Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστοτέλης Ηθικά Νικομάχεια (Ενότητα 1η). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστοτέλης Ηθικά Νικομάχεια (Ενότητα 1η). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια [Ενότητα 1η] φύσις & ἔθος

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pete Mcbride

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια [Ενότητα 1η] φύσις & θος

Ποια σχέση έχουν µε τις ηθικές αρετές φύσις και τό θος; Να δώσετε το εννοιολογικό περιεχόµενο των όρων.

Διττς δ τς ρετς οσης, τς μν διανοητικς τς δ θικς, μν διανοητικ τ πλεον κ διδασκαλίας χει κα τν γένεσιν κα τν αξησιν, διόπερ μπειρίας δεται κα χρόνου,  δ’ θικ ξ θους περιγίνεται, θεν κα τονομα σχηκε μικρν παρεκκλνον π το θους. ξ ο κα δλον τι οδεμία τν θικν ρετν φύσει μν γγίνεται˙ οθν γρ τν φύσει ντων λλως θίζεται, οον λίθος φύσει κάτω φερόμενος οκ ν θισθείη νω φέρεσθαι, οδ’ ν μυριάκις ατν θίζ τις νω ιπτν, οδ τ πρ κάτω, οδ’ λλο οδν τν λλως πεφυκότων λλως ν θισθείη. Οτ’ ρα φύσει οτε παρ φύσιν γγίνονται α ρεταί, λλ πεφυκόσι μν μν δέξασθαι ατάς, τελειουμένοις δ δι το θους.

Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως οι ηθικές αρετές συνιστούν απόρροια του έθους, της συνήθειας δηλαδή, καθώς ο άνθρωπος αποκτά τα επιθυμητά ψυχικά και πνευματικά χαρακτηριστικά μέσω της διαρκούς εφαρμογής των ζητούμενων ποιοτήτων στη συμπεριφορά του. Σε αντίθεση με παλαιότερες αντιλήψεις που συνέδεαν τις κάθε είδους αρετές με την ευγενική και αριστοκρατική καταγωγή (φύσις), ο Αριστοτέλης πρεσβεύει πως η κατάκτηση των ηθικών αρετών επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τη συνειδητή προσπάθεια του ατόμου, το οποίο καλείται από νωρίς να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένους τρόπους, ώστε οι τρόποι αυτοί να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και του χαρακτήρα του.

Οι ηθικές αρετές που αποδίδονται απ’ τον φιλόσοφο στο «πιθυμητικόν μέρος της ψυχής, σ’ εκείνο δηλαδή που μετέχει και στο «λόγον χον» και στο «λογον» μέρος, δεν αποκτώνται με τη διδασκαλία, όπως οι διανοητικές, αλλά μέσα από μια επίμονη και χρονοβόρα διαδικασία εθισμού, κατά την οποία το άτομο συνηθίζει να συμπεριφέρεται μ’ έναν ορισμένο τρόπο. Μια διαδικασία τόσο αναγκαία για την απόκτηση του επιδιωκόμενου ήθους, ώστε ο Αριστοτέλης επικαλείται ακόμη και την ετυμολογική σύνδεση των λέξεων ηθικής και έθους, προκειμένου να καταδείξει πληρέστερα τη μεταξύ τους σχέση. Σύμφωνα, άλλωστε, με τις απόψεις των αρχαίων Ελλήνων η ετυμολογική και γλωσσική σχέση ανάμεσα στις λέξεις φανέρωνε και μία βαθύτερη συσχέτιση των σημαινόμενων σε επίπεδο πραγματικότητας. Ορθώς, άλλωστε, ο Αριστοτέλης επισημαίνει πως η λέξη ηθική προκύπτει από τη λέξη έθος, καθώς το θος αποτελεί συνεσταλμένη βαθμίδα της λέξης θος.

Το θος ως όρος αποδίδει την έννοια της συνήθειας, της έξης, που προκύπτει από τη διαρκή επανάληψη μιας πράξης ή συμπεριφοράς. Εύλογα, επομένως, ο Αριστοτέλης συνδέει το έθος (τη συνήθεια) με τη διαμόρφωση του ήθους και κατ’ επέκταση της ηθικής ενός ατόμου, αφού η επανάληψη μιας συμπεριφοράς (έθος) λειτουργεί ως γενεσιουργό αίτιο για την σταθερότερη πρόσκτηση της αντίστοιχης ηθικής ποιότητας. Η ηθική ιδωμένη υπ’ αυτό το πρίσμα δεν είναι παρά ένα πλέγμα συμπεριφορών και αντιδράσεων, που μπορούν να παγιωθούν ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του ατόμου, μόνο μέσα από τον εθισμό, τη συνήθεια, στις ζητούμενες ενέργειες.

Στον αντίποδα του έθους, και άρα των επίκτητων γνωρισμάτων, βρίσκεται η έννοια της φύσις, της έμφυτης δηλαδή ύπαρξης μιας ιδιότητας στον άνθρωπο. Ο Αριστοτέλης παρεκκλίνει εδώ από την παλαιότερη πεποίθηση που ήθελε την ευγενική καταγωγή να σηματοδοτεί και την έμφυτη ύπαρξη πλείστων αρετών στο άτομο, τονίζοντας πως η απόκτηση των ηθικών αρετών είναι καθαρά ζήτημα προσωπικής προσπάθειας και εθισμού στις επιζητούμενες αρετές. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γεννηθεί κατέχοντας ως φυσικό του γνώρισμα τη δικαιοσύνη, μπορεί ωστόσο να γίνει δίκαιος, αν συνηθίσει να φέρεται κατ’ αυτό τον τρόπο σε κάθε περίπτωση. Προφανής, βέβαια, η δυσκολία μιας τέτοιας επιδίωξης, καθώς το άτομο προκειμένου να αποκτήσει την επιζητούμενη αρετή οφείλει να εφαρμόζει απαρέγκλιτα την επιθυμητή ποιότητα στη συμπεριφορά του, ανεξάρτητα από τις ειδικές συνθήκες και τις εκάστοτε περιστάσεις.

Ο Αριστοτέλης, πάντως, προχωρά σε μια πολύ σημαντική διευκρίνιση στο κλείσιμο της ενότητας, επισημαίνοντας πως παρά το γεγονός ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, δεν είναι εντούτοις αντίθετες προς την ανθρώπινη φύση. Οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί με τη δυνατότητα να δεχτούν τις ηθικές αρετές και να τις τελειοποιήσουν με τον εθισμό, με το έθος. Προχωρά, έτσι, σε μια συνεργατική σύζευξη των εννοιών της φύσις και του έθους, υπό την έννοια πως οτιδήποτε είναι αντίθετο ή μη συμβατό προς τη φύση δεν μπορεί να εδραιωθεί ως διαρκές γνώρισμα, όσες προσπάθειες εθισμού κι αν γίνουν. Είναι, άρα, σαφές πως εφόσον ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει τις ηθικές αρετές, αυτές δεν είναι αντίθετες ή ασυμβίβαστες με την ανθρώπινη φύση.

Ας προσεχθεί, βέβαια, πως το δυνάμει της ανθρώπινης φύσης δεν σημαίνει ότι οδηγεί κατ’ ανάγκη, εύκολα ή άκοπα στο «τελειουμένοις». Ο άνθρωπος οφείλει να επιδιώξει με αφοσίωση, αποφασιστικότητα και πλήρη αυτοέλεγχο τις ηθικές αρετές.  


Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Β1, 1-3 (Ενότητα 1η) [Τα είδη της αρετής]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Brad Scott 

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Β1, 1-3 (Ενότητα 1η)

Ποια είδη της αρετής διακρίνει ο Αριστοτέλης, σε ποιο μέρος της ψυχής ανήκει κάθε είδος και από ποιους παράγοντες εξαρτάται η ανάπτυξη καθενός; Βλ. και εισαγωγή σχολικού βιβλίου, σσ. 152-153.

Με βάση την τριμερή διάκριση της ψυχής που έχει προηγηθεί (το καθαρά ἄλογον μέρος, το καθαρά λόγον ἔχον μέρος και το ἐπιθυμητικὸν, το οποίο αν και ανήκει στο ἄλογον μέρος της ψυχής μετέχει εντούτοις και στο λόγον ἔχον μέρος της) ο Αριστοτέλης προχωρά και στη διάκριση των αρετών. Από τα τρία μέρη της ψυχής στη διαμόρφωση των αρετών μετέχουν μόνο τα δύο, καθώς το καθαρά ἄλογον μέρος της ψυχής σχετίζεται αποκλειστικά με την ανάπτυξη του οργανισμού μέσω της διατροφής∙ έχει να κάνει δηλαδή με τη βιολογική υπόσταση του ατόμου και άρα δε σχετίζεται με την ηθική του πλευρά, η οποία απαιτεί έλλογες διαδικασίες για να διαμορφωθεί.
Οι αρετές, λοιπόν, διακρίνονται από τον Αριστοτέλη σε διανοητικές και ηθικές, εκ των οποίων οι πρώτες σχετίζονται με το το καθαρά λόγον ἔχον μέρος της ψυχής, ενώ οι δεύτερες με το ἐπιθυμητικὸν.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως η έννοια της αρετής δεν έχει αμιγώς ηθικό χαρακτήρα, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αλλά υποδηλώνει την υπεροχή, την τελειότητα σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης προσωπικότητας, δραστηριότητας ή τέχνης.
Οι διανοητικές αρετές σχετίζονται με την αντιληπτική ικανότητα, τις λογικές διεργασίες και την καθαρά πνευματική λειτουργία ενός ανθρώπου, γι’ αυτό και αντιστοιχούν στο έλλογο μέρος της ψυχής. Η σοφία, η οξύνοια, η «σύνεσις» (την οποία αναφέρει ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο, και η οποία υποδηλώνει την ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί), η φρόνηση (λέξη που υποδηλώνει τη λογική σκέψη) είναι αυτές που αποκαλούμε διανοητικές αρετές.
Οι ηθικές αρετές σχετίζονται με το χαρακτήρα του ανθρώπου, με τη συμπεριφορά του κι είναι αυτές που στοιχειοθετούν ό,τι θα χαρακτηρίζαμε ως ήθος ενός ανθρώπου. Η ανδρεία, η γενναιοδωρία, το αίσθημα της δικαιοσύνης, η σωφροσύνη (με την έννοια της συμπεριφοράς που διατηρεί το μέτρο) αποτελούν αρετές που δεν ελέγχονται πλήρως από το λογικό μέρος της ψυχής. Η γενναιότητα, για παράδειγμα, ενός ανθρώπου δεν αποτελεί έκφανση της διάνοιάς του και δεν προκύπτει απόλυτα ως προϊόν λογικής σκέψης, είναι περισσότερο μια κατάσταση στην οποία μετέχει μόνο ως ένα βαθμό το έλλογο μέρος της ψυχής.
Η ανάπτυξη των αρετών προϋποθέτει τη συνειδητή προσπάθεια και την καθοδήγηση του ατόμου, καθώς αυτές δεν υπάρχουν εκ φύσεως στον άνθρωπο. Κατ’ ουσίαν ο άνθρωπος έχει από τη φύση του τη δυνατότητα να δεχτεί τις αρετές, να τις αποκτήσει και να τις εξελίξει, αλλά δεν του παρέχονται ως έτοιμα και σε πλήρη ανάπτυξη στοιχεία.
Ειδικότερα, οι διανοητικές αρετές χρωστούν κατά κύριο λόγο -όχι, επομένως, αποκλειστικά- τη γένεση και την αύξησή τους στη διδασκαλία, γι’ αυτό απαιτείται πείρα και χρόνος για την πληρέστερη ανάπτυξή τους. Είναι εύλογο πως η διαδικασία εξέλιξης των διανοητικών αρετών, της σοφίας δηλαδή και της γενικότερης ευφυΐας ενός ανθρώπου, προϋποθέτει μια συνεχή και αδιάκοπη προσπάθεια μέσω της διδασκαλίας, της μελέτης και της εξάσκησης. Δεν υπάρχει, βέβαια, στην πραγματικότητα κάποιο σημείο πλήρους και οριστικής ανάπτυξής τους, εφόσον το άτομο μπορεί δυνητικά να μαθαίνει νέα πράγματα και να διευρύνει την αντιληπτική του ικανότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Οι ηθικές αρετές από την άλλη σχετίζονται περισσότερο με μια διαδικασία συνήθειας, μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής κατά τον οποίο το άτομο θα πρέπει να επιλέγει διαρκώς -κάποτε ίσως και αντίθετα προς τις βαθύτερες επιθυμίες του- τις ενάρετες πράξεις, την ηθική σκέψη, τη γενναιότητα και ούτω καθεξής. Οι ηθικές αρετές δε γίνονται κτήμα του ανθρώπου μέσω της διδασκαλίας, απαιτούν τη συνεχή θέληση και πάλη του ανθρώπου να επιβληθεί και να κυριαρχήσει στον εαυτό του, ώστε μέσω της διαρκούς επιλογής -μέσω της συνήθειας- να κατευθυνθεί προς αυτές. Έτσι, ενώ για την κατάκτηση των διανοητικών αρετών ο άνθρωπος έχει τη βοήθεια και την καθοδήγηση του δασκάλου, για την απόκτηση και τη διαρκή υιοθέτηση των ηθικών αρετών οφείλει να βασιστεί κατά κύριο λόγο στον εαυτό του.
Όπως, άλλωστε, επισημαίνει ο Αριστοτέλης, προσεγγίζοντας ετυμολογικά τη λέξη ηθική, αυτή ελάχιστα παρεκκλίνει από τη λέξη ἔθος (συνήθεια). Μια γλωσσολογική παρατήρηση η οποία υποδεικνύει την ιδιαίτερη σύνδεση της ηθικής αρετής με τη συνήθεια, με το ἔθος, καθώς όπως σε γλωσσικό επίπεδο η λέξη ηθική -κατ’ αρχάς η λέξη ἦθος- προκύπτει από το ἔθος, του οποίου είναι εκτεταμένος τύπος, έτσι και σε εννοιολογικό επίπεδο η ηθική -το ήθος, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου- προκύπτει ως αποτέλεσμα του έθους, της συνήθειας.

Και απαιτείται η συνήθεια για τη διαμόρφωση και την παγίωση του ήθους ενός ανθρώπου, καθώς το να κάνει κάποιος μια ηθική πράξη για μια μόνο φορά ή για λίγες φορές δεν του αποδίδει και την αντίστοιχη αρετή. Δίκαιος δεν είναι ο άνθρωπος που θα φανεί τέτοιος μόνο μια φορά ή επιλεκτικά κάποιες φορές∙ δίκαιος είναι ο άνθρωπος που κάθε φορά θα κινείται και θα πράττει με βάση το αίσθημα του δικαίου. Η ανάγκη, ωστόσο, της κατ’ επανάληψη επιλογής του ηθικού τρόπου εμπεριέχει ιδιαίτερη δυσκολία, κυρίως γιατί η ηθική του ατόμου αντλείται από το μέρος εκείνο της ψυχής, το ἐπιθυμητικὸν, το οποίο δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως από τη λογική. 

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Β1, 1-3 (Ενότητα 1η) [Σύνδεση με το περιεχόμενο του πρώτου βιβλίου]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Megan Romo

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Β1, 1-3 (Ενότητα 1η)

Κείμενο
Διττς δ τς ρετς οσης, τς μν διανοητικς τς δ θικς, μν διανοητικ τ πλεον κ διδασκαλίας χει κα τν γένεσιν κα τν αξησιν, διόπερ μπειρίας δεται κα χρόνου, δ’ θικ ξ θους περιγίνεται, θεν κα τονομα σχηκε μικρν παρεκκλνον π το θους. ξ ο κα δλον τι οδεμία τν θικν ρετν φύσει μν γγίνεται˙ οθν γρ τν φύσει ντων λλως θίζεται, οον λίθος φύσει κάτω φερόμενος οκ ν θισθείη νω φέρεσθαι, οδ’ ν μυριάκις ατν θίζ τις νω ιπτν, οδ τ πρ κάτω, οδ’ λλο οδν τν λλως πεφυκότων λλως ν θισθείη. Οτ’ ρα φύσει οτε παρ φύσιν γγίνονται α ρεταί, λλ πεφυκόσι μν μν δέξασθαι ατάς, τελειουμένοις δ δι το θους.

Μετάφραση
Επειδή, λοιπόν, η αρετή είναι δύο ειδών, διανοητική και ηθική, από τη μια η διανοητική χρωστάει κατά κύριο λόγο και τη γένεση και την ανάπτυξή της στη διδασκαλία, γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται πείρα και χρόνο, από την άλλη η ηθική είναι αποτέλεσμα εθισμού, απ’ όπου έχει πάρει και το όνομα, το οποίο παρουσιάζει μικρή διαφορά από τη λέξη έθος. Από αυτό ακριβώς γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως˙ όντως, κανένα πράγμα που έχει από τη φύση μια ορισμένη ιδιότητα δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μια άλλη ιδιότητα, όπως για παράδειγμα η πέτρα, που από τη φύση της πηγαίνει προς τα κάτω, δεν είναι δυνατόν να συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω, ακόμα κι αν κάποιος προσπαθήσει να τη συνηθίσει (σ’ αυτό), ρίχνοντάς την προς τα πάνω χιλιάδες φορές, ούτε η φωτιά (είναι δυνατόν να συνηθίσει να πηγαίνει) προς τα κάτω, ούτε τίποτα άλλο από τα πράγματα που από τη φύση τους γεννιούνται με μια συγκεκριμένη ιδιότητα είναι δυνατόν να συνηθίσει σε κάτι διαφορετικό. Επομένως, ούτε εκ φύσεως, αλλά ούτε και αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν οι αρετές μέσα μας, που όμως έχουμε από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε, αλλά γινόμαστε τέλειοι με τον εθισμό.

Ο Αριστοτέλης συνεχίζοντας την εξέταση των προβλημάτων της ηθικής στο Β΄ βιβλίο των Ηθικν Νικομαχείων παίρνει ως δεδομένο το πόρισμα στο οποίο κατέληξε στο τέλος του Α΄ βιβλίου. Έχοντας υπόψη σας και την εισαγωγή του βιβλίου σας, να εντοπίσετε στο κείμενο τι απασχόλησε τη σκέψη του μέχρι τώρα και σε ποιο συμπέρασμα έχει καταλήξει.

Στο τέλος του Α΄ βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης δίνει τον ακόλουθο ορισμό της εδαιμονίας: « εδαιμονία στί ψυχς νέργειά τις κατ’ ρετήν τελείαν». Ενέργεια λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία του ανθρώπου, όχι κατάσταση, και πάντως ενέργεια της ψυχής του, με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Το τελευταίο μέρος του ορισμού αυτού δείχνει καθαρά τη βαθιά πίστη του Αριστοτέλη πως την ευδαιμονία τους οι άνθρωποι μόνο με την κατάκτηση της αρετής μπορούν τελικά να την εξασφαλίσουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Αριστοτέλης αναζήτησε με πολλή επιμονή, αλλά και με πολύ ρεαλισμό τον ορισμό της αρετής∙ στην πραγματικότητα τα Ηθικά Νικομάχεια είναι, σχεδόν στο σύνολό τους, μια διεξοδικότατη διερεύνηση του ενδιαφέροντος αυτού θέματος.
Πριν από όλα όμως ο Αριστοτέλης χρειαζόταν να κάνει μια σημαντικότατη διάκριση. Ας παρακολουθήσουμε πώς οδηγήθηκε στη διάκριση αυτή: Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο Αριστοτέλης, αποτελείται κατ’ αρχήν από δύο μέρη, από το λόγον χον μέρος και από το λογον (με δική μας διατύπωση: ο άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το λογικό του). Η αρχική όμως αυτή διμερής «διαίρεση» κατέληξε σε μια τριμερή «διαίρεση», αφού ο Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα καθαρά λογον μέρος της ψυχής, β) ένα καθαρά λόγον χον μέρος της, και γ) ένα μέρος που μετέχει και του λόγου και του λόγον χοντος μέρους της ψυχής. Το πρώτο, είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του ανθρώπινου οργανισμού και άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή∙ το τρίτο (ο ίδιος το ονόμασε πιθυμητικόν) έχει σχέση με τις αρετές που περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που αφορά απόλυτα και καθαρά το λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές μας αρετές (με τη σοφία λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοητικές.

Ας δούμε τη διάκριση των μερών της ψυχής, όπως δίνεται από τον Αριστοτέλη στην τελευταία ενότητα του πρώτου βιβλίου:

 Λέγεται δ περ ατς κα ν τος ξωτερικος λόγοις ρκούντως νια, κα χρηστέον ατος· οον τ μν λογον ατς εναι, τ δ λόγον χον. τατα δ πότερον διώρισται καθάπερ τ το σώματος μόρια κα πν τ μεριστόν, τ λόγ δύο στν χώριστα πεφυκότα καθάπερ ν τ περιφερεί τ κυρτν κα τ κολον, οθν διαφέρει πρς τ παρόν.

[Λέγονται κάποια πράγματα γι’ αυτή -την ψυχή- και στις συζητήσεις εκτός σχολής, και μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε κι εδώ∙ το ένα μέρος της είναι άλογο και το άλλο λογικό. Το αν αυτά τα μέρη είναι διακριτά, όπως τα μέρη του σώματος ή όπως κάθε τι άλλο που μπορεί να χωριστεί, ή έχουν χωριστεί νοητά, ενώ είναι αδιαίρετα από τη φύση τους, όπως είναι στον κύκλο η κυρτότητα και η κοιλότητα, αυτό δεν έχει καμία σημασία για το εξεταζόμενο θέμα.]

Το λόγου δ τ μν οικε κοιν κα φυτικ, λέγω δ τ ατιον το τρέφεσθαι κα αξεσθαι· τν τοιαύτην γρ δύναμιν τς ψυχς ν πασι τος τρεφομένοις θείη τις ν…

[Από το άλογο μέρος της το ένα φαίνεται να είναι κοινό (σε όλους) και φυσικό ως προς τη φύση του, εννοώ αυτό που είναι υπεύθυνο για τη διατροφή και την αύξηση∙ αυτή τη δύναμη της ψυχής μπορεί να την αποδώσει κανείς σε όλα τα όντα που τρέφονται…]

οικε δ κα λλη τις φύσις τς ψυχς λογος εναι, μετέχουσα μέντοι π λόγου. το γρ γκρατος κα κρατος τν λόγον κα τς ψυχς τ λόγον χον παινομεν· ρθς γρ κα π τ βέλτιστα παρακαλε· φαίνεται δ ν ατος κα λλο τι παρ τν λόγον πεφυκός, μάχεται κα ντιτείνει τ λόγ.

[Φαίνεται όμως πως υπάρχει και μια ακόμη ιδιότητα της ψυχής, η οποία αν και είναι άλογη, μετέχει ωστόσο κάπως στο λογικό μέρος. Γιατί επαινούμε τη λογική και το λογικό μέρος της ψυχής του εγκρατή και του άκρατου∙ γιατί αυτό τους ωθεί να κάνουν τις σωστές και τις καλύτερες πράξεις. Φαίνεται εντούτοις πως υπάρχει σ’ αυτούς απ’ τη φύση τους και ένα άλλο μέρος ενάντιο στο λογικό, το οποίο μάχεται και αντιτίθεται στις αρχές του λογικού.]

Φαίνεται δ κα τ λογον διττόν. τ μν γρ φυτικν οδαμς κοινωνε λόγου, τ δ πιθυμητικν κα λως ρεκτικν μετέχει πως, κατήκοόν στιν ατο κα πειθαρχικόν·

[Φαίνεται λοιπόν πως και το άλογος μέρος είναι δύο ειδών. Το ένα, το φυσικό, δε μετέχει καθόλου στο λόγο, το άλλο, το επιθυμητικό και εν γένει βουλητικό μέρος, μετέχει μέχρι ένα σημείο, στο βαθμό δηλαδή που ακούει και πειθαρχεί στο λογικό μέρος.]

Ηθικά Νικομάχεια: Το περιεχόμενο του πρώτου βιβλίου
Ενότητα 1η: Φαίνεται πως κάθε τέχνη, κάθε επιστήμη, αλλά και κάθε πράξη αποσκοπεί σε κάτι καλό, γι’ αυτό και θεωρείται πως καλό είναι αυτό στο οποίο αποβλέπουν όλοι οι άνθρωποι. Υπάρχει, ωστόσο, μια διαφοροποίηση ως προς τους επιμέρους σκοπούς, υπό την έννοια πως οι διάφορες τέχνες και πράξεις δεν έχουν τον ίδιο πάντα σκοπό. Για παράδειγμα η ιατρική έχει ως σκοπό της την υγεία, ενώ η στρατηγική τη νίκη. Συνάμα, υπάρχουν τέχνες που υπάγονται σε μια ευρύτερη τέχνη, όπως για παράδειγμα όλες οι τέχνες που σχετίζονται με τις πράξεις και τον εξοπλισμό του πολέμου, ανήκουν στη στρατηγική. Είναι οπότε προτιμότερες οι αρχιτεκτονικές -ευρύτερες- τέχνες, από εκείνες που υποτάσσονται και ανήκουν σε αυτές.
Ενότητα 2η: Αν υπάρχει κάποιος σκοπός σε όσα είναι εφικτά για τους ανθρώπους, τότε αυτός ο σκοπός ενδεχομένως να είναι το ανώτερο αγαθό. Θα πρέπει ωστόσο να επιχειρήσουμε να γνωρίσουμε τη φύση αυτού του αγαθού, αλλά και σε ποια τέχνη ή επιστήμη υπάγεται. Καθώς, βέβαια, όλες οι σημαντικές επιστήμες, όπως είναι η στρατηγική, η οικονομική και η ρητορική ανήκουν στην αρχιτεκτονική επιστήμη της πολιτικής, είναι εύλογο πως και το ανώτερο αγαθό ανήκει σε αυτήν.
Κι αν το αγαθό αυτό είναι το ίδιο και για έναν πολίτη και για την πόλη, είναι σημαντικότερο να διασώσουμε την πόλη. Καθώς, αν και είναι καλό όταν το αγαθό υπάρχει σ’ ένα άτομο, είναι καλύτερο όταν υπάρχει κι ανήκει στην πόλη.
Ενότητα 3η: Η έρευνα που επιχειρείται -ο σκοπός της οποίας είναι πολιτικός- θα είναι πιο ικανοποιητική αν εξεταστεί το εν λόγω θέμα με σαφήνεια. Ωστόσο την ακρίβεια δεν την επιδιώκουμε στον ίδιο βαθμό σε όλες τις έρευνες, όπως δεν την επιδιώκουμε και σε όλα τα δημιουργήματα των τεχνών. Άλλωστε, οι δίκαιες και καλές πράξεις με τις οποίες ασχολείται η πολιτική εγείρουν διάφορες απόψεις, ώστε μπορεί να θεωρηθεί πως υφίστανται μόνο κατά συνθήκη κι όχι από τη φύση. Δεν είναι, το δίχως άλλο, λίγες οι φορές κατά τις οποίες οι άνθρωποι ζημιώθηκαν από τα αγαθά τους, άλλοι από τα πλούτη τους κι άλλοι από την ανδρεία τους. Θα πρέπει, επομένως, να είμαστε ικανοποιημένοι αν μιλήσουμε για το θέμα αυτό σ’ ένα γενικό πλαίσιο, που να μας επιτρέπει την εξαγωγή αντίστοιχων συμπερασμάτων.
Κάθε μορφωμένος άνθρωπος επιδιώκει την ακρίβεια σε ό,τι εξετάζει στο βαθμό που η φύση του εξεταζόμενου αντικειμένου το επιτρέπει. Κι είναι μάλλον παράδοξο να αποδεχόμαστε από έναν μαθηματικό να πιθανολογεί, ενώ να απαιτούμε επιστημονικές αποδείξεις από έναν ρήτορα.
Κι επειδή καθένας κρίνει σωστά αυτά που γνωρίζει, και άρα όποιος έχει εκπαιδευτεί σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα το κρίνει καλύτερα, ενώ όποιος έχει γενικότερη παιδεία κρίνει τα γενικά θέματα, δεν μπορεί επομένως ένας νεαρός να θεωρηθεί κατάλληλος ακροατής για τα πολιτικά θέματα, αφού δεν έχει πείρα της ζωής. Η πολιτική, άλλωστε, ξεκινά από τις πράξεις της ζωής κι επιστρέφει σε αυτές.
Συνάμα, επειδή ο νεαρός έχει την τάση να ακολουθεί τα πάθη του, η μελέτη του θα είναι ανώφελη και μη αποδοτική, αφού ο ίδιος επιδιώκει περισσότερο τη δράση κι όχι τη γνώση.
Ενότητα 4η: Επιστρέφοντας στο εξεταζόμενο θέμα, εφόσον θεωρούμε πως κάθε γνώση και επιδίωξη στοχεύει σε κάποιο καλό, ας δούμε ποιο μπορεί να είναι το καλό στο οποίο στοχεύει η πολιτική και ποιο είναι το ανώτερο αγαθό το οποίο μπορεί να επιτευχθεί με τις πράξεις των ανθρώπων. Ως προς αυτό συμφωνούν όλοι πως πρόκειται για την ευδαιμονία, χωρίς ωστόσο να την ορίζουν όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Οι απλοί άνθρωποι ταυτίζουν την ευδαιμονία με την ηδονή, τον πλούτο ή την τιμή, ενώ συχνά ακόμη κι ο ίδιος άνθρωπος διαφοροποιεί την έννοια αυτή ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται, καθώς αν ασθενεί θεωρεί την υγεία ως ευτυχία, κι αν είναι φτωχός τα πλούτη. Άλλοι πάλι θεωρούν πως υπάρχει ένα ανώτερο αγαθό, ένα καθεαυτό αγαθό που υπερέχει όλων, κι είναι η πηγή των άλλων αγαθών. Θα ήταν, ωστόσο, μάταιο να εξετάσουμε όλες τις πιθανές απόψεις, οπότε είναι προτιμότερο να δούμε εκείνες που μοιάζουν πιο λογικές.
Ας σημειωθεί πάντως η διαφορά ανάμεσα στις απόψεις που ξεκινούν από τις βασικές παραδοχές και σ’ αυτές που καταλήγουν σε βασικές παραδοχές, γιατί σωστά ο Πλάτωνας απορούσε αν είναι καλύτερα να ξεκινάμε από τις βασικές παραδοχές ή να καταλήγουμε σε αυτές. Ωστόσο, καλό είναι να ξεκινάμε από αυτά που γνωρίζουμε, κι αν αυτά δοθούν με σαφήνεια στο μαθητή, εκείνος -στην αρχή τουλάχιστον- δε θα έχει ανάγκη να μάθει την αιτιολόγησή τους.
Ενότητα 5η: Αν κρίνουμε από τη ζωή των περισσότερων ανθρώπων και ιδίως αυτών που δεν ασχολούνται με το πνεύμα θα δούμε πως ταυτίζουν την ευδαιμονία με την απόλαυση. Υπάρχουν, πάντως, τρεις τύποι ζωής, αυτός της απόλαυσης, ο πολιτικός κι ο θεωρητικός. Η πλειονότητα που επιλέγει τη ζωή της απόλαυσης δε διαφέρει πολύ από τα κτήνη καθώς αυτοί που ζουν έτσι είναι υποδουλωμένοι στα πάθη τους. Εκείνοι που είναι πιο εκλεκτοί και επιλέγουν τον πολιτικό τύπο ζωής, επιδιώκουν κατά κύριο λόγο την τιμή∙ ωστόσο κι αυτή η επιδίωξη μοιάζει κάπως επιφανειακή σε σχέση με ό,τι ζητάμε. Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να τιμώνται από τους συνετούς ανθρώπους για την αρετή τους, κι ίσως η αρετή να είναι τελικά η επιδίωξη της πολιτικής ζωής. Εντούτοις, κι η αρετή μοιάζει ελλιπής, αφού κάποιος μπορεί να την κατέχει και να κοιμάται ή να αδρανεί διαρκώς κι επιπλέον να γνωρίζει τις μεγαλύτερες ατυχίες και συμφορές. Τρίτος τύπος ζωής είναι ο θεωρητικός για τον οποίο θα μιλήσουμε αργότερα.
Ενότητα 6η: Θα ήταν προτιμότερο να εξετάσουμε το καλό στη γενικότερη διάστασή του, αν και μια τέτοια έρευνα είναι εξαιρετικά δύσκολη, ιδίως αφού η εισήγηση των Ιδεών έχει γίνει από δικούς μας ανθρώπους. Οι υποστηρικτές, πάντως, αυτής της άποψης αφενός δε διέκριναν την έννοια του πρότερου και του μεταγενέστερου, κι αφετέρου χρησιμοποιούν τον όρο αγαθό αδιακρίτως για τις έννοιες της ουσίας, της ποιότητας και της αναφοράς, ωστόσο η ουσία είναι στη φύση κάτι το πρότερο σε σχέση με την αναφορά∙ δεν μπορεί οπότε να υπάρχει μια ενιαία Ιδέα του αγαθού που να περικλείει αυτές τις κατηγορίες. Επιπλέον, εφόσον το αγαθό έχει τόσες εκφάνσεις όσες και το ον, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως είναι ένα, ενιαίο και κοινό για όλες τις περιπτώσεις. Συνάμα, θα έπρεπε να υπάρχει μια επιστήμη για όλα όσα ανήκουν σε μια Ιδέα, ωστόσο υπάρχουν πολλές επιστήμες ακόμη και για εκείνα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Απορία, άλλωστε, προκαλεί και το τι εννοούν όταν λένε αυτό καθαυτό, αφού μεταξύ του ανθρώπου αυτού καθαυτού και του ανθρώπου, υπάρχει μία κοινή έννοια, η έννοια του ανθρώπου. Το αντίστοιχο ισχύει και για το αυτό καθαυτό αγαθό και το αγαθό, καθώς και τα δύο υπάγονται στην έννοια του αγαθού.
Ο λόγος τους ωστόσο αναφέρεται σε εκείνα τα αγαθά τα οποία επιδιώκονται από τους ανθρώπους για αυτό που είναι κι όχι για χάρη κάποιου άλλου. Τα αγαθά, επομένως, διακρίνονται σε δύο είδη στα αυτά καθαυτά αγαθά και σ’ εκείνα που είναι για χάρη τους. Ποια, όμως, μπορούν να θεωρηθούν ως αυτά καθαυτά αγαθά; Θα μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε τη φρόνηση ή τις τιμές ως τέτοια ή το μόνο που μπορεί να εκληφθεί ως καθαυτό αγαθό είναι η Ιδέα του αγαθού. Σ’ αυτή την περίπτωση ωστόσο η Ιδέα είναι ανώφελη. Το αγαθό δεν μπορεί να είναι ένα κοινό ως προς όλα στοιχείο που να ανήκει σε μία Ιδέα. Καθώς, αν υποστηρίξει κάποιος, σύμφωνα με την έννοια της Ιδέας, πως το αγαθό είναι κοινό σε όλα ή ότι είναι κάτι χωριστό που υπάρχει αυτό καθαυτό, τότε θα ήταν δύσκολο να το αποκτήσει ο άνθρωπος, ενώ εμείς επιδιώκουμε ακριβώς αυτό.
Ενότητα 7η: Ας επανέλθουμε στο επιδιωκόμενο αγαθό. Φαίνεται πως αυτό είναι διαφορετικό για κάθε πράξη ή τέχνη, καθώς για παράδειγμα είναι άλλο για την ιατρική και άλλο για τη στρατηγική. Επομένως, για κάθε πράξη αγαθό είναι ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει η πράξη αυτή. Κι αν πραγματοποιείται ο σκοπός τότε αυτό είναι και το αγαθό, και σε περίπτωση που οι σκοποί είναι πολλοί, αγαθό θα είναι όλοι αυτοί διαφορετικοί σκοποί. Ωστόσο, είναι φανερό πως όλοι οι σκοποί που επιδιώκουμε δεν είναι τέλειοι. Ενώ, απόλυτα τέλειο είναι αυτό το οποίο το επιδιώκουμε για χάρη αυτού καθαυτού κι όχι για χάρη κάποιου άλλου. Τέτοιο αγαθό είναι η ευδαιμονία, αφού αυτή την προτιμάμε για χάρης της ίδιας, σε αντίθεση με άλλα αγαθά, όπως είναι η δόξα ή η ηδονή, τα οποία τα επιδιώκουμε όχι για αυτά καθαυτά, αλλά γιατί θεωρούμε πως μέσω αυτών θα φτάσουμε στην ευτυχία.
Ιδανικό αγαθό είναι επίσης η αυτάρκεια, εκείνο δηλαδή που αν και μόνο του γεμίζει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή μας, ώστε να μη μας λείπει τίποτα. Κι ως τέτοιο εκλαμβάνεται κι η ευδαιμονία∙ ένα τέλειο και αύταρκες αγαθό. Ποια είναι, όμως, η ουσία της ευδαιμονίας;  Αυτό το καταλαβαίνουμε αν εξετάσουμε το έργο του ανθρώπου, το οποίο εντοπίζεται στη δράση των σκεπτόμενων ανθρώπων, κι όχι στη φυσική διαδικασία της ανάπτυξης ή στις σωματικές ηδονές που υπάρχουν ακόμη και στα ζώα. Εκείνο, λοιπόν, που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους είναι η ενέργεια της ψυχής που βρίσκεται σε πλήρη ή σχετική συμφωνία με τη λογική και τη σκέψη. Κι αν δούμε αυτή τη λειτουργία σε σχέση με τον ηθικό άνθρωπο, τότε θα συμπεράνουμε πως ο άνθρωπος διακρίνεται για τις λογικές πράξεις, οι οποίες είναι σύμφωνες με το καλό. Οπότε το ανθρώπινο αγαθό υπάρχει στην ενέργεια της ψυχής και φυσικά στην αρετή.
Πρέπει, ωστόσο, όλη η ζωή του ανθρώπου να είναι τέλεια και σύμφωνη με την αρετή, γιατί όπως ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη, έτσι και μια μέρα ή ένα σύντομο χρονικό διάστημα ενάρετης ζωής δεν κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο.
Ενότητα 8η: Ας εξετάσουμε την αρχή της ευδαιμονίας. Υπάρχουν τριών ειδών αγαθά: τα εξωτερικά, τα ψυχικά κι εκείνα που σχετίζονται με το σώμα. Από αυτά τα σημαντικότερα είναι τα της ψυχής, με τα οποία σχετίζονται οι πράξεις κι οι ενέργειες των ανθρώπων.  Φαίνεται πως για την ευτυχία παίζουν ρόλο όλα τα στοιχεία αυτά, ενώ κάποιοι λαμβάνουν υπόψη τους ακόμη και την καλή τύχη ενός ανθρώπου. Είναι, πάντως, σαφές πως η ευδαιμονία ταυτίζεται με την αρετή, υπό την έννοια ότι η ευδαιμονία αποτελεί ενέργεια της ψυχής που καθοδηγείται από την αρετή.
Θα πρέπει, επίσης, να έχουμε υπόψη μας πως μπορεί να υπάρχει μια αγαθή πνευματική κατάσταση, χωρίς ωστόσο να προσφέρει κάποιο καλό αποτέλεσμα, γιατί δεν τίθεται σε χρήση. Όπως και στους Ολυμπιακούς Αγώνες δε βραβεύονται οι καλύτεροι και οι πιο δυνατοί, αλλά αυτοί που συμμετέχουν, μιας και κάποιοι από αυτούς κερδίζουν, έτσι και στη ζωή διακρίνονται όσοι επιτυγχάνουν μέσω της δράσης. 
Συνάμα, ας σημειωθεί, πως στη ζωή των ενάρετων ενυπάρχει κι η έννοια της ηδονής την οποία αντλούν από τον τρόπο ζωής τους, κι αυτό τους απαλλάσσει από την αναζήτησή της αλλού. Γιατί είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως δεν είναι ενάρετος εκείνος που δεν αντλεί χαρά από τις καλές πράξεις, ούτε δίκαιος εκείνους που δε χαίρεται όταν ζει σύμφωνα με το δίκαιο. Έτσι, για τους ενάρετους ανθρώπους ηδονικές είναι οι πράξεις που συμφωνούν με την αρετή.
Ενότητα 9η: Πολλοί άνθρωποι απορούν αν η ευτυχία είναι κάτι που διδάσκεται, συνηθίζεται κι αποκτιέται ή αν δίνεται από το θεό ως δώρο. Φαίνεται, πάντως, πως ακόμη κι αν δεν είναι δώρο του θεού κι αποκτάται με την αρετή ή τη μάθηση ανήκει ωστόσο στα θεϊκά και πολύτιμα πράγματα. Δε θα πρέπει ωστόσο να θεωρείται ως κάτι που έρχεται τυχαία, καθώς όπως έχουμε ορίσει η ευτυχία είναι μια ψυχική ενέργεια σύμφωνη με την αρετή. Γι’ αυτό και δεν μπορεί κάποιος που δε μετέχει συνειδητά στην έννοια της αρετής να θεωρείται ευτυχισμένος, όπως, για παράδειγμα, τα μικρά παιδιά, τα οποία όταν λέμε ότι είναι ευτυχισμένα στην πραγματικότητα τα μακαρίζουμε για τις ελπίδες που παρέχουν στους γονείς τους. Άλλωστε, έχουμε ορίσει την πολιτική ως ανώτερο σκοπό των ανθρώπων και σ’ αυτήν οι άνθρωποι πρέπει προσπαθήσουν συνειδητά για να θεωρούνται και να είναι ενάρετοι.
Ενότητα 10η: Όπως συμβουλεύει ο Σόλωνας δε θα πρέπει να μακαρίζουμε κανέναν όσο ζει, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε το τέλος της ζωής του. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι κάποιος είναι ευτυχισμένος επειδή πεθαίνει, απλώς ότι τότε μόνο μπορούμε να το μακαρίσουμε καθώς έχει πια απαλλαγεί από το κακό και τις δυστυχίες. Ωστόσο, ακόμη κι αφού πεθάνει κάποιος τον ακολουθούν οι τιμές ή οι άσχημες φήμες για τον ίδιο, αλλά και οι ευτυχίες ή οι δυστυχίες των παιδιών του.
Οι άνθρωποι αποφεύγουν να μακαρίζουν κάποιον όσο είναι ζωντανός γιατί οι μεταβολές της τύχης είναι συχνές με αποτέλεσμα ο ίδιος άνθρωπος άλλοτε να είναι ευτυχής και άλλοτε δυστυχής. Δε θα πρέπει όμως να βασιζόμαστε στην τύχη, καθώς δεν εξαρτάται από αυτή το αγαθό και το κακό. Το σημαντικότερο ρόλο, άλλωστε, στην ευτυχία τον έχουν οι ενάρετες πράξεις και σε τίποτε άλλο δεν υπάρχει μεγαλύτερη μονιμότητα απ’ ότι στις ενάρετες πράξεις. Επομένως, ο άνθρωπος που ζει σύμφωνα με την αρετή και είναι συνεπής ως προς αυτή θα αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια όλες τις αλλαγές της τύχης. Κι αν οι πράξεις μας έχουν τη μεγαλύτερη αξία στη ζωή, τότε ο ενάρετος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ποτέ πραγματικά δυστυχισμένος, καθώς δε θα πράξει ποτέ μισητά και άσχημα πράγματα.
Ενότητα 11η: Η τύχη των απογόνων και των φίλων επηρεάζει σ’ ένα βαθμό το αν κάποιος μπορεί να θεωρηθεί ευτυχής. Ωστόσο, όπως συμβαίνει γενικά στη ζωή των ανθρώπων άλλα γεγονότα μας επηρεάζουν πολύ κι άλλα λιγότερο. Αντιστοίχως, μπορούμε να θεωρήσουμε πως αν ακόμη κι οι νεκροί άνθρωποι ενδέχεται να επηρεάζονται από το τι συμβαίνει στους απογόνους και στους φίλους τους, η επίδραση αυτή θα πρέπει να είναι μικρή. Έτσι, αν κάποιος υπήρξε ευτυχής όσο ζούσε, δεν μπορεί να επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει έπειτα δυστυχής.
Ενότητα 12η: Θα πρέπει να εξετάσουμε αν η ευτυχία ανήκει σε όσα είναι άξια επαίνου ή άξια τιμής, καθώς είναι προφανές πως δεν αποτελεί μια απλή δυνατότητα. Αντιλαμβανόμαστε, βέβαια, πως η ευτυχία δεν είναι κάτι που επαινείται, όπως επαινείται η δικαιοσύνη σ’ έναν άνθρωπο∙ είναι κάτι πιο πολύτιμο, σχεδόν θεϊκό, για το οποίο μακαρίζουμε όποιον την κατέχει. Έτσι, ο έπαινος αντιστοιχεί περισσότερο στις αρετές, ενώ η ευτυχία ανήκει στα τέλεια πράγματα κι αποτελεί μια αρχή, για χάρη της οποίας οι άνθρωποι κάνουν όλα τα άλλα.
Ενότητα 13η: Αφού, λοιπόν, η ευτυχία είναι ενέργεια της ψυχής, σύμφωνη με την τέλεια αρετή, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε τι είναι η αρετή και μάλιστα η ανθρώπινη. Κι ο πραγματικός πολιτικός ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με αυτήν, καθώς θέλει να γίνουν οι πολίτες ενάρετοι και να υπακούν στους νόμους. Ονομάζουμε, βέβαια, αρετή του ανθρώπου, όχι τη σωματική, αλλά την ψυχική και φυσικά θεωρούμε την ευδαιμονία ως ενέργεια της ψυχής. Επομένως, είναι εύλογο πως ο πολιτικός που θέλει να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα οφείλει να γνωρίζει κάπως ότι σχετίζεται με την ψυχή, όπως ακριβώς εκείνος που θέλει να θεραπεύσει τα μάτια πρέπει να γνωρίζει ολόκληρο το σώμα.
Η ψυχή διακρίνεται σε δύο μέρη, το ένα είναι άλογο και το άλλο λογικό. Από το άλογο μέρος το ένα φαίνεται να είναι φυσικό και κοινό σε όλα τα όντα, καθώς είναι αυτό που σχετίζεται με τη διατροφή και τη σωματική ανάπτυξη, κάτι που σημαίνει πως αυτό το μέρος της ψυχής ενυπάρχει όχι μόνο στους ανθρώπους. Υπάρχει, ωστόσο, κι άλλο ένα άλογο μέρος της ψυχής, το οποίο μετέχει ως ένα βαθμό στο λογικό της μέρος. Το μέρος αυτό, αν και αντιτίθεται εκ φυσικού του στις υποδείξεις του λογικού, εντούτοις συχνά υποτάσσεται και υπακούει σε αυτό.
Οπότε το άλογο μέρος της ψυχής διακρίνεται σε δύο είδη, στο φυσικό και στο επιθυμητικό, το οποίο υποτάσσεται ως ένα βαθμό στο λογικό μέρος της ψυχής και απόδειξη αυτού είναι πως υπάρχουν οι έννοιες της νουθεσίας, της επίπληξης αλλά και της προτροπής.
Αντιστοίχως και η αρετή διακρίνεται σε δύο είδη, καθώς υπάρχουν οι διανοητικές και οι ηθικές αρετές. Έτσι η σοφία και η πρακτική σκέψη είναι διανοητικές αρετές, ενώ η ελευθεριότητα και η σωφροσύνη είναι ηθικές αρετές. Και καταλαβαίνουμε αυτή τη διάκριση αν σκεφτούμε πως όταν θέλουμε να μιλήσουμε για το ήθος ενός ανθρώπου δεν λέμε πως είναι σοφός, αλλά ότι είναι ήρεμος ή συνετός.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...