Simon Vouet And Studio
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνεργάζομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
συνεργάζομαι, συνεργάζεσαι, συνεργάζεται, συνεργαζόμαστε, συνεργάζεστε, συνεργάζονται
Υποτακτική
να συνεργάζομαι, να συνεργάζεσαι, να συνεργάζεται, να συνεργαζόμαστε, να συνεργάζεστε, να συνεργάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνεργάζεστε
Μετοχή
συνεργαζόμενος, συνεργαζόμενη, συνεργαζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
συνεργαζόμουν, συνεργαζόσουν, συνεργαζόταν, συνεργαζόμαστε, συνεργαζόσαστε, συνεργάζονταν
(& συνεργαζόμουνα, συνεργαζόσουνα, συνεργαζότανε,
συνεργαζόμασταν, συνεργαζόσασταν, συνεργαζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
συνεργάστηκα, συνεργάστηκες, συνεργάστηκε, συνεργαστήκαμε, συνεργαστήκατε, συνεργάστηκαν ή συνεργαστήκανε
& συνεργάσθηκα, συνεργάσθηκες,
συνεργάσθηκε, συνεργασθήκαμε, συνεργασθήκατε, συνεργάσθηκαν ή συνεργασθήκανε
Υποτακτική
να συνεργαστώ, να συνεργαστείς, να συνεργαστεί, να συνεργαστούμε, να συνεργαστείτε, να συνεργαστούν ή να συνεργαστούνε
& να συνεργασθώ, να συνεργασθείς, να συνεργασθεί, να συνεργασθούμε, να συνεργασθείτε, να συνεργασθούν ή να συνεργασθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: συνεργάσου – β΄ πληθυντικό: συνεργαστείτε / συνεργασθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνεργάζομαι, θα συνεργάζεσαι, θα συνεργάζεται, θα συνεργαζόμαστε, θα συνεργάζεστε, θα συνεργάζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνεργαστώ, θα συνεργαστείς, θα συνεργαστεί, θα συνεργαστούμε, θα συνεργαστείτε, θα συνεργαστούν ή θα συνεργαστούνε
& να συνεργασθώ, να συνεργασθείς,
να συνεργασθεί, να συνεργασθούμε, να συνεργασθείτε, να συνεργασθούν ή να
συνεργασθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συνεργαστεί, θα έχεις συνεργαστεί, θα έχει συνεργαστεί, θα έχουμε συνεργαστεί, θα έχετε συνεργαστεί, θα έχουν(ε) συνεργαστεί
& θα
έχω συνεργασθεί, θα έχεις συνεργασθεί, θα έχει συνεργασθεί, θα έχουμε συνεργασθεί,
θα έχετε συνεργασθεί, θα έχουν(ε) συνεργασθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνεργαστεί, έχεις συνεργαστεί, έχει συνεργαστεί, έχουμε συνεργαστεί, έχετε συνεργαστεί, έχουν(ε) συνεργαστεί
& έχω συνεργασθεί, έχεις
συνεργασθεί, έχει συνεργασθεί, έχουμε συνεργασθεί, έχετε συνεργασθεί, έχουν(ε)
συνεργασθεί
Υποτακτική
να έχω συνεργαστεί, να έχεις συνεργαστεί, να έχει συνεργαστεί, να έχουμε συνεργαστεί, να έχετε συνεργαστεί, να έχουν(ε) συνεργαστεί
& να έχω συνεργασθεί, να έχεις συνεργασθεί, να έχει συνεργασθεί, να έχουμε συνεργασθεί, να έχετε συνεργασθεί, να έχουν(ε) συνεργασθεί
Μετοχή
συνεργασμένος, συνεργασμένη, συνεργασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνεργαστεί, είχες συνεργαστεί, είχε συνεργαστεί, είχαμε συνεργαστεί, είχατε συνεργαστεί, είχαν(ε) συνεργαστεί
& είχα συνεργασθεί, είχες συνεργασθεί,
είχε συνεργασθεί, είχαμε συνεργασθεί, είχατε συνεργασθεί, είχαν(ε) συνεργασθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνεργάζομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
συνεργάζομαι, συνεργάζεσαι, συνεργάζεται, συνεργαζόμαστε, συνεργάζεστε, συνεργάζονται
να συνεργάζομαι, να συνεργάζεσαι, να συνεργάζεται, να συνεργαζόμαστε, να συνεργάζεστε, να συνεργάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνεργάζεστε
Μετοχή
συνεργαζόμενος, συνεργαζόμενη, συνεργαζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
συνεργαζόμουν, συνεργαζόσουν, συνεργαζόταν, συνεργαζόμαστε, συνεργαζόσαστε, συνεργάζονταν
Αόριστος
Οριστική
συνεργάστηκα, συνεργάστηκες, συνεργάστηκε, συνεργαστήκαμε, συνεργαστήκατε, συνεργάστηκαν ή συνεργαστήκανε
Υποτακτική
να συνεργαστώ, να συνεργαστείς, να συνεργαστεί, να συνεργαστούμε, να συνεργαστείτε, να συνεργαστούν ή να συνεργαστούνε
& να συνεργασθώ, να συνεργασθείς, να συνεργασθεί, να συνεργασθούμε, να συνεργασθείτε, να συνεργασθούν ή να συνεργασθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: συνεργάσου – β΄ πληθυντικό: συνεργαστείτε / συνεργασθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνεργάζομαι, θα συνεργάζεσαι, θα συνεργάζεται, θα συνεργαζόμαστε, θα συνεργάζεστε, θα συνεργάζονται
Οριστική
θα συνεργαστώ, θα συνεργαστείς, θα συνεργαστεί, θα συνεργαστούμε, θα συνεργαστείτε, θα συνεργαστούν ή θα συνεργαστούνε
Οριστική
θα έχω συνεργαστεί, θα έχεις συνεργαστεί, θα έχει συνεργαστεί, θα έχουμε συνεργαστεί, θα έχετε συνεργαστεί, θα έχουν(ε) συνεργαστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνεργαστεί, έχεις συνεργαστεί, έχει συνεργαστεί, έχουμε συνεργαστεί, έχετε συνεργαστεί, έχουν(ε) συνεργαστεί
Υποτακτική
να έχω συνεργαστεί, να έχεις συνεργαστεί, να έχει συνεργαστεί, να έχουμε συνεργαστεί, να έχετε συνεργαστεί, να έχουν(ε) συνεργαστεί
& να έχω συνεργασθεί, να έχεις συνεργασθεί, να έχει συνεργασθεί, να έχουμε συνεργασθεί, να έχετε συνεργασθεί, να έχουν(ε) συνεργασθεί
Μετοχή
συνεργασμένος, συνεργασμένη, συνεργασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνεργαστεί, είχες συνεργαστεί, είχε συνεργαστεί, είχαμε συνεργαστεί, είχατε συνεργαστεί, είχαν(ε) συνεργαστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου