Stalin, Truman and Churchill [War Is Hell Store]
Ευάγγελου
Αβέρωφ-Τοσίτσα «Φωτιά και τσεκούρι!» [απόσπασμα]
Τα
προεόρτια
Ο κώδων του κινδύνου κτυπάει μακριά.
Όταν διεξήγοντο διαπραγματεύσεις για τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Δεύτερος
Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει. Η νίκη διαφαινόταν, αλλά τα
πολεμικά όπλα φόνευαν ακόμη πολλούς ανθρώπους. Δεν ήταν γνωστό ακόμη πότε τα
πυροβόλα θα έπαυαν να βροντούν, προπάντων στον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου οι Ιάπωνες
έκαναν πολύ δύσκολες τις προσπάθειες των Αμερικανών για την τελική νίκη. Το
χαρούμενο αλλά κατά βάθος τρομακτικό συνθηματικό τηλεγράφημα που ο Τρούμαν
έλαβε στο Πότσνταμ -«τα βρέφη γεννήθηκαν καλά»- δεν είχε ακόμη αποσταλεί: η
ατομική βόμβα δεν ήταν ακόμη έτοιμη.
Η Μεγάλη Συμμαχία διατηρούσε πάντα
αρκετούς ισχυρούς δεσμούς. Η συνεργασία, παρά μερικές βαθιές διαφωνίες και
μερικές ακόμη βαθύτερες απογοητεύσεις, ήταν κατ’ αρχήν καλή και φαινομενικώς
άριστη.
Στη Γιάλτα όμως (4-11 Φεβρουαρίου
1945), όπου το ευρύτερο κοινό νόμιζε επί μάκρον ότι όλα τα μεταπολεμικά
προβλήματα είχαν λυθεί, τίποτε δεν είχε βρει την πραγματική του λύση. Αντίθετα,
η αρρώστια και οι αδυναμίες του Ρούζβελτ, από το ένα μέρος, η ισχυρή θέση, η
έλλειψη δισταγμών και η δεξιοτεχνία του Στάλιν, από το άλλο μέρος, είχαν
δημιουργήσει τεράστια προβλήματα.
Αλλά με την εύρεση «φόρμουλας» που
ικανοποιούσε τον ισχυρό και πονηρό άνδρα, και που εξάλλου έσωζε τα προσχήματα,
αποφεύγονταν οι σοβαρές έριδες, είχε επιτευχθεί μια ικανοποίηση, διεκηρύσσετο
μάλιστα ότι όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Ευτυχία ρεαλιστού για τον Στάλιν,
ευφορία ετοιμοθανάτου ιδεαλιστού για τον Ρούζβελτ, πολύ αμφίβολη ικανοποίηση
για τον Τσώρτσιλ.
Ο πρώτος γνώριζε ότι είχε κερδίσει σε
όλα περίπου τα σημεία: με παραχωρήσεις καθαρώς τυπικές, είχε επιτύχει ό,τι
ήθελε στην Πολωνία, για την ανεξαρτησία της οποίας είχε εξαπολυθεί αυτός ο
απίστευτος πόλεμος, στην Πολωνία που είχε τόσο αγωνισθεί, που είχε χύσει τόσο
αίμα, που είχε πάντα 170.000 μαχητάς επί συμμαχικών εδαφών. Επιπλέον, ο Στάλιν
συμμετείχε στις «ζώνες κατοχής της Γερμανίας», πράγμα που κατ’ ουσίαν
προετοίμαζε τον διαμελισμό του Ράιχ. Εξάλλου, εξησφάλιζε ότι τα συμμαχικά
στρατεύματα -τα αμερικανικά προ παντός- θα αποσύρονταν από τις ευρείες περιοχές
που είχαν απελευθερωθεί. Τέλος, αποκτούσε πολύ μεγάλα προνόμια στην Άπω
Ανατολή, τόσο στην ηπειρωτική Ασία όσο και στο Αρχιπέλαγος προς δυσμάς και προς
βορράν της Ιαπωνίας, εναντίον της οποίας δεν είχε κηρύξει ακόμη τον πόλεμο. Το
έκαμε αργότερα, μετά την ατομική βόμβα της Χιροσίμα και πριν από την ατομική
βόμβα του Ναγκασάκι..
Αν ο πρώτος «γνώριζε», ο δεύτερος, ο
Ρούζβελτ, «πίστευε» ότι ήταν ο εμπνευστής και ο διαιτητής μιας νέας περιόδου
ειρήνης και αδελφοσύνης. Ετοιμοθάνατο, τον άφησαν να πιστεύει και
εκμεταλλεύονταν την ευφορία του.
Ο τρίτος «καταλάβαινε», και γι’ αυτό
μαχόταν με όλη τη δύναμη του χαρακτήρος του και με όλη τη διεισδυτικότητα του
πνεύματός του. Αλλά γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον ότι η χώρα του εμφανιζόταν
ακόμη ως Μεγάλη Δύναμις, ενώ πράγματι δεν ήταν. Αδυνατώντας να αντιδράσει,
υποχωρούσε, και είχε συνείδηση του πράγματος. Με την εξαίρεση της Ελλάδος, όπου
είχε κερδίσει, γνώριζε ότι παντού αλλού είχε το πολύ σώσει τα προσχήματα, ή
είχε εξασφαλίσει δευτερεύοντα σημεία, και πολλά από αυτά, μάλιστα, προσωρινώς.
Παρά τις τότε επίσημες δηλώσεις του, τα γραπτά του της εποχής εκείνης, γνωστά
σήμερα, αποδεικνύουν ότι αυτές ήταν οι πραγματικές του σκέψεις. Ήταν ανήσυχος.
Και έγινε πολύ περισσότερο ανήσυχος τους επόμενους μήνες, λόγω της τροπής των
γεγονότων παντού στην Ευρώπη, όπου προήλαυναν τα σοβιετικά στρατεύματα. Τώρα
όμως είχε απέναντί του συνομιλητή στον οποίο μπορούσε να εξηγήσει τις ανησυχίες
του.
Στις 12 Απριλίου του 1945 πέθανε ο
Ρούζβελτ. Τη θέση του κατέλαβε ο Αντιπρόεδρός του, ένας επαρχιώτης έμπορος
ειδών ρουχισμού και κιγκαλερίας, που είχε διακριθεί στο δημόσιο βίο βάζοντας
τάξη σε μερικά καθαρώς εσωτερικά ζητήματα. Είχε όμως κοινό νου και δυνατό
χαρακτήρα. Ονομαζόταν Χάρρυ Τρούμαν. Οι σημαντικότεροι συνεργάτες του -που
σχεδόν όλοι ήταν συνεργάτες του Ρούζβελτ- καλλιέργησαν από την πρώτη ημέρα τις
ανησυχίες του ως προς τη σοβιετική εξάπλωση.
Ο Τσώρτσιλ τους βοήθησε επανειλημμένως,
χρησιμοποιώντας το σαφές και περίλαμπρο ύφος του. Αξίζει να μνημονευθή εν
προκειμένω το μήνυμά του της 12ης Μαΐου, για το οποίο, πολύ
αργότερα, εξεδήλωνε ο ίδιος μια ιδιαίτερη αδυναμία. Μια έκφραση που έπειτα
καθιερώθηκε παγκοσμίως, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά. Το μήνυμα ήταν το
ακόλουθο:
«Ένα σιδηρούν παραπέτασμα έπεσε στο
μέτωπο. Αγνοούμε τι συμβαίνει πίσω του. Φαίνεται πολύ πιθανόν ότι το σύνολο των
περιοχών που βρίσκονται ανατολικώς της γραμμής Λύμπεκ-Τεργέστη-Κέρκυρα, θα
είναι προσεχώς στα χέρια τους. Πρέπει να προσθέσουμε σ’ αυτές τις περιοχές τις
εκτεταμένες περιοχές που κατέκτησαν τα αμερικανικά στρατεύματα μεταξύ Άιζεναχ
και Έλβα, οι οποίες, υποθέτω, θα καταληφθούν υπό των Ρώσων μέσα σε μερικές
εβδομάδες, όταν θα αποσυρθούν τα στρατεύματά σας... Εντός ολίγου θα είναι
εύκολο για τους Ρώσους να προχωρήσουν, αν το θέλουν, έως τις ακτές της Βορείου
Θαλάσσης και της Αδριατικής... Είναι αναμφισβητήτως ζωτικής σημασίας να έλθουμε
τώρα σε μια συνεννόηση με τη Ρωσία ή να δούμε καλά που βρισκόμαστε ως προς
αυτήν, πριν να εξασθενίσουμε θανασίμως τους στρατούς μας ή να τους
αναδιπλώσουμε στις ζώνες κατοχής».
Απευθυνόταν σε κατάλληλο δέκτη για να
συνεχίσει την πολιτική του. Ο ίδιος δεν εστερείτο μόνο των μέσων για να την
εφαρμόσει αλλά μετά από δύο μήνες έχανε κάθε εξουσία. Όπως είναι γνωστό, κατά
τη διάρκεια της Διασκέψεως του Πότσνταμ ο Τσώρτσιλ έχανε τις πρώτες μεταπολεμικές
εκλογές και αντεκατεστάθει από τον Αρχηγό των Εργατικών, τον Άττλη.
Ο Χάρρυ Τρούμαν παρέλαβε την
τσωρτσιλιανή σημαία, και την κράτησε με άλλο ύφος αλλά με πολύ περισσότερα μέσα.
Άλλωστε, στα τεράστια μέσα που διέθετε η χώρα του, προσετίθετο ένα όπλο που
ανέτρεπε τα δεδομένα του πολέμου και που κανένας άλλος δεν διέθετε τότε: το
ατομικό όπλο, που με δύο βολές (Χιροσίμα -6 Αυγούστου 1945, Ναγκασάκι -9
Αυγούστου 1945) τελείωνε τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας.
Οι προστριβές μεταξύ Ουάσιγκτον και
Μόσχας υπήρξαν πολλές, επικίνδυνες, και συχνά αφορούσαν βασικά ζητήματα. Μεταξύ
των σοβαροτέρων πρέπει να μνημονευθή το θέμα της Αυστρίας, όπου ο Στάλιν
φαινόταν να θέλει να εγκατασταθεί ως κυρίαρχος. Εξίσου σοβαρό ήταν το θέμα της
περιοχής και της πόλεως της Τεργέστης, που είχε κεφαλαιώδη σημασία για τον
ανεφοδιασμό των πολυάριθμων συμμαχικών φρουρών της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά που
ο Τίτο «αποϊτάλιζε» και πρακτικώς προσαρτούσε.
Τα δύο αυτά ζητήματα προεκάλεσαν πολλές
προστριβές, το δεύτερο μάλιστα οδήγησε και σε σημαντική συγκέντρωση
στρατευμάτων κοντά στη διεκδικούμενη και αμφισβητούμενη πόλη. Τελικώς, με
πολλές δυσκολίες, επετεύχθη συμβιβαστική λύση.
Την εποχή λοιπόν του Πότσνταμ μπορεί
κανείς να πει ότι ήδη το πνεύμα της Μεγάλης Συμμαχίας δεν υπήρχε πλέον. Παρ’
όλα αυτά, δεν είχε επέλθει ρήξη και, παρά τις διάφορες διαφωνίες, είχε επέλθει
συμφωνία επί μερικών δευτερευόντων θεμάτων, και ως προς τη λειτουργία του
Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Δεν μπορούσε ακόμη να γίνη λόγος περί «Ψυχρού
Πολέμου».
Οι πρώτες εκδηλώσεις του επρόκειτο να
εμφανισθούν μετά από λίγους μήνες. Εμφανίσθηκαν στον νότο, στο Ιράν και την
Τουρκία.
Είναι πολύ χρήσιμο να σκιαγραφηθή εδώ η
ιστορία των εκδηλώσεων αυτών. Απησχόλησαν όμως και οι δύο για τόσους μήνες τη
διεθνή πολιτική, ώστε αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο αν η σκιαγράφηση
περιορισθεί και απλουστευθεί στο έπακρο.
Κατά το τέλος του 1941, στη χειρότερη
για τους Συμμάχους φάση του πολέμου, αγγλικά και σοβιετικά στρατεύματα
κατέλαβαν το Ιράν (Περσία). Οι δύο Κυβερνήσεις δήλωσαν αμέσως ότι τα
στρατεύματά τους θα αποσύρονταν τους πρώτους έξι μήνες μετά το τέλος του
πολέμου. Η δήλωση αυτή επανελήφθη από τους Τρεις Μεγάλους όταν συναντήθηκαν
στην Τεχεράνη.
Όταν όμως τελείωσε ο πόλεμος και πέρασε
το πρώτο εξάμηνο, η Μόσχα, που είχε εν τω μεταξύ εντόνως υποστηρίξει τοπικά
χωριστικά κινήματα, απέσυρε μεν τα στρατεύματά της από την Τεχεράνη αλλά όχι
από την υπόλοιπη χώρα. Δεν τα απέσυρε ούτε μετά τις 2 Μαρτίου 1946, ημερομηνία
που, έπειτα από πολλές πιέσεις και διαπραγματεύσεις, είχε ορισθή ως τελική
προθεσμία της πλήρους εκκενώσεως.
Η Ιρανική Κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, είχε
δύο φορές απασχολήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας με την απειλή αυτή κατά της
ειρήνης, αλλά το Συμβούλιο δεν μπόρεσε να λύσει το θέμα.
Τα πράγματα χειροτέρευσαν. Οι
θορυβώδεις όσο και μεγάλες απεργίες, η ζωηρή δραστηριότης των διαφόρων
αυτονομιστικών ομάδων και η υποστήριξή τους -κρυφή ή και επίσημη- από τη Μόσχα,
οι οξείς απειλές της τελευταίας, που σαφώς απέβλεπαν στην παραχώρηση
εκμεταλλεύσεως πετρελαιοφόρων περιοχών, όλα αυτά δημιουργούσαν ατμόσφαιρα
χάους. Το Ιράν εθεωρείτο τότε πυριτιδαποθήκη, και καπνός φαινόταν να βγαίνει
από τη στέγη της.
Από το άλλο μέρος στο Λονδίνο, αν με το
σχηματισμό της κυβερνήσεως των Εργατικών «ένα άδειο ταξί σταμάτησε στην
Ντάουνινγκ Στρητ 10 (την κατοικία του Πρωθυπουργού) και ο άνθρωπος που κατέβηκε
από αυτό ήταν ο Άττλη!» ή αν «ο Άττλη ήταν ένα πρόβατο ντυμένο πρόβατο»
(εκφράσεις του Τσώρτσιλ, κατά τον Chastenet), ο Βρετανός Πρωθυπουργός, ο Άττλη,
είχε Υπουργό των Εξωτερικών το γιο ενός αστυνομικού που είχε εργασθεί ως
εργάτης αγροκτήματος και λιμενεργάτης: τον Έρνεστ Μπέβιν. Αυτός ο φανατικός
σοσιαλιστής συνεννοείτο καλύτερα με τον έμπορο ειδών ρουχισμού και κιγκαλερίας
παρά με τον τσάρο του σοσιαλισμού. Το καλοκαίρι του 1946 δεν αρκέσθηκε πλέον
στις λέξεις: έπειτα από μερικά τοπικά επεισόδια, απέστειλε επειγόντως βρετανικά
στρατεύματα στην ιρανική ακτή που βρίσκεται απέναντι από τις μεγάλες
εγκαταστάσεις της εταιρείας πετρελαιοειδών «Άγγλο-Ιράνιαν», στο Αμπαντάν.
Αν τα κείμενα το διπλωματικών
διακοινώσεων δεν το έλεγαν, το ύφος τους και τα γεγονότα δεν άφηναν πλέον καμία
αμφιβολία ως προς τη δυνατότητα μιας στρατιωτικής αγγλοαμερικανικής επεμβάσεως.
Ευτυχώς, δεν χρειάσθηκε.
Τον χειμώνα, ο στρατός του Ιράν,
μολονότι πολύ αδύνατος, κατετρόπωσε τους αυτονομιστάς, που κατέφυγαν πέραν των
συνόρων, όπου βρίσκονταν ισχυρές σοβιετικές δυνάμεις. Εξάλλου, οι σοβιετικές
μονάδες απεσύρθησαν από το Ιράν, και η Μόσχα εγκατέλειψε τις αξιώσεις για
παραχωρήσεις πετρελαιοφόρων περιοχών. Το επόμενο καλοκαίρι διεξήχθησαν γενικές
εκλογές και εξελέγη Κοινοβούλιο με σαφή αντισοβιετική πλειοψηφία.
Η Σοβιετική Ένωση, παρά τις απειλές
της, και παρά τις τοπικές στρατιωτικές προετοιμασίες της, δεν εκινήθη. Αλλά η
κατάσταση είχε αχθή στις παραμονές ενός νέου Μεγάλου Πολέμου!... Και αυτό
μεταξύ χωρών που είχαν μόλις πολεμήσει η μία δίπλα στην άλλη επί τέσσερα
χρόνια... Αν όμως ο πόλεμος είχε αποφευχθεί -ίσως λόγω του μονοπωλίου των
ατομικών όπλων- οι οιωνοί προανήγγελαν τώρα ένα άλλο είδος πολέμου, που θα
ονομαζόταν «ο Ψυχρός Πόλεμος».
Προκειμένου περί «οιωνών», μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί ο πληθυντικός, έστω και αν λαμβάνονταν υπ’ όψιν μόνον τα πάρα
πολύ σοβαρά περιστατικά. Πράγματι, έπειτα από λίγο καιρό, η στάση της Μόσχας
έναντι της Άγκυρας γεννούσε άλλες ανησυχίες.
Οι σχέσεις μεταξύ της Αυτοκρατορίας των
Τσάρων και της Αυτοκρατορίας των Σουλτάνων υπήρξαν επί αιώνες ιδιαιτέρως κακές
και προεκάλεσαν πολλούς πολέμους. Η βαθύτερη αιτία -δεν ήταν η μόνη- ήταν ότι η
Αυτοκρατορία του Βορρά, η Ρωσία, είχε ανάγκη ελευθέρας διεξόδου στις θερμές
θάλασσες που περιέβρεχαν την Αυτοκρατορία του Νότου, την Τουρκία.
Οι δύο Αυτοκρατορίες άλλαξαν ριζικά
μεταξύ 1917 και 1922, και ο νέος κυρίαρχος του Βορρά υπήρξε ο πρώτος που
βοήθησε τον νέο κυρίαρχο του Νότου να σταθεροποιήσει οριστικά την εξουσία του.
Έτσι, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών υπήρξαν εξαίρετες εφόσον διοικούσαν οι
πρωταγωνισταί, ο Λένιν και ο Ατατούρκ, και οι διάδοχοί τους, ο Στάλιν και ο
Ινονού.
Η προσπέλαση των θερμών θαλασσών,
πρόβλημα που η εξέλιξη των θαλασσίων μεταφορών διηύρυνε πέραν των πλαισίων των
δύο Αυτοκρατοριών, μετά από μια πρώτη διμερή συνεννόηση, βρήκε το 1936 μια γενικότερη
λύση, που είχε θεωρηθεί οριστική. Έπειτα από πολλή μελέτη και διαπραγματεύσεις
σε πολλές πρωτεύουσες, υπεγράφη στο Μοντρέ της Ελβετίας μια πολυμερής συμφωνία,
επί των ακολούθων γραμμών, που γενικότατα διατυπώνονται εδώ: Εν καιρώ ειρήνης,
η διέλευση του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων θα ήταν ελεύθερη για όλα τα
εμπορικά πλοία. Ελεύθερη θα ήταν επίσης η διέλευση των πολεμικών πλοίων των
χωρών που είχαν ακτές στη Μαύρη Θάλασσα. Η Τουρκία, κυρίαρχος των Στενών, θα
μπορούσε να απαγορεύσει τη διέλευση πολεμικών πλοίων εν περιπτώσει πολέμου ή
απειλής πολέμου.
Οι σχέσεις των δύο χωρών άρχισαν να
ψυχραίνωνται μετά τη σύναψη του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, και προεκλήθησαν
πολλά επεισόδια, μάλλον δευτερευούσης σημασίας, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ινονού, παρά τα διάφορα σύμφωνα αμοιβαίας βοηθείας που
είχε υπογράψει, κράτησε με πολλή περίσκεψη τη χώρα του στη θέση του «μη
εμπολέμου». Και άλλαζε τη θέση αυτή, λίγο-λίγο, σύμφωνα με την πορεία των
επιχειρήσεων. Αυτό μαρτυρούσε ακόμη περισσότερη περίσκεψη.
Αλλά οποιοδήποτε είδος περισκέψεως είχε
μικρή αξία για τον Στάλιν. Μόλις ο ίδιος αισθάνθηκε τη δική του θέση πολύ
ισχυρότερη, άλλαξε και εκείνος στάση έναντι της Τουρκίας. Για να μνημονευθούν
μόνο τα ουσιωδέστερα, σημειώνεται εδώ ότι στη Μόσχα, όταν έγινε η συμφωνία για
την κατανομή επιρροών στα Βαλκάνια, ο Στάλιν ήγειρε το θέμα των Στενών: οι
συμφωνίες του Μοντρέ έπρεπε να αναθεωρηθούν.
Το ήγειρε και πάλι στη Γιάλτα. Μετά από
τέσσερεις μήνες, κατά τη διάρκεια απευθείας συνεννοήσεων με την Τουρκική
Κυβέρνηση, η Μόσχα ήγειρε τα ακόλουθα θέματα: αναθεώρηση του καθεστώτος που
είχε ορισθή στο Μοντρέ, εγκατάσταση μιας σοβιετικής βάσεως εντός των
Δαρδανελλίων, και επιστροφή στη Ρωσία τριών διαμερισμάτων της κατεχομένων από
την Τουρκία από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο κώδων του κινδύνου είχε πάλι σημάνει.
Σήμανε πιο καθαρά όταν ο Γεωργιανός, ο
Αρχιστράτηγος Πασών των Ρωσιών, μίλησε για τα Στενά στην υψηλότερη στάθμη της
Συμμαχίας, στο Πότσνταμ: η Τουρκία δεν έπρεπε να έχει πλέον το δικαίωμα να
κλείνει τα Στενά σε οποιανδήποτε περίπτωση, και η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να
έχει μια μόνιμη βάση στο Αιγαίο. Στον Τσώρτσιλ καθόρισε τότε ότι η βάση αυτή
έπρεπε να είναι το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης (ανέφερε το τουρκικό όνομα της
πόλεως, «Δεδεαγάτς»), της τελευταίας πόλεως επί ελληνικού εδάφους, προ των
ελληνοτουρκικών συνόρων, στη Θράκη.
Κανείς δεν υπεχώρησε. Αλλά ο Στάλιν
επανήρχετο επί των αξιώσεών του, επέμενε επί διαφόρων επιχειρημάτων του,
αγνοούσε συμβιβαστικές προτάσεις που διεβίβαζε η Ουάσιγκτον, και τελικά έστειλε
σοβιετικά στρατεύματα κατά μήκος των συνόρων της χώρας του προς την Τουρκία.
Η κρίση φάνηκε επικείμενη τον Αύγουστο
του 1946.
Η Συμφωνία του Μοντρέ προέβλεπε ότι
μετά από δέκα χρόνια θα ανανεωνόταν σιωπηρά, αν κανείς από τους συμβαλλομένους
δεν ζητούσε την αναθεώρησή της. Η Σοβιετική Ένωση, λοιπόν, ζήτησε την
αναθεώρηση προ της λήξεως της προθεσμίας, και κοινοποίησε την αίτησή της στην
Ουάσιγκτον και το Λονδίνο. Η Μόσχα αποδεχόταν συγχρόνως ένα συμβιβασμό που είχε
προ πολλού προταθεί από τους Αμερικανούς χωρίς εκείνοι να έχουν λάβει ποτέ
καμιά απάντηση, αλλά προσέθετε μια ρήτρα κάπως ασαφή, αν και ξεκάθαρη στην
ουσία της: η άμυνα των Στενών θα εξασφαλιζόταν από κοινού από την Τουρκία και
τη Σοβιετική Ένωση.
Η Ουάσιγκτον δεν άργησε να λάβει
επισήμως θέση υπέρ της τουρκικής απόψεως, και αυτό με διατυπώσεις απολύτως
κατηγορηματικές. Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία ως προς τις συνέπειες
που θα μπορούσε να έχει το πράγμα, έσπευδε να στείλει μια ισχυρή ναυτική μοίρα
και ένα από τα μεγαλύτερα αεροπλανοφόρα της να πλαισιώσουν το μόνο αμερικανικό
θωρηκτό που βρισκόταν τότε στη Μεσόγειο.
Το Λονδίνο και το Παρίσι υπεστήριξαν
ζωηρά την τολμηρή ενέργεια του Τρούμαν, και ο Στάλιν δεν εκινήθη. Καθένας
αντιλαμβανόταν ότι κατά πάσαν πιθανότητα το μονοπώλιο της ατομικής βόμβας είχε
πάλι δώσει τη λύση.
Αλλά καθένας αντιλαμβανόταν επίσης ότι
ο κώδων του κινδύνου είχε πάλι σημάνει το καλοκαίρι του 1946. Κατά τη διάρκεια
ενός έτους, είχε σημάνει στην Αλεξανδρούπολη, στην Τεχεράνη, στην
Κωνσταντινούπολη...
Όταν κανείς σκέπτεται τον ελληνικό
ανταρτοπόλεμο, πρέπει πάντοτε να στοχάζεται αυτά τα γεγονότα, που η έννοιά τους
είναι βαθειά και τρομακτική. Γιατί, αφού προετοιμάσθηκε επί ένα περίπου χρόνο,
ο ελληνικός ανταρτοπόλεμος άρχισε στα μέσα του 1946. Όταν ο κώδων του κινδύνου
σήμαινε από την Κασπία Θάλασσα μέχρι του Αιγαίου Πελάγους. Όταν με πιέσεις και
στρατιωτικές προετοιμασίες σε άλλες περιοχές προσπαθούσαν να καταλήξουν εκεί
όπου θα κατέληγε ο ανταρτοπόλεμος, αν είχε επιτύχει. Όταν αλλού είχε μόλις
αποφευχθεί ένοπλη αναμέτρηση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων του κόσμου...
Δεν ήταν, δεν μπορούσε να είναι
σύμπτωση.
Βάρκιζα. Το
νέο καθεστώς. Θα πίστευε κανείς ότι μετά από την ολοκληρωτική ήττα του
ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ήττα στρατιωτική, πολιτική και ηθική, η Συμφωνία της Βάρκιζας θα
συνήπτετο εύκολα.
Δεν συνέβη όμως αυτό. Χρειάσθηκαν δέκα
περίπου ημέρες για να γίνουν δεκτοί οι όροι του Σιάντου για τη σύγκληση της
Διασκέψεως, και πλέον των δέκα ημερών για να επιτευχθεί συμφωνία.
Αυτό ήταν φυσικό, εφόσον η
αντιπροσωπεία του ΕΑΜ δεν έπαιρνε τη θέση του ηττημένου, αλλά τη θέση του ίσου
προς ίσον και γινόταν και θρασεία, ισχυριζόμενη ότι υφίσταται κακή μεταχείριση.
Αποδείξεις περί αυτού υπάρχουν πολλές. Ας μνημονευθεί μία, που αφορά την πρώτη
ημέρα της Διασκέψεως: ο Σιάντος ζητούσε τη συμμετοχή του Κ.Κ.Ε. στην Κυβέρνηση
και χορήγηση γενικής αμνηστίας. Θέση διαπραγματεύσεως, ίσως, αλλά δεδομένων των
συνθηκών της εποχής, η θέση αυτή έδειχνε τη γραμμή την οποία το Κόμμα θα
ακολουθούσε.
Η γραμμή αυτή του απέδωσε εξαιρετικά
αποτέλεσματα. Η Συμφωνία είναι ένα μακρό κείμενο, χιλίων πεντακοσίων περίπου
λέξεων, χωρισμένο σε εννέα κεφάλαια που αφορούν τα ακόλουθα: την αποκατάσταση
των προσωπικών ελευθεριών, την κατάργηση του Στρατιωτικού Νόμου, την αμνηστία,
τους ομήρους, τον Εθνικό Στρατό, την αποστράτευση του ΕΛΑΣ, την εκκαθάριση των
Δημοσίων Υπηρεσιών, την εκκαθάριση των Υπηρεσιών Ασφαλείας, το Δημοψήφισμα επί
του καθεστωτικού και τις Εκλογές. Ως προς τις τελευταίες, συμφωνήθηκε ότι θα
γίνονταν μετά το Δημοψήφισμα.
Με τη συμφωνία αυτή το Κ.Κ.Ε. προέβαινε
σε ορισμένες παραχωρήσεις. Η πρώτη ήταν βασική και αποτελούσε προϋπόθεση της
όλης Συμφωνίας: επρόκειτο για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και την παράδοση των
όπλων «κατά τους λεπτομερείς όρους του πρωτοκόλλου του καταρτισθέντος υπό
Επιτροπής εξ ειδικών». (Στην πραγματικότητα, όπως ανεφέρθη παραπάνω,
παρεδόθησαν περισσότερα όπλα από όσα είχε προβλεφθή.)
Μια άλλη παραχώρηση, αναπόφευκτη, αλλ’
από μιας απόψεως μάλλον πλεονεκτική για το Κ.Κ.Ε., ήταν ότι το Κ.Κ.Ε.
ανεγνώριζε ως χρήσιμη τη δημιουργία ενός Εθνικού Στρατού. Χαρακτηρίζεται όμως η
παραχώρηση αυτή ως μάλλον ευνοϊκή για το Κόμμα, γιατί «αι κοινωνικαί και
πολιτικαί αντιλήψεις των πολιτών, οι οποίοι θα υπηρετούν εις τον Στρατόν, θα
ήσαν σεβασταί».
Μια τρίτη παραχώρηση είναι τόσο
επαίσχυντη και τόσο ανεξήγητη, ώστε το Κόμμα φαίνεται μάλλον να τη θέλησε για
να διωχθούν πολλοί δραστήριοι κομμουνισταί και να διατηρήσουν τον φανατισμό
τους. Πράγματι, η Συμφωνία προέβλεπε ότι στην Αθήνα και τον Πειραιά θα
χρειαζόταν ένταλμα συλλήψεως προκειμένου να συλληφθούν πολίτες, αλλά ότι στην
υπόλοιπη Χώρα, μέχρι της αποκαταστάσεως των Διοικητικών, Δικαστικών και
Στρατιωτικών Αρχών, αυτό μπορούσε να γίνει και χωρίς ένταλμα συλλήψεως. Αλλά
προ παντός στην επαρχία ο κόσμος ζητούσε εκδίκηση, γιατί εκεί ο ένας γνώριζε
και συναντούσε τον άλλον. Με τα συμφωνηθέντα λοιπόν, εκ της φύσεως των
πραγμάτων, είχαν μικρότερη προστασία εκείνοι που τη χρειάζονταν περισσότερο.
Στο ίδιο πλαίσιο των σκέψεων πρέπει να
μνημονευθεί η ρήτρα περί αμνηστίας, η οποία, δεδομένης της ατμόσφαιρας της
εποχής επέτρεπε ερμηνείες ολέθριες για όλους εκείνους που δεν βρίσκονταν
επικεφαλής του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Πράγματι, εξηρούντο της αμνηστίας όλοι όσοι είχαν εις
βάρος τους εγκλήματα του Ποινικού Δικαίου, «τα οποία δεν ήσαν απολύτως
απαραίτητα δια την εκτέλεσιν του πολιτικού εγκλήματος».
Και εδώ δεν θα ήταν εύκολο να πει
κανείς αν επρόκειτο περί παραχωρήσεως ή περί εξαιρέτου μέτρου για να γίνει
ευκολότερη η δίωξη στοιχείων της Άκρας Αριστεράς από στοιχεία της Άκρας Δεξιάς.
Αλλά παραχώρηση ή όχι, θλιβερή πονηρία ή λάθος απροσεξίας, το γεγονός είναι ότι
κατά τα υπόλοιπα και ως σύνολο η Συμφωνία της Βάρκιζας υπήρξε ανέλπιστη
επιτυχία για το Κ.Κ.Ε.
Είχε υποστεί πανωλεθρία σε όλα τα
μέτωπα, και τα όπλα που προσπαθούσε να κρύψει δεν μπορούσαν να το βοηθήσουν
εκείνη τη στιγμή. Βεβαίως, οι πιστοί, οι αγνοί, δεν ηρνούντο το Κόμμα. Αλλά
περίπου όλοι κρύβονταν, και περισσότεροι από 3.000 από αυτούς κατέφυγαν πέρα από
τα σύνορα, προπάντων στη Γιουγκοσλαβία. (Μεγαλύτερος αριθμός παλαιών ανταρτών
τους ακολούθησε αργότερα, μετά τις πρώτες συλλήψεις.) Εξαιρουμένων όμως των
πιστών, όλοι οι άλλοι, και οι συνοδοιπόροι, εξαφανίζονταν, σιωπούσαν, ή
μιλούσαν για να τους αποδοκιμάσουν. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού
κηρύχθηκε εναντίον του Κόμματος, και μέρος του πληθυσμού -αποτελούμενο
προπάντων από εκείνους που οι συγγενείς τους είχαν εκτελεσθεί- ζητούσε αυστηρές
τιμωρίες, ή ακόμη κάποτε και έπαιρνε εκδίκηση χωρίς να περιμένει κανενός είδους
δίκη. Οι πολιτικοί άνδρες, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, ήταν όλοι εναντίον του
ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, γιατί αυτοί αντιλαμβάνονταν καλύτερα ότι ο τελικός σκοπός της
Οργανώσεως ήταν η κατάλυση της Δημοκρατίας.
Ο Αρχηγός του Κέντρου, ο υπέργηρος
Σοφούλης, ο πρωταγωνιστής της γνωστής Συμφωνίας με την Άκρα Αριστερά, το 1936,
ήταν γνωστός την εποχή εκείνη ως ένας από τους πιο οξείς επικριτάς του
ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Τέλος, οι Αρχές, αν δεν απετελούντο από εαμίτες που παρέμεναν πιστοί,
είχαν παρασυρθεί σε σοβαρό ποσοστό από τη γενική εχθρότητα.
Με δυο λέξεις, τις πρώτες εβδομάδες του
1945, αν είχε κανείς συμμετάσχει στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, δύσκολα μπορούσε να ζήσει σε ένα
χωριό ή σε μικρή πόλη. Έπρεπε να χαθεί στην ανωνυμία της μεγαλουπόλεως.
Ενώ λοιπόν αυτά ήταν τα πραγματικά
δεδομένα της καταστάσεως, με τις Συμφωνίες της Βάρκιζας το Κ.Κ.Ε. αποκτούσε
καθεστώς νομίμου πολιτικού κόμματος, με τις εφημερίδες του να κυκλοφορούν
ελεύθερα, με τα μέλη του δεκτά στις Ένοπλες Δυνάμεις και στις Υπηρεσίες
Ασφαλείας (εφόσον, βέβαια, καλύπτονταν από την αμνηστία) και τέλος με την
Κυβέρνηση υποχρεωμένη να εξασφαλίζει «τας ατομικάς ελευθερίας, το δικαίωμα του
συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερίαν του εκφράζεσθαι δια του
τύπου... και ειδικότερον της πλήρους αποκαταστάσεως των ελευθεριών των
συνδικαλιστικών ενώσεων».
Ποτέ, ίσως, στην Ιστορία ένας ηττημένος,
που είχε πλήρως συντριβεί, δεν αποκτούσε τόσο γρήγορα, και παρά το κύμα μίσους
και βίας, μια αποκατάσταση τόσο πλήρη.
Τα αίτια της επιτυχίας αυτής του Κ.Κ.Ε.
υπήρξαν διάφορα. Το σημαντικότερο, αναμφισβήτητα, υπήρξε η ισχυρή πίεση που οι
Βρετανοί, οι οποίοι ανεφοδίαζαν τη Χώρα, ήσκησαν επί του Αντιβασιλέως, των
μελών της Κυβερνήσεως και των στρατιωτικών. Αυτό δεν ήταν καθόλου εκπληκτικό. Κατηγορούσαν
τότε τους Βρετανούς ότι πολεμούσαν στους δρόμους της πρωτευούσης μιας φιλικής
χώρας, παίρνοντας μέρος σε εμφύλιο πόλεμο, ενώ τα συμμαχικά στρατεύματα
αντιμετώπιζαν τη γερμανική αντεπίθεση στις Αρδέννες.
Η απάντηση στις κατηγορίες αυτές δεν
ήταν εύκολη και δεν αρκούσε απλώς να δίνεται κάποια απάντηση. Έπρεπε να
αποδειχθεί ότι εάν οι Βρετανοί απησχολούντο, μόνοι αυτοί από τους Συμμάχους,
πέραν του κυρίου μετώπου του πολέμου, τουλάχιστον είχαν διαφυλάξει τις
δημοκρατικές ελευθερίες σε μια φιλική χώρα. Και αυτό ήταν τόσο μάλλον
απαραίτητο που η Βάρκιζα προηγείτο της Γιάλτας λίγες ημέρες. Γι’ αυτόν το λόγο,
οι πιέσεις που ησκήθησαν από τον Βρετανό Πρεσβευτή, και ιδίως από τον Στρατηγό
Σκόμπυ, του οποίου το κύρος στην Αθήνα ήταν τεράστιο, υπήρξαν μεγάλες και
επίμονες.
Τα άλλα αίτια είναι δευτερεύοντα. Ο
Αρχιεπίσκοπος, ως άνθρωπος της Εκκλησίας, ήταν υποχρεωμένος να είναι λιγότερο
αυστηρός από τον πολιτικό άνδρα. Ο Πλαστήρας, απών από τη χώρα επί είκοσι έτη
(με μικρές διακοπές), επηρεαζόταν από τις συμβουλές φίλων, παλαιών
συμπολεμιστών του, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν συνδεθεί με το ΕΑΜ. Ο Σαράφης,
στρατιωτικός εμπειρογνώμων στη Βάρκιζα για το ΕΑΜ, ήταν παλαιός και στενός
φίλος του. Εξάλλου, ο Υπουργός των Εξωτερικών και αρχηγός της κυβερνητικής
αντιπροσωπείας στη Βάρκιζα, ο Σοφιανόπουλος, άνθρωπος ευφυέστατος, είχε δεσμούς
από το 1936 με την Άκρα Αριστερά, δεσμούς που αργότερα, όπως θα δούμε,
απεκαλύφθησαν κατά τρόπο πολύ θεαματικό. Τέλος, εάν πολλοί Έλληνες ζητούσαν
εκδίκηση, περισσότεροι, βλέποντας τη συντριβή του ΕΛΑΣ, δεν απέδιδαν καμιά σημασία
στις παραχωρήσεις που θα γίνονταν απέναντί του και ζητούσαν να τελειώσουν οι
διαπραγματεύσεις το ταχύτερο.
Έτσι, το Κ.Κ.Ε., μετά από μια εξέγερση
τόσο αιματηρή και μετά από μια ήττα τόσο πλήρη, απεκατεστάθη απολύτως στα
πλαίσια της νομιμότητας. Και μόλις απεκατεστάθη, προέβη σε ένα θεαματικό
χαιρετισμό.
Το βράδυ της 11ης
Φεβρουαρίου -συνεδρίαζαν ακόμη στη Γιάλτα- ο Σιάντος δήλωσε προς τους ξένους
ανταποκριτάς: «Από τη στιγμή που οι Σύμμαχοι αποφάσισαν ότι ήταν χρήσιμο να
παραμείνουν βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα, το πράγμα ήταν ωφέλιμο...», και
απέδωσε την εαμοβρετανική σύγκρουση σε παρεξήγηση που έπρεπε να λησμονηθεί...
Χρειαζόταν βέβαια πολύ θάρρος και πολύ
αίσθημα πειθαρχίας για να τολμήσει να μιλήσει κατά τέτοιον τρόπο ο άνθρωπος
αυτός, που είχε κατηγορηθεί ότι ακολουθούσε μαλακή γραμμή. Αλλά, ας
επαναληφθεί, συνεδρίαζαν ακόμη στη Γιάλτα, και ο Συνταγματάρχης Ποπώφ βρισκόταν
πάντοτε στην Αθήνα... Ο Στάλιν διέθετε αποστόλους και γνώριζε να τους
χρησιμοποιεί. Άλλωστε, ο Στάλιν, και ανεξαρτήτως της προσωπικής του θέσεως,
έπρεπε να είναι ευτυχής για την αποκατάσταση του Κόμματος.
Οι όροι εν τούτοις της Συμφωνίας της
Βάρκιζας και οι προθέσεις πολλών από όσους έπαιζαν εκείνη την εποχή ηγετικό
ρόλο στην Ελλάδα ήταν ένα πράγμα, η εφαρμογή όμως των προθέσεων στην πράξη ήταν
άλλο πράγμα, εντελώς διαφορετικό.
Αυτό γέννησε τις μεγαλύτερες δυσκολίες,
και μαζί με άλλους παράγοντες άλλης φύσεως, επέδρασε βαθύτατα επί της εξελίξεως
της όλης καταστάσεως στα επόμενα χρόνια.
Η
δύσκολη ανόρθωση, η ανέφικτη συνεννόηση.
Το 1945 υπήρξε για όλη την Ευρώπη ένας χρόνος ιδιαιτέρως δύσκολος. Κατά πάσαν
όμως πιθανότητα, για καμιά χώρα, εκτός από τη Γερμανία, δεν υπήρξε τόσο
δύσκολος όσο για την Ελλάδα.
Όλα έλειπαν. Τα τρόφιμα, ο ρουχισμός,
τα φάρμακα, τα κατοικίδια ζώα, τα μηχανήματα και τα μέσα συγκοινωνίας, όλα
έλειπαν. Για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, και αυτή η κατοικία έλειπε: πολλά
σημεία σημαντικών οικισμών είχαν βομβαρδισθεί, και το ένα πέμπτο περίπου των
χωριών είχε καεί. Χωρίς την ανεκτίμητη βοήθεια της UNRRA και
την ιδιωτική ή οργανωμένη βοήθεια των Ελλήνων του εξωτερικού, το 1945 θα ήταν
ένα έτος πραγματικού λιμού. Υπήρξε χρόνος μεγάλων, πολύ μεγάλων ταλαιπωριών.
Πολλοί συγγραφείς το αγνοούν, όταν
μιλούν για όσα προηγήθησαν του συμμοριτοπολέμου, ή όταν κατηγορούν, άλλοτε την
ανικανότητα των κυβερνήσεων, άλλοτε την απειθαρχία των πολιτών, άλλοτε τη
βουλιμία των μαυραγοριτών ή των κερδοσκόπων, άλλοτε τέλος τις απεργίες που
προκαλούσε το Κ.Κ.Ε. Όλα αυτά δεν ήταν αίτια, ήταν αποτελέσματα, που εκ των
υστέρων γίνονταν δευτερεύοντα αίτια.
Πολλοί σχολιασταί ιστορικών γεγονότων
λησμονούν συχνά μια απλή όσο και βασική αλήθεια: ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες
δεν αποτελούνται από αγγέλους ή από «ρομπότ». Λησμονούν ότι αποτελούνται από
ανθρώπους, η κινητήριος δύναμη των οποίων είναι η ενστικτώδης θέληση αφ’ ενός
να επιζήσουν, αφ’ ετέρου να ικανοποιήσουν τα πάθη τους, τα καλά ή τα κακά πάθη
τους.
Η κατάσταση λοιπόν στην Ελλάδα το 1945
έκανε την επιβίωση πολύ δύσκολη. Τα πάθη και τα μίση ήταν σε έξαψη. Οι
αδυναμίες ήταν αναπόφευκτες, η καλή διοίκηση ήταν αδύνατη.
Στην έλλειψη των αγαθών προσετέθη μια
καταστροφική οικονομική και νομισματική κατάσταση.
Τα ταμεία του Κράτους ήταν, φυσικά,
άδεια, και οι εισπράξεις ασήμαντες.
Το νόμισμα, μετά από την έκδοση κατά
την Κατοχή χαρτονομισμάτων, που κάθε ένα αντιπροσώπευε εκατομμύρια και τελικά
δισεκατομμύρια, είχε καταργηθεί. Και μαζί με το χαρτονόμισμα είχαν εξαφανισθεί
και οι υποχρεώσεις που εκφράζονταν με αυτό. Είχε δημιουργηθεί μια νέα δραχμή,
αλλά υπετιμάτο και αυτή με ταχύ ρυθμό, γιατί το νόμισμα είναι παντού και
πάντοτε η εικόνα της εθνικής οικονομίας και των προβλέψεων που κάνει κανείς για
την εξέλιξή της.
Η ανόρθωση, εξαιτίας των παραγόντων
αυτών, ήταν εξαιρετικά δυσχερής.
Οι απεργίες που συχνά εξαπέλυε το
Κ.Κ.Ε. δεν βοηθούσαν βεβαίως την κατάσταση, αλλά δεν αποτελούσαν τίποτε το
εκπληκτικό: η εργατική τάξη υπέφερε από την ανεργία, από τις κάθε είδους
στερήσεις, από τη συνεχή υποτίμηση των ημερομισθίων.
Βεβαίως, το Κ.Κ.Ε. μπορούσε, αν το
ήθελε, να λιγοστέψει αισθητά τις απεργίες. Αλλά δεν το ήθελε, γιατί για τον
καθορισμό της στάσεώς του επενεργούσε ο άλλος ανθρώπινος παράγων: το πάθος.
Το 1945 τα πάθη δεν είχαν καθόλου
κατασιγάσει. Άλλωστε, εκτός από τις στερήσεις, και άλλοι παράγοντες τα
ερέθιζαν. Είναι αναμφισβήτητο ότι όσοι είχαν συμμετάσχει στον ΕΛΑΣ ήταν τότε το
αντικείμενο πολλών και διαφόρων διώξεων, νομίμων ή παρανόμων, δικαιολογημένων ή
όχι. Οι διώξεις γίνονταν συχνά από πρόσωπα ή από ιδιωτικές οργανώσεις,
οργανώσεις κάποτε αμφιβόλων προθέσεων, όπως π.χ. από τις ομάδες του Μαγγανά
στην Πελοπόννησο και του Σούρλα στη Θεσσαλία. Γίνονταν επίσης διάφορες διώξεις
από κατώτερα όργανα της Διοικήσεως.
Αυτού του είδους οι διώξεις δεν
απήρεσκαν φαίνεται στην ηγεσία του Κόμματος, γιατί βοηθούσαν το παιχνίδι
καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Φανάτιζαν τα μέλη του Κόμματος, συσπείρωναν γύρω
τους έναν ορισμένο αριθμό συνοδοιπόρων «πρωτεξαδέλφων», γέμιζαν τις φυλακές,
αυτά τα λαμπρά Πανεπιστήμια του Κομμουνισμού. Τέλος, προμήθευαν εξαίρετα
επιχειρήματα για τη διεξαγωγή αντεπιθέσεων που η τακτική τους ήταν
ποικιλόμορφη. Το Κόμμα εκμεταλλευόταν με κάθε δυνατό τρόπο την κακή οικονομική
κατάσταση, έστω και χειροτερεύοντάς την. Από το άλλο μέρος, προσπαθούσε να
συγκεντρώνει τις συνδικαλιστικές δυνάμεις σε ένα ευρύ εργατικό μέτωπο, όπου,
χωρίς το Κ.Κ.Ε. να εμφανίζεται πολύ στο προσκήνιο, διηύθυνε από το παρασκήνιο
τις βασικές κινήσεις των συνδικαλιστών. Είναι παντού και πάντοτε το μεγάλο
μυστικό της συνδικαλιστικής κινήσεως, το οποίο οι κυβερνήσεις, γενικώς, δεν
λαμβάνουν αρκετά υπ’ όψιν ή και το αγνοούν: να γίνονται στην αρχή παραχωρήσεις
από το Κόμμα σε πολλά πεδία, αλλά να εξασφαλίζεται η Διοίκηση ή, τουλάχιστο, η
αποφασιστική επιρροή επάνω της. Γιατί η Διοίκηση καθορίζει την πορεία του
Συνδικάτου και όχι τα μέλη του.
Εξάλλου, το Κ.Κ.Ε. κατηγορούσε συνεχώς,
συχνά εντελώς αβάσιμα, τους εχθρούς του ως συνεργάτες του κατακτητού. Ένας
πρόσφατος νόμος περί δοσιλογισμού ήταν πολύ ευρύς στις διατυπώσεις της έννοιας
της συνεργίας και ήταν αυστηρός για τους συνεργάτες πάσης φύσεως, και αυτό
διηυκόλυνε αυτού του είδους τις επιθέσεις.
Το Κόμμα ανέφερε επίσης και κατεδίκαζε
δημόσια κάθε παράβαση των όρων της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Ελέχθη παραπάνω ότι
συχνές υπήρξαν οι παρεμβάσεις αυτές. Πρέπει όμως να προστεθεί ότι οι εφημερίδες
του Κ.Κ.Ε. δεκαπλασίαζαν τις παραβάσεις αυτές και τις παρουσίαζαν με
λεπτομέρειες εξαιρετικά παραποιημένες και εξογκωμένες. Τον Μάρτιο του 1945, οι
αντιπρόσωποι του ΕΑΜ υπέβαλαν μια έντονη έκθεση παραπόνων, συνοδευόμενη από ένα
μακρό κατάλογο σχετικών περιπτώσεων, στον Χάρολντ Μακ Μίλλαν, τότε Πρόσεδρο
Υπουργό για τη Μεσόγειο.
Για να γίνει ανακεφαλαίωση με ένα
γενικό χαρακτηρισμό: ο τόνος του Κ.Κ.Ε. την εποχή εκείνη δεν ήταν ο τόνος της
περισκέψεως και της προσοχής. Ήταν ο τόνος της υπεροψίας και της προκλήσεως.
Κρύβει κανείς καλύτερα την αδυναμία και εμψυχώνει όσους διστάζουν, όταν
προκαλεί.
Βέβαια, όλα αυτά δεν απέδιδαν τους
επιδιωκόμενους καρπούς, γιατί το ακροατήριο είχε πάρα πολύ αλλάξει. Το Κόμμα
ήταν πλέον ο λιγότερο αξιόπιστος συνομιλητής. Η μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων
είχε απλοποιήσει τα πράγματα μέχρι υπερβολής, μέχρι μεγάλης υπερβολής. Αν
κανείς ήταν κάποτε μέλος του ΕΑΜ, έστω και αν δεν ήταν μέλος του Κόμματος, ήταν
αυτομάτως τουλάχιστον ύποπτος. Η συνεργασία με τον εχθρό, υπό την προϋπόθεση
ότι δεν είχε γίνει σε υψηλά επίπεδα ή επί σκοπώ μεγάλων κερδών, εσυγχωρείτο
εύκολα, και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν ακόμη και ανεκτή.
Η ιεραρχία των αξιών είχε ανατραπεί: η
απλούστευση και η γενίκευση ήταν κανόνας για την καθιέρωση της νέας ιεραρχίας.
Οι οδύνες, τα δεινά, τα δάκρυα, οι στερήσεις, ο φόβος του Σιδηρού
Παραπετάσματος, είχαν τοποθετήσει στην κοινή συνείδηση το Κ.Κ.Ε. ως το Κακό υπ’
αριθμόν ένα. Οι συμπαθούντες προς αυτό ήταν το Κακό υπ’ αριθμόν δύο. Οι
αντίπαλοί τους, αντιπροσώπευαν το πνεύμα του Καλού, μόνο και μόνο επειδή ήταν
αντίπαλοί τους.
Ο Τσώρτσιλ και ο Ήντεν, περνώντας από
την Αθήνα κατά το ταξίδι της επιστροφής τους από τη Γιάλτα, δέχθηκαν, μαζί με
τον Σκόμπυ, μια υποδοχή που η ελληνική πρωτεύουσα δεν είχε επιφυλάξει ποτέ σε
κανέναν.
Ο Γεώργιος ο Β΄ γινόταν και πάλι
δημοφιλής, ως σύμβολο της Τάξεως.
Η πίεση της κοινής γνώμης ήταν τόση,
ώστε και αυτοί ακόμη οι σύμμαχοι του Κ.Κ.Ε., τα παλαιά μέλη του ΕΑΜ,
απεμακρύνοντο, και, υπό την ηγεσία του Καθηγητού Σβώλου και του Τσιριμώκου,
δημιουργούσαν τον Απρίλιο ένα νέο κόμμα, την «Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας –
Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος ΕΛΔ-ΣΚΕ», χωρίς όμως να αποκτήσουν λαϊκή βάση.
Οι ηγέτες του Ελληνικού Κομμουνισμού
ανεγνώριζαν, παρ’ όλα αυτά, τους εαυτούς των ηττημένους.
Εκτός της κάπως χαώδους καταστάσεως που
ήδη μνημονεύθηκε, τους βοηθούσε και η πολιτική κατάσταση. Γιατί, αν ο
Αρχιεπίσκοπος-Αντιβασιλεύς κέρδιζε σε κύρος και εθεωρείτο διαιτητής
αντικειμενικός, δυναμικός και χρήσιμος, ο Πλαστήρας, απεκαλύπτετο, το λιγότερο
που μπορεί κανείς να πει, ένας πρωθυπουργός πολύ αδύνατος.
Ήταν θαυμάσιος στρατιώτης, δεν ήταν
ένας επιτελικός, ενώ η ώρα δεν χρειαζόταν τους πρώτους αλλά τους δεύτερους. Δεν
μπορούσε να ασχοληθεί με τα μεγάλα προβλήματα που όφειλε να αντιμετωπίζει, και
συχνά, αναμειγνυόμενος, τα χειροτέρευε. Έβλαψε επίσης το λαϊκό του κύρος
χρησιμοποιώντας παλαιούς του φίλους, οι οποίοι, εν τω μεταξύ, είτε είχαν
εκτεθεί με το Κ.Κ.Ε. είτε, επί Κατοχής, με τον εχθρό. Και, όπως ελέχθη,
εσυγχωρείτο μεν ο μικρός δοσίλογος, αλλά κανείς δοσίλογος δεν ήταν ανεκτός στα
υψηλά επίπεδα της Διοικήσεως. Τέλος, ο Πλαστήρας προεκάλεσε αληθινή οργή, όταν
συνέβη ένα γεγονός χαρακτηριστικό της συγχύσεως στην οποία βρίσκονταν τότε τα
πράγματα: στα Ηνωμένα Έθνη, στο Σαν Φρανσίσκο, ο Υπουργός των Εξωτερικών
Σοφιανόπουλος ψήφισε εναντίον της εισδοχής της Αργεντινής, χώρας φιλικά
διακείμενης προς την Ελλάδα, την υποψηφιότητα της οποίας υπεστήριζαν οι
Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία αλλά πολεμούσε η Σοβιετική Ένωση!
Έτσι, όταν μια πολύ δυσάρεστη επιστολή
του, που γράφτηκε το 1941 προς τον Πρεσβευτή της Ελλάδος στο Βισύ, δημοσιεύτηκε
στις εφημερίδες των Αθηνών -με την επιστολή αυτή απεκαλύπτετο ότι δεν νόμιζε
ότι έπρεπε η Ελλάς να πολεμήσει εναντίον της Ιταλίας-, ο Αντιβασιλεύς επωφελήθη
για να ζητήσει την παραίτησή του και να τοποθετήσει στη θέση του τον Ναύαρχο
Βούλγαρη, άνθρωπο ισχυρό, εξίσου αντιβασιλικό όσο και αντικομμουνιστή.
Η Δεξιά δεν έμεινε ικανοποιημένη, η
Άκρα Αριστερά ακόμη λιγότερο. Ο Βούλγαρης όμως κατήρτισε καλύτερη Κυβέρνηση,
περιλαμβάνοντας σ’ αυτήν, όπως θα έλεγαν σήμερα, αρκετούς «τεχνοκράτες», και
διατηρώντας στα Υπουργεία τους εκείνους που εθεωρούντο οι καλύτεροι Υπουργοί
του Πλαστήρα. Οι δυσμενείς συνθήκες δεν άλλαζαν, βέβαια, αλλά υπήρχε τουλάχιστο
μια καλύτερη κυβέρνηση.
Το Κ.Κ.Ε., που είχε πολεμήσει αγρίως
τον Πλαστήρα, επετίθετο τώρα κατά του Αντιβασιλέως γιατί τον είχε
αντικαταστήσει με τον Βούλγαρη.
Η νέα Κυβέρνηση, παρά μερικές επιτυχίες
στο εσωτερικό, γνώρισε και αυτή πολλές δυσκολίες και δεν μπόρεσε να ζήσει
περισσότερο από πέντε μήνες.
Μερικά μεγάλα προβλήματα περιεπλάκησαν,
άλλα δημιουργήθηκαν και προσετέθησαν στα παλαιά.
Το ένα από αυτά ήταν διεθνούς φύσεως
και προκαλούσε την ανησυχία και τη ζωηρή αντίδραση του πληθυσμού, προ παντός
της Άκρας Δεξιάς, η οποία διέθετε πολλές εφημερίδες και ορισμένες δραστήριες
οργανώσεις.
Όταν η Τεργέστη χάθηκε για τον
Ανατολικό Συνασπισμό, και τα σύνορα μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας, Αλβανίας και
Βουλγαρίας καθορίσθηκαν οριστικά, οι τρεις γείτονες της Ελλάδας φάνηκαν να
στρέφονται εναντίον της. Οι λιμένες της Θράκης, που επί τρία χρόνια είχαν
μείνει στα χέρια των Βουλγάρων, και η Θεσσαλονίκη, φαίνονταν να είναι τα κύρια
αντικείμενα των διεκδικήσεών τους.
Το καλοκαίρι του 1945, οι εφημερίδες
του Βελιγραδίου, της Σόφιας και των Τιράνων εξαπέλυσαν μια έντονη εκστρατεία
κατά της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ισχυριζόμενες ότι οι Αλβανοί μωαμεθανοί της
Ηπείρου και οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας ήταν θύματα διώξεων και βιαιοτήτων.
Την 8η Ιουλίου ο Τίτο εκφωνούσε λόγο περισσότερο από αυστηρό.
Χρησιμοποιούσε τη γλώσσα που χρησιμοποιείται όταν ετοιμάζεται εισβολή. Το
Κ.Κ.Ε. αποδεχόταν τις κατηγορίες του με όσα έγραφαν οι εφημερίδες του και με
όσα έλεγαν οι ηγέτες του.
Οι άλλες εφημερίδες απαντούσαν
κατηγορώντας τους τρεις ηγέτες των γειτονικών χωρών ότι είχαν εξολοθρεύσει τις
άλλοτε ανθούσες ελληνικές μειονότητες που βρίσκονταν στα εδάφη τους. Οι
εφημερίδες της Άκρας Δεξιάς ζητούσαν την άμεση κατάληψη της Βορείου Ηπείρου και
ορισμένων βουλγαρικών επαρχιών.
Η κατάσταση των ελληνικών Ενόπλων
Δυνάμεων καθιστούσε βεβαίως γελοίο το αίτημα τούτο, αλλά αυτό το είδος της
πολεμικής δεν κατεπράυνε καθόλου τα πράγματα. Ο Τίτο και ο μικρός ακόλουθός
του, ο Χότζα, φάνηκαν να θίγωνται και απέστειλαν στην Ελληνική Κυβέρνηση
σκληρότατες διακοινώσεις, που έδιναν την εντύπωση ότι απέβλεπαν στην
προετοιμασία της κοινής γνώμης τους για μια εισβολή στην Ελλάδα.
Δεν είναι γνωστό πώς και γιατί -ίσως
χάρη σε διεθνείς μεσολαβήσεις και χάρη στη σταθερή στάση των Αθηνών- το κακό
απεφεύχθη. Πάντως, η ατμόσφαιρα παρέμεινε βαρειά.
Εξάλλου, στο εσωτερικό πεδίο, εκτός από
τις δυσκολίες που ήδη μνημονεύθηκαν, η πολιτική κατάσταση γεννούσε πολλές
ανησυχίες.
Μέλη της Κυβερνήσεως υφίσταντο συνεχείς
επιθέσεις και προσβολές για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Μέχρι του μηνός
Σεπτεμβρίου, πολλοί υπουργοί -ορισμένοι σημαίνοντες- είχαν παραιτηθεί.
Μερικοί πολιτικοί αρχηγοί θεωρούσαν τις
εκλογές απαραίτητες για να αποκατασταθεί κάποια τάξη πραγμάτων. Αλλά οι εκλογές
ήταν πρακτικώς αδύνατες: η κατάσταση της Χώρας δεν φαινόταν να τις επιτρέπει
και οι εκλογικοί κατάλογοι δεν είχαν αναθεωρηθεί από το 1936.
Τα σαφώς δημοκρατικά κόμματα ζητούσαν
τον σχηματισμό μιας καθαρώς πολιτικής Κυβερνήσεως, αντιπροσωπευτικής όλων των
τάσεων εκτός της Άκρας Αριστεράς.
Τέλος, ετίθετο το ζήτημα: έπρεπε να
γίνει πρώτα το δημοψήφισμα για το καθεστωτικό; Ή πρώτα οι εκλογές;
Η Συμφωνία της Βάρκιζας είχε βεβαίως
λύσει το ζήτημα, αλλά τώρα οι δημοκρατικοί αντελαμβάνοντο ότι, εάν προηγείτο το
δημοψήφισμα, όπως σαφώς όριζε η Βάρκιζα, ο Γεώργιος ο Β΄ θα έπαιρνε μεγάλη
πλειοψηφία, όχι ως πρόσωπο ή ως καθεστώς, αλλ’ ως αντικομμουνιστής, ως
αντικομμουνιστικό σύμβολο. Αντιθέτως, νόμιζαν ότι οι εκλογές θα επέτρεπαν μια
επιλογή μεταξύ όλων των πολιτικών αποχρώσεων και ότι, μετά την επιλογή αυτή, οι
εκλογείς θα ήταν λιγότερο επηρεασμένοι από τις αντικομμουνιστικές τάσεις τους.
Εξάλλου, υπεστήριζαν ότι το δημοψήφισμα θα εθεωρείτο ισχυρότερο αν είχε
οργανωθεί από μια δημοκρατική Κυβέρνηση.
Το Κ.Κ.Ε. έκλινε υπέρ αυτής της
απόψεως, αλλά αντετίθετο σε κάθε ιδέα εκλογών πριν αποκατασταθεί πλήρως η τάξη.
Αυτό, επειδή ήταν βέβαιο ότι θα έπαιρνε πολύ μικρό ποσοστό των ψήφων, και ίσως
επειδή ετοιμαζόταν για άλλο πράγμα.
Μην μπορώντας να αντιμετωπίσει αυτή τη
γενική σύγχυση και τον πληθωρισμό που μεγάλωνε, ο Βούλγαρης παραιτήθηκε την 9η
Οκτωβρίου.
Με ένα ιντερμέτζο υπό τον Παναγιώτη
Κανελλόπουλο που διήρκεσε από τις 2 ως τις 20 Νοεμβρίου, έπειτα από οξεία
διαφωνία που οδήγησε τον Αντιβασιλέα στην παραίτηση -που ανεκλήθη λίγο
αργότερα- και πρωτίστως έπειτα από μια έντονη βρετανική παρέμβαση, ο Αρχηγός
των Φιλελευθέρων Σοφούλης σχημάτιζε πολιτική Κυβέρνηση. Ο νέος πρωθυπουργός
ήταν 85 ετών, αλλά ήταν πάντα ακμαίος και ζωηρός. Η Κυβέρνησή του περιελάμβανε
αντιπροσώπους όλων των κομμάτων, μέχρι της κεντροαριστεράς, και είχε ως Υπουργό
Εξωτερικών τον Σοφιανόπουλο.
Το
Κ.Κ.Ε. ορμητικό και επιθετικό.
Για να εκτεθεί με κάποια ενότητα η εξέλιξη της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης,
θυσιάστηκε η χρονολογική σειρά του θέματος. Πρέπει όμως τώρα να σημειωθεί ότι
εν τω μεταξύ αξιόλογα γεγονότα είχαν γίνει στο στρατόπεδο της Άκρας Αριστεράς.
Όπως διεφάνη, η Άκρα Αριστερά είχε καλά
αντέξει στις επιπτώσεις της μεγάλης πανωλεθρίας της και είχε γρήγορα ξαναρχίσει
τη δράση της. Η ορμή της όμως είχε κάπως ανακοπεί κατά την άνοιξη, γιατί είχε
μαθευτεί ότι ζούσε ο Ζαχαριάδης, που μέχρι τότε πιστευόταν ότι είχε πεθάνει στο
Νταχάου.
Τα ηγετικά στελέχη δεν ήθελαν λοιπόν να
εκτεθούν χωρίς να γνωρίζουν ποια θα ήταν η γραμμή πλεύσεως του ανθρώπου του
Στάλιν, ο οποίος σύντομα θα έπαιρνε πάλι στα χέρια του τα ηνία του Κόμματος.
Και στις 30 Μαΐου του 1945, ένα βρετανικό πολεμικό αεροπλάνο απεβίβαζε στο
αεροδρόμιο της Ελευσίνας τον παλαιό Αρχηγό του Κόμματος, περιβεβλημένο τώρα με
την αίγλη της μακράς οδύνης και ξένο προς κάθε ευθύνη για τις αποτυχίες του
1944.
Οι πρώτες δηλώσεις του Ζαχαριάδη, που
είδαν το φως στις εφημερίδες του Κ.Κ.Ε., παρά μερικές προσεκτικές επιφυλάξεις,
δεν άφηναν καμία αμφιβολία ως προς τη γραμμή που θα ακολουθούσε:
«Ή θα ξαναέχουμε ένα καθεστώς όμοιο
αλλά αυστηρότερο από το καθεστώς της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας, έλεγε, ή ο
αγώνας του ΕΑΜ για την εθνική απελευθέρωση θα στεφανωθεί με την εγκαθίδρυση
στην Ελλάδα μιας Λαϊκής Δημοκρατίας».
Κείμενο περιεκτικό, σκληρό, σαφές: δεν
υπήρχε ενδιάμεση κατάσταση, δεν υπήρχε συνεννόηση ή συμβιβασμός.
Ευάγγελου
Αβέρωφ-Τοσίτσα «Φωτιά και Τσεκούρι!» Ελλάς 1946-1949 και
τα προηγηθέντα (Συνοπτική ιστορική μελέτη), Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου