Austin Tott
Οδυσσέας Ελύτης «Ρήμα το Σκοτεινόν»
Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και
Ηλίου του Κρυπτού ώστε
Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’
αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Καθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα
υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι
αναδιπλώνονται
Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα
χωνεμένα ώσπου τελικά
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ’ ορφανό
πάνω απ’ τα κύματα
Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα
μετέωρος κουράστηκα
Κι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει
κλειστή και κλειδωμένη
Μάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια·
τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες
που εμφανιστήκατε κατά
καιρούς
Μέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές
αγροικίες
Βρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα
στους αποκοιμισμένους
κήπους
Μιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να
σμικρύνω τα ιώτα και να
μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο
διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Κάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία
πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ’ ελάχιστα
φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή
θήτα ή ταυ
Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις
αποθήκες του Άδη
Επειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Υπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το
φάντασμα ζωντανούς και
πεθαμένους να κατατρομάξεις
Εδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Κι
ανάλαφρα τα όρη ας
Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το
κλειδί. Λέω:
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια
παράξενη αγριότητα
Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι
Eρμήδες
Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης
Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε «ουρανός»
δεν είναι· «αγάπη» δεν·
«αιώνιο» δεν. Δεν
Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους.
Πλησιέστερα του
σκοτωμού
Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ’ αιθερίου
θηράματα
Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε
-φευ- νωρίς. Aχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο
υπονομευμένη από θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της
χρειάζεται ν’ αντισταθμίζει
Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς
μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι
Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς
των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές
του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο
αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να
το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες
τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που
επακολουθεί γαλήνη
Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι
άλλα σ’ άλλες. Aλλ’
Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
Ο Ελύτης στο εξαιρετικό αυτό ποίημα από
τη συλλογή «Tα Eλεγεία της Oξώπετρας» αναζητά τη λέξη που θα του χρησιμεύσει
σαν κλειδί μύησης στην πραγματική φύση της ζωής∙ ένα κλειδί που θα του αποκαλύψει όσα
για καιρό μένουν κρυμμένα και αφανή. Αποζητά τη θέαση όσων συνθέτουν την
αλήθεια της ζωής, μα βρίσκονται προστατευμένα και -πέρα από την οπτική των
ανθρώπων- κλειδωμένα. Η διαδικασία που θα ακολουθήσει εδώ ο ποιητής είναι μια
μυσταγωγία που θα παραμείνει όμως ατελής, καθώς θα μας αποκαλύψει μέρος μόνο
όσων θα γίνει προνομιακός θεατής: «Έχει συνέχεια. Δε θα την πω.», κλείνοντας
έτσι την πόρτα κατόπτευσης των άφατων μυστικών της ζωής, που για μια στιγμή μας
άφησε να πιστέψουμε πως θα ανοίξει και για εμάς.
Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και
Ηλίου του Κρυπτού ώστε
Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’
αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Καθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα
υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι
αναδιπλώνονται
Κάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα
χωνεμένα ώσπου τελικά
Να μείνει ένα θαλασσοπούλι τ’ ορφανό
πάνω απ’ τα κύματα
Η εισαγωγική στροφή του ποιήματος
έρχεται να δηλώσει πως η πρόσβαση στο λόγο του ποιητή δεν είναι εφικτή για
εκείνους που αγνοούν τα των ουρανίων.
Η υπόσταση του ποιητή συντέθηκε με μια κοπιώδη πορεία πνευματικής αναζήτησης
και εξέλιξης που τον φέρνει κατ’ ανάγκη μακριά από τους μη μυημένους. Μιλά,
συνάμα, σε μια γλώσσα διαφορετική από τη συνήθη, καθώς ο ίδιος είναι πια πολύ
κοντά στο τέλος της ζωής του, κι είναι στραμμένη η σκέψη του στα του ουρανού∙
στα του θανάτου. Πώς θα μπορούσε να γίνει ο λόγος του κατανοητός από εκείνους
που στέκουν μακριά απ’ την ηλικία κι απ’ την πραγματικότητα του επερχόμενου
τέλους;
Δυσδιάκριτος για τους πολλούς στέκει
σαν άγγελος επί τάφου σαλπίζοντας τα άσπρα -εξαγνισμένα- υφάσματα του είναι
του. Η εσωτερική διεργασία του εκβραχισμού της ψυχής του ποιητή, μας δίνεται με
εικόνες που παραπέμπουν στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, παρουσιάζοντας έτσι με
ιδιαίτερη ενάργεια την ακατάπαυστη προσπάθεια του ποιητή να ξορκίσει τους
δαίμονες της ψυχής του, «τα θηρία μου τα χωνεμένα», ώσπου να μη μείνει τίποτε
άλλο παρά ένα θαλασσοπούλι. Ο ποιητής πάλεψε καιρό μέχρι να καθαρίσει την ψυχή
του, μέχρι να μείνει μόνο με την καθαρότητα της ελπίδας και της συμφιλίωσης.
Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα
μετέωρος κουράστηκα
Κι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει
κλειστή και κλειδωμένη
Μάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια·
τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες
που εμφανιστήκατε κατά
καιρούς
Μέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές
αγροικίες
Βρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα
στους αποκοιμισμένους
κήπους
Μιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Η προσπάθεια εξαγνισμού της ψυχής του
ποιητή υπήρξε μεν επιτυχής μα δεν αρκεί∙
έχοντας περάσει χρόνια μετέωρος στις αβεβαιότητες της θνητότητας είναι έτοιμος,
κι έχει ανάγκη, για ένα κομμάτι γης που θα μένει κλειστό και κλειδωμένο, μα κι
αυτό δεν αρκεί∙ ο ποιητής έχει ανάγκη πρώτα να γνωρίσει, να δει την αλήθεια που
μένει χρόνια τώρα απρόσιτη. Πίσω από πόρτες κλειστές, ασφαλισμένη και επίπονα
ανείπωτη, η αλήθεια αυτή πρέπει να έρθει στο φως. Ο ποιητής επικαλούμενος
παραστάσεις από το παρελθόν του, ζητά τη συνδρομή τους για να μπορέσει πια να
γνωρίσει τα άρρητα μυστικά που κρύβει η γη, που κρατά μέσα της η ίδια η ζωή.
«Μιλήστε μου!» ζητά επίμονα ο ποιητής που δεν μπορεί πλέον να μένει αμέτοχος
των άφεγγων εκείνων μυστηρίων που του κρατά κρυφά η ζωή.
Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να
σμικρύνω τα ιώτα και να
μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο
διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Κάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία
πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ’ ελάχιστα
φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή
θήτα ή ταυ
Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις
αποθήκες του Άδη
Επειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Υπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το
φάντασμα ζωντανούς και
πεθαμένους να κατατρομάξεις
Ο ποιητής έχοντας πολύχρονη πείρα στις
λέξεις αλλά και στα λεξίδια, επιχειρεί τώρα τη δημιουργία της μυστικής, της
σκοτεινής εκείνης λέξης,
που θα λειτουργήσει ως αντικλείδι καίριο για την αποκάλυψη των άρρητων μυστικών
του κόσμου.
Υπογεγραμμένες κι εκτάσεις φωνηέντων,
πάλη διαρκής με τις λέξεις, είναι το κέρδος του ποιητή μετά από τόσα χρόνια
γνωριμίας με τη γλώσσα, με τον κώδικα που έχει να του προσφέρει τη δίοδο προς
την αλήθεια. Είναι επομένως έτοιμος να σμιλεύσει τη λέξη εκείνη που δεν
ειπώθηκε ακόμη από κανέναν, τη λέξη που θα αποτελέσει το αντικλείδι που θα
ξεκλειδώσει την επίμονα σφραγισμένη πόρτα.
Η λέξη αυτή που θα μπορέσει να φωτίσει
τις μέχρι τώρα άφεγγες πτυχές της αλήθειας, θα πρέπει να είναι ένα ρήμα, θα
πρέπει να υποδηλώνει μια ενέργεια, γιατί μόνο μέσω μιας ενεργητικής συμμετοχής
του ποιητή, θα επέλθει η λυτρωτική αποκάλυψη.
Τα υλικά, τα γράμματα, που θα συνθέσουν
τη λέξη αυτή θα πρέπει να έχουν τη μυστικιστική δύναμη μιας γνώσης υπερκόσμιας,
μιας και μόνο έτσι η γνωριμία με την κρυμμένη αλήθεια θα είναι εφικτή. Σύμφωνα
αγορασμένα από τις αποθήκες του Άδη που θα προσφέρουν στον γνώστη της λέξης
αυτής την εποπτεία και κατανόηση της ζωής, που μόνο εκείνοι που ολοκλήρωσαν τον
κύκλο της ύπαρξής τους, κατέχουν. Σύμφωνα αγορασμένα από τις αποθήκες του Άδη,
καθώς μόνο από τέτοια μέρη μπορεί κανείς να μεταβεί οπουδήποτε τρομάζοντας
ζωντανούς και πεθαμένους με το απρόσμενο της άφιξης, μα και της εκφερόμενης
αλήθειας, όπως το φάντασμα του Δαρείου που επιστρέφει και αποκαλύπτει στην
Άτοσσα πως για την αλαζονεία του Ξέρξη επίκειται πλήρης καταστροφή των
ευρισκόμενων στην Ελλάδα Περσών.
Εδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Κι
ανάλαφρα τα όρη ας
Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το
κλειδί. Λέω:
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια
παράξενη αγριότητα
Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι
Eρμήδες
Τέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης
Ο ποιητής έχοντας δημιουργήσει το
κλειδί που θα τον οδηγήσει στην πολυπόθητη θέαση της πραγματικής φύσης του
κόσμου, είναι έτοιμος πια να το χρησιμοποιήσει. Ο Ελύτης στα 80 του χρόνια,
βρισκόμενος πλέον πολύ κοντά στο τέλος της ζωής του, μας δίνει μια εικόνα της
ζωής στην ολότητά της, όπως μόνο κάποιος που έχει διανύσει κι έχει γευτεί κάθε
πτυχή της, μπορεί να τη γνωρίζει. Το θέαμα που αντικρίζει ο ποιητής αν και
παρουσιάζεται με μια παραπλανητική επίφαση ανοιξιάτικου τοπίου, επί της ουσίας
δεν είναι παρά μια αγριότητα. Ένα βίαιο τοπίο, ένας χώρος γεμάτος παγίδες και
επώδυνες όψεις, είναι ό,τι διακρίνει ο ποιητής. Η ζωή είναι πόνος.
Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε
"ουρανός" δεν είναι· "αγάπη" δεν·
"αιώνιο" δεν. Δεν
Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους.
Πλησιέστερα του
σκοτωμού
Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Κι ο βραδύς
κυνηγός μ’ αιθερίου
θηράματα
Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε
-φευ- νωρίς. Αχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο
υπονομευμένη από θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της
χρειάζεται ν’ αντισταθμίζει
Το κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς
μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Ας
είναι
Ο ποιητής -ο πολύπειρος ποιητής- που
διένυσε πια την πορεία του μας αποκαλύπτει, με μοναδικό τρόπο την αλήθεια για
τη ζωή. Μιαν αλήθεια που
δύσκολα θα ακούσουν οι νεότεροι και δύσκολα θα αποδεχτούν όσοι βρίσκονται ακόμη
στην αρχή της ορμητικής τους πορείας. Ουρανός, αγάπη και αιώνιο δεν υπάρχουν,
οι λέξεις πυλώνες της ζωής, το καταφύγιο των πονεμένων ανθρώπων, η ελπίδα των
βασανισμένων, δεν είναι παρά μάταιες ελπίδες χωρίς αντίκρισμα. Τέτοια
μαγικά δεν υπάρχουν, καθώς η ζωή καλλιεργείται πλησιέστερα στο θάνατο απ’ ό,τι
θα τολμούσαμε ποτέ να πιστέψουμε. Διάγουμε τη ζωή μας ως αιθεροβάμονες κυνηγοί
του ανύπαρχτου, χωρίς ποτέ να αντιληφθούμε πόσο φτωχή είναι στην εσχατιά της η
ζωή. Πόση ομορφιά, γεννημένη από εμάς, χρειάζεται για να αντισταθμιστεί η
απουσία θεότητας, η απουσία του ονείρου. Οι άνθρωποι κινούμενοι στους δικούς
τους εφήμερους ρυθμούς αγνοούν τη βάναυση αλήθεια της ζωής. Όσο εμείς προχωράμε
προς το άπιαστο όνειρο, προς την ασύλληπτη ομορφιά που θαρρούμε πως μας
περιμένει σ’ ένα απροσδιόριστο μελλοντικό σημείο, η ζωή μας φεύγει.
Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς
των κίτρων
Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις
γωνιές του κήπου όπου
Εναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο
αέρας; Ονειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να
το τρέχεις
Μη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Να
γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες
τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια
στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν
παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που
επακολουθεί γαλήνη
Ο ποιητής απευθυνόμενος προς τον πιθανό
αναγνώστη, θέτει τρία ερωτήματα που αποκαλύπτουν το πώς θα μπορούσε να νοηθεί η
πλήρης και άρτια βίωση της ζωής:
α) Το να μπορεί κανείς με τις αισθήσεις του σε απόλυτη γαλήνη να ακούει και να
αισθάνεται το κάλεσμα απ’ τις ευωδιές της φύσης∙ απερίσπαστος άρα από έγνοιες
και σκέψεις που του στερούν την επαφή με την αγνή μαγεία του φυσικού κόσμου
–του μόνου κόσμου που μας αρμόζει. β) Το να είναι κανείς σε τέτοια επαφή με
τους ρυθμούς και τις κινήσεις της φύσης, ώστε να γνωρίζει και να αισθάνεται που
πρωτοφέρνει τη δροσιά του ο δειλινός αέρας∙ σε ποια σημεία του κήπου τοποθετεί
τα νεογνά του, τα πρώτα δειλά του φανερώματα. γ) Ενώ, το τρίτο και
σημαντικότερο ερώτημα αποκαλύπτει μια τέτοια κατάσταση ψυχικής γαλήνης και
ισορροπίας, που θα επέτρεπε στον άνθρωπο να χαρεί ένα καλοκαίρι δίχως τέλος, μη
έχοντας καμία απολύτως ενοχή ή ανησυχία∙ μια κατάσταση τέτοιας ελευθερίας από
εσωτερικές και εξωτερικές δεσμεύσεις, που προφανώς δεν μπορεί πλέον να
επιτευχθεί από κανέναν ενήλικα. Κι επειδή, ακριβώς, ο ποιητής αντιλαμβάνεται το
ανέφικτο αυτών των ζητουμένων, αναγκάζεται να «καταρκυθμεύει», αναγκάζεται να
αναζητά το αντικλείδι εκείνο που θα του επιτρέψει να γνωρίσει την αλήθεια,
ανοίγοντας για μια στιγμή τις βαριές εκείνες πόρτες που κρατούν καλά φυλαγμένα
τα μυστικά της ανθρώπινης φύσης και ύπαρξης.
Έτσι, η στροφή αυτή αποκαλύπτει τελικά
την ευχή του ποιητή για όσους διαβάσουν και κατανοήσουν το κύκνειο αυτό μήνυμά
του. Η ζωή δεν έχει να σας δώσει, αν εσείς
δεν τολμήσετε να τη στολίσετε με κάθε ομορφιά. Η ζωή πρέπει να αναγνωστεί ως
στιγμή παρούσα, -και ανέλπιστα εφήμερη- που πρέπει να βιωθεί με όλη την ομορφιά
που έχει να προσφέρει. Μια ομορφιά, όμως, που δεν βρίσκεται κάπου αφηρημένα στο
μέλλον, μια ομορφιά που ζει μόνο στο τώρα και δεν μπορεί να αποκαλυφθεί παρά
μόνο σε όσους τολμήσουν να ζήσουν το παρόν τους, χωρίς ενοχές που δε χτίζουν
μελλοντικές ευτυχίες.
Ο ποιητής γνωρίζει ότι οι περισσότεροι
άνθρωποι αδυνατούν να αντιληφθούν αυτή τη μοναδική αλήθεια -πως το τώρα είναι το μόνο που
έχει να μας προσφέρει- γι’ αυτό και καταρκυθμεύει, γι’ αυτό και ανοίγει τις
βαριές πόρτες που κρύβουν την άσχημη αλήθεια της ζωής. Μόνο και μόνο για να μας
δώσει την ευκαιρία να δούμε για μια στιγμή, τι βρίσκεται στο τέλος, πώς νιώθει
εκείνος που πολύ πριν από εμάς έφτασε στη γραμμή του τερματισμού.
Ο ποιητής σταματά τα λόγια του εκεί,
έχει κι άλλα να μας πει για το τι θα δούμε όταν φτάσουμε, όπως κι εκείνος, στο
τέλος του δρόμου, αλλά ο ποιητής γνωρίζει πως κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν. Κανείς
δεν είναι έτοιμος να δεχτεί την έτοιμη εμπειρία ενός άλλου ανθρώπου. Ο μόνος
τρόπος για να μάθουν πραγματικά οι άνθρωποι είναι να βιώσουν τις δικές τους
εμπειρίες τους, να κάνουν τα δικά τους λάθη και εν προκειμένω το ένα τους
λάθος, να αφήσουν τη ζωή να περάσει εν αναμονή του ιδανικού μέλλοντος.
Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι
άλλα σ’ άλλες. Aλλ’
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
Τα λόγια του ποιητή, δοσμένα στη δική
του, μη προσιτή σε όλους, γλώσσα, δεν συνιστούν τη μόνη σχετική μαρτυρία για
την πραγματική φύση της ζωής.
Έχουν ειπωθεί κι από άλλους σε άλλες γλώσσες, ίσως και πιο προσιτές στον κόσμο,
ωστόσο το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο∙ κανείς δεν γίνεται επί της ουσίας
κοινωνός της αλήθειας, αν δεν έρθει η στιγμή να καταβάλει το υψηλό της τίμημα.
Διότι η αλήθεια τελικά δίνεται μόνο
έναντι θανάτου∙ γίνεται πραγματικά αντιληπτή μόνο όταν φτάσουμε να πληρώσουμε
το πλέον ακριβό αντίτιμο. Τότε αίφνης οι άνθρωποι αντικρίζουν τη ζωή ως έχει
και κατανοούν. Ο ποιητής βρίσκεται ήδη εκεί, βρίσκεται στο σημείο που πρέπει να
παραδώσει την ίδια του τη ζωή, κοιτάζει πίσω και αντιλαμβάνεται ποια ήταν η
ουσία της ζωής. Θέλει να μας μιλήσει για όσα βλέπει πια ξεκάθαρα, μα γνωρίζει
πως κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν.
Οι άνθρωποι αδυνατούν να μάθουν απ’ το
παράδειγμα όσων προηγήθηκαν∙ αρνούνται ν’ αναγνωρίσουν την αλήθεια της άποψης
και της εμπειρίας κάποιου άλλου. Νομίζουν πως οι ίδιοι διαφέρουν, νομίζουν πως
η δική τους πορεία θα είναι άλλη –ίσως καλύτερη. Αφήνουν, έτσι, την προσδοκία
μιας ξεχωριστής μοίρας που επιφυλάσσεται τάχα «ειδικά» γι’ αυτούς να τους
αποτρέψει απ’ το να αντιληφθούν έγκαιρα πόσο πραγματικά γυμνή από μεγάλες
στιγμές είναι η ζωή που έρχεται∙ πόσο κενή περιεχομένου κι ευτυχίας «Ώστε
λοιπόν, αυτό που λέγαμε "ουρανός" δεν είναι∙ "αγάπη" δεν∙
"αιώνιο" δεν».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου