Οδυσσέας Ελύτης «Εκείνο που δε γίνεται» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Οδυσσέας Ελύτης «Εκείνο που δε γίνεται»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Nikki Marie Smith

Οδυσσέας Ελύτης «Εκείνο που δε γίνεται»

Να ‘χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παρά-
θυρο έξω! Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται! Κο-
ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία
κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός

Και ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε
μην κι από δική μου

Ακριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουν
στο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κι
αγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι

Κι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης από τ’ άλλο μέ-
ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα
περισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-
κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-
ψει και ξυπνήσουμε

Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Αλλ’ αυτό που μένει σαν

Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη
κι έξω στο κατώφλι

O λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθα-
νά φαίνονται όλα και προ πάντων τα βουνά της Kρή-
της που μικρός τα ‘χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δρο-
σερά μα τι σημαίνει

Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο
ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρά σου

Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη
κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν
για πάντα σκοτεινιάσει

Σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει
άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.

Το ποίημα «Εκείνο που δε γίνεται» ανήκει στη συλλογή «Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά» του Οδυσσέα Ελύτη και συνιστά μια περιδιάβαση σε τρεις βασικές καταστάσεις του ανθρώπινου βίου: τη νεότητα που φωτίζεται από την ασύλληπτη ένταση του ερωτικού συναισθήματος, την ωριμότητα που έχει ως πηγή παρηγοριάς, μα και λύπης συνάμα, τις αναμνήσεις του παρελθόντος, και τον θάνατο που έρχεται να αφανίσει τη ζωή, αδιάφορος για το αν αυτή γνώρισε την ευτυχία να αφεθεί στο πύρινο κάλεσμα του έρωτα ή όχι. 

Να ‘χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παρά-
θυρο έξω! Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται!

Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη εκείνη δυνατότητα που έχει ο ποιητής να αποδίδει με το λόγο του, κατά τρόπο απολύτως εύστοχο, συναισθήματα και σκέψεις των ανθρώπων, τα οποία, αν και οικεία σε όλους, δύσκολα βρίσκεται ο κατάλληλος τρόπος για να εκφραστούν. Έτσι κι εδώ, με τους πρώτους κιόλας στίχους ο Ελύτης κατορθώνει να αποδώσει έξοχα τη βαθιά επιθυμία που αισθάνονται συχνά οι άνθρωποι να απαλλαγούν από το αίσθημα της νοσταλγίας που τους κατατρύχει, γεμίζοντάς τους οδύνη για όσα πέρασαν.
Η ευχή κι επιθυμία του ποιητή είναι να είχε η νοσταλγία υλική υπόσταση∙ να είχε σώμα, ώστε να μπορούσε να το σπρώξει έξω απ’ το παράθυρο και να το τσακίσει. Θα ήθελε να μπορούσε να σταματήσει μια και καλή την έμμονη επιστροφή του νου σ’ εκείνο που δεν μπορεί πια να συμβεί∙ σ’ εκείνο που δεν μπορεί πια να πάρει μια διαφορετική τροπή, αφού ανήκει στο παρελθόν και αποτελεί πλέον τετελεσμένο γεγονός.

Κο-
ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία
κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός
Και ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε
μην κι από δική μου
Ακριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουν
στο σημάδι

Η ιστορία του ποιήματος -που καταγράφεται με το συνήθη ελλειμματικό τρόπο των ποιητικών αφηγήσεων του Ελύτη-, αφορά μια νεαρή κοπέλα για την οποία ο ποιητής είχε τόσο έντονα συναισθήματα, ώστε θεώρησε πως είναι καλύτερο ν’ απομακρυνθεί από κοντά της, προκειμένου να τη διαφυλάξει από την κακόβουλη ζηλοτυπία της Τύχης. Φοβήθηκε πως από δική του επιπολαιότητα μπορεί να φανερωνόταν το μυστικό της ύπαρξής της και του ερωτικού τους δεσμού. Ο ποιητής, μάλιστα, αποδίδει την απομάκρυνσή του από την αγαπημένη κοπέλα σε παρέμβαση του ίδιου του Θεού, που τον έσωσε από το γυμνό της στήθος, στέλνοντας σαν σχεδία την ημισέληνο και οδηγώντας τον πάνω από τα τείχη. Ήταν τέτοιος ο πόθος του για το ερωτικό της σώμα, ώστε δεν θα ήταν διαφορετικά εφικτή η ματαίωση αυτής της ένωσης.
Η αναφορά στα τείχη και την ημισέληνο συνιστά υποδήλωση του τόπου όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα αυτά, αφού παραπέμπουν στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Η νοσταλγία του ποιητή, λοιπόν, αφορά το αγαπημένο εκείνο κορίτσι που πόθησε, μα δεν απέκτησε, καθώς θεώρησε πως όφειλε να δείξει σύνεση και να την προφυλάξει από τις Τύχες, που σπεύδουν να αφανίζουν οτιδήποτε οι άνθρωποι αγαπούν πιο πολύ.  

Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κι
αγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι

Οι προφυλάξεις του ποιητή στάθηκαν, εντούτοις, μάταιες, καθώς η ζωή δεν είναι αυτό που νομίζουν οι άνθρωποι∙ η ζωή δεν αναγνωρίζει τη σύνεση και την εγκράτεια∙ η ζωή δεν αναγνωρίζει και δεν υποτάσσεται σε καμία προσπάθεια συγκράτησης εκείνης της ορμής που συνιστά την ίδια της τη φύση. Ό,τι είναι να νιώσουν και να ζήσουν οι άνθρωποι πρέπει να το ζουν, διότι δεν παύουν ούτε στιγμή να είναι κτήματα του θανάτου. Προφυλάξεις δεν υπάρχουν∙ ό,τι επιχειρεί κανείς να διαφυλάξει, το αφήνει απλώς στο έλεος του θανάτου, στερημένο από την ευκαιρία να βιώσει τη δύναμη της ζωής. 
  
Κι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης από τ’ άλλο μέ-
ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα
περισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-
κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-
ψει και ξυπνήσουμε

Οι άνθρωποι τείνουν -ατυχώς- να ζουν ή καλύτερα, να επιβιώνουν απλώς, κινούμενοι σε απόσταση από τη ζωτική ορμή της αγάπης, μα και αποφεύγοντας τη συνειδητοποίηση της απόλυτης κυριαρχίας του θανάτου. Υπνοβατούν, μη θέλοντας να αφεθούν στην έμπυρη ένταση του έρωτα, αφού φοβούνται τη δύναμη των συναισθημάτων που αυτή ξυπνά μέσα τους, κι επιλέγουν την άνευρη και άτονη βίωση της ζωής, σαν να μη θέλουν να καταλάβουν πως ο θάνατος καραδοκεί.
Τη μόνη διαφυγή απ’ την κατάσταση αυτή της αδράνειας και της απροθυμίας των ανθρώπων να ζήσουν πραγματικά τη ζωή τους, την προσφέρει ο έρωτας, αφού όσο κι αν το προσπαθεί κανείς, δεν μπορεί επί της ουσίας να ξεφύγει από την ισχύ των συναισθημάτων που του δημιουργεί ένα αγαπημένο πρόσωπο. Έτσι, τα συναισθήματά τους για εκείνο ακριβώς το πρόσωπο που έχει γίνει σάρκα από τη σάρκα τους, παρά το γεγονός ότι τα έχουν καταπιέσει όσο περισσότερο μπορούσαν, αίφνης παίρνουν μέσα τους φωτιά σαν το φώσφορο και τους ξυπνούν απ’ το λήθαργό τους.

Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ

Ο έρωτας είναι το μόνο συναίσθημα που μπορεί να προσφέρει στους ανθρώπους την αίσθηση ότι ζουν πραγματικά∙ είναι το μόνο συναίσθημα που μπορεί να φανερώσει την αληθινή ένταση της ζωής. Κι ενώ η πορεία του χρόνου είναι μια αδιάκοπη ευθεία που μοιάζει να μη γνωρίζει παρεκκλίσεις μέχρι να φτάσει στον τερματισμό της, υπάρχει κι η κίνηση του έρωτα που ακολουθεί μια κάθετη πορεία και στο πέρασμά της κόβει στα δύο αυτή του χρόνου και του προσδίδει το βάθος εκείνο που αποκαλύπτει τελικά πως υπάρχει η δυνατότητα μιας πληρέστερης βίωσης ακόμη και του πλέον ελάχιστου ψήγματος χρόνου∙ αποκαλύπτει πως ο χρόνος παίρνει μιαν άλλη απρόσμενη και πιο πλούσια μορφή, όταν αφήνεται στη δίνη του ερωτικού συναισθήματος.
Η παραβίαση της ευθύγραμμης κίνησης του χρόνου∙ η πρωτόγνωρη και ανεπανάληπτη αυτή αίσθηση, που κάνει τα πάντα να μοιάζουν σαν να έχουν ξαναγεννηθεί, συνιστά το εκπληκτικό δώρο του έρωτα, που δεν το λαμβάνουν εντούτοις όλοι. Κάποιοι άνθρωποι δεν τον συναντούν ποτέ στη ζωή τους.

Αλλ’ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη
κι έξω στο κατώφλι

O λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθα-
νά φαίνονται όλα και προ πάντων τα βουνά της Kρή-
της που μικρός τα ‘χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δρο-
σερά

Ο έρωτας -η μόνη καταξίωση της ζωής∙ η μόνη κορύφωση του αλλιώς αδιάφορου και ασήμαντου ανθρώπινου βίου- δεν είναι ένα ήπιο συναίσθημα, καθώς ερχόμενος φέρνει τη φλέγουσα ηδονή, μα φεύγοντας αφήνει την πλήρη ερημία∙ ένδειξη κι αυτή πως βιώθηκε με την ένταση που του έπρεπε. Ό,τι απομένει μοιάζει με την άμμο που έφερε στα άδεια δωμάτια ο δυνατός άνεμος∙ μοιάζει με τον εγκαταλελειμμένο χώρο στον οποίο κατοικεί μόνη μια αράχνη -σύμβολο της εγκατάλειψης και της παραίτησης-, κι έξω ο λύκος να θρηνεί γοερά με το στρογγυλό το μάτι, δημιουργώντας την αίσθηση του επερχόμενου κινδύνου, αφού μετά το πέρασμα του έρωτα, τα πάντα περνούν ξανά στην κηδεμονία του θανάτου.
Κι όλα φαίνονται πιθανά μετά τη βίωση του έρωτα, αφού αποκαλύπτεται μέσω αυτού πως η ζωή είχε να προσφέρει ηδονές και λύπες που δεν μπορούσε κανείς μήτε να τις εικάσει μέχρι να τις αισθανθεί. Κι όλα φαίνονται πιθανά μετά τον έρωτα και την οφειλόμενη σε αυτόν συνειδητοποίηση πως τίποτε μέχρι την έλευσή του δεν είχε την αληθινή γεύση της ζωής. Ακόμη και η επιστροφή στα χρόνια τα παιδικά μοιάζει πλέον εφικτή, αφού η ένταση του ερωτικού συναισθήματος αφυπνίζει πλήρως τον άνθρωπο και του επιτρέπει να αντικρίσει εκ νέου βήμα προς βήμα τη ζωή που διένυσε μέχρι να νιώσει τη συναισθηματική αυτή κορύφωση.
Ο ποιητής επαναφέρει, έτσι, στη μνήμη του τα βουνά της Κρήτης -του τόπου στον οποίο γεννήθηκε- που τότε τα είχε αφήσει δοσμένα στο χιόνι, και τώρα τα ξαναβρίσκει μέσα του να διατηρούν τη δροσερότητα και τη ζωντάνια της παλαιότερης εκείνης εποχής.
Έχοντας γνωρίσει τον έρωτα και την ανατρεπτική του δύναμη, ο ποιητής που τώρα βρίσκεται στην ηλικία των εξήντα ετών, αφήνεται στις αναμνήσεις και διατρέχει με επώδυνη νοσταλγία τα πρώτα νεανικά του χρόνια, καθώς ξέρει καλά πως πλέον η ζωή του περνά αναπόδραστα στην ηγεμονία του θανάτου.   

μα τι σημαίνει

Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο
ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρά σου

Η πικρή διαπίστωση σχετικά με τον αναπόφευκτο ερχομό του θανάτου δημιουργεί στον ποιητή μια αίσθηση ματαιότητας, σαν μην μπορεί να υπάρξει καμία επίτευξη στη ζωή των ανθρώπων ικανή να προσφέρει μια διαρκή αίσθηση ικανοποίησης ή έστω και ολοκλήρωσης, καθώς, όπως σχολιάζει, τι σημασία έχει κι αν κάποιος κατορθώσει να μείνει ελεύθερος στη ζωή του ή αν κατορθώσει να βγει νικητής, αφού σε κάθε περίπτωση ο ήλιος γέρνει -η ζωή δύει- και η αλήθεια αυτού του επερχόμενου τέλους είναι αδιάψευστη και βρίσκεται ολόγυρα στον κάθε άνθρωπο. 

Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη
κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν
για πάντα σκοτεινιάσει

Το συναισθηματικό κλίμα του ποιήματος αλλάζει, λοιπόν, μιας και ο ποιητής εγκαταλείποντας τις μνήμες του ζωοφόρου έρωτα στρέφει τη ματιά του στο μέλλον του, που το βλέπει σαν μια στερημένη από ευτυχία αναμονή του τέλους.  Η σιωπή∙ η δυσοίωνη σιωπή που προμηνύει τον ερχομό του θανάτου, είναι γεμάτη με ακτές καταστραμμένες και άχρηστες πια για τους ανθρώπους -και κυρίως για εκείνους που δεν έχουν να προσμένουν πλέον άλλες κορυφώσεις στη ζωή τους, αφού έχουν ήδη  φτάσει στην ηλικία της παρακμής-∙ ακτές καταστραμμένες που δεν έχουν να υποσχεθούν άλλα ταξίδια ή άλλους έρωτες και απομένουν πεδίο κενό ζωής, δεχόμενες τις επισκέψεις των σύννεφων που κατεβαίνουν να γευτούν κάτι τελευταίο από τη γη -το χορτάρι της- λίγο προτού σκοτεινιάσει για πάντα∙ λίγο προτού έρθει το σκοτάδι του θανάτου.  

Σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει
άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.

Η επίγνωση πως το τέλος της ζωής είναι μια αναπόφευκτη πραγματικότητα, όπως και η αίσθηση της ματαιότητας που συνδέεται με καθετί το ανθρώπινο ωθούν τον ποιητή σε μια τέτοια συναισθηματική κατάσταση που σχεδόν του καθιστά αδύνατο το να συνεχίσει το συλλογισμό του. Είναι σαν να αντικρίζει το τέλος του κόσμου και να συνειδητοποιεί πως πια δεν απομένει τίποτε άλλο το σημαντικό να ειπωθεί. Η απόλυτη αλήθεια του επερχόμενου μηδενισμού της ύπαρξης αδρανοποιεί πλήρως τη σκέψη, αφού η παντοδυναμία του θανάτου υπερέχει κάθε άλλης κατάστασης και συνιστά εντέλει την πιο καίρια διαπίστωση.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...