Ιστορία Β΄ Λυκείου: Τελετή της περιβολής & επικράτηση συστήματος φεουδαρχίας (πηγή)
Μονάδες 25
Κείμενο
Το σύστημα αυτό συνίστατο στη συνήθεια να παίρνουν οι βασιλείς στην υπηρεσία τους ανθρώπους ελεύθερους ονόματι «vassali» (υποτελείς), οι οποίοι υπόσχονταν ισόβια πίστη στον μονάρχη. Σε αντάλλαγμα, ο τελευταίος αυτός τους παραχωρούσε γαίες για εκμετάλλευση. Τα βασιλικά αυτά κτήματα δεν θεωρούνταν κληρονομικά, αλλά απαλλαγμένα μόνο από φόρους και εκμεταλλεύσιμα από τον υποτελή, όσο καιρό έμενε πιστός στον βασιλιά του.
Μια τελετή μάλιστα, αρκετά επίσημη, συνόδευε αυτή τη μορφή εξουσίας και εξαρτήσεως. Ο υποτελής δηλ. γονάτιζε, έβαζε τα δυο του χέρια στα χέρια του μονάρχη και ορκιζόταν ότι από εκείνη τη στιγμή ήταν άνθρωπος δικός του, υποχρεωμένος να τον βοηθά σε καιρό πολέμου και να διασφαλίζει την εξουσία του. Μονάρχης και υποτελής όφειλαν αμοιβαία βοήθεια και συμβουλή (consilium et auxilium)· κατά συνέπεια τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους ήταν αμοιβαία.
Καθώς όμως η εξουσία εξασφάλιζε δυνατά κάστρα που μπορούσαν να τα χρησιμοποιούν οι υποτελείς, τότε οι πιο ισχυροί από αυτούς, οι δούκες, οι κόμητες και οι βαρόνοι, άρχισαν να ενισχύονται με δικούς τους προσωπικούς στρατούς, για να πολεμούν τελικά όχι μόνο μεταξύ τους, αλλ’ ακόμη εναντίον και του ίδιου του βασιλιά. Έτσι χρησιμοποίησαν αυτή τους τη δύναμη για να καταστήσουν τα φέουδα κληρονομικά, αδιαφορώντας για την κατάφωρη αντίθεση προς την αρχή, ότι κάθε διάδοχος ενός φεουδάρχη έπρεπε προσωπικά να παραλαμβάνει την εξουσία από τον μονάρχη.
Οι υποτελείς μπορούσαν να είναι τόσο λαϊκοί όσο και κληρικοί. Αλλά όλοι αυτοί που είχαν πάρει ένα φέουδο κατέληξαν να δημιουργήσουν μια ξεχωριστή τάξη (κάστα), δηλ. την φεουδαλική αριστοκρατία. Και η κοινωνία που οργανώθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο ονομάστηκε φεουδαλική κοινωνία.
Ζαχαρίας Τσιρπανλής, Η Δυτική Ευρώπη
στους Μέσους χρόνους (5ος – 15ος αιώνας). Εκδόσεις Π.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1985
Ενδεικτική
απάντηση
α. Οι ιεραρχικά ανώτεροι άρχοντες παραχωρούσαν σε άλλους ευνοούμενους υποτελείς τους (βασάλους) εκτάσεις γης, για τις οποίες απαιτούσαν ως αντάλλαγμα πίστη, υποτέλεια και διάφορες υπηρεσίες, ενώ ανέλαβαν την υποχρέωση να τους παρέχουν προστασία και κάθε είδους βοήθεια. Η επίσημη αναγνώριση ενός άρχοντα ως υποτελούς ενός άλλου ισχυρότερου άρχοντα γινόταν με τη λεγόμενη τελετή της περιβολής. Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο Ζ. Τσιρπανλής, στο πλαίσιο της τελετής αυτής ο υποτελής, αφού γονάτιζε μπροστά στον μονάρχη, έβαζε τα χέρια του μέσα στα δικά του και έδινε όρκο πως θα του ήταν πλήρως αφοσιωμένος και πως θα τον στήριζε σε περίπτωση πολέμου, ώστε να διαφυλάσσεται η εξουσία του βασιλιά. Τη μεταξύ τους σχέση, βέβαια, χαρακτήριζε αμοιβαιότητα, εφόσον όφειλαν να στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Η παραμέληση, ωστόσο, των υποχρεώσεων εκ μέρους των υποτελών συνεπαγόταν την αφαίρεση του φέουδου.
β. Το σύστημα της φεουδαρχίας
αναπτύχθηκε στη διάρκεια του 8ου αιώνα, μετά την κατάρρευση της δυναστείας των
Μεροβιγγείων. Σύμφωνα με τον Ζ.
Τσιρπανλή, οι βασιλιάδες παραχωρούσαν γαίες σε ελεύθερους πολίτες που
γίνονταν πλέον υποτελείς τους (vassali)
με την υπόσχεση πως θα παρέμεναν διαρκώς αφοσιωμένοι στον εκάστοτε μονάρχη.
Σταθμό στη διαμόρφωση του συστήματος αποτέλεσαν οι μεταρρυθμίσεις του
Καρλομάγνου. Ο στρατός, τον οποίο παλαιότερα αποτελούσαν ελεύθεροι αγρότες υπό
την ηγεσία του αυτοκράτορα, αλλάζει χαρακτήρα, γίνεται φεουδαρχικός, Τίθεται,
δηλαδή, υπό την ηγεσία των φεουδαρχών, καθένας από τους οποίους συμμετέχει με
τους υποτελείς του και τον οπλισμό τους. Τη δυνατότητα αυτή αποκτούν οι
φεουδάρχες χάρη στην οικονομική και πολιτική δύναμη που σε τοπικό επίπεδο τους
εξασφαλίζει το φέουδο. Σύμφωνα, μάλιστα,
με τον Ζ. Τσιρπανλή, οι ισχυρότεροι φεουδάρχες, οι αριστοκράτες δηλαδή της εποχής,
οι δούκες, οι κόμητες και οι βαρόνοι, εκμεταλλεύτηκαν την ισχυροποίηση που τους
προσέφερε η διατήρηση στρατού και η κατασκευή ισχυρών κάστρων προκειμένου όχι
μόνο να έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, αλλά να πολεμούν ακόμη και με τον
βασιλιά. Επιπροσθέτως, αξιοποίησαν τη δύναμή τους προκειμένου να
καταστρατηγήσουν την αρχή της φεουδαρχίας, σύμφωνα με την οποία ο μονάρχης ήταν
αυτός που παραχωρούσε την εξουσία και το φέουδο, με το να καταστήσουν
κληρονομικά τα δικαιώματά τους στα βασιλικά κτήματα. Απέρριψαν, συνάμα, τη
βασική προϋπόθεση πως για να διατηρήσουν το φέουδό τους όφειλαν να παραμένουν
πιστοί στον βασιλιά. Παρόμοιες συνέπειες
είχε και η διοικητική μεταρρύθμιση του Καρόλου, διότι στους βασιλικούς
αξιωματούχους παραχωρούνταν γαίες. Όπως επισημαίνει
ο Ζ. Τσιρπανλής, φέουδα λάμβαναν πλέον όχι μόνο λαϊκοί αλλά και κληρικοί.
Διαμορφώθηκε, έτσι, από εκείνους που λάμβαναν φέουδα μια διακριτή κοινωνική
τάξη (κάστα), η οποία αποτελούσε τη φεουδαρχική αριστοκρατία. Οι τρεις αυτές
λειτουργίες της φεουδαρχίας (στρατιωτική, οικονομικοκοινωνική και πολιτική)
αναπτύχθηκαν πλήρως στο κράτος του Καρόλου και στα κράτη που το διαδέχθηκαν. Έτσι,
κατά τους δύο επόμενους αιώνες (10ο και 11ο), οπότε η διάλυση των κρατών των
Καρολιδών και οι εχθρικές επιδρομές δημιούργησαν κλίμα ανασφάλειας και
ενίσχυσαν την ανάγκη προστασίας των κατοίκων, το φεουδαρχικό σύστημα
γενικεύθηκε.
Το σύστημα αυτό συνίστατο στη συνήθεια να παίρνουν οι βασιλείς στην υπηρεσία τους ανθρώπους ελεύθερους ονόματι «vassali» (υποτελείς), οι οποίοι υπόσχονταν ισόβια πίστη στον μονάρχη. Σε αντάλλαγμα, ο τελευταίος αυτός τους παραχωρούσε γαίες για εκμετάλλευση. Τα βασιλικά αυτά κτήματα δεν θεωρούνταν κληρονομικά, αλλά απαλλαγμένα μόνο από φόρους και εκμεταλλεύσιμα από τον υποτελή, όσο καιρό έμενε πιστός στον βασιλιά του.
Μια τελετή μάλιστα, αρκετά επίσημη, συνόδευε αυτή τη μορφή εξουσίας και εξαρτήσεως. Ο υποτελής δηλ. γονάτιζε, έβαζε τα δυο του χέρια στα χέρια του μονάρχη και ορκιζόταν ότι από εκείνη τη στιγμή ήταν άνθρωπος δικός του, υποχρεωμένος να τον βοηθά σε καιρό πολέμου και να διασφαλίζει την εξουσία του. Μονάρχης και υποτελής όφειλαν αμοιβαία βοήθεια και συμβουλή (consilium et auxilium)· κατά συνέπεια τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους ήταν αμοιβαία.
Καθώς όμως η εξουσία εξασφάλιζε δυνατά κάστρα που μπορούσαν να τα χρησιμοποιούν οι υποτελείς, τότε οι πιο ισχυροί από αυτούς, οι δούκες, οι κόμητες και οι βαρόνοι, άρχισαν να ενισχύονται με δικούς τους προσωπικούς στρατούς, για να πολεμούν τελικά όχι μόνο μεταξύ τους, αλλ’ ακόμη εναντίον και του ίδιου του βασιλιά. Έτσι χρησιμοποίησαν αυτή τους τη δύναμη για να καταστήσουν τα φέουδα κληρονομικά, αδιαφορώντας για την κατάφωρη αντίθεση προς την αρχή, ότι κάθε διάδοχος ενός φεουδάρχη έπρεπε προσωπικά να παραλαμβάνει την εξουσία από τον μονάρχη.
Οι υποτελείς μπορούσαν να είναι τόσο λαϊκοί όσο και κληρικοί. Αλλά όλοι αυτοί που είχαν πάρει ένα φέουδο κατέληξαν να δημιουργήσουν μια ξεχωριστή τάξη (κάστα), δηλ. την φεουδαλική αριστοκρατία. Και η κοινωνία που οργανώθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο ονομάστηκε φεουδαλική κοινωνία.
α. Οι ιεραρχικά ανώτεροι άρχοντες παραχωρούσαν σε άλλους ευνοούμενους υποτελείς τους (βασάλους) εκτάσεις γης, για τις οποίες απαιτούσαν ως αντάλλαγμα πίστη, υποτέλεια και διάφορες υπηρεσίες, ενώ ανέλαβαν την υποχρέωση να τους παρέχουν προστασία και κάθε είδους βοήθεια. Η επίσημη αναγνώριση ενός άρχοντα ως υποτελούς ενός άλλου ισχυρότερου άρχοντα γινόταν με τη λεγόμενη τελετή της περιβολής. Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο Ζ. Τσιρπανλής, στο πλαίσιο της τελετής αυτής ο υποτελής, αφού γονάτιζε μπροστά στον μονάρχη, έβαζε τα χέρια του μέσα στα δικά του και έδινε όρκο πως θα του ήταν πλήρως αφοσιωμένος και πως θα τον στήριζε σε περίπτωση πολέμου, ώστε να διαφυλάσσεται η εξουσία του βασιλιά. Τη μεταξύ τους σχέση, βέβαια, χαρακτήριζε αμοιβαιότητα, εφόσον όφειλαν να στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Η παραμέληση, ωστόσο, των υποχρεώσεων εκ μέρους των υποτελών συνεπαγόταν την αφαίρεση του φέουδου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου