Megan Romo
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Β1, 1-3 (Ενότητα 1η)
Κείμενο
Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ’ ἠθικὴ ἐξ ἔθους
περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. Ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται˙ οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ’ ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ’ ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. Οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.
Μετάφραση
Επειδή, λοιπόν, η αρετή είναι δύο
ειδών, διανοητική και ηθική, από τη μια η διανοητική χρωστάει κατά κύριο λόγο
και τη γένεση και την ανάπτυξή της στη διδασκαλία, γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται
πείρα και χρόνο, από την άλλη η ηθική είναι αποτέλεσμα εθισμού, απ’ όπου έχει
πάρει και το όνομα, το οποίο παρουσιάζει μικρή διαφορά από τη λέξη έθος.
Από αυτό ακριβώς γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει
μέσα μας εκ φύσεως˙ όντως, κανένα πράγμα που έχει από τη φύση μια ορισμένη
ιδιότητα δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μια άλλη ιδιότητα, όπως για
παράδειγμα η πέτρα, που από τη φύση της πηγαίνει προς τα κάτω, δεν είναι
δυνατόν να συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω, ακόμα κι αν κάποιος προσπαθήσει
να τη συνηθίσει (σ’ αυτό), ρίχνοντάς την προς τα πάνω χιλιάδες φορές, ούτε η
φωτιά (είναι δυνατόν να συνηθίσει να πηγαίνει) προς τα κάτω, ούτε τίποτα άλλο
από τα πράγματα που από τη φύση τους γεννιούνται με μια συγκεκριμένη ιδιότητα
είναι δυνατόν να συνηθίσει σε κάτι διαφορετικό. Επομένως, ούτε εκ φύσεως, αλλά
ούτε και αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν οι αρετές μέσα μας, που όμως έχουμε
από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε, αλλά γινόμαστε τέλειοι με τον εθισμό.
Ο Αριστοτέλης συνεχίζοντας την εξέταση
των προβλημάτων της ηθικής στο Β΄ βιβλίο των Ηθικῶν Νικομαχείων παίρνει ως
δεδομένο το πόρισμα στο οποίο κατέληξε στο τέλος του Α΄ βιβλίου. Έχοντας υπόψη
σας και την εισαγωγή του βιβλίου σας, να εντοπίσετε στο κείμενο τι απασχόλησε
τη σκέψη του μέχρι τώρα και σε ποιο συμπέρασμα έχει καταλήξει.
Στο τέλος του Α΄ βιβλίου των Ηθικών
Νικομαχείων ο Αριστοτέλης δίνει τον ακόλουθο ορισμό της εὐδαιμονίας: «ἡ εὐδαιμονία ἐστί ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ’ ἀρετήν τελείαν». Ενέργεια λοιπόν, κατά
τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία του ανθρώπου, όχι κατάσταση, και πάντως ενέργεια
της ψυχής του, με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Το τελευταίο μέρος του ορισμού αυτού
δείχνει καθαρά τη βαθιά πίστη του Αριστοτέλη πως την ευδαιμονία τους οι
άνθρωποι μόνο με την κατάκτηση της αρετής μπορούν τελικά να την εξασφαλίσουν.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Αριστοτέλης αναζήτησε με πολλή επιμονή, αλλά και
με πολύ ρεαλισμό τον ορισμό της αρετής∙ στην πραγματικότητα τα Ηθικά Νικομάχεια
είναι, σχεδόν στο σύνολό τους, μια διεξοδικότατη διερεύνηση του ενδιαφέροντος
αυτού θέματος.
Πριν από όλα όμως ο Αριστοτέλης
χρειαζόταν να κάνει μια σημαντικότατη διάκριση. Ας παρακολουθήσουμε πώς
οδηγήθηκε στη διάκριση αυτή: Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο Αριστοτέλης,
αποτελείται κατ’ αρχήν από δύο μέρη, από το λόγον ἔχον μέρος και από το ἄλογον (με δική μας διατύπωση: ο
άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική
του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με το λογικό του). Η
αρχική όμως αυτή διμερής «διαίρεση» κατέληξε σε μια τριμερή «διαίρεση», αφού ο
Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα καθαρά ἄλογον μέρος
της ψυχής, β) ένα καθαρά λόγον ἔχον μέρος
της, και γ) ένα μέρος που μετέχει και του ἀλόγου και
του λόγον ἔχοντος μέρους της ψυχής. Το πρώτο,
είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του ανθρώπινου οργανισμού και
άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή∙ το τρίτο (ο ίδιος το ονόμασε ἐπιθυμητικόν) έχει σχέση με τις αρετές
που περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που
αφορά απόλυτα και καθαρά το λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές μας
αρετές (με τη σοφία λ.χ. ή τη φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να
διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοητικές.
Ας δούμε τη διάκριση των μερών της
ψυχής, όπως δίνεται από τον Αριστοτέλη στην τελευταία ενότητα του πρώτου
βιβλίου:
Λέγεται δὲ περὶ αὐτῆς καὶ ἐν τοῖς ἐξωτερικοῖς λόγοις ἀρκούντως ἔνια, καὶ χρηστέον αὐτοῖς· οἷον τὸ μὲν ἄλογον αὐτῆς εἶναι, τὸ δὲ λόγον ἔχον. ταῦτα δὲ πότερον διώρισται καθάπερ τὰ τοῦ σώματος μόρια καὶ πᾶν τὸ μεριστόν, ἢ τῷ λόγῳ δύο ἐστὶν ἀχώριστα πεφυκότα καθάπερ ἐν τῇ περιφερείᾳ τὸ κυρτὸν καὶ τὸ κοῖλον, οὐθὲν διαφέρει πρὸς τὸ παρόν.
[Λέγονται κάποια πράγματα γι’ αυτή -την
ψυχή- και στις συζητήσεις εκτός σχολής, και μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε κι
εδώ∙ το ένα μέρος της είναι άλογο και το άλλο λογικό. Το αν αυτά τα μέρη είναι
διακριτά, όπως τα μέρη του σώματος ή όπως κάθε τι άλλο που μπορεί να χωριστεί,
ή έχουν χωριστεί νοητά, ενώ είναι αδιαίρετα από τη φύση τους, όπως είναι στον
κύκλο η κυρτότητα και η κοιλότητα, αυτό δεν έχει καμία σημασία για το εξεταζόμενο
θέμα.]
Τοῦ ἀλόγου δὲ τὸ μὲν ἔοικε κοινῷ καὶ φυτικῷ, λέγω δὲ τὸ αἴτιον τοῦ τρέφεσθαι καὶ αὔξεσθαι· τὴν τοιαύτην γὰρ δύναμιν τῆς ψυχῆς ἐν ἅπασι τοῖς τρεφομένοις θείη τις ἂν…
[Από το άλογο μέρος της το ένα φαίνεται
να είναι κοινό (σε όλους) και φυσικό ως προς τη φύση του, εννοώ αυτό που είναι
υπεύθυνο για τη διατροφή και την αύξηση∙ αυτή τη δύναμη της ψυχής μπορεί να την
αποδώσει κανείς σε όλα τα όντα που τρέφονται…]
Ἔοικε δὲ καὶ ἄλλη τις
φύσις τῆς ψυχῆς ἄλογος εἶναι, μετέχουσα μέντοι πῃ λόγου. τοῦ γὰρ ἐγκρατοῦς καὶ ἀκρατοῦς τὸν λόγον καὶ τῆς ψυχῆς τὸ λόγον ἔχον ἐπαινοῦμεν· ὀρθῶς γὰρ καὶ ἐπὶ τὰ βέλτιστα παρακαλεῖ· φαίνεται δ᾽ ἐν αὐτοῖς καὶ ἄλλο τι παρὰ τὸν λόγον
πεφυκός, ὃ μάχεται καὶ ἀντιτείνει τῷ λόγῳ.
[Φαίνεται όμως πως υπάρχει και μια
ακόμη ιδιότητα της ψυχής, η οποία αν και είναι άλογη, μετέχει ωστόσο κάπως στο
λογικό μέρος. Γιατί επαινούμε τη λογική και το λογικό μέρος της ψυχής του
εγκρατή και του άκρατου∙ γιατί αυτό τους ωθεί να κάνουν τις σωστές και τις
καλύτερες πράξεις. Φαίνεται εντούτοις πως υπάρχει σ’ αυτούς απ’ τη φύση τους
και ένα άλλο μέρος ενάντιο στο λογικό, το οποίο μάχεται και αντιτίθεται στις
αρχές του λογικού.]
Φαίνεται δὴ καὶ τὸ ἄλογον
διττόν. τὸ μὲν γὰρ φυτικὸν οὐδαμῶς κοινωνεῖ λόγου,
τὸ δ᾽ ἐπιθυμητικὸν καὶ ὅλως ὀρεκτικὸν μετέχει πως, ᾗ κατήκοόν ἐστιν αὐτοῦ καὶ πειθαρχικόν·
[Φαίνεται λοιπόν πως και το άλογος
μέρος είναι δύο ειδών. Το ένα, το φυσικό, δε μετέχει καθόλου στο λόγο, το άλλο,
το επιθυμητικό και εν γένει βουλητικό μέρος, μετέχει μέχρι ένα σημείο, στο
βαθμό δηλαδή που ακούει και πειθαρχεί στο λογικό μέρος.]
Ηθικά Νικομάχεια: Το περιεχόμενο του
πρώτου βιβλίου
Ενότητα 1η: Φαίνεται πως κάθε τέχνη, κάθε
επιστήμη, αλλά και κάθε πράξη αποσκοπεί σε κάτι καλό, γι’ αυτό και θεωρείται
πως καλό είναι αυτό στο οποίο αποβλέπουν όλοι οι άνθρωποι. Υπάρχει, ωστόσο, μια
διαφοροποίηση ως προς τους επιμέρους σκοπούς, υπό την έννοια πως οι διάφορες
τέχνες και πράξεις δεν έχουν τον ίδιο πάντα σκοπό. Για παράδειγμα η ιατρική
έχει ως σκοπό της την υγεία, ενώ η στρατηγική τη νίκη. Συνάμα, υπάρχουν τέχνες
που υπάγονται σε μια ευρύτερη τέχνη, όπως για παράδειγμα όλες οι τέχνες που
σχετίζονται με τις πράξεις και τον εξοπλισμό του πολέμου, ανήκουν στη
στρατηγική. Είναι οπότε προτιμότερες οι αρχιτεκτονικές -ευρύτερες- τέχνες, από
εκείνες που υποτάσσονται και ανήκουν σε αυτές.
Ενότητα 2η: Αν υπάρχει κάποιος σκοπός σε όσα
είναι εφικτά για τους ανθρώπους, τότε αυτός ο σκοπός ενδεχομένως να είναι το
ανώτερο αγαθό. Θα πρέπει ωστόσο να επιχειρήσουμε να γνωρίσουμε τη φύση αυτού
του αγαθού, αλλά και σε ποια τέχνη ή επιστήμη υπάγεται. Καθώς, βέβαια, όλες οι
σημαντικές επιστήμες, όπως είναι η στρατηγική, η οικονομική και η ρητορική
ανήκουν στην αρχιτεκτονική επιστήμη της πολιτικής, είναι εύλογο πως και το
ανώτερο αγαθό ανήκει σε αυτήν.
Κι αν το αγαθό αυτό είναι το ίδιο και
για έναν πολίτη και για την πόλη, είναι σημαντικότερο να διασώσουμε την πόλη.
Καθώς, αν και είναι καλό όταν το αγαθό υπάρχει σ’ ένα άτομο, είναι καλύτερο
όταν υπάρχει κι ανήκει στην πόλη.
Ενότητα 3η: Η έρευνα που επιχειρείται -ο σκοπός
της οποίας είναι πολιτικός- θα είναι πιο ικανοποιητική αν εξεταστεί το εν λόγω
θέμα με σαφήνεια. Ωστόσο την ακρίβεια δεν την επιδιώκουμε στον ίδιο βαθμό σε
όλες τις έρευνες, όπως δεν την επιδιώκουμε και σε όλα τα δημιουργήματα των
τεχνών. Άλλωστε, οι δίκαιες και καλές πράξεις με τις οποίες ασχολείται η
πολιτική εγείρουν διάφορες απόψεις, ώστε μπορεί να θεωρηθεί πως υφίστανται μόνο
κατά συνθήκη κι όχι από τη φύση. Δεν είναι, το δίχως άλλο, λίγες οι φορές κατά
τις οποίες οι άνθρωποι ζημιώθηκαν από τα αγαθά τους, άλλοι από τα πλούτη τους
κι άλλοι από την ανδρεία τους. Θα πρέπει, επομένως, να είμαστε ικανοποιημένοι
αν μιλήσουμε για το θέμα αυτό σ’ ένα γενικό πλαίσιο, που να μας επιτρέπει την
εξαγωγή αντίστοιχων συμπερασμάτων.
Κάθε μορφωμένος άνθρωπος επιδιώκει την
ακρίβεια σε ό,τι εξετάζει στο βαθμό που η φύση του εξεταζόμενου αντικειμένου το
επιτρέπει. Κι είναι μάλλον παράδοξο να αποδεχόμαστε από έναν μαθηματικό να
πιθανολογεί, ενώ να απαιτούμε επιστημονικές αποδείξεις από έναν ρήτορα.
Κι επειδή καθένας κρίνει σωστά αυτά που
γνωρίζει, και άρα όποιος έχει εκπαιδευτεί σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα το κρίνει
καλύτερα, ενώ όποιος έχει γενικότερη παιδεία κρίνει τα γενικά θέματα, δεν
μπορεί επομένως ένας νεαρός να θεωρηθεί κατάλληλος ακροατής για τα πολιτικά
θέματα, αφού δεν έχει πείρα της ζωής. Η πολιτική, άλλωστε, ξεκινά από τις
πράξεις της ζωής κι επιστρέφει σε αυτές.
Συνάμα, επειδή ο νεαρός έχει την τάση
να ακολουθεί τα πάθη του, η μελέτη του θα είναι ανώφελη και μη αποδοτική, αφού
ο ίδιος επιδιώκει περισσότερο τη δράση κι όχι τη γνώση.
Ενότητα 4η: Επιστρέφοντας στο εξεταζόμενο θέμα,
εφόσον θεωρούμε πως κάθε γνώση και επιδίωξη στοχεύει σε κάποιο καλό, ας δούμε
ποιο μπορεί να είναι το καλό στο οποίο στοχεύει η πολιτική και ποιο είναι το
ανώτερο αγαθό το οποίο μπορεί να επιτευχθεί με τις πράξεις των ανθρώπων. Ως
προς αυτό συμφωνούν όλοι πως πρόκειται για την ευδαιμονία, χωρίς ωστόσο να την
ορίζουν όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Οι απλοί άνθρωποι ταυτίζουν την
ευδαιμονία με την ηδονή, τον πλούτο ή την τιμή, ενώ συχνά ακόμη κι ο ίδιος
άνθρωπος διαφοροποιεί την έννοια αυτή ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται,
καθώς αν ασθενεί θεωρεί την υγεία ως ευτυχία, κι αν είναι φτωχός τα πλούτη.
Άλλοι πάλι θεωρούν πως υπάρχει ένα ανώτερο αγαθό, ένα καθεαυτό αγαθό που
υπερέχει όλων, κι είναι η πηγή των άλλων αγαθών. Θα ήταν, ωστόσο, μάταιο να
εξετάσουμε όλες τις πιθανές απόψεις, οπότε είναι προτιμότερο να δούμε εκείνες
που μοιάζουν πιο λογικές.
Ας σημειωθεί πάντως η διαφορά ανάμεσα
στις απόψεις που ξεκινούν από τις βασικές παραδοχές και σ’ αυτές που καταλήγουν
σε βασικές παραδοχές, γιατί σωστά ο Πλάτωνας απορούσε αν είναι καλύτερα να
ξεκινάμε από τις βασικές παραδοχές ή να καταλήγουμε σε αυτές. Ωστόσο, καλό
είναι να ξεκινάμε από αυτά που γνωρίζουμε, κι αν αυτά δοθούν με σαφήνεια στο
μαθητή, εκείνος -στην αρχή τουλάχιστον- δε θα έχει ανάγκη να μάθει την
αιτιολόγησή τους.
Ενότητα 5η: Αν κρίνουμε από τη ζωή των
περισσότερων ανθρώπων και ιδίως αυτών που δεν ασχολούνται με το πνεύμα θα δούμε
πως ταυτίζουν την ευδαιμονία με την απόλαυση. Υπάρχουν, πάντως, τρεις τύποι
ζωής, αυτός της απόλαυσης, ο πολιτικός κι ο θεωρητικός. Η πλειονότητα που
επιλέγει τη ζωή της απόλαυσης δε διαφέρει πολύ από τα κτήνη καθώς αυτοί που
ζουν έτσι είναι υποδουλωμένοι στα πάθη τους. Εκείνοι που είναι πιο εκλεκτοί και
επιλέγουν τον πολιτικό τύπο ζωής, επιδιώκουν κατά κύριο λόγο την τιμή∙ ωστόσο
κι αυτή η επιδίωξη μοιάζει κάπως επιφανειακή σε σχέση με ό,τι ζητάμε. Οι
άνθρωποι αυτοί θέλουν να τιμώνται από τους συνετούς ανθρώπους για την αρετή
τους, κι ίσως η αρετή να είναι τελικά η επιδίωξη της πολιτικής ζωής. Εντούτοις,
κι η αρετή μοιάζει ελλιπής, αφού κάποιος μπορεί να την κατέχει και να κοιμάται
ή να αδρανεί διαρκώς κι επιπλέον να γνωρίζει τις μεγαλύτερες ατυχίες και
συμφορές. Τρίτος τύπος ζωής είναι ο θεωρητικός για τον οποίο θα μιλήσουμε
αργότερα.
Ενότητα 6η: Θα ήταν προτιμότερο να εξετάσουμε το
καλό στη γενικότερη διάστασή του, αν και μια τέτοια έρευνα είναι εξαιρετικά
δύσκολη, ιδίως αφού η εισήγηση των Ιδεών έχει γίνει από δικούς μας ανθρώπους.
Οι υποστηρικτές, πάντως, αυτής της άποψης αφενός δε διέκριναν την έννοια του
πρότερου και του μεταγενέστερου, κι αφετέρου χρησιμοποιούν τον όρο αγαθό
αδιακρίτως για τις έννοιες της ουσίας, της ποιότητας και της αναφοράς, ωστόσο η
ουσία είναι στη φύση κάτι το πρότερο σε σχέση με την αναφορά∙ δεν μπορεί οπότε
να υπάρχει μια ενιαία Ιδέα του αγαθού που να περικλείει αυτές τις κατηγορίες.
Επιπλέον, εφόσον το αγαθό έχει τόσες εκφάνσεις όσες και το ον, δεν μπορεί να
θεωρηθεί πως είναι ένα, ενιαίο και κοινό για όλες τις περιπτώσεις. Συνάμα, θα
έπρεπε να υπάρχει μια επιστήμη για όλα όσα ανήκουν σε μια Ιδέα, ωστόσο υπάρχουν
πολλές επιστήμες ακόμη και για εκείνα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Απορία,
άλλωστε, προκαλεί και το τι εννοούν όταν λένε αυτό καθαυτό, αφού μεταξύ του
ανθρώπου αυτού καθαυτού και του ανθρώπου, υπάρχει μία κοινή έννοια, η έννοια
του ανθρώπου. Το αντίστοιχο ισχύει και για το αυτό καθαυτό αγαθό και το αγαθό,
καθώς και τα δύο υπάγονται στην έννοια του αγαθού.
Ο λόγος τους ωστόσο αναφέρεται σε
εκείνα τα αγαθά τα οποία επιδιώκονται από τους ανθρώπους για αυτό που είναι κι
όχι για χάρη κάποιου άλλου. Τα αγαθά, επομένως, διακρίνονται σε δύο είδη στα
αυτά καθαυτά αγαθά και σ’ εκείνα που είναι για χάρη τους. Ποια, όμως, μπορούν
να θεωρηθούν ως αυτά καθαυτά αγαθά; Θα μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε τη φρόνηση
ή τις τιμές ως τέτοια ή το μόνο που μπορεί να εκληφθεί ως καθαυτό αγαθό είναι η
Ιδέα του αγαθού. Σ’ αυτή την περίπτωση ωστόσο η Ιδέα είναι ανώφελη. Το αγαθό
δεν μπορεί να είναι ένα κοινό ως προς όλα στοιχείο που να ανήκει σε μία Ιδέα.
Καθώς, αν υποστηρίξει κάποιος, σύμφωνα με την έννοια της Ιδέας, πως το αγαθό
είναι κοινό σε όλα ή ότι είναι κάτι χωριστό που υπάρχει αυτό καθαυτό, τότε θα ήταν
δύσκολο να το αποκτήσει ο άνθρωπος, ενώ εμείς επιδιώκουμε ακριβώς αυτό.
Ενότητα 7η: Ας επανέλθουμε στο επιδιωκόμενο
αγαθό. Φαίνεται πως αυτό είναι διαφορετικό για κάθε πράξη ή τέχνη, καθώς για
παράδειγμα είναι άλλο για την ιατρική και άλλο για τη στρατηγική. Επομένως, για
κάθε πράξη αγαθό είναι ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει η πράξη αυτή. Κι αν
πραγματοποιείται ο σκοπός τότε αυτό είναι και το αγαθό, και σε περίπτωση που οι
σκοποί είναι πολλοί, αγαθό θα είναι όλοι αυτοί διαφορετικοί σκοποί. Ωστόσο,
είναι φανερό πως όλοι οι σκοποί που επιδιώκουμε δεν είναι τέλειοι. Ενώ, απόλυτα
τέλειο είναι αυτό το οποίο το επιδιώκουμε για χάρη αυτού καθαυτού κι όχι για
χάρη κάποιου άλλου. Τέτοιο αγαθό είναι η ευδαιμονία, αφού αυτή την προτιμάμε
για χάρης της ίδιας, σε αντίθεση με άλλα αγαθά, όπως είναι η δόξα ή η ηδονή, τα
οποία τα επιδιώκουμε όχι για αυτά καθαυτά, αλλά γιατί θεωρούμε πως μέσω αυτών
θα φτάσουμε στην ευτυχία.
Ιδανικό αγαθό είναι επίσης η αυτάρκεια,
εκείνο δηλαδή που αν και μόνο του γεμίζει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή μας, ώστε να
μη μας λείπει τίποτα. Κι ως τέτοιο εκλαμβάνεται κι η ευδαιμονία∙ ένα τέλειο και
αύταρκες αγαθό. Ποια είναι, όμως, η ουσία της ευδαιμονίας; Αυτό το
καταλαβαίνουμε αν εξετάσουμε το έργο του ανθρώπου, το οποίο εντοπίζεται στη
δράση των σκεπτόμενων ανθρώπων, κι όχι στη φυσική διαδικασία της ανάπτυξης ή
στις σωματικές ηδονές που υπάρχουν ακόμη και στα ζώα. Εκείνο, λοιπόν, που
χαρακτηρίζει τους ανθρώπους είναι η ενέργεια της ψυχής που βρίσκεται σε πλήρη ή
σχετική συμφωνία με τη λογική και τη σκέψη. Κι αν δούμε αυτή τη λειτουργία σε
σχέση με τον ηθικό άνθρωπο, τότε θα συμπεράνουμε πως ο άνθρωπος διακρίνεται για
τις λογικές πράξεις, οι οποίες είναι σύμφωνες με το καλό. Οπότε το ανθρώπινο
αγαθό υπάρχει στην ενέργεια της ψυχής και φυσικά στην αρετή.
Πρέπει, ωστόσο, όλη η ζωή του ανθρώπου
να είναι τέλεια και σύμφωνη με την αρετή, γιατί όπως ένα χελιδόνι δε φέρνει την
άνοιξη, έτσι και μια μέρα ή ένα σύντομο χρονικό διάστημα ενάρετης ζωής δεν
κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο.
Ενότητα 8η: Ας εξετάσουμε την αρχή της
ευδαιμονίας. Υπάρχουν τριών ειδών αγαθά: τα εξωτερικά, τα ψυχικά κι εκείνα που
σχετίζονται με το σώμα. Από αυτά τα σημαντικότερα είναι τα της ψυχής, με τα
οποία σχετίζονται οι πράξεις κι οι ενέργειες των ανθρώπων. Φαίνεται πως
για την ευτυχία παίζουν ρόλο όλα τα στοιχεία αυτά, ενώ κάποιοι λαμβάνουν υπόψη
τους ακόμη και την καλή τύχη ενός ανθρώπου. Είναι, πάντως, σαφές πως η
ευδαιμονία ταυτίζεται με την αρετή, υπό την έννοια ότι η ευδαιμονία αποτελεί
ενέργεια της ψυχής που καθοδηγείται από την αρετή.
Θα πρέπει, επίσης, να έχουμε υπόψη μας
πως μπορεί να υπάρχει μια αγαθή πνευματική κατάσταση, χωρίς ωστόσο να προσφέρει
κάποιο καλό αποτέλεσμα, γιατί δεν τίθεται σε χρήση. Όπως και στους Ολυμπιακούς
Αγώνες δε βραβεύονται οι καλύτεροι και οι πιο δυνατοί, αλλά αυτοί που
συμμετέχουν, μιας και κάποιοι από αυτούς κερδίζουν, έτσι και στη ζωή
διακρίνονται όσοι επιτυγχάνουν μέσω της δράσης.
Συνάμα, ας σημειωθεί, πως στη ζωή των
ενάρετων ενυπάρχει κι η έννοια της ηδονής την οποία αντλούν από τον τρόπο ζωής
τους, κι αυτό τους απαλλάσσει από την αναζήτησή της αλλού. Γιατί είναι
σημαντικό να διευκρινιστεί πως δεν είναι ενάρετος εκείνος που δεν αντλεί χαρά
από τις καλές πράξεις, ούτε δίκαιος εκείνους που δε χαίρεται όταν ζει σύμφωνα
με το δίκαιο. Έτσι, για τους ενάρετους ανθρώπους ηδονικές είναι οι πράξεις που
συμφωνούν με την αρετή.
Ενότητα 9η: Πολλοί άνθρωποι απορούν αν η ευτυχία
είναι κάτι που διδάσκεται, συνηθίζεται κι αποκτιέται ή αν δίνεται από το θεό ως
δώρο. Φαίνεται, πάντως, πως ακόμη κι αν δεν είναι δώρο του θεού κι αποκτάται με
την αρετή ή τη μάθηση ανήκει ωστόσο στα θεϊκά και πολύτιμα πράγματα. Δε θα
πρέπει ωστόσο να θεωρείται ως κάτι που έρχεται τυχαία, καθώς όπως έχουμε ορίσει
η ευτυχία είναι μια ψυχική ενέργεια σύμφωνη με την αρετή. Γι’ αυτό και δεν μπορεί
κάποιος που δε μετέχει συνειδητά στην έννοια της αρετής να θεωρείται
ευτυχισμένος, όπως, για παράδειγμα, τα μικρά παιδιά, τα οποία όταν λέμε ότι
είναι ευτυχισμένα στην πραγματικότητα τα μακαρίζουμε για τις ελπίδες που
παρέχουν στους γονείς τους. Άλλωστε, έχουμε ορίσει την πολιτική ως ανώτερο
σκοπό των ανθρώπων και σ’ αυτήν οι άνθρωποι πρέπει προσπαθήσουν συνειδητά για
να θεωρούνται και να είναι ενάρετοι.
Ενότητα 10η: Όπως συμβουλεύει ο Σόλωνας δε θα
πρέπει να μακαρίζουμε κανέναν όσο ζει, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε το τέλος
της ζωής του. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι κάποιος είναι ευτυχισμένος επειδή
πεθαίνει, απλώς ότι τότε μόνο μπορούμε να το μακαρίσουμε καθώς έχει πια
απαλλαγεί από το κακό και τις δυστυχίες. Ωστόσο, ακόμη κι αφού πεθάνει κάποιος
τον ακολουθούν οι τιμές ή οι άσχημες φήμες για τον ίδιο, αλλά και οι ευτυχίες ή
οι δυστυχίες των παιδιών του.
Οι άνθρωποι αποφεύγουν να μακαρίζουν
κάποιον όσο είναι ζωντανός γιατί οι μεταβολές της τύχης είναι συχνές με
αποτέλεσμα ο ίδιος άνθρωπος άλλοτε να είναι ευτυχής και άλλοτε δυστυχής. Δε θα
πρέπει όμως να βασιζόμαστε στην τύχη, καθώς δεν εξαρτάται από αυτή το αγαθό και
το κακό. Το σημαντικότερο ρόλο, άλλωστε, στην ευτυχία τον έχουν οι ενάρετες
πράξεις και σε τίποτε άλλο δεν υπάρχει μεγαλύτερη μονιμότητα απ’ ότι στις
ενάρετες πράξεις. Επομένως, ο άνθρωπος που ζει σύμφωνα με την αρετή και είναι
συνεπής ως προς αυτή θα αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια όλες τις αλλαγές της
τύχης. Κι αν οι πράξεις μας έχουν τη μεγαλύτερη αξία στη ζωή, τότε ο ενάρετος
άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ποτέ πραγματικά δυστυχισμένος, καθώς δε θα πράξει
ποτέ μισητά και άσχημα πράγματα.
Ενότητα 11η: Η τύχη των απογόνων και των φίλων
επηρεάζει σ’ ένα βαθμό το αν κάποιος μπορεί να θεωρηθεί ευτυχής. Ωστόσο, όπως
συμβαίνει γενικά στη ζωή των ανθρώπων άλλα γεγονότα μας επηρεάζουν πολύ κι άλλα
λιγότερο. Αντιστοίχως, μπορούμε να θεωρήσουμε πως αν ακόμη κι οι νεκροί
άνθρωποι ενδέχεται να επηρεάζονται από το τι συμβαίνει στους απογόνους και
στους φίλους τους, η επίδραση αυτή θα πρέπει να είναι μικρή. Έτσι, αν κάποιος
υπήρξε ευτυχής όσο ζούσε, δεν μπορεί να επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να
γίνει έπειτα δυστυχής.
Ενότητα 12η: Θα πρέπει να εξετάσουμε αν η ευτυχία
ανήκει σε όσα είναι άξια επαίνου ή άξια τιμής, καθώς είναι προφανές πως δεν
αποτελεί μια απλή δυνατότητα. Αντιλαμβανόμαστε, βέβαια, πως η ευτυχία δεν είναι
κάτι που επαινείται, όπως επαινείται η δικαιοσύνη σ’ έναν άνθρωπο∙ είναι κάτι
πιο πολύτιμο, σχεδόν θεϊκό, για το οποίο μακαρίζουμε όποιον την κατέχει. Έτσι,
ο έπαινος αντιστοιχεί περισσότερο στις αρετές, ενώ η ευτυχία ανήκει στα τέλεια
πράγματα κι αποτελεί μια αρχή, για χάρη της οποίας οι άνθρωποι κάνουν όλα τα
άλλα.
Ενότητα 13η: Αφού, λοιπόν, η ευτυχία είναι
ενέργεια της ψυχής, σύμφωνη με την τέλεια αρετή, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε
τι είναι η αρετή και μάλιστα η ανθρώπινη. Κι ο πραγματικός πολιτικός ασχολείται
σε μεγάλο βαθμό με αυτήν, καθώς θέλει να γίνουν οι πολίτες ενάρετοι και να
υπακούν στους νόμους. Ονομάζουμε, βέβαια, αρετή του ανθρώπου, όχι τη σωματική,
αλλά την ψυχική και φυσικά θεωρούμε την ευδαιμονία ως ενέργεια της ψυχής.
Επομένως, είναι εύλογο πως ο πολιτικός που θέλει να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα
οφείλει να γνωρίζει κάπως ότι σχετίζεται με την ψυχή, όπως ακριβώς εκείνος που
θέλει να θεραπεύσει τα μάτια πρέπει να γνωρίζει ολόκληρο το σώμα.
Η ψυχή διακρίνεται σε δύο μέρη, το ένα
είναι άλογο και το άλλο λογικό. Από το άλογο μέρος το ένα φαίνεται να είναι
φυσικό και κοινό σε όλα τα όντα, καθώς είναι αυτό που σχετίζεται με τη διατροφή
και τη σωματική ανάπτυξη, κάτι που σημαίνει πως αυτό το μέρος της ψυχής
ενυπάρχει όχι μόνο στους ανθρώπους. Υπάρχει, ωστόσο, κι άλλο ένα άλογο μέρος
της ψυχής, το οποίο μετέχει ως ένα βαθμό στο λογικό της μέρος. Το μέρος αυτό,
αν και αντιτίθεται εκ φυσικού του στις υποδείξεις του λογικού, εντούτοις συχνά υποτάσσεται
και υπακούει σε αυτό.
Οπότε το άλογο μέρος της ψυχής
διακρίνεται σε δύο είδη, στο φυσικό και στο επιθυμητικό, το οποίο υποτάσσεται
ως ένα βαθμό στο λογικό μέρος της ψυχής και απόδειξη αυτού είναι πως υπάρχουν
οι έννοιες της νουθεσίας, της επίπληξης αλλά και της προτροπής.
Αντιστοίχως και η αρετή διακρίνεται σε
δύο είδη, καθώς υπάρχουν οι διανοητικές και οι ηθικές αρετές. Έτσι η σοφία και
η πρακτική σκέψη είναι διανοητικές αρετές, ενώ η ελευθεριότητα και η σωφροσύνη
είναι ηθικές αρετές. Και καταλαβαίνουμε αυτή τη διάκριση αν σκεφτούμε πως όταν
θέλουμε να μιλήσουμε για το ήθος ενός ανθρώπου δεν λέμε πως είναι σοφός, αλλά
ότι είναι ήρεμος ή συνετός.