Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βελτιώνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βελτιώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Studio Grafiikka
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βελτιώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βελτιώνω, βελτιώνεις, βελτιώνει, βελτιώνουμε, βελτιώνετε, βελτιώνουν (ή βελτιώνουνε)
Υποτακτική
να βελτιώνω, να βελτιώνεις, να βελτιώνει, να βελτιώνουμε, να βελτιώνετε, να βελτιώνουν (ή να βελτιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: βελτίωνε – β΄ πληθυντικό: βελτιώνετε
Μετοχή
βελτιώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
βελτίωνα, βελτίωνες, βελτίωνε, βελτιώναμε, βελτιώνατε, βελτίωναν ή βελτιώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
βελτίωσα, βελτίωσες, βελτίωσε, βελτιώσαμε, βελτιώσατε, βελτίωσαν ή βελτιώσανε
Υποτακτική
να βελτιώσω, να βελτιώσεις, να βελτιώσει, να βελτιώσουμε, να βελτιώσετε, να βελτιώσουν (ή να βελτιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: βελτίωσε – β΄ πληθυντικό: βελτιώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βελτιώνω, θα βελτιώνεις, θα βελτιώνει, θα βελτιώνουμε, θα βελτιώνετε, θα βελτιώνουν (ή θα βελτιώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βελτιώσω, θα βελτιώσεις, θα βελτιώσει, θα βελτιώσουμε, θα βελτιώσετε, θα βελτιώσουν (ή θα βελτιώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω βελτιώσει, θα έχεις βελτιώσει, θα έχει βελτιώσει, θα έχουμε βελτιώσει, θα έχετε βελτιώσει, θα έχουν(ε) βελτιώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω βελτιώσει, έχεις βελτιώσει, έχει βελτιώσει, έχουμε βελτιώσει, έχετε βελτιώσει, έχουν(ε) βελτιώσει
Υποτακτική
να έχω βελτιώσει, να έχεις βελτιώσει, να έχει βελτιώσει, να έχουμε βελτιώσει, να έχετε βελτιώσει, να έχουν(ε) βελτιώσει
Μετοχή
έχοντας βελτιώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα βελτιώσει, είχες βελτιώσει, είχε βελτιώσει, είχαμε βελτιώσει, είχατε βελτιώσει, είχαν(ε) βελτιώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βελτιώνομαι, βελτιώνεσαι, βελτιώνεται, βελτιωνόμαστε, βελτιώνεστε, βελτιώνονται
Υποτακτική
να βελτιώνομαι, να βελτιώνεσαι, να βελτιώνεται, να βελτιωνόμαστε, να βελτιώνεστε, να βελτιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: βελτιώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
βελτιωνόμουν, βελτιωνόσουν, βελτιωνόταν, βελτιωνόμαστε, βελτιωνόσαστε, βελτιώνονταν
(& βελτιωνόμουνα, βελτιωνόσουνα, βελτιωνότανε, βελτιωνόμασταν, βελτιωνόσασταν, βελτιωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
βελτιώθηκα, βελτιώθηκες, βελτιώθηκε, βελτιωθήκαμε, βελτιωθήκατε, βελτιώθηκαν (ή βελτιωθήκανε)
Υποτακτική
να βελτιωθώ, να βελτιωθείς, να βελτιωθεί, να βελτιωθούμε, να βελτιωθείτε, να βελτιωθούν (ή να βελτιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: βελτιώσου - β΄ πληθυντικό: βελτιωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βελτιώνομαι, θα βελτιώνεσαι, θα βελτιώνεται, θα βελτιωνόμαστε, θα βελτιώνεστε, θα βελτιώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βελτιωθώ, θα βελτιωθείς, θα βελτιωθεί, θα βελτιωθούμε, θα βελτιωθείτε, θα βελτιωθούν (ή θα βελτιωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω βελτιωθεί, θα έχεις βελτιωθεί, θα έχει βελτιωθεί, θα έχουμε βελτιωθεί, θα έχετε βελτιωθεί, θα έχουν(ε) βελτιωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω βελτιωθεί, έχεις βελτιωθεί, έχει βελτιωθεί, έχουμε βελτιωθεί, έχετε βελτιωθεί, έχουν(ε) βελτιωθεί
Υποτακτική
να έχω βελτιωθεί, να έχεις βελτιωθεί, να έχει βελτιωθεί, να έχουμε βελτιωθεί, να έχετε βελτιωθεί, να έχουν(ε) βελτιωθεί
Μετοχή
βελτιωμένος, βελτιωμένη, βελτιωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα βελτιωθεί, είχες βελτιωθεί, είχε βελτιωθεί, είχαμε βελτιωθεί, είχατε βελτιωθεί, είχαν(ε) βελτιωθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...