Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνεργάζομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνεργάζομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Simon Vouet And Studio
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνεργάζομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
συνεργάζομαι, συνεργάζεσαι, συνεργάζεται, συνεργαζόμαστε, συνεργάζεστε, συνεργάζονται
Υποτακτική
να συνεργάζομαι, να συνεργάζεσαι, να συνεργάζεται, να συνεργαζόμαστε, να συνεργάζεστε, να συνεργάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνεργάζεστε
Μετοχή
συνεργαζόμενος, συνεργαζόμενη, συνεργαζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
συνεργαζόμουν, συνεργαζόσουν, συνεργαζόταν, συνεργαζόμαστε, συνεργαζόσαστε, συνεργάζονταν
(& συνεργαζόμουνα, συνεργαζόσουνα, συνεργαζότανε, συνεργαζόμασταν, συνεργαζόσασταν, συνεργαζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
συνεργάστηκα, συνεργάστηκες, συνεργάστηκε, συνεργαστήκαμε, συνεργαστήκατε, συνεργάστηκαν ή συνεργαστήκανε
& συνεργάσθηκα, συνεργάσθηκες, συνεργάσθηκε, συνεργασθήκαμε, συνεργασθήκατε, συνεργάσθηκαν ή συνεργασθήκανε
Υποτακτική
να συνεργαστώ, να συνεργαστείς, να συνεργαστεί, να συνεργαστούμε, να συνεργαστείτε, να συνεργαστούν ή να συνεργαστούνε
& να συνεργασθώ, να συνεργασθείς, να συνεργασθεί, να συνεργασθούμε, να συνεργασθείτε, να συνεργασθούν ή να συνεργασθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: συνεργάσου – β΄ πληθυντικό: συνεργαστείτε / συνεργασθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνεργάζομαι, θα συνεργάζεσαι, θα συνεργάζεται, θα συνεργαζόμαστε, θα συνεργάζεστε, θα συνεργάζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνεργαστώ, θα συνεργαστείς, θα συνεργαστεί, θα συνεργαστούμε, θα συνεργαστείτε, θα συνεργαστούν ή θα συνεργαστούνε
& να συνεργασθώ, να συνεργασθείς, να συνεργασθεί, να συνεργασθούμε, να συνεργασθείτε, να συνεργασθούν ή να συνεργασθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συνεργαστεί, θα έχεις συνεργαστεί, θα έχει συνεργαστεί, θα έχουμε συνεργαστεί, θα έχετε συνεργαστεί, θα έχουν(ε) συνεργαστεί
& θα έχω συνεργασθεί, θα έχεις συνεργασθεί, θα έχει συνεργασθεί, θα έχουμε συνεργασθεί, θα έχετε συνεργασθεί, θα έχουν(ε) συνεργασθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνεργαστεί, έχεις συνεργαστεί, έχει συνεργαστεί, έχουμε συνεργαστεί, έχετε συνεργαστεί, έχουν(ε) συνεργαστεί
& έχω συνεργασθεί, έχεις συνεργασθεί, έχει συνεργασθεί, έχουμε συνεργασθεί, έχετε συνεργασθεί, έχουν(ε) συνεργασθεί
Υποτακτική
να έχω συνεργαστεί, να έχεις συνεργαστεί, να έχει συνεργαστεί, να έχουμε συνεργαστεί, να έχετε συνεργαστεί, να έχουν(ε) συνεργαστεί
& να έχω συνεργασθεί, να έχεις συνεργασθεί, να έχει συνεργασθεί, να έχουμε συνεργασθεί, να έχετε συνεργασθεί, να έχουν(ε) συνεργασθεί
Μετοχή
συνεργασμένος, συνεργασμένη, συνεργασμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνεργαστεί, είχες συνεργαστεί, είχε συνεργαστεί, είχαμε συνεργαστεί, είχατε συνεργαστεί, είχαν(ε) συνεργαστεί
& είχα συνεργασθεί, είχες συνεργασθεί, είχε συνεργασθεί, είχαμε συνεργασθεί, είχατε συνεργασθεί, είχαν(ε) συνεργασθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...