Γιώργος Σεφέρης «Μνήμη, Β΄» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Σεφέρης «Μνήμη, Β΄»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Γιώργος Σεφέρης «Μνήμη, Β΄»

ΈΦΕΣΟΣ

Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο
που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα∙
απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος
ζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια:
«Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του
σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο
και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα
σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα
που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.
Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πώς αλλάζει
το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο
γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει
όποιος αγάπησε∙ στο φως των άλλων
ο κόσμος φθείρεται∙ μα εσύ θυμήσου
Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο».
Είπε, και πήρε μεγάλο δρόμο
που πάει στ’ αλλοτινό λιμάνι, χωνεμένο τώρα
πέρα στα βούρλα. Το λυκόφως
θα ‘λεγες για το θάνατο ενός ζώου,
τόσο γυμνό.
                   Θυμάμαι ακόμη∙
ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων
όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»
Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».
Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:
«Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!»
Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας
κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου.

Το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Μνήμη, Β΄» ανήκει στη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄» για την οποία ο ποιητής έχει σημειώσει τα εξής: «Τα ποιήματα της συλλογής αυτής, εκτός από δύο (Μνήμη, α΄ και β΄), μου δόθηκαν το φθινόπωρο του ’53 όταν ταξίδεψα πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος που, όποιες και να ‘ναι οι σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής, μετρά και κρίνει την ανθρωπιά μας. Ξαναπήγα στο νησί στα ’54. Αλλά τώρα ακόμη που γράφω τούτο σ’ ένα πολύ παλιό αρχοντικό στα Βαρώσια -ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό-, μου φαίνεται πως όλα κρυσταλλώθηκαν γύρω από τις πρώτες, τις νωπές αισθήσεις εκείνου του αργοπορημένου φθινοπώρου. Η μόνη διαφορά είναι που έγινα από τότε περισσότερο οικείος, περισσότερο ιδιωματικός. Και συλλογίζομαι πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μου έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα∙ η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη. Εδώ αρχίζω να βλέπω τις αντιδράσεις να με πλησιάζουν και θα έπρεπε να ‘λεγα πολλά για να εξηγηθώ. Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου...» (Βαρώσια, Σεπτέμβρης 1955). [Από τη Σημείωση στην πρώτη έκδοση.]

Ο Γιώργος Σεφέρης μας απομακρύνει με το «Μνήμη, Β΄» από την Κύπρο και μας μεταφέρει στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, στην πόλη όπου γεννήθηκε ο Ηράκλειτος (544-484 π.Χ.), για να συνομιλήσει μαζί του, καθώς ως Μικρασιάτης κι ο ίδιος (Σμύρνη, 1900) αισθάνεται πως υπάρχει ανάμεσά τους μια φυσική σύνδεση. Η κοινή καταγωγή, εντούτοις, δεν είναι ο μόνος συνεκτικός τους δεσμός, αφού ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη προχωρά τόσο βαθιά στις καίριες έννοιες της ύπαρξης, ώστε αγγίζει καθαρά τη φιλοσοφική σκέψη. Έτσι, ο αυτοδίδακτος Ηράκλειτος καλείται να γίνει εδώ δάσκαλος του ποιητή και να του φανερώσει τη δική του θεώρηση σχετικά με τις πηγές της ποίησης.
  
Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο
που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα∙
απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος
ζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια:

Ο συνομιλητής του ποιητή, ο Ηράκλειτος, κάθεται σ’ ένα μάρμαρο∙ σ’ ένα μάρμαρο που μοιάζει με απομεινάρι από αρχαίο πυλώνα και δημιουργεί οπτικά τη διασύνδεση του αρχαίου φιλοσόφου με τη σύγχρονη εποχή. Ό,τι έχει απομείνει από την εποχή του, όπως και από το έργο του, είναι σπαράγματα. Τόσο η περίοδος που έζησε ο Ηράκλειτος όσο και η σκέψη του είναι στοιχεία μερικώς ορατά σ’ εμάς, και άρα, ελλιπώς κατανοήσιμα. Η κατάσταση, ωστόσο, αυτής της ελλιπούς αντίληψης, που φαίνεται εύλογη σε ό,τι αφορά τον Ηράκλειτο, είναι τελικά χαρακτηριστική και για ό,τι αφορά τη σχέση μας με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Παρά την πεποίθησή μας πως καθετί σύγχρονο είναι και πιο πλήρως ιδωμένο και άρα πιο εύκολα εξηγήσιμο, η αλήθεια είναι πως δεν αποκτούμε ποτέ κάτι περισσότερο από μια μερική γνώση και αντίληψη των πραγμάτων. Ενδεικτική ως προς αυτό η ανάγκη του ποιητή να προσφύγει στον Ηράκλειτο για να γνωρίσει κάπως καλύτερα την ίδια του την τέχνη∙ την ποίηση.
Το τοπίο που πλαισιώνει τον φιλόσοφο δημιουργεί την εντύπωση της εγκατάλειψης και του κενού∙ μια τεράστια άδεια έκταση στα δεξιά που υποδηλώνει την αίσθηση ερημίας του ποιητή σ’ αυτή την προσπάθειά του να κατανοήσει τη φύση των πραγμάτων, και στα αριστερά κατεβαίνουν απ’ το βουνό οι νυχτερινές σκιές. Η πορεία του προς τη γνώση είναι μοναχική, όπως μοναχική ήταν και η αντίστοιχη πορεία που ακολούθησε ο Ηράκλειτος, και παράλληλα η αίσθηση που τη διατρέχει είναι πως ο χρόνος δεν επαρκεί∙ η νύχτα έχει αρχίσει ήδη να πέφτει.

«Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του
σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο
και πάλι χάνεται.

Ο Ηράκλειτος θεωρεί πως το ποίημα βρίσκεται παντού, αφού κάθε πιθανή έκφανση του ανθρώπινου βίου και του φυσικού χώρου, κάθε συναίσθημα και κάθε σκέψη, μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για τη δημιουργία του. Το ποίημα είναι παντού, μα αυτό δε σημαίνει πως ο ποιητής είναι πάντοτε σε θέση να του δώσει μορφή∙ το κατάλληλο ερέθισμα, η ποιητική εικόνα, το ουσιώδες γεγονός μπορεί να βρίσκονται παντού, η μετουσίωσή τους όμως σε λόγο ποιητικό είναι κάτι που δεν προκύπτει κατ’ ανάγκη.
Η φωνή του ποιητή μπορεί να εμφανιστεί για λίγο στο πλευρό του ποιήματος -μπορεί να φανεί για λίγο αντάξια του ερεθίσματος- και να το συνοδεύσει, όπως το δελφίνι που συντροφεύει για λίγο ένα πλοίο που πλέει χρυσαφένιο μέσα στο φως του ήλιου, κι ύστερα πάλι χάνεται από κοντά του. Η φωνή του ποιητή μπορεί για ένα σύντομο μόνο διάστημα να φτάσει στο απαιτούμενο επίπεδο, ώστε να είναι σε θέση να ακολουθήσει την υψηλή πορεία του ποιήματος, μετά από λίγο όμως υποχωρεί αδυνατώντας να συνεχίσει. Δεν είναι, λοιπόν, η ποιητική διαδικασία μια κατάσταση συνεχούς και απρόσκοπτης δημιουργίας∙ είναι περισσότερο μια αποσπασματική διαδικασία που δίνει σπαράγματα του ποιήματος κάθε φορά.    

Είναι παντού το ποίημα
σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα
που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.

Το ποίημα είναι παντού, μα η συνάντηση μαζί του είναι στιγμιαία, όπως όταν τα φτερά του αγέρα αγγίζουν μες στον αγέρα τα φτερά του γλάρου. Έξοχη εδώ η απόδοση της στιγμιαίας συνύπαρξης του απτού στοιχείου -τα φτερά του γλάρου είναι το σημαινόμενο- με το άυλο πνευματικό στοιχείο -τα φτερά του αγέρα είναι το σημαίνον-, που με τη βοήθεια των λέξεων γίνεται το ποίημα. Για μια και μόνο στιγμή κατορθώνει κάθε φορά ν’ αγγίζει η ποιητική ιδέα το στοιχείο εκείνο που αποτέλεσε το αρχικό της ερέθισμα∙ για μια και μόνο στιγμή ο ποιητικός λόγος εξυψώνεται τόσο ώστε να μπορεί να αποδώσει άρτια εκείνο που επιδιώκει.

Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πώς αλλάζει
το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο
γυναίκας που γυμνώθηκε.

Το ποίημα είναι παντού, κι είναι παράλληλα ίδιο, μα και διαφορετικό από τη ζωή μας, όπως ακριβώς το πρόσωπο της αγαπημένης γυναίκας αλλάζει, όταν γυμνώνεται το σώμα της, παραμένοντας ωστόσο ίδιο. Το ποίημα γεννιέται μέσα από τη ζωή του δημιουργού και καθρεφτίζει τις κοινωνικές συνθήκες που αυτός βιώνει, αποτελώντας έτσι μια αναπαράσταση του κόσμου του. Συνάμα, όμως, το ποίημα είναι διαφορετικό από τη ζωή, διότι, όπως το γυμνωμένο σώμα της γυναίκας αναδεικνύει την αλήθεια της χωρίς την παραπλανητική και συχνά καλλωπιστική παρέμβαση των ρούχων, έτσι και το ποίημα αποκαλύπτει την αλήθεια της ζωής απογυμνώνοντάς τη από τα στοιχεία εκείνα που την παραποιούν και δυσχεραίνουν την κατανόησή της. Ο ποιητής παρουσιάζει την εικόνα της ζωής δίχως εξωραϊσμούς και δίχως τη συνήθη τάση των ανθρώπων να εθελοτυφλούν μπροστά στις δύσκολες αλήθειες και τα μεγαλύτερα ελαττώματά τους.

Το ξέρει
όποιος αγάπησε∙ στο φως των άλλων
ο κόσμος φθείρεται∙ μα εσύ θυμήσου
Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο».

Όποιος αγάπησε, τονίζει ο Ηράκλειτος, γνωρίζει πως ο προσωπικός του κόσμος∙ η ζωή με το αγαπημένο του πρόσωπο κι όλες οι ομορφιές και ευτυχίες που αναγνωρίζει σε αυτή, φθείρεται στο φως των άλλων∙ φθείρεται αν ιδωθεί μέσα από τα μάτια των άλλων, διότι εκείνοι δεν βλέπουν τα πράγματα μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της αγάπης και μπορούν ευκολότερα και πιο αντικειμενικά να εντοπίσουν τα λάθη, τις ελλείψεις και τις παθογένειες. Το φως των άλλων μπορεί, συντρίβοντας τις εκούσιες πλάνες του ατόμου, να φθείρει, να καταστρέψει τον κόσμο του.
Εσύ, ωστόσο, συμβουλεύει τον ποιητή, θυμήσου τη βασική αλήθεια πως θάνατος και ζωή είναι το ίδιο∙ «υτός δέ ίδης καί Διόνυσος». Δεν υπάρχει επί της ουσίας τέλος, θάνατος και φθορά, αφού όλα βρίσκονται υπό διαρκή αλλαγή και μετεξέλιξη. Ό,τι μοιάζει να φθείρεται, στην πραγματικότητα παίρνει μια νέα μορφή, γίνεται κάτι διαφορετικό, αλλά ποτέ δεν χάνεται.
Έτσι, ο ποιητής δεν θα πρέπει να διστάσει να αποκαλύψει με τον λόγο του την αλήθεια της ζωής, έστω κι αν χρειαστεί να καταρρίψει ψευδαισθήσεις και πλάνες∙ έστω κι αν χρειαστεί να απογυμνώσει πλήρως την πραγματικότητα απ’ τις προσπάθειες των άλλων να εξωραΐσουν καταστάσεις και να αποκρύψουν λάθη και επώδυνα σφάλματα. Ο ποιητής δεν θα πρέπει να φοβηθεί την καταστροφή ενός κόσμου που βρίθει αδικιών και παραπλανήσεων, αφού ό,τι θα προκύψει από τη φανέρωση της γυμνής αλήθειας δεν θα είναι παρά μια ριζική αλλαγή, μια ανανεωτική μεταμόρφωση, κι όχι μια μόνιμη απώλεια.

Είπε, και πήρε μεγάλο δρόμο
που πάει στ’ αλλοτινό λιμάνι, χωνεμένο τώρα
πέρα στα βούρλα. Το λυκόφως
θα ‘λεγες για το θάνατο ενός ζώου,
τόσο γυμνό.

Ο Ηράκλειτος, ο σκοτεινός αυτός φιλόσοφος με τη χαρακτηριστική απροθυμία να συμβιβαστεί με τις ελλείψεις των συγκαιρινών του και με την άτεγκτα κριτική του στάση, που τον έκανε να μοιάζει πως απέχει από την ανθρώπινη φύση και πως είναι κάτι πάνω ή πέρα από άνθρωπος, αποχωρεί, παίρνοντας εκείνο τον δρόμο που οδηγεί στο λιμάνι μιας περασμένης εποχής∙ σ’ εκείνο το λιμάνι που έχει πια γίνει ένα με το φυσικό περιβάλλον, αφού έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια από τότε που υπήρξε. Ο Ηράκλειτος χάνεται, επιστρέφοντας στη δική του εποχή, σαν μια σκιά που αφανίζεται σταδιακά μέσα στο σούρουπο∙ μέσα στο αμυδρό φως του νυχτώματος, που δίνει ωστόσο την εντύπωση στον ποιητή, πως είναι υπερβολικά γυμνό και καθάριο για να καλύψει την αφύσικη μορφή αυτού του ανθρώπου.

Θυμάμαι ακόμη∙
ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων
όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»
Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».

Η Μικρά Ασία είναι για τον Σεφέρη η χαμένη πατρίδα που τον γέννησε∙ είναι η πατρίδα του Ηράκλειτου κι είναι συνάμα η πατρίδα ενός κάποτε ακμάζοντος πολιτισμού που έχει πια πέσει στη λήθη και στην εγκατάλειψη. Ο ποιητής παρουσιάζοντας τον Ηράκλειτο να ταξιδεύει στις διάφορες περιοχές της Ιωνίας και να κινείται στους άδειους χώρους των ερειπωμένων αρχαίων θεάτρων, όπου μονάχα σαύρες σέρνονται πια πάνω στις στεγνωμένες τους πέτρες, θέλει να τονίσει την αδιαφορία και την αποδέσμευση των σύγχρονων Ελλήνων απ’ όσα κάποτε συνιστούσαν κυρίαρχα στοιχεία της εθνικής και πνευματικής τους ταυτότητας. Οι Έλληνες της εποχής του ποιητή έχουν πάψει να ανατρέχουν στις πνευματικές πηγές του αρχαιοελληνικού πολιτισμού∙ έχουν χάσει εκείνη τη βαθιά ανησυχία της ελληνικής σκέψης που θέτοντας τα πάντα υπό αμφισβήτηση και υπό έλεγχο είχε φτάσει σε πρωτόφαντα ύψη.
Στο εναγώνιο ερώτημα του ποιητή, αν θα ξαναγεμίσουν κάποτε τα αρχαία αυτά θέατρα που τώρα απομένουν πλήρως εγκαταλελειμμένα∙ στο ερώτημα αν οι άνθρωποι θα επιστρέψουν κάποτε σ’ αυτόν τον καθαρά πνευματικό βίο, όπου η παιδεία, ο πολιτισμός και η τέχνη έχουν τον πρώτο λόγο, η απάντηση του φιλοσόφου είναι αποθαρρυντική. Ίσως, σχολιάζει ο Ηράκλειτος, να ξαναγεμίσουν την ώρα του θανάτου. Ίσως οι άνθρωποι θελήσουν ν’ αναζητήσουν τις πνευματικές τους ρίζες μόνο μπροστά σε κάποια οριακή απειλή που θα τους φανερώσει την πλήρη τωρινή τους γύμνια και θα τους αναγκάσει να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους, ανατρέχοντας σε ό,τι έδινε κάποτε πραγματική υπόσταση στον ελληνισμό.  

Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:
«Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!»
Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας
κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου.

Ο Ηράκλειτος τρέχει στην ορχήστρα, στον κυκλικό χώρο που βρίσκεται μπροστά στη σκηνή, ουρλιάζοντας πως θέλει να τον αφήσουν ν’ ακούσει τον αδερφό του∙ πως θέλει να υπάρξει μια αδιάσπαστη γραμμή επικοινωνίας ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα σ’ εκείνον και στον ποιητή, που τόσο τιμητικά τον αναγνωρίζει ως αδελφό του. Εντούτοις, η σιωπή τριγύρω τους παραμένει σκληρά αδιατάρακτη, μη αφήνοντας κανένα ίχνος στο γαλάζιο του τοπίου που μοιάζει ακινητοποιημένο και άψυχο σαν γυάλινο.
Η σιωπή αυτή, παρά την επιθυμία του φιλοσόφου ν’ ακούσει τη φωνή του ποιητή, υποδηλώνει την αδυναμία να ξεπεραστεί τόσο το χρονικό χάσμα ανάμεσά τους όσο και τα εμπόδια που έχει θέσει η αδιαφορία της νεότερης εποχής για τις αλήθειες και το δημιουργικό έργο της αρχαιοελληνικής σκέψης. Ο ποιητής αναγνωρίζει εδώ πόσο δύσκολο θεωρεί το να κατορθώσει ο σύγχρονος ελληνισμός να λάβει τα σωστά μηνύματα από τις παρελθοντικές εκείνες ποιότητες που είχαν τόσο εξυψώσει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...