;»
«Έκαστος έχει τον κρίνοντα αυτόν… » Μετά τρεις ημέρας μανθάνει ότι ο Συμεών
ούτος είχε νυμφευθεί. Ο πάτερ Σαμουήλ ηπόρησε πώς ευρέθη ιερεύς να τον
στεφανώσει, και διηρωτάτο καθ’ εαυτόν αν ο τοιούτος ιερεύς εξ αγνοίας άρα ή εν
γνώσει το έπραξεν. Αλλ’ εις επίμετρον,
μανθάνει ότι ο γάμος δεν ετελέσθη κατά το δόγμα της Ανατολικής
Εκκλησίας. Είς εκ των ευαγγελικών λεγομένων, των βοσκόντων ανά το πλήρες ουλών
και τραυμάτων σώμα της Ανατολής, είχε τελέσει τον γάμον. Ο πρώην καλόγηρος είχε
προσκολληθεί είς τινα λέσχην, παρά την πύλην του Αδριανού, και έζη περιλείχων
κόκκαλα πλησίον των. Ο πάτερ Σαμουήλ εσταυροκοπήθη πολλάκις και με τας δύο
χείρας. Ούτως άρα το πονηρόν πνεύμα, το απελθόν κατ’ αρχάς εκ του ανθρώπου εκείνου,
επήγε και ηύρεν «άλλα επτά πνεύματα πονηρότερα εαυτού», και επιστρέψαν
εγκατεστάθη οριστικώς εις την καρδίαν του. Φείσαι, Κύριε!
Τα
ενθυμείτο, όσα είχεν ακούσει από τον καλόγηρον, η γραία, ότε αυτός ηγέρθη να
υπάγει να κοιμηθεί, κι εκείνη, χωρίς να κρατεί λύχνον, τον προέπεμψεν έως την
θύραν. Αι δύο κόραι έμειναν εντός του οικήματος, εις τον μυχόν του δευτέρου
θαλάμου, όπου εγίνετο η συναναστροφή. Εκεί, εις το σκότος, η γραία επήγε
παραπολύ σιμά εις τον καλόγηρον, και ως ήτο αναμμένη από τον ολίγον ρητινίτην,
κάτι ήρχισε να ψιθυρίζει εις το ους του· λόγια σχεδόν ασυνάρτητα, εξ ων ο
καλόγηρος αντελήφθη μόνον την κινδυνώδη φράσιν: «…έχασες τα νιάτα σου!» Διατί
άρα η παρήλιξ γυνή με τας κοκκίνας παρειάς επήγε τόσον σιμά εις τον καλόγηρον,
και διατί τα έλεγεν αυτά; Ίσως… διά να προασπίσει τας κόρας της, τας οποίας
ήθελε τιμίας και αμέμπτους. Αλλ’ η ασπίς ήτο έμψυχος και είχε σάρκα και αίμα.
Όταν ο καλόγηρος, με αίσθημα μελαγχολίας και μονώσεως, την εκαληνύκτισεν, η
γραία Τασού ακουσίως του έσφιγξε την χείρα. Και η πνοή της ευσάρκου παρήλικος
του έκαιε την παρειάν… Και ο προκύπτων εκ της μανδήλας βόστρυχος της κόμης της
έψαυσε το μέτωπον. Τόσον μόνον. Και ότε ο καλόγηρος απήλθεν εις το κελλίον του,
πλησίον του ναού, είχεν εις το πρόσωπον επί πολλήν ώραν την αίσθησιν της
επιψαύσεως της σαρκός και ωσφραίνετο ως οσμήν χώματος, ως εξ ανασκαφέντος τάφου
προς ανακομιδήν οστών. Γη ει και εις γην απελεύση. Και αυθορμήτως ήρχισε να
πλύνει το στόμα, το πρόσωπον και τας χείρας του. Και έπλασεν ο Θεός τον
άνθρωπον χουν λαβών από της γης.
Μία από τις βασικότερες
θεματικές στο «Όνειρο στο κύμα» είναι ο ερωτικός πειρασμός,
ιδωμένος σε σχέση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ήρωα, καθώς και η τελική ματαίωση της επιθυμίας
του ν’ αφοσιωθεί στη λατρεία του Θεού ως κληρικός. Θεματική που τονίζεται ήδη
απ’ την αρχή του διηγήματος με την εγκιβωτισμένη ιστορία του πατέρα Σισώη, ο
οποίος εγκαταλείπει το μοναχικό βίο για να παντρευτεί την Τουρκοπούλα που
αγάπησε.
Τον ερωτικό αυτό
πειρασμό παρουσιάζει ο Παπαδιαμάντης και στο διήγημα «Ο Καλόγερος»,
στο οποίο συναντάμε μάλιστα αναφορές σε δύο περιπτώσεις ιερέων που «πετούν» τα
ράσα, όπως ο Σισώης, προκειμένου να παντρευτούν. Πράξη που σχολιάζεται στο
πλαίσιο του διηγήματος με αρνητικό τρόπο, όχι μόνο για τον ιερέα που αποφασίζει
κάτι τέτοιο, αλλά και για τη γυναίκα που τον ακολουθεί (πομπιωμένη).
Σε αντίθεση, όμως, με
τα τρυφερά συναισθήματα του νεαρού βοσκού για τη Μοσχούλα και
την ονειρική αίσθηση που του προκαλεί το άγγιγμα του γυμνού κορμιού της, στον Καλόγερο η ερωτική επιθυμία
υποβιβάζεται σε κάτι το τελείως σαρκικό. Ο πάτερ Σαμουήλ απέχοντας απ’ τις
σωματικές απολαύσεις, καθίσταται ευάλωτος στη γυναικεία παρουσία και καταλήγει
να δελεάζεται απ’ το ελάχιστο άγγιγμα, ακόμη και μη ελκυστικών γυναικών.
Πρόκειται για μια ασύνειδη σωματική αναστάτωση που δεν μπορεί να την ελέγξει ο
καλόγερος, η οποία ωστόσο δεν θα σταθεί ικανή να τον ωθήσει σε κάποια
πραγμάτωση που θα ματαίωνε την αγνότητά του.
Αξίζει
να προσεχθεί ο λεπτομερής τρόπος με τον οποίο ο Παπαδιαμάντης δίνει το πέρασμα του
πατέρα Σαμουήλ σε μια κατάσταση δελεασμού, και πώς σταδιακά καθίστανται στα
μάτια του ελκυστικές οι νεαρές κοπέλες κι η μητέρα τους. Ο καλόγερος δοκιμάζεται από μια συντροφιά που υπό άλλες συνθήκες δεν θα
του προκαλούσε καμία αίσθηση, κι ο συγγραφέας φανερώνει με εξαίρετο τρόπο
τις ποικίλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος που επιλέγει να απαρνηθεί
τον κοσμικό βίο και τις απολαύσεις του.
Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης «Το Καμίνι»
Ἡ
Τσούλα, κόρη τοῦ Μανδράκια, τοῦ βοσκοῦ, ἐφύλαγε τὰ ὀλίγα πρόβατα τοῦ πατρός της
ἐπάνω εἰς τὴν ῥάχιν τῆς Μπούτας, τῆς µακρᾶς ὑψηλῆς λωρίδος, ὁποὺ κλείει τὸν λιµένα
πρὸς ἀνατολάς. Ὅλη ἡ Μπούτα ἦτο τὸ βασίλειον τῆς ἀθῴας κόρης. Τὴν εἶχε µαυρίσει
ὁ ἥλιος, ἀπὸ τὰ µικρά της χρόνια νὰ τρέχῃ µαζὺ µὲ τὸ κοπάδι· ἦτο µόλις ἑπταέτις
ὅταν εἶχεν ἀρχίσει ν᾿ ἀκολουθῇ τὸν πατέρα της εἰς τὸ ἔργον, καὶ τώρα ἦτο δεκαοκτὼ
ἐτῶν, καὶ εἶχε γίνει τελεία βοσκοπούλα. Ἀνήρχετο δύο φορὰς τὴν ἡµέραν ἕως τὴν
κορυφήν, εἰς τὸ µικρὸν δάσος τῶν πεύκων, µὲ τὸ κοπάδι της, κατήρχετο ἄλλας δύο
φορὰς ἕως τὸν λαιµὸν τῆς µικρὰς χερσονήσου, εἰς τὴν Βρύσιν, κάτω ἀπὸ τὸν Ἅι-Γιώργην,
τὸ ὡραῖον λευκὸν ἐξωκκλήσι, σιµὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, διέτρεχεν, ἄνω καὶ κάτω,
δέκα φορὰς τὸ ἡµερόνυκτον ὅλην τὴν ῥάχιν τῆς Μπούτας, µὲ τοὺς δύο γιαλούς, τὸν ἕνα
πρὸς τὸν λιµένα, ἀντικρὺ τοῦ λευκοῦ χωρίου, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ πέλαγος ἔξω.
Καὶ
τώρα τὴν εἶχε ζητήσει εἰς γάµον ἄλλος βοσκός, ὁ Κώστας τῆς Γαρουφαλίνας, χηρευµένος,
µὲ δύο παιδιά. Εἶχε δηλώσει, ὅτι ἤθελε νὰ τὴν πάρῃ χωρὶς προῖκα, τῆς ἔδιδε
µάλιστα καὶ εἴκοσι γίδια ὡς κοριτσιάτικο. Ὁ πατήρ της ἐφάνη πρόθυµος νὰ τὴν δώσῃ.
...
Ἀπεµακρύνθη,
ἀκολουθοῦσα µηχανικῶς τὴν ἀγέλην. ∆ὲν εἶχεν αἰσθανθῆ ἕως τώρα τοὺς παλµοὺς τῆς
καρδίας της. Μόνον µίαν φορὰν εἶχε συναντήσει εἰς τὸν γιαλὸν τὸν ἀνατολικόν, πρὸς
τὸ πέλαγος, ἕνα νεαρὸν ναύτην, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὴν βαρκούλαν καὶ τῆς εἶχε
ζητήσει γάλα. Ὁ ἴδιος τῆς εἶχε προσφέρει ὡραίαν µεγάλην κογχύλην, χρυσίζουσαν, ἀποπνέουσαν
τὸ ἄρωµα τῆς θαλάσσης. Ἄλλοτε, τὸν εἶχεν
ἀκούσει,
πότε κατὰ τὴν γλυκεῖαν ὥραν τοῦ πρώτου ὕπνου, πότε εἰς τὴν µυστηριώδη χαραυγὴν
τῆς ἀνατολῆς τοῦ αὐγερινοῦ, ἐνῶ κατηυλίζετο εἰς τὸ στόµιον τοῦ σπηλαίου µὲ τὰ
πρόβατά της, µὲ σοβαρὰν µελῳδικὴν φωνὴν νὰ τραγουδῇ:
Ξύπνα,
γλυκειά µ᾿ ἀγάπη, κι ἡ νύχτα εἶναι βαθειά,
κι
ἡ βάρκα µᾶς προσµένει στὴν ἀκροθαλασσιά.
Τὴν
ἡµέραν ἐκείνην, ὕστερον ἀπὸ τὴν διπλῆν διδαχὴν τοῦ πατρός της καὶ τῆς θείας
της, ἡ βοσκοπούλα, εἰς τὸν πλάνητα δρόµον, καθὼς ἀκολουθοῦσε τὸ κοπάδι, ἀνάµεσα
εἰς τοὺς πυκνοὺς θάµνους τῆς ὑψηλῆς ἀκρογιαλιᾶς, ἔφθασε µέχρι τοῦ χείλους τοῦ
θαλασσίου Καµινίου. Πολλάκις ἡ Τσούλα εἶχε πλησιάσει εἰς τὸ χάσµα αὐτὸ τοῦ
πελαγίου ἄντρου, καὶ εἶχε παρακύψει καὶ κοιτάξει ἀπλήστως κάτω εἰς τὸν βυθὸν τὸν
κυκλοτερῆ, µὲ τὰς πλευρὰς τοῦ βράχου ἔνθεν καὶ ἔνθεν, µὲ τὸ ἀνοικτὸν στόµιον, ὅπου
ἐχόρευον εὐθύµως µελωδικὰ τὰ κύµατα. Καὶ τώρα πάλιν, καθὼς ἐσταµάτησαν τὰ
πρόβατά της κι ἐβοσκοῦσαν, ἡ κόρη ἐστάθη σύῤῥιζα εἰς τὸ χάσµα τοῦ κοίλου
βράχου, κι ἐκοίταζε, κι ἐσχηµάτιζεν ἀσυναρτήτους, ἀσκόπους φράσεις µέσα εἰς τὸν
νοῦν της·
—Νὰ
εἶναι τάχα, βαθιὰ κάτω τὸ κῦµα;... Κι ἂν πέσῃ κανείς, θὰ πλέψῃ, ἢ θὰ χτυπήσῃ;...
Μπορεῖ νὰ δώσῃ κανεὶς ἕνα πήδηµα ἀποδῶ;... Πόσα µπόγια εἶναι τάχα;...
Ἐκάθησε
κι ἐκοίταξεν ἐπιµόνως κάτω·
—Κοίταξε,
τὶ ὄµορφος ποὖναι ὁ γιαλός;... Τὶ γαλάζια, πράσινα, κοκκινωπά, ὀµορφούτσικα
πράµατα, κοχύλια, πορφύρες, χαλίκια!... Τί ὄµορφη ποὺ ἦτο κι ἐκείνη ἡ κοχύλα,
ποὺ µοῦ χάρισε ἕνα καιρὸν ὁ...
Ἐστάθη
καὶ δὲν ἤθελε νὰ προφέρῃ τὸ ὄνοµά του. Εἶτα, πεισµόνως καὶ
ἀποφασιστικῶς,
τὸ ἐπρόφερε·
—...
ὁ Νίκος!
Τὴν
ἰδίαν στιγµήν, ὤ! θαῦµα! Εἷς ναύτης µὲ τὴν βαρκούλα του εἰσέπλευσε µέσα εἰς τὸ
Καµίνι. Ἦτο αὐτός· ὁ Νίκος, ὁ υἱὸς τοῦ καπετὰν-Σύῤῥαχου, ὅστις εἶχε χαρίσει τὴν
ὡραίαν ἐπίχρυσον κογχύλην εἰς τὴν Τσούλαν. ...
Το
διήγημα «Το Καμίνι» παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το «Όνειρο στο κύμα» σε
ό,τι αφορά τη ζωή των ηρώων του. Στα 18
τους χρόνια τα κεντρικά πρόσωπα και των δύο διηγημάτων απολαμβάνουν την αίσθηση
της ελευθερίας και την ευτυχία που τους προσφέρει το φυσικό τους περιβάλλον
στο οποίο κινούνται με χαρακτηριστική άνεση. Είναι, άλλωστε, τέτοια η ταύτισή
τους με το φυσικό τους χώρο, ώστε και οι δύο θεωρούν πως επί της ουσίας είναι
δικός τους. Η ράχη της Μπούτας είναι το βασίλειο της νεαρής βοσκοπούλας, όπως
αντιστοίχως ο νεαρός βοσκός εκλαμβάνει τους λόγγους, τοις κοιλάδες, τον αιγιαλό
και τα βουνά στα οποία βόσκει τα γίδια της Μονής ως δική του περιοχή.
Ο συγγραφέας φροντίζει
να τονίσει και στα δύο κείμενα τη ζωτικότητα και την αδιάκοπη κίνηση των νεαρών
προσώπων, παρουσιάζοντάς τα με έμφαση να τρέχουν, να ανεβοκατεβαίνουν
διαρκώς στα βουνά και να απολαμβάνουν με ποικίλες δραστηριότητες τη μεγάλη
έκταση που συνιστά τον τόπο δράσης τους. Η διαρκής αυτή κινητικότητα, που
έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την καθιστική και περιορισμένη ζωή του ίδιου του
συγγραφέα, αποτελεί φανέρωμα της ελευθερίας, της νεότητας, της υγείας και της
πλήρους απόλαυσης του φυσικού περιβάλλοντος.
Οι δύο ήρωες, αν και
διαφορετικού φύλου, έχουν ίδια επαγγελματική ενασχόληση,
παρουσιάζονται δραστήριοι και ηλιοκαμένοι, κι έχουν συναντήσει πρόσωπα που τους
έχουν προκαλέσει ερωτικά συναισθήματα. Σε αντίθεση, όμως, με τον νεαρό βοσκό
που θα γνωρίσει την απογοήτευση του ανεκπλήρωτου έρωτα, η ιστορία της νεαρής
βοσκοπούλας θα έχει αίσιο τέλος, καθώς θα μπορέσει να φύγει μαζί με τον ναύτη
που έχει ερωτευτεί.
Προσέχουμε
πως παρά τη διαφορά στην εξέλιξη και στα δύο διηγήματα η κορύφωση της πλοκής
προκύπτει σε παρόμοιους χώρους. Κι οι δύο ήρωες βρίσκονται σε μια απόκρημνη
τοποθεσία ψηλότερα από τη θάλασσα, απ’ όπου θα μπορούσε κανείς να βουτήξει στη
θάλασσα. Ενώ, και στα δύο κείμενα, η αιφνίδια εμφάνιση μιας βάρκας αποτελεί το
δραματικό απρόοπτο που δίνει ώθηση στην εξέλιξη των γεγονότων.
Αξιοσημείωτες είναι
συνάμα οι ειδυλλιακές περιγραφές του φυσικού τοπίου
που συμπληρώνουν και εν μέρει αιτιολογούν την ευδαιμονία των ηρώων.
Κωστής Παλαμάς «Ο πιο
τρανός καημός μου»
Την
ώρα την υπέρτατη που θα το σβη το φως μου
αγάλια
αγάλια ο θάνατος, ένας θα είν’ εμένα
ο
πιο τρανός καημός μου.
Δε
θα είναι οι κούφιοι λογισμοί, τα χρόνια τα χαμένα,
της
φτώχιας η έγνοια, του έρωτα η ακοίμητη λαχτάρα,
μια
δίψα μέσ’ στο αίμα μου, προγονική κατάρα,
μήτε
η ζωή μου η αδειανή συρμένη απ’ το μαγνήτη
πάντα
της Μούσας, μήτ’ εσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
Ο
πιο τρανός καημός μου
θα
είναι πως δε δυνήθηκα μ’ εσέ να ζήσω, ω πλάση
πράσινη,
απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,
θα
είναι πως δε σε χάρηκα, σκυφτός μέσ’ στα βιβλία,
ω
Φύση, ολάκερη ζωή κι ολάκερη σοφία!
Ο Κωστής Παλαμάς στο
αμιγώς προσωπικό αυτό ποίημα δηλώνει πως εκείνο που έχει στερηθεί περισσότερο
στη ζωή του και το οποίο θα βαρύνει περισσότερο στη
σκέψη του τις τελευταίες του στιγμές, είναι πως δεν έζησε κοντά στη φύση. Εγκλωβισμένος
πάντοτε απ’ την ποιητική του υπόσταση πέρασε τα χρόνια του σκυφτός μέσα στα
βιβλία, απέχοντας απ’ τη ζωντάνια, την αρμονική τελειότητα και τη σοφία του
φυσικού περιβάλλοντος, χάνοντας την ευκαιρία να βιώσει την ιδανική εκείνη
ευδαιμονία που προσφέρει στον άνθρωπο η επαφή με τη φύση, σε όλες της τις
εκφάνσεις (στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση).
Ο ποιητής μάλιστα
προκρίνει την έλλειψη αυτής της επαφής ως σημαντικότερη από κάθε άλλο καημό
και στέρηση στη ζωή του, αναγνωρίζοντας έτσι με σαφή τρόπο την πραγματικά
μεγάλη αξία που αποδίδει στην, προσωποποιημένη εδώ, Φύση.
Η αγάπη για το φυσικό
περιβάλλον, συνυφασμένη με την αίσθηση της ελευθερίας,
συνιστά μια βασική θεματική που διατρέχει το διήγημα «Όνειρο στο κύμα». Ο Παπαδιαμάντης
επιφυλάσσει έτσι έναν αντίστοιχα σημαντικό ρόλο για τη φύση στη δική του
σύνθεση, καθώς φροντίζει να εκθειάσει με ποικίλες περιγραφές την ομορφιά του
φυσικού χώρου, αλλά και να συνδυάσει αναπόσπαστα την πραγματική ευτυχία του
ήρωα με τα χρόνια της ανέμελης ζωής του κοντά στη φύση. Ό,τι για τον Παλαμά
αποτελεί μια επιθυμητή πραγματικότητα που ποτέ δεν βιώθηκε, για τον νεαρό βοσκό
του διηγήματος υπήρξε τρόπος ζωής για αρκετά χρόνια. Αποτελεί συνάμα την
εξιδανικευμένη ζωή που ως ενήλικας αναπολεί και εύχεται να είχε τη δυνατότητα
να ξαναζήσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου