Tatyana Tomsickova
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἐσθίω»
Ενεστώτας
Οριστική
ἐσθίω, ἐσθίεις, ἐσθίει, ἐσθίομεν, ἐσθίετε, ἐσθίουσι(ν)
ἐσθίω, ἐσθίῃς, ἐσθίῃ, ἐσθίωμεν, ἐσθίητε, ἐσθίωσι(ν)
ἐσθίοιμι, ἐσθίοις, ἐσθίοι, ἐσθίοιμεν, ἐσθίοιτε, ἐσθίοιεν
---, ἔσθιε, ἐσθιέτω, ---, ἐσθίετε, ἐσθιόντων (ή ἐσθιέτωσαν)
ἐσθίειν
ἐσθίων, ἐσθίουσα, ἐσθίον
Παρατατικός
Οριστική
ἤσθιον, ἤσθιες, ἤσθιε, ἠσθίομεν, ἠσθίετε, ἤσθιον
Οριστική
ἔδομαι, ἔδῃ ή ἔδει, ἔδεται, ἐδόμεθα, ἔδεσθε, ἔδονται
ἐδοίμην, ἔδοιο, ἔδοιτο, ἐδοίμεθα, ἔδοισθε, ἔδοιντο
ἔδεσθαι
ἐδόμενος
Οριστική
ἔφαγον, ἔφαγες, ἔφαγε(ν), ἐφάγομεν, ἐφάγετε, ἔφαγον
φάγω, φάγῃς, φάγῃ, φάγωμεν, φάγητε, φάγωσι(ν)
φάγοιμι, φάγοις, φάγοι, φάγοιμεν, φάγοιτε, φάγοιεν
Προστακτική
---, φάγε, φαγέτω, ---, φάγετε, φαγόντων (ή φαγέτωσαν)
Απαρέμφατο
φαγεῖν
φαγών, φαγοῦσα, φαγόν
Οριστική
ἐδήδοκα, ἐδήδοκας, ἐδήδοκε, ἐδηδόκαμεν, ἐδηδόκατε, ἐδηδόκασι(ν)
Υποτακτική
ἐδηδοκώς- ἐδηδοκυῖα- ἐδηδοκός ὦ
ἐδηδοκώς- ἐδηδοκυῖα- ἐδηδοκός ᾖς
ἐδηδοκότες- ἐδηδοκυῖαι- ἐδηδοκότα ὦμεν
Ευκτική
ἐδηδοκώς- ἐδηδοκυῖα- ἐδηδοκός εἴην
Προστακτική
---
ἐδηδοκώς- ἐδηδοκυῖα- ἐδηδοκός ἴσθι
ἐδηδοκότες- ἐδηδοκυῖαι- ἐδηδοκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἐδηδοκέναι
ἐδηδοκώς- ἐδηδοκυῖα- ἐδηδοκός
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου