David Freske
Έκθεση
Γ΄ Λυκείου: Αποδεικτικό – Στοχαστικό δοκίμιο / Επιστημονικός λόγος
Τα
χαρακτηριστικά του επιστημονικού λόγου:
- Στον επιστημονικό λόγο κυριαρχεί η αντικειμενικότητα, καθώς στόχος του
ειδικού είναι να παρουσιάσει κατά τρόπο ακριβή και τεκμηριωμένο τα δεδομένα της
πραγματικότητας. Υπ’ αυτή την έννοια ο επιστήμονας επιλέγει ένα ουδέτερο και απρόσωπο ύφος γραφής,
αποφεύγοντας τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν στο λόγο υποκειμενικότητα, όπως
είναι η χρήση του α΄ προσώπου.
- Ο επιστημονικός λόγος είναι κυρίως αποδεικτικός, γι’ αυτό και επικρατεί σε
αυτόν η επίκληση στη λογική με την
παράθεση τεκμηρίων και επιχειρημάτων. Αναγκαία πτυχή του
επιστημονικού λόγου συνιστούν, άλλωστε, οι αναφορές στις απόψεις άλλων ειδικών
και οι παραπομπές στην υπάρχουσα για το θέμα βιβλιογραφία.
- Προκειμένου να επεξηγήσει το
εξεταζόμενο φαινόμενο ο επιστήμονας καταφεύγει συχνά στην περιγραφή του και κατόπιν στην ερμηνεία
πιθανών γενετικών στοιχείων.
- Στον επιστημονικό λόγο είναι συχνή η
χρήση ειδικού λεξιλογίου με όρους
που ανήκουν στον συγκεκριμένο κάθε φορά επιστημονικό κλάδο. Ενώ, παραλλήλως, η
όλη χρήση της γλώσσας είναι αναφορική,
εφόσον στόχος του συγγραφέα δεν είναι να συγκινήσει -ποιητική λειτουργεία της
γλώσσας- αλλά να επεξηγήσει και να αιτιολογήσει.
- Με δεδομένη την προσπάθεια του
επιστημονικού λόγου να οδηγηθεί σε όσο το δυνατόν ασφαλέστερα συμπεράσματα,
εύλογη είναι η αυστηρή δόμησή του,
με προσεγμένη συνοχή και αλληλουχία μεταξύ των επιμέρους
στοιχείων του.
«Στη νέα ελληνική γλώσσα διακρίνουμε,
όπως και στην αρχαία, διαφορετικές διαλέκτους, αυτές όμως δεν είναι καθόλου
αντίστοιχες με τις αρχαίες διαλέκτους. Η ανάπτυξη διαλέκτων της ΝΕ άρχισε από
τα μεσαιωνικά χρόνια. Είναι όμως αξιοσημείωτο γι’ αυτές πόσο κοντά παρέμειναν η
μία στην άλλη και με όλες τις δυσκολίες που παρουσίαζε, όπως θα πρέπει να
έχουμε υπόψη, η επικοινωνία με ορισμένες ελληνόφωνες περιοχές. Γλωσσολογικά την
πιο μεγάλη απόκλιση από τον κοινό κορμό παρουσιάζει μία από τις διαλέκτους, η
τσακωνική, απόγονος της αρχαίας δωρικής και ομιλούμενη γλώσσα μιας δυσπρόσιτης
περιοχής της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου. Όλες οι άλλες διάλεκτοι της ΝΕ
κατάγονται από την ελληνιστική κοινή. Ανάμεσά τους, την πιο μεγάλη απόκλιση από
την κοινή παρουσιάζει η ποντιακή-καππαδοκική ομάδα διαλέκτων (τις μιλούσαν στη
Μικρά Ασία) και η ομάδα διαλέκτων της Νότιας Ιταλίας (όπου και σήμερα υπάρχουν
ελληνόφωνοι).
Ό,τι συμβαίνει με τις μειονοτικές
γλώσσες στην Ελλάδα, το ίδιο παρατηρείται και στις διαλέκτους της ΝΕ: βαίνουν
προς γρήγορη εξαφάνιση και ολοένα παραχωρούν τη θέση τους σε μια κοινή ενιαία
γλώσσα. Αυτό γίνεται κιόλας από τα χρόνια του Αγώνα των Ελλήνων για την
ανεξαρτησία (1821-1829), ιδιαίτερα όμως παρατηρείται στον εικοστό αιώνα. Το
συμπαγέστερο τμήμα της εδαφικής επικράτειας που οι Έλληνες απελευθέρωσαν από
τους Τούρκους κατά τον Αγώνα της ανεξαρτησίας ήταν η Πελοπόννησος. Αυτό υπήρξε
μια ευνοϊκή σύμπτωση. Γιατί στην Πελοπόννησο (εκτός από την τσακωνική)
μιλιούνταν διάλεκτοι που φωνολογικά και μορφολογικά ανήκα στις πλησιέστερες
προς τη γραφόμενη γλώσσα. Όταν πρωτεύουσα του Ελληνικού βασιλείου έγινε (το
1834) η Αθήνα, εκεί εγκαταστάθηκε μεγάλο πλήθος Πελοποννησίων και σύντομα οι
δικές τους διάλεκτοι επικράτησαν απέναντι στην κάπως διαφορετική «παλιά
αθηναϊκή», τη διάλεκτο που μιλούσαν οι κάτοικοι της προεπαναστατικής Αθήνας.»
[Peter Mackridge «Η
Νεοελληνική Γλώσσα»]
Το
αποδεικτικό δοκίμιο:
- Το αποδεικτικό δοκίμιο παρουσιάζει
αρκετά από τα χαρακτηριστικά του επιστημονικού
λόγου, εφόσον στόχος του είναι να ερμηνεύσει
και να αναλύσει το εξεταζόμενο θέμα,
επιδιώκοντας είτε απλώς να πληροφορήσει
το αναγνωστικό κοινό είτε ακόμη και να πείσει
για την ορθότητα κάποιου συμπεράσματος.
- Στο δοκίμιο που έχει αποδεικτικό
χαρακτήρα ο δοκιμιογράφος προσεγγίζει ένα θέμα που τον ενδιαφέρει, εκθέτει, διασαφηνίζει και υποστηρίζει τις ιδέες του,
χρησιμοποιώντας επιχειρήματα, τεκμήρια και παραδείγματα (επίκληση στη
λογική)· επιχειρεί να ερμηνεύσει ένα φαινόμενο και καταλήγει σε κάποιες
προτάσεις για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος.
- Όπως και στον επιστημονικό λόγο, στο
αποδεικτικό δοκίμιο η χρήση της γλώσσας είναι αναφορική (κυριολεκτική), επιδιώκεται η αντικειμενικότητα στην έκφραση, καθώς και η σαφήνεια.
- Τα δοκίμια που οργανώνονται λογικά
προσεγγίζουν περισσότερο τον επιστημονικό λόγο και έχουν συνήθως
αποδεικτικό χαρακτήρα. Ο συγγραφέας εκθέτει στον πρόλογο το θέμα (δηλαδή
την προβληματική του), προσπαθώντας να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη
και συνεχίζει εκθέτοντας την κατευθυντήρια ή κύρια ιδέα που αποτελεί και τη
θέση του πάνω στο θέμα. Στο κύριο μέρος ο συγγραφέας προσκομίζει το
υλικό που διαθέτει, για να διασαφηνίσει την κύρια ιδέα ή να αποδείξει τη
θέση που διατύπωσε στον πρόλογο. Στον επίλογο παρουσιάζει συμπυκνωμένα
ό,τι έχει αποδείξει ή επανεκθέτει την αρχική του θέση.
«Κατ’ αρχάς, τι θα σήμαινε και ποιος θα
χαρακτηριζόταν «ιδανικός ομιλητής»; Θα ήταν, νομίζω, αυτονόητα αυτός που
κατέχει πλήρως τη μητρική του γλώσσα σε όλα τα επίπεδα και που την χρησιμοποιεί
άψογα στον προφορικό και τον γραπτό του λόγο. Τι σημαίνει όμως αυτό στην πράξη;
Ότι γνωρίζει άριστα όλο τον λεξιλογικό θησαυρό μιας γλώσσας, όλο τον γραμματικό
μηχανισμό και όλες τις δυνατές συντακτικές λειτουργίες της γλώσσας. Ακόμη, ότι
γνωρίζει την ιστορική γραφή (ορθογραφία) όλων των λέξεων και τύπων και, το
κυριότερο, ότι γνωρίζει όλο το φάσμα εφαρμογής των χρήσεων λέξεων, τύπων και
συντακτικών δομών στα διάφορα επίπεδα της πραγματικής επικοινωνίας. Αν, λοιπόν,
σκεφθούμε τον όγκο, τις διαστάσεις και την πολυπλοκότητα αυτής της γνώσης,
μπορούμε να καταλάβουμε γιατί είναι ανέφικτο να υπάρξει «ιδανικός ομιλητής»,
δηλαδή ένα ιδανικό πρότυπο γνώσης και χρήσης μιας συγκεκριμένης γλώσσας.»
[Γιώργος Μπαμπινιώτης, «Υπάρχει
ιδανικός ομιλητής της γλώσσας;»]
Το
στοχαστικό δοκίμιο:
- Τα δοκίμια που έχουν πιο ελεύθερη
οργάνωση προσεγγίζουν περισσότερο τη
λογοτεχνία και η δομή τους δεν καθορίζεται από τη σχέση απόδειξης ανάμεσα
στη θέση του συγγραφέα και την υποστήριξη αυτής της θέσης. Υπάρχει ένα κεντρικό
θέμα με το οποίο οι επιμέρους ιδέες
συνδέονται περισσότερο ή λιγότερο συνειρμικά. Ο συγγραφέας περιδιαβάζει
ελεύθερα στο χώρο των ιδεών.
- Στο στοχαστικό δοκίμιο είναι εμφανής
ο υποκειμενισμός, εφόσον ο
συγγραφέας χρησιμοποιεί το α΄ ενικό
πρόσωπο, για να δηλώσει έτσι πως καταγράφει εντελώς προσωπικές σκέψεις και προβληματισμούς.
- Η γλώσσα του στοχαστικού δοκιμίου
είναι κυρίως ποιητική με πλήθος
εκφραστικών στοιχείων που παραπέμπουν σε λογοτεχνικό κείμενο (μεταφορές,
εικόνες, ποικίλα σχήματα λόγου).
- Το στοχαστικό δοκίμιο βασίζεται στην επίκληση στο συναίσθημα, καθώς η
προσπάθεια πειθούς του συγγραφέα δεν έχει τον αποδεικτικό χαρακτήρα του
επιστημονικού λόγου.
«Το κόκκινο πανί μου -το πιο κόκκινο-
ήταν και είναι ακόμη η ευκολία. Την υποψιαζόμουνα παντού. Κάτω από τα κηρύγματα
για την απλότητα, για την τάξη, για την εγκράτεια. Τη μυριζόμουνα πίσω από τις
συνταγές για τον πεζό λόγο, που όφειλε τάχα να περιορίζεται στις μικρές
περιεχτικές φράσεις και ν’ αποφεύγει σαν το διάβολο τις εικονοπλαστικές
αντιστοιχίες ή τους συναισθηματικούς συνειρμούς. Εξάλλου, με δυσαρέσκεια
έβλεπα, ολοένα και περισσότερο γύρω μου, από ένα είδος νεοεγκεφαλισμού να
ρέπουν όλοι προς την αφηρημένη έκφραση, τις ηθελημένες παρασιωπήσεις - αυτός
προπάντων ο φόβος: μήπως τα πούμε όλα - τους μελετημένους υπαινιγμούς, τις
έμμεσες αναφορές σε παλαιότερα στρώματα παιδείας, μια αληθινή πανδαισία για όλα
τα γένη των συγχρόνων υδροκεφάλων.»
[Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά]
Το
ημερολόγιο:
- Το ημερολόγιο, αν και θεωρητικά
αποτελεί τη χρονολογική καταγραφή βιωμάτων και εμπειριών του γράφοντος,
παρουσιάζει κάποτε κοινά χαρακτηριστικά
με το στοχαστικό δοκίμιο, εφόσον ο συγγραφέας προχωρά σε γενικότερες
παρατηρήσεις για τον ανθρώπινο βίο ή καταγράφει
συνειρμικά τις απόψεις του για θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, όπως είναι η
γλώσσα, η ιστορική πορεία του έθνους, οι συνέπειες ιστορικών γεγονότων της
εποχής του κ.ά.
Αντιστοίχως, το δοκίμιο μπορεί κάποτε να
προσεγγίσει ως μορφή λόγου το ημερολόγιο, με τον γράφοντα να αποτυπώνει τις
τρέχουσες απόψεις ή ιδέες του, όπως αυτές καθρεφτίζουν τη συναισθηματική ή
πνευματική κατάστασή του τη δεδομένη στιγμή.
- Στο ημερολόγιο, όπως και στο
στοχαστικό δοκίμιο, γίνεται χρήση α΄
ενικού προσώπου και ο λόγος χαρακτηρίζεται από σαφή υποκειμενισμό, μιας και δίνονται οι προσωπικές απόψεις και τα
συναισθήματα του γράφοντος.
- Στο ημερολόγιο, όπως και στο
στοχαστικό δοκίμιο, συχνή είναι η ποιητική
χρήση της γλώσσας, μιας και ο γράφων δεν προσεγγίζει το κείμενό του με
αποδεικτική διάθεση, αλλά περισσότερο με την πρόθεση ενός φιλοσοφικού
αναστοχασμού.
Δευτέρα, 22 Σεπτέμβρη, 1941
«Από την Παρασκευή στο κρεβάτι με
πυρετό. Χτες 38.5. Σηκώθηκα σήμερα για να μπορέσω να κοιμηθώ τη νύχτα.
Μόλις ανοίξει η πανοπλία της
καθημερινής ζωής, αισθάνεσαι στοιχειωμένος σαν ένα παλιό σπίτι. Αισθάνεσαι τον
εαυτό σου μπερδεμένο μέσα σε μιαν ακατάπαυτη ροή προσώπων, άλλοτε πολύ δικών
σου και άλλοτε γνώριμων τόσο μόνο, που θα τα συναντούσες στην οδό Σταδίου μια
φορά τα δυο χρόνια. Είναι περίεργο να κοιτάζεις πώς γίνεται η ζωή μας με την
απέραντη τούτη σκέψη (λέω απέραντη όπως για μια θάλασσα) για την Ελλάδα. Μια
σκέψη που δεν τρέφεται από τίποτε το καινούριο, αλλά είναι φτιαγμένη από
αναμνήσεις, την πιο περιπαθή νοσταλγία, και το άδικο που φουσκώνει και σε
πνίγει. Τίποτε δεν ονομάζει καλύτερα την κατάσταση αυτή από το στίχο του
Αισχύλου, που έχω από χτες τη νύχτα μέσα στο κεφάλι μου:
στάζει δ’ ἔν θ’ ὕπνῳ προ καρδίας
μνησιπήμων πόνος...
Έβαλα τρία τέταρτα της ώρας για να
γράψω τις λίγες αυτές γραμμές.
Σημείωσα στη χτεσινή εφημερίδα την
προσευχή που είχε φτιάξει για το καράβι του ένας Άγγλος καπετάνιος, ο Λόρδος Hugh Beresford. Σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης:
“Κύριε, στοργικέ μας Πατέρα, ευλόγησε
τις προσπάθειές μας να κάνουμε τούτο το καράβι αποτελεσματικό για την υπηρεσία
σου. Βοήθησέ μας να ‘χουμε πάντα στο νου μας τις πραγματικές αιτίες του πολέμου
– την κακοήθεια, την ιδιοτέλεια, τον εγωισμό, την έλλειψη αγάπης – και να τις διώχνουμε
από τούτο το καράβι, ώστε να γίνει δείγμα του Νέου Κόσμου, που γι’ αυτόν
πολεμούμε. Ευλόγησε τα σπίτια μας και τις οικογένειές μας. Δώσε μας να
γνωρίσουμε πως δεν υπάρχει απόσταση που να μην μπορεί να γεφυρωθεί από το
Πνεύμα σου το Άγιο, αν του ανοίξουμε την καρδιά μας.”»
[Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄, 1 Γενάρη
1941 – 31 Δεκέμβρη 1944]
Επιστολή:
- Μια επιστολή -ανάλογα με τον
αποδέκτη- μπορεί να έχει επίσημο ύφος
(μέσω επιστολών πραγματοποιούνται, μεταξύ άλλων, ακόμη και σημαντικές
διπλωματικές ή πολιτικές επαφές) ή πολύ οικείο
ύφος, εφόσον -κυρίως σε παλαιότερες εποχές- οι επιστολές (τα γράμματα)
αποτελούσαν βασικό μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε φιλικά πρόσωπα που υπήρχε
μεταξύ τους σημαντική τοπική απόσταση.
- Ο γράφων μιας επιστολής χρησιμοποιεί
συνήθως α΄ ενικό πρόσωπο και
αποτυπώνει με πρόχειρο και συνειρμικό
τρόπο τις σκέψεις του, χωρίς να δίνει σημασία στη δομή του κειμένου του ή
στην αλληλουχία των νοημάτων. Πρόκειται για έναν εντελώς ελεύθερο τρόπο γραφής,
που συχνά αποδίδει ιδέες και συναισθήματα της στιγμής ή καταγράφει εμπειρίες
αυτοβιογραφικής σημασίας.
- Κάποτε ο συγγραφέας ενός δοκιμίου
υιοθετεί ανάλογα στοιχεία γραφής, με τη λογική πως συνθέτει μια ανοιχτή
επιστολή προς το αναγνωστικό κοινό, όπου με το οικείο ύφος ενός προσωπικού
γράμματος επιχειρεί με συνειρμικό τρόπο
να αποτυπώσει τις σκέψεις του ή την
άμεση αντίδρασή του σε κάποιο γεγονός της επικαιρότητας.
Τίμο –
...
Αν σ’ όλα αυτά τα γράμματά μου δεν
εκφράζομαι πάντα με ακρίβεια ή δίκαια συμπαθήστε με. Στους φίλους γράφω πάντα
έτσι∙ γρήγορα, ό,τι μου έρθει, όπως θα κουβέντιαζα. Αντίθετα στο γράψιμο το
άλλο: είμαι φριχτά αργός. Σχεδόν σαν τον Malherbe που όταν πια είχε ετοιμάσει το ποίημα
για τους γάμους ενός φίλου του, ο φίλος είχε πάρει διαζύγιο.
Το δεύτερο αίτιο της χαρά μου, και το
κύριο, είναι, θα σου φανεί παράξενο, πως μ’ αυτά τα γράμματα που μου στέλνεις
και σου στέλνω, αρχίζω να σε καταλαβαίνω σαν άνθρωπο. Για σκέψου τι τραγική
είναι η μοίρα μας∙ αν δεν γινόταν ο πόλεμος και δεν είχα εγκαταλειφθεί στο
Τράνσβαλ μπορεί να μη γινότανε αυτό. Και να πεις πως γνωριζόμαστε τόσα χρόνια.
Και η χαρά αυτή δεν είναι του ψυχολόγου, αλλά του φίλου. ...
[Γράμμα του Γιώργου Σεφέρη στον Τίμο
Μαλάνο, 5 Δεκεμβρίου 1941]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου