Brad Scott
Αριστοτέλης,
Ηθικά Νικομάχεια, Β1, 1-3 (Ενότητα 1η)
Ποια είδη της αρετής
διακρίνει ο Αριστοτέλης, σε ποιο μέρος της ψυχής ανήκει κάθε είδος και από
ποιους παράγοντες εξαρτάται η ανάπτυξη καθενός; Βλ. και εισαγωγή σχολικού
βιβλίου, σσ. 152-153.
Με
βάση την τριμερή διάκριση της ψυχής που έχει προηγηθεί (το καθαρά ἄλογον μέρος,
το καθαρά λόγον ἔχον μέρος και το ἐπιθυμητικὸν, το οποίο αν και ανήκει στο ἄλογον
μέρος της ψυχής μετέχει εντούτοις και στο λόγον ἔχον μέρος της) ο Αριστοτέλης
προχωρά και στη διάκριση των αρετών. Από τα τρία μέρη της ψυχής στη διαμόρφωση
των αρετών μετέχουν μόνο τα δύο, καθώς το καθαρά ἄλογον μέρος της ψυχής
σχετίζεται αποκλειστικά με την ανάπτυξη του οργανισμού μέσω της διατροφής∙ έχει
να κάνει δηλαδή με τη βιολογική υπόσταση του ατόμου και άρα δε σχετίζεται με την
ηθική του πλευρά, η οποία απαιτεί έλλογες διαδικασίες για να διαμορφωθεί.
Οι
αρετές, λοιπόν, διακρίνονται από τον Αριστοτέλη σε διανοητικές και ηθικές, εκ
των οποίων οι πρώτες σχετίζονται με το το καθαρά λόγον ἔχον μέρος της ψυχής,
ενώ οι δεύτερες με το ἐπιθυμητικὸν.
Θα
πρέπει να σημειωθεί πως η έννοια της αρετής δεν έχει αμιγώς ηθικό χαρακτήρα, όπως
την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αλλά υποδηλώνει την υπεροχή, την τελειότητα σε
κάθε έκφανση της ανθρώπινης προσωπικότητας, δραστηριότητας ή τέχνης.
Οι
διανοητικές αρετές σχετίζονται με την αντιληπτική ικανότητα, τις λογικές
διεργασίες και την καθαρά πνευματική λειτουργία ενός ανθρώπου, γι’ αυτό και
αντιστοιχούν στο έλλογο μέρος της ψυχής. Η σοφία, η οξύνοια, η «σύνεσις» (την
οποία αναφέρει ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο, και η οποία υποδηλώνει την
ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί), η φρόνηση (λέξη που
υποδηλώνει τη λογική σκέψη) είναι αυτές που αποκαλούμε διανοητικές αρετές.
Οι
ηθικές αρετές σχετίζονται με το χαρακτήρα του ανθρώπου, με τη συμπεριφορά του
κι είναι αυτές που στοιχειοθετούν ό,τι θα χαρακτηρίζαμε ως ήθος ενός ανθρώπου.
Η ανδρεία, η γενναιοδωρία, το αίσθημα της δικαιοσύνης, η σωφροσύνη (με την
έννοια της συμπεριφοράς που διατηρεί το μέτρο) αποτελούν αρετές που δεν
ελέγχονται πλήρως από το λογικό μέρος της ψυχής. Η γενναιότητα, για παράδειγμα,
ενός ανθρώπου δεν αποτελεί έκφανση της διάνοιάς του και δεν προκύπτει απόλυτα
ως προϊόν λογικής σκέψης, είναι περισσότερο μια κατάσταση στην οποία μετέχει μόνο
ως ένα βαθμό το έλλογο μέρος της ψυχής.
Η
ανάπτυξη των αρετών προϋποθέτει τη συνειδητή προσπάθεια και την καθοδήγηση του
ατόμου, καθώς αυτές δεν υπάρχουν εκ φύσεως στον άνθρωπο. Κατ’ ουσίαν ο άνθρωπος
έχει από τη φύση του τη δυνατότητα να δεχτεί τις αρετές, να τις αποκτήσει και
να τις εξελίξει, αλλά δεν του παρέχονται ως έτοιμα και σε πλήρη ανάπτυξη
στοιχεία.
Ειδικότερα,
οι διανοητικές αρετές χρωστούν κατά κύριο λόγο -όχι, επομένως, αποκλειστικά- τη
γένεση και την αύξησή τους στη διδασκαλία, γι’ αυτό απαιτείται πείρα και χρόνος
για την πληρέστερη ανάπτυξή τους. Είναι εύλογο πως η διαδικασία εξέλιξης των
διανοητικών αρετών, της σοφίας δηλαδή και της γενικότερης ευφυΐας ενός ανθρώπου,
προϋποθέτει μια συνεχή και αδιάκοπη προσπάθεια μέσω της διδασκαλίας, της μελέτης
και της εξάσκησης. Δεν υπάρχει, βέβαια, στην πραγματικότητα κάποιο σημείο
πλήρους και οριστικής ανάπτυξής τους, εφόσον το άτομο μπορεί δυνητικά να
μαθαίνει νέα πράγματα και να διευρύνει την αντιληπτική του ικανότητα καθ’ όλη
τη διάρκεια της ζωής του.
Οι
ηθικές αρετές από την άλλη σχετίζονται περισσότερο με μια διαδικασία συνήθειας,
μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής κατά τον οποίο το άτομο θα πρέπει να επιλέγει
διαρκώς -κάποτε ίσως και αντίθετα προς τις βαθύτερες επιθυμίες του- τις ενάρετες
πράξεις, την ηθική σκέψη, τη γενναιότητα και ούτω καθεξής. Οι ηθικές αρετές δε
γίνονται κτήμα του ανθρώπου μέσω της διδασκαλίας, απαιτούν τη συνεχή θέληση και
πάλη του ανθρώπου να επιβληθεί και να κυριαρχήσει στον εαυτό του, ώστε μέσω της
διαρκούς επιλογής -μέσω της συνήθειας- να κατευθυνθεί προς αυτές. Έτσι, ενώ για
την κατάκτηση των διανοητικών αρετών ο άνθρωπος έχει τη βοήθεια και την
καθοδήγηση του δασκάλου, για την απόκτηση και τη διαρκή υιοθέτηση των ηθικών
αρετών οφείλει να βασιστεί κατά κύριο λόγο στον εαυτό του.
Όπως,
άλλωστε, επισημαίνει ο Αριστοτέλης, προσεγγίζοντας ετυμολογικά τη λέξη ηθική,
αυτή ελάχιστα παρεκκλίνει από τη λέξη ἔθος (συνήθεια). Μια γλωσσολογική παρατήρηση
η οποία υποδεικνύει την ιδιαίτερη σύνδεση της ηθικής αρετής με τη συνήθεια, με
το ἔθος, καθώς όπως σε γλωσσικό επίπεδο η λέξη ηθική -κατ’ αρχάς η λέξη ἦθος-
προκύπτει από το ἔθος, του οποίου είναι εκτεταμένος τύπος, έτσι και σε εννοιολογικό
επίπεδο η ηθική -το ήθος, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου- προκύπτει ως αποτέλεσμα του
έθους, της συνήθειας.
Και
απαιτείται η συνήθεια για τη διαμόρφωση και την παγίωση του ήθους ενός ανθρώπου,
καθώς το να κάνει κάποιος μια ηθική πράξη για μια μόνο φορά ή για λίγες φορές
δεν του αποδίδει και την αντίστοιχη αρετή. Δίκαιος δεν είναι ο άνθρωπος που θα
φανεί τέτοιος μόνο μια φορά ή επιλεκτικά κάποιες φορές∙ δίκαιος είναι ο
άνθρωπος που κάθε φορά θα κινείται και θα πράττει με βάση το αίσθημα του
δικαίου. Η ανάγκη, ωστόσο, της κατ’ επανάληψη επιλογής του ηθικού τρόπου εμπεριέχει
ιδιαίτερη δυσκολία, κυρίως γιατί η ηθική του ατόμου αντλείται από το μέρος
εκείνο της ψυχής, το ἐπιθυμητικὸν, το οποίο δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως από
τη λογική.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου