Matt Russell
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Λυσίου Γραμματικού Τάφος»
Πλησιέστατα, δεξιά που μπαίνεις, στην
βιβλιοθήκη
της Βηρυτού θάψαμε τον σοφό Λυσία,
γραμματικόν. Ο χώρος κάλλιστα προσήκει.
Τον θέσαμε κοντά σ’ αυτά του που
θυμάται
ίσως κ’ εκεί — σχόλια, κείμενα, τεχνολογία,
γραφές, εις τεύχη ελληνισμών πολλή
ερμηνεία.
Κ’ επίσης έτσι από μας θα βλέπεται και
θα τιμάται
ο τάφος του, όταν που περνούμε στα
βιβλία.
Από το 1914 ως το 1918 ο Καβάφης
δημοσίευσε πέντε ποιήματα με τίτλο που περιλαμβάνει κάποιο φανταστικό όνομα
ακολουθούμενο από την λέξη «Τάφος». Αρκετά άλλα ποιήματά του της ίδιας περιόδου,
μα και αργότερα, είχαν αρχικώς -ή θα μπορούσαν να έχουν- ανάλογο τίτλο.
Εξάλλου, ο ποιητής συνέθεσε «από το 1866 μέχρι τουλάχιστον και το 1923, δώδεκα
επιτύμβια».
Ο Καβάφης στην ποίησή του δεν
ασχολείται με το θέμα του θανάτου, ως κάτι που προκαλεί ανησυχία ή φόβο -το
ζήτημα, άλλωστε, για τον ποιητή είναι περισσότερο το γήρας και η φθορά που αυτό
επιφέρει-, εξετάζει -στα επιτύμβιά του- κυρίως αυτό που ακολουθεί μετά, το πώς
γίνεται αντιληπτός ο άνθρωπος που έχει πεθάνει από αυτούς που καλούνται να
τιμήσουν τη μνήμη του.
Το «Λυσίου Γραμματικού Τάφος» είναι ένα
σαφές παράδειγμα για το πώς ο άνθρωπος ταυτίζεται με ό,τι αποτελούσε το βασικό
έργο της ζωής του∙ με την εργασία ή την κύρια ενασχόλησή του. Έργο το οποίο
μπορεί να είναι -και συνήθως είναι- μια αληθινή απεικόνιση των ενδιαφερόντων
του ατόμου και της προσωπικότητάς του ή, λιγότερο συχνά, το οποίο μπορεί να
δημιουργεί μια παραπλανητική εικόνα για την αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου, όπως
ο ίδιος ο Καβάφης φροντίζει να επισημάνει για το δικό του, στο έξοχο ποίημα «Κρυμμένα»:
Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα / να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν.
Πλησιέστατα, δεξιά που μπαίνεις, στην
βιβλιοθήκη
της Βηρυτού θάψαμε τον σοφό Λυσία,
γραμματικόν.
Ο Λυσίας ο γραμματικός, που αποτελεί
ένα φανταστικό πρόσωπο, είναι ένας «φιλόλογος», πιθανότατα της ελληνιστικής
περιόδου, ο οποίος ενταφιάζεται στην είσοδο της βιβλιοθήκης της Βηρυτού,
προκειμένου αφενός να τιμηθεί από τους συνανθρώπους του η αφιερωμένη στα βιβλία
ζωή του κι αφετέρου να βρίσκεται κι ο ίδιος πιο κοντά σε ό,τι αγαπούσε.
Ειδικό ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ο
Καβάφης δεν επιλέγει να αναφερθεί στην Αλεξάνδρεια ή σε κάποιο άλλο από τα πολύ
σημαντικά πνευματικά κέντρα της εποχής, και προτιμά να τοποθετήσει τη δράση του
ποιήματος σ’ έναν τόπο με σχετικά μικρότερη παράδοση.
Ο όρος γραμματικός δεν μπορεί να
αποδοθεί ακριβώς με τον σημερινό όρο φιλόλογος, διότι αποτελούσε μια πολύ πιο
ευρεία έννοια και αναφερόταν σ’ εκείνους τους λόγιους που ασχολούνταν τόσο με
θέματα γλώσσας, όσο και με το σχολιασμό κειμένων, την αποκατάσταση αρχαίων
συγγραμμάτων, και με ποικίλα άλλα ζητήματα που σχετίζονταν με τα κείμενα
Ελλήνων συγγραφέων.
Ο χώρος κάλλιστα προσήκει.
Τον θέσαμε κοντά σ’ αυτά του που
θυμάται
ίσως κ’ εκεί — σχόλια, κείμενα,
τεχνολογία,
γραφές, εις τεύχη ελληνισμών πολλή
ερμηνεία.
Η αφηγηματική φωνή, που ανήκει σε
κάποιον από τους οικείους ανθρώπους του ήρωα, σχολιάζει πως ο χώρος που
επιλέχθηκε για τον ενταφιασμό ταιριάζει άριστα. Επέλεξαν, άλλωστε, να τον
τοποθετήσουν κοντά σε αυτά που θυμάται κι αγαπά, κι ίσως έτσι μπορέσει να
συνεχίσει ακόμη και μετά το θάνατό του το έργο του. Ίσως συνεχίσει να σχολιάζει
παλαιότερα κείμενα και να συνθέτει νεότερα δικά του∙ ίσως συνεχίσει να
ασχολείται με την τεχνολογία, τη γραμματική, δηλαδή, ανάλυση λέξεων και τύπων,
καθώς και με τις γραφές, τις γραπτές, δηλαδή, παραλλαγές ενός κειμένου, όπως και
με την ερμηνεία σε τεύχη ελληνισμών, σε χειρόγραφα, δηλαδή, που περιέχουν
ελληνικούς ιδιωματισμούς. Μας παρουσιάζεται, άρα, κατά τρόπο συνοπτικό το πλήθος
των δραστηριοτήτων που συναποτελούσαν το έργο ενός γραμματικού, ενός φιλολόγου,
εκείνης της εποχής.
Ο Καβάφης τιμά εδώ με τον τρόπο του το
πολύπτυχο έργο των γραμματικών της ελληνιστικής περιόδου και υπενθυμίζει πως
χάρη στις δικές τους ακατάβλητες προσπάθειες διασώθηκαν και συνάμα έγιναν
πληρέστερα κατανοητά τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων, ενώ, επιπροσθέτως, η ελληνική
γλώσσα μελετήθηκε σε βάθος και συστηματοποιήθηκε.
Κ’ επίσης έτσι από μας θα βλέπεται και
θα τιμάται
ο τάφος του, όταν που περνούμε στα
βιβλία.
Η τοποθεσία που επιλέγεται για τον
ενταφιασμό κρίνεται ως η καταλληλότερη, όχι μόνο διότι ο ήρωας θα βρίσκεται
διαρκώς κοντά στα βιβλία που τόσο αγαπούσε, αλλά και γιατί θα δίνεται η
ευκαιρία στους συνεργάτες του, στους οικείους του, και σε όσους γνώριζαν το
έργο του, να τον τιμούν και να τον θυμούνται κάθε φορά που επισκέπτονται το
χώρο της βιβλιοθήκης.
Η
συμβολή των γραμματικών
Τον 4ο αιώνα η χρήση του
βιβλίου απλώθηκε τόσο πολύ, που στον Φαίδρο ακούμε τον Πλάτωνα να μιλά για
μειονεκτήματα που παρατηρούνται με την γραπτή μετάδοση της γνώσης. Επειδή δεν
υπήρχε προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, η χειροτέρευση των κειμένων που
είχαν μεγάλη διάδοση ήταν αναγκαία συνέπεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ρήτορας
και πολιτικός Λυκούργος θέλησε να προστατεύσει τους μεγάλους Τραγικούς με τον
καταρτισμό ενός κρατικού αντιγράφου∙ εδώ ασφαλώς έπαιξαν ακόμα ιδιαίτερο ρόλο
οι προσθήκες των ηθοποιών.
Αυτά πρέπει να τα έχουμε υπόψη μας, για
να εκτιμήσουμε σωστά την απόλυτα αποφασιστική για την ελληνική φιλολογία
συμβολή της αλεξανδρινής επιστήμης. Ήδη η Πτολεμαίος Α΄ στα τελευταία χρόνια της
βασιλείας του ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια το Μουσείο, σαν κεντρική έδρα
επιστημονικής εργασίας, που σκόπευε να το προικίσει με μια επιβλητική
βιβλιοθήκη. Το πρότυπο του Περίπατου και ο Δημήτριος ο Φαληρέας, που έμεινε από
το 297 περίπου π.Χ. φυγάδας στην Αλεξάνδρεια, συνέβαλαν σ’ αυτό. Ο Πτολεμαίος ο
Β΄ ο Φιλάδελφος (297-246 π.Χ.) συνέβαλε στην ίδρυση της βιβλιοθήκης με την
σκέψη να συγκεντρώσει όλη την ελληνική γραμματεία∙ 500.000 τόμοι, που ως την
καταστροφή του 47 π.Χ. θα αυξήθηκαν σε 700.000 ήταν το αποτέλεσμα μιας
συλλεκτική δραστηριότητας, στην οποία ενώθηκαν ο ζήλος κι η περίσκεψη. Το
τεράστιο καταλογικό έργο του Καλλίμαχου, οι Πίνακες, έγινε έτσι μια συλλογική
απογραφή της γραμματείας των Ελλήνων, που σωζόταν τότε. Στα χρόνια του
Πτολεμαίου του Β΄ προστέθηκε μια μικρότερη βιβλιοθήκη στο Σεράπειο, που
επρόκειτο να εξυπηρετήσει ευρύτερους κύκλους. Το Μουσείο όμως έγινε η έδρα στην
οποία εξασφαλίστηκε αποφασιστικά με κριτικές εκδόσεις το κείμενο των μεγάλων
συγγραφέων. Πλούσια ήταν η ερμηνευτική δραστηριότητα των λογίων που ανέλαβαν
την υλοποίηση αυτής της εργασίας. Είναι εύκολο να υπολογίσουμε τι σήμαινε το
κάψιμο της Βιβλιοθήκης το 47 π.Χ.
Ο Αντώνιος προφανώς για αντιστάθμισμα
φρόντισε να μεταφερθεί στην Αλεξάνδρεια η βιβλιοθήκη της Περγάμου. Θα πρέπει να
δεχτούμε ότι αυτή ήρθε στο Σεράπειο, που η λειτουργία του σταμάτησε πιθανώς στα
391 μ.Χ., μέσα στο πλαίσιο των ενεργειών του Πατριάρχη Θεόφιλου. Στην παράδοση
έπαιξε σημαντικό ρόλο ύστερα από την καταστροφή του 47 και η βιβλιοθήκη του
αθηναϊκού Γυμναστηρίου, το Πτολεμαίον, που η περιουσία του πέρασε στην
Αδριάνεια βιβλιοθήκη, που χτίστηκε στην Αθήνα στα 131/2 μ.Χ.
Αυτά όλα δεν μπορούσαν να
αντικαταστήσουν πραγματικά ό,τι χάθηκε μια για πάντα. Μαζί με την ελληνιστική
επιστήμη ξέπεφτε πάρα πολύ και το ενδιαφέρον για το βιβλίο, και πρέπει να
λογαριάζουμε ότι από την πρώτη προχριστιανική εκατονταετία η απώλεια των
παραδομένων έργων μεγάλωνε σταθερά. Σύντομα προστέθηκαν δύο παράγοντες που
είχαν σημαντικά επακόλουθα. Ο Αττικισμός με την στροφή του προς κλασικιστικούς
τύπους και η ακμή της δεύτερης Σοφιστικής στα χρόνια των Αντωνίνων προκάλεσαν
βέβαια καινούριο ενδιαφέρον για τους συγγραφείς του παρελθόντος. Η πνευματική
ζωή όμως είχε περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό στον κύκλο του σχολείου, κι αυτό
σήμαινε επικράτηση των Ανθολογίων, των Εκλογών και των Απανθισμάτων. Τότε επίσης
κρίθηκε ποια έργα των αττικών Τραγικών επρόκειτο να φτάσουν σ’ εμάς.
Μια δεύτερη αιτία πολυάριθμων απωλειών
δημιουργήθηκε από εκείνη τη μεταβολή της μορφής του βιβλίου, που άρχισε στο
δεύτερο μισό του 1ου αι. μ.Χ. και είχε επικρατήσει τελείως στον 4ο
αι. Τη θέση του κυλίνδρου την πήρε ο κώδικας, ο τύπος δηλαδή του βιβλίου που
είναι τρεχούμενος και σήμερα. Σχηματιζόταν από περισσότερες τετραδιόσχημες
σειρές φύλλων, που μπορούσαν να γραφούν και στο πίσω μέρος (verso), και ήταν πιο εύκολος στη χρήση από
τον κύλινδρο. Μια που ο νέος τύπος βιβλίου εκτόπισε τον παλιό, κάθε πράγμα που
δεν ταίριαζε με αυτή την μεταβολή χάθηκε.
Πολύτιμη ήταν η δραστηριότητα εκείνων
των λογίων της ελληνιστικής επιστήμης που αντικείμενό τους ήταν η φιλολογική
παράδοση των Ελλήνων. Ας σημειωθεί εδώ ότι η επιστημονική εργασία των λογίων της
εποχής, όπως την όρισε ο Ερατοσθένης με τη λέξη «φιλόλογος», δεν θα πρέπει να
γίνει αντιληπτή με τη σημερινή σημασία της λέξης, αλλά σαν μια πολύπτυχη
πληροφόρηση, που είναι συγχρόνως και ερμηνεία.
Οι Αλεξανδρινοί υπερασπίστηκαν και
ερμήνευσαν τα κείμενά τους με διεξοδικά υπομνήματα, όπου δεν λείπει η πολεμική,
όπως μάλιστα την ασκούσε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση ο Αρίσταρχος εναντίον του
Ζηνοδότου. Αυτός ο πελώριος όγκος λόγιας εργασίας προσέφερε στους διαδόχους
υλικό, που έγινε αντικείμενο ζωηρής εκμετάλλευσης. Ερμηνευτικά έργα και λεξικά,
για τα οποία μας δίνει μια ιδέα του σωζόμενο Λεξικό του Απολλώνιου του Σοφιστή,
ξεφύτρωσαν από αυτή την κληρονομιά. Τελευταίοι μάρτυρες αυτής της δραστηριότητας
είναι οι όγκοι από παρατηρήσεις (σχόλια), που σε μερικά από τα χειρόγραφά μας συνοδεύουν
στο περιθώριο το κείμενο ή παρεμβάλλονται ανάμεσα στους στίχους. Οι μεγάλες
συμβολές των Αλεξανδρινών έχουν σκεπαστεί εδώ από ολόκληρα στρώματα.
Σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, τα
Ομηρικά έπη, μια σημείωση στο τέλος των περισσότερων ραψωδιών μνημονεύει σαν
πηγές για τα κυριότερα σχόλια που βρίσκονται στο περιθώριο του κειμένου,
τέσσερις λογίους, σπουδαίους μεταδότες της αλεξανδρινής έρευνας στην κατοπινή εποχή:
τον Αριστόνικο, που την εποχή του Αυγούστου έγραψε για τα κριτικά σημάδια του
Αρίσταρχου, τον σύγχρονό του Δίδυμον, που εξαιτίας της τεράστιας εργατικότητάς
του επονομάσθηκε «ο χαλκέντερος» και που σε μια από τις πολυάριθμες ομηρικές
εργασίες του ανάλυε την αποκατάσταση του κειμένου από τον Αρίσταρχο∙ τον
Ηρωδιανό, συγγραφέα μιας Καθολικής προσωδίας (δεύτερο μισό του 2ου
αι. μ.Χ., επί Μάρκου Αυρηλίου), που πραγματεύτηκε επίσης προβλήματα τονισμού,
και τον Νικάνορα, που την ίδια εποχή ασχολήθηκε με την ομηρική στίξη. Τα
ομηρικά υπομνήματα αυτών των τεσσάρων ανδρών, οι οποίοι βρίσκονται κάτω από
τόσο διαφορετικές οπτικές γωνίες, τα συνένωσε ένας άγνωστός μας (ίσως λεγόταν
Νεμεσίωνας) σε έναν τόμο.
Η γλωσσική παρατήρηση στους Αλεξανδρινούς
ήταν πολύ στο προσκήνιο∙ γι’ αυτό είναι φυσικό ότι από τη σχολή τους βγήκαν
εργασίες για τη συστηματική κατανόηση της γλώσσας, που με τη σειρά τους έφεραν
μαζί τους φυσικά στωική, περιπατητική καθώς και παλιότερη κληρονομιά. Μαθητής
του Αρίσταρχου ήταν πριν μεταναστεύσει στη Ρόδο (ίσως με την εκδίωξη των λογίων
από τον Φύσκωνα) ο Διονύσιος ο Θρακιώτης (περίπου 170-90 π.Χ.). Από αυτόν μας σώθηκε
μια σύντομη Τέχνη γραμματική (= διδακτικό βιβλίο γραμματικής), η πιο παλιά από
όσες ξέρουμε, «ένας σκελετός από υποδιαιρέσεις, ορισμούς και απαριθμήσεις».
Είναι ολοφάνερο ότι αυτός συνδέεται άμεσα με την παράδοση της Στοάς. Ο μαθητής
του ο Τυραννίωνας ο παλιότερος, πήγε στη Ρώμη αιχμάλωτος του Μιθριδατικού
πολέμου και απέκτησε μεγάλη φήμη σαν εκπρόσωπος της αλεξανδρινής φιλολογίας. Ο
Τυραννίωνας ο νεότερος συνέχισε εκεί το έργο του. Μαθητής του Διονύσιου του
Θρακιώτη ήταν κι ο Ασκληπιάδης από την Μύρλεια, ο οποίος εκτός από ερμηνείες
ποιητών και ιστορικό έργο, έδωσε μια συστηματική παρουσίαση της φιλολογίας. Το
ότι κι αυτός για μερικό καιρό έδρασε στη Ρώμη, είναι μια ένδειξη για το που
τραβούσε η εξέλιξη.
Ολωσδιόλου υπερδιάστατη ήταν η
δραστηριότητα του Δίδυμου σ’ αυτόν τον τομέα, έστω κι αν οι 3.500 χιλιάδες
βιβλία που του αποδίδει η αρχαία παράδοση θεωρηθούν υπερβολικές. Η σημασία του
για το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας φιλολογίας βρίσκεται στο ότι αυτός συγκέντρωσε
το σύνολο της αλεξανδρινής ερμηνευτικής εργασίας σε πελώριες δεξαμενές, από τις
οποίες διάφορα αυλάκια οδηγούσαν στην παράδοση της κατοπινής εποχής.
Τις εργασίες για τις διαλέκτους, που
ήταν πολύ αγαπητές στους Αλεξανδρινούς, τις έφερε σε κάποιο τέλος με
πραγματείες και λεξικογραφικά έργα ο μαθητής του Δίδυμου Τρύφωνας από την
Αλεξάνδρεια.
Η Αλεξάνδρεια, η οποία στην ακμή της ελληνιστικής
εποχής χωρίς καμία αμφιβολία κρατούσε κεντρική θέση σε ό,τι δεν ήταν φιλοσοφία,
με το πέρασμα του χρόνου υποχρεώθηκε να ανεχθεί σημαντικές αντίζηλες κοντά της.
Πρώτα πρώτα ήταν η Πέργαμος, που με επιδέξια στήριξη στη Ρώμη κι εκμετάλλευση της
φιλονικίας των Διαδόχων στη Μικρασία κατόρθωσε να ιδρύσει ένα σημαντικό κράτος.
[Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής
Λογοτεχνίας, Albin
Lesky]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου