BaloOm Studios
Αρχαία ελληνικά: Λανθάνοντες υποθετικοί
λόγοι
Συχνά η υπόθεση ενός υποθετικού λόγου
δε δίνεται με υποθετική πρόταση, αλλά λανθάνει (κρύβεται) σε: υποθετική μετοχή, αναφορική υποθετική
πρόταση ή μετοχή, χρονικοϋποθετική
πρόταση ή μετοχή, εναντιωματική
πρόταση, εμπρόθετο
προσδιορισμό, επίρρημα.
Η αναγνώριση του υποθετικού λόγου
βασίζεται κυρίως στο ρήμα της απόδοσης, αν η υπόθεση λανθάνει σε μετοχή,
επίρρημα ή εμπρόθετο προσδιορισμό. Αν η υπόθεση εντοπίζεται σε δευτερεύουσα
πρόταση, τότε στην αναγνώριση λαμβάνεται υπόψη πέρα από το ρήμα της απόδοσης
και η εκφορά της δευτερεύουσας πρότασης.
Υποθετική μετοχή
Οι υποθετικές μετοχές τίθενται σε κάθε
χρόνο, εκτός από Μέλλοντα. Δέχονται άρνηση μή, και αναλύονται σε υποθετικές
προτάσεις εκφερόμενες ανάλογα με το είδος του υποθετικού λόγου στον οποίο ανήκουν.
Μια υποθετική μετοχή μπορεί να ανήκει
σε οποιοδήποτε από τα 6 είδη υποθετικών λόγων, ωστόσο υπάρχουν κάποιες
περιπτώσεις που η αναγνώριση του είδους και άρα η ανάλυση της μετοχής είναι
σχετικά εύκολη.
Αν η κύρια πρόταση εκφέρεται με δυνητική
οριστική, τότε η υποθετική μετοχή θα αναλυθεί σε υποθετική
πρόταση με εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου, εκφράζοντας το μη
πραγματικό.
Αν η κύρια πρόταση εκφέρεται με οριστική
Μέλλοντα, τότε η υποθετική μετοχή θα αναλυθεί με ἐάν, ἄν, ἤν + υποτακτική, εκφράζοντας το προσδοκώμενο.
Αν η κύρια πρόταση εκφέρεται με δυνητική
ευκτική, τότε η υποθετική μετοχή θα αναλυθεί με εἰ + ευκτική, εκφράζοντας την απλή
σκέψη του λέγοντος.
Σε κάθε άλλη περίπτωση η αναγνώριση και
η ανάλυση της μετοχής γίνεται με βάση το νόημα της περιόδου.
Οὐκ ἄν ἦλθον δεῦρο, ὑμῶν μη κελευσάντων (δε θα ερχόμουν εδώ, αν δεν το
προστάζατε εσείς)
Οὐκ ἄν ἦλθον δεῦρο, εἰ μη ὑμεῖς ἐκελεύσατε [2ο είδος: μη πραγματικό]
Παρατηρούμε πως στην απόδοση υπάρχει
δυνητική οριστική ιστορικού χρόνου (ἄν ἦλθον), στοιχείο που μας επιτρέπει να
αναγνωρίσουμε το είδος του υποθετικού λόγου.
Οὐκ ἂν ἔλαθεν ὁρμώμενος ὁ Κλέων πάσῃ τῇ στρατιᾷ (Ο Κλέων δε θα περνούσε απαρατήρητος,
αν εξορμούσε με όλο το στράτευμα)
Οὐκ ἂν ἔλαθεν, εἰ ὡρμᾶτο ὁ Κλέων πάσῃ τῇ στρατιᾷ [2ο είδος: μη πραγματικό]
Στην απόδοση υπάρχει δυνητική οριστική
ιστορικού χρόνου.
Ἀνώνυμοι θανόντες οὐ γελώμεθα ἄν (αν πεθάνουμε ανώνυμοι, δε θα
γελοιοποιηθούμε)
Εἰ θάνοιμεν ἀνώνυμοι, οὐ γελώμεθα ἄν [5ο είδος: απλή σκέψη του λέγοντος]
Στην απόδοση έχουμε δυνητική ευκτική.
Οἱ
κολακεύοντες καὶ οἱ ἐξαπατῶντες πιστευθέντες τοὺς πιστεύσαντας ἀδικοῦσιν (Οι κόλακες και οι απατεώνες αν γίνουν πιστευτοί αδικούν όσους
τους πίστεψαν)
Παρατηρούμε πως στην απόδοση έχουμε
απλή οριστική ενεστώτα, η οποία μας παραπέμπει είτε στο 1ο είτε στο 4ο είδος. Γίνεται, ωστόσο, σαφές από το
νόημα πως πρόκειται για κάτι που έχει διαρκή αλήθεια όσες φορές κι αν συμβεί
τώρα ή στο μέλλον. Κατανοούμε, οπότε, πως πρόκειται για έναν υποθετικό λόγο του
4ου είδους (αόριστη
επανάληψη στο παρόν ή μέλλον).
Ἐὰν οἱ κολακεύοντες καὶ οἱ ἐξαπατῶντες πιστευθῶσιν, τοὺς
πιστεύσαντας ἀδικοῦσιν
Αναφορική υποθετική πρόταση
Οι αναφορικές υποθετικές προτάσεις
εισάγονται όπως και οι κανονικές αναφορικές προτάσεις με αναφορικές αντωνυμίες
ή επιρρήματα, δεν προσδιορίζουν ωστόσο κάποιο συγκεκριμένο όρο.
Εκφέρονται με όλες τις εγκλίσεις των
υποθετικών προτάσεων και η εκφορά τους βοηθά στην αναγνώριση του είδους του
υποθετικού λόγου.
Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε
οριστική και στην κύρια οποιαδήποτε έγκλιση, τότε πρόκειται για το 1ο είδος (πραγματικό).
Ἅ μη οἶδα, οὐδέ οἴομαι εἰδέναι (όσα δεν γνωρίζω, δεν έχω την εντύπωση ότι τα γνωρίζω)
Εἰ τινά μη οἶδα, οὐδέ οἴομαι εἰδέναι
Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε
οριστική ιστορικού χρόνου, ενώ στην κύρια πρόταση δυνητική οριστική, τότε
πρόκειται για το 2ο είδος
(μη πραγματικό).
Οὐκ ἄν ἐπεχειροῦμεν πράττειν, ἃ μὴ ἠπιστάμεθα (Δε θα επιχειρούσαμε να πράξουμε, όσα δε γνωρίζαμε καλά)
Οὐκ ἄν ἐπεχειροῦμεν πράττειν, εἰ μὴ ἠπιστάμεθα
Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε
υποτακτική με το αοριστολογικό ἄν,
ενώ στην απόδοση οριστική μέλλοντα, τότε πρόκειται για το 3ο είδος (προσδοκώμενο).
Τῷ ἀνδρί, ὅν ἄν ἕλησθε, πείσομαι (θα υπακούσω, σ’ όποιον
άνδρα εκλέξετε)
Τῷ ἀνδρί, ἐάν τινά ἕλησθε, πείσομαι
Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε
υποτακτική με το αοριστολογικό ἄν,
ενώ στην κύρια πρόταση οριστική ενεστώτα, τότε πρόκειται για το 4ο είδος (αόριστη επανάληψη στο παρόν ή
στο μέλλον).
Οὕς ἄν γνῶσι τούτων τι ἀδικοῦντας, τιμωροῦνται
(όποιους αντιληφθούν ότι κάνουν κάποιο από τα αδικήματα αυτά, τους τιμωρούν)
Ἐάν τινας γνῶσι τούτων τι ἀδικοῦντας, τιμωροῦνται
Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε απλή
ευκτική, ενώ η κύρια πρόταση εκφέρεται με δυνητική ευκτική, τότε πρόκειται για
το 5ο είδος (απλή
σκέψη του λέγοντος).
Ἐγὼ ὀκνοίην ἂν εἰς τὰ πλοῖα ἐμβαίνειν, ἃ ἡμῖν Κῦρος δοίη (εγώ διστάζω να επιβιβαστώ στα πλοία
που μας έδωσε ο Κύρος)
Ἐγὼ ὀκνοίην ἂν εἰς τὰ πλοῖα ἐμβαίνειν, εἰ ταῦτα ἡμῖν Κῦρος
δοίη
Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε
ευκτική, ενώ η κύρια πρόταση εκφέρεται με οριστική ιστορικού χρόνου, τότε
πρόκειται για το 6ο είδος
(αόριστη επανάληψη στο παρελθόν).
Ὁποσάκις ἔλθοιεν, εὐμενῶς αὐτοὺς προσεδέχετο (όσες φορές έρχονταν,
τους υποδεχόταν ευνοϊκά)
Εἰ ἔλθοιεν, εὐμενῶς αὐτοὺς προσεδέχετο
Αναφορική υποθετική μετοχή
Οι αναφορικές (επιθετικές) μετοχές
αναλύονται σε δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις, οι οποίες ενδεχομένως να
ενέχουν το στοιχείο της υπόθεσης, σχηματίζοντας υποθετικό λόγο με απόδοση την
κύρια πρόταση.
Σε περίπτωση που η αναφορική
(επιθετική) μετοχή δέχεται άρνηση μη, τότε είναι αναφορικοϋποθετική.
Με βάση το νόημα της περιόδου,
αναλύουμε τη μετοχή σε αναφορική πρόταση με:
- ευκτική, για
υποθετικό λόγο που δηλώνει την απλή σκέψη του
λέγοντος.
Ὁ γὰρ ἐλαχίστας τὰς μεταμελείας ἐκ τοῦ χαρίζεσθαι τοῖς ἐναντίοις λαμβάνων ἀσφαλέστατος ἂν διατελοίη (γιατί αυτός που έχει ελάχιστες
αφορμές να μετανιώσει για τις χάρες που έκανε στους αντιπάλους του, διασφαλίζει
ασφαλέστερα την ησυχία του)
Οὗτος ὅστις
λαμβάνοι ἐλαχίστας τὰς μεταμελείας ἐκ τοῦ χαρίζεσθαι τοῖς ἐναντίοις λαμβάνων ἀσφαλέστατος ἂν διατελοίη
- υποτακτική, για
υποθετικό λόγο που δηλώνει το προσδοκώμενο ή την αόριστη επανάληψη
στο παρόν ή στο μέλλον.
Οὐ γαρ τιμᾶται ὁ μηδέν ἀγαθόν τῷ κοινῷ πορίζων. (γιατί δεν τιμάται αυτός που δεν
προσφέρει τίποτε στο κοινωνικό σύνολο)
Ὅς ἄν μηδέν ἀγαθόν
τῷ κοινῷ πορίζῃ οὐ τιμᾶται
Στην αναφορική υποθετική θα έχουμε
υποτακτική, η οποία με τον ενεστώτα της απόδοσης, θα σχηματίζει υποθετικό λόγο
του 4ου είδους
(αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον)
Χρονικοϋποθετική πρόταση
Οι χρονικοϋποθετικές προτάσεις δεν
εκφράζουν ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο που συνέβη κάτι, αλλά δηλώνουν πως
κάτι συνέβη ή θα συμβεί αόριστα.
Εκφέρονται με οριστική, υποτακτική,
ευκτική και επαναληπτική ευκτική.
Με οριστική αρκτικού χρόνου, όταν δηλώνουν το πραγματικό, ενώ
στην κύρια μπορεί να υπάρχει κάθε έγκλιση, εκτός από δυνητική οριστική. Αν η
χρονική πρόταση εκφέρεται με οριστική ιστορικού χρόνου, τότε νοηματικά
υπερισχύει η δήλωση χρόνου, οπότε δε χαρακτηρίζεται ως χρονικοϋποθετική.
Βοηθητικό στοιχείο για την αναγνώριση
της χρονικοϋποθετικής πρότασης είναι και το είδος της άρνησης που δέχεται.
Έτσι, οι προτάσεις που έχουν άρνηση μή, είναι χρονικοϋποθετικές.
Χαλεπῶς ἂν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους πείσαιμι, ὅτε γε μηδ’ ὑμᾶς δύναμαι
πείθειν (δύσκολα θα μπορούσα να πείσω τους
άλλους, όταν ούτε καν εσάς δεν μπορώ να πείσω)
Με υποτακτική για να δηλώσουν:
- το προσδοκώμενο, αν
στην κύρια πρόταση υπάρχει οριστική μέλλοντα ή ανάλογη έκφραση
- την αόριστη επανάληψη
στο παρόν και στο μέλλον, αν στην κύρια πρόταση υπάρχει οριστική ενεστώτα ή
ανάλογη έκφραση
Στις χρονικοϋποθετικές προτάσεις που
εκφέρονται με υποτακτική οι σύνδεσμοι εισαγωγής ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή ενώνονται με το αοριστολογικό ἄν που συνήθως εντοπίζεται σ’ αυτές τις
προτάσεις, και λαμβάνουν έτσι τη μορφή: ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν, ἐπειδάν.
Τάφος δὲ ποῖος δέξεταί μ’, ὅταν θάνω;
(ποιος τάφος θα με δεχτεί, όταν πεθάνω)
3ο είδος (προσδοκώμενο), καθώς στην
απόδοση έχουμε οριστική μέλλοντα.
Ἐξ ἀνάγκης δε
συμβαίνει, ὅταν μάχη γίγνηται, τοῖς μεν ἡττᾶσθαι τοῖς δε νικᾶν (προκύπτει
αναγκαία, κάθε φορά που γίνεται μάχη, κάποιοι να ηττώνται και κάποιοι να
κερδίζουν)
4ο είδος (αόριστη επανάληψη στο παρόν ή
στο μέλλον), καθώς στην απόδοση έχουμε ενεστώτα.
Με ευκτική επαναληπτική, όταν δηλώνουν την αόριστη επανάληψη
στο παρελθόν, ενώ στην κύρια πρόταση υπάρχει παρατατικός ή αόριστος (με ή
χωρίς το δυνητικό ἄν)
Ὁσάκις Ἀθήναζε ἀφικοίμην, ἐπανηρώτων τὸν Σωκράτη (κάθε φορά που ερχόμουν στην
Αθήνα, ρωτούσα ξανά τον Σωκράτη)
Με απλή ευκτική, όταν δηλώνουν την απλή σκέψη του
λέγοντος, ενώ στην κύρια πρόταση υπάρχει δυνητική ευκτική ή σπανιότερα απλή
οριστική.
Ὁπότε τον μισθόν ἔχοιμεν, ἀπίοιμεν ἄν (όταν έχουμε το μισθό, μπορούμε να
φύγουμε)
Χρονικοϋποθετική μετοχή
Μια χρονική μετοχή που εμπεριέχει το
στοιχείο της υπόθεσης, μπορεί να αναλυθεί σε χρονικοϋποθετική πρόταση
σχηματίζοντας υποθετικό λόγο με την κύρια πρόταση. Συνήθως, οι
χρονικοϋποθετικές μετοχές αντιστοιχούν σε υποθετικούς λόγους που εκφράζουν το
προσδοκώμενο, την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον, την αόριστη
επανάληψη στο παρελθόν.
Σημαντικό στοιχείο για την ορθή
αναγνώριση του σχηματιζόμενου υποθετικού λόγου είναι η απόδοση, αλλά και το
νόημα.
Όταν η χρονικοϋποθετική μετοχή δηλώνει
το προσδοκώμενο ή την αόριστη επανάληψη
στο παρόν ή στο μέλλον, τότε τρέπεται σε πρόταση που εισάγεται με: ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν, ἐπειδάν, ἕως ἄν, και εκφέρεται με υποτακτική.
Οὕτω γὰρ οὔτ’ εὐτυχῶν ἔσει περιχαρὴς οὔτε δυστυχῶν περίλυπος (γιατί έτσι ούτε όταν
ευτυχείς θα είσαι πολύ χαρούμενος, ούτε όταν δυστυχείς θα είσαι πολύ λυπημένος)
Οὕτω γὰρ οὔτε, ὅταν εὐτυχῇς, ἔσει
περιχαρής, οὔτε, ὅταν δυστυχῇς, περίλυπος
Ο Μέλλοντας της κύριας πρότασης μας
κατευθύνει στο 3ο είδος
(προσδοκώμενο)
Στρατοπεδευόμενοι τάφρον περιβάλλονται (κάθε φορά που
στρατοπεδεύουν περιβάλλονται με τάφρο)
Ὁπόταν στρατοπεδεύωνται, τάφρον περιβάλλονται
Ο Ενεστώτας της κύριας πρότασης, καθώς
και ο επαναληπτικός χαρακτήρας της περιγραφόμενης πράξης, μας κατευθύνουν στο 4ο είδος (αόριστη επανάληψη στο παρόν ή
στο μέλλον).
Όταν δηλώνει την αόριστη επανάληψη
στο παρελθόν τρέπεται σε
πρόταση που εισάγεται με τα ὅτε, ὁπότε, και εκφέρεται με επαναληπτική ευκτική.
Θυσίας δέ θύων μικρὰς ἀπό μικρῶν οὐδὲν ἡγεῑτο μειοῡσθαι τῶν ἀπό πολλῶν καί μεγάλων πολλά καί μεγάλα θυόντων (κάθε φορά που προσέφερε
μικρές θυσίες από τη μικρή του περιουσία, θεωρούσε ότι δεν υστερούσε καθόλου
από αυτούς που προσέφεραν πολλές και μεγάλες θυσίες από πολλή και μεγάλη
περιουσία)
Ὁπότε δὲ θυσίας θύοι μικρὰς ἀπό μικρῶν, οὐδὲν ἡγεῑτο μειοῡσθαι τῶν ἀπό πολλῶν καί μεγάλων πολλά καί μεγάλα θυόντων
Η οριστική παρατατικού της κύριας
πρότασης, καθώς και ο επαναληπτικός χαρακτήρας της περιγραφόμενης πράξης, μας
κατευθύνουν στο 6ο είδος
(αόριστη επανάληψη στο παρελθόν).
Εναντιωματική πρόταση
Οι εναντιωματικές προτάσεις, οι οποίες
εισάγονται με τους υποθετικούς συνδέσμους στους οποίους προστίθεται το και, το
οὐδέ ή το μηδέ (εἰ καί, ἐάν καί, ἂν καὶ, καὶ εἰ, καὶ ἐάν, κἄν, οὐδ’ εἰ, μηδ’ εἰ, κτλ.)
αποτελούν επί της ουσίας ένα είδος υποθετικών προτάσεων. Ως εκ τούτου στις
εναντιωματικές προτάσεις λανθάνει υποθετικός λόγος.
Οι εναντιωματικές εκφέρονται όπως και
οι υποθετικές, σχηματίζοντας τα αντίστοιχα είδη υποθετικών λόγων.
Οὐδείς ἄν ἔτι πιστεῦσαι δύναιτο ὑμῖν, οὑδ’ εἰ πάνυ προθυμοῖτο (κανείς δε θα μπορούσε πια να σας
πιστέψει, ακόμη κι αν ήταν πολύ πρόθυμος)
Στην εναντιωματική πρόταση έχουμε
ευκτική, ενώ στην κύρια δυνητική ευκτική, οπότε σχηματίζεται υποθετικός λόγος 5ου είδους (απλή σκέψη του λέγοντος).
Φήσουσι γαρ δη με σοφόν εἶναι, εἰ και μη εἰμί (θα λένε ότι είμαι σοφός, αν και δεν
είμαι)
Στην εναντιωματική πρόταση έχουμε
οριστική ενεστώτα, ενώ στην κύρια οριστική μέλλοντα. Σχηματίζεται υποθετικός
λόγος του 1ου είδους
(πραγματικό).
Εναντιωματική μετοχή
Οι εναντιωματικές μετοχές μπορούν να
αναλυθούν σε εναντιωματικές προτάσεις, συνθέτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο
υποθετικούς λόγους με την κύρια πρόταση.
Συνήθως, οι εναντιωματικές μετοχές
δημιουργούν υποθετικούς λόγους που εκφράζουν το πραγματικό, το αντίθετο του
πραγματικού και την απλή σκέψη του λέγοντος.
Οἵ οὐδ’ ὑπέρ ἑνός ἑκάστου τῶν
πεπραγμένων δις ἀποθανόντες δίκην δοῦναι δύναιντ’ ἄν (αυτοί
ακόμη κι αν πέθαιναν δύο φορές για κάθε ένα από τα παραπτώματά τους, δε θα
μπορούσαν να τιμωρηθούν επαρκώς)
Οἵ οὐδ’ ἀποθάνοιεν δίς, δύναιντ’ ἄν δοῦναι δίκην (απλή σκέψη του λέγοντος)
Πολλές φορές στη διατύπωση του λόγου
εμπεριέχεται κάποια υπόθεση, χωρίς ωστόσο να εκφράζεται με την πλήρη ανάπτυξη
ενός υποθετικού λόγου. Η υπόθεση μπορεί να λανθάνει σε έναν εμπρόθετο
προσδιορισμό ή σε ένα επίρρημα.
Μπορούμε, δηλαδή, να διακρίνουμε πίσω από τα λεγόμενα του ομιλητή ένα «εάν», το
οποίο αν και δεν διατυπώνεται, είναι εύλογο πως εννοείται.
Εμπρόθετος προσδιορισμός (ἄνευ, μετά, ἐκ, ἀπὸ, + γενική)
Ένα παράδειγμα τέτοιου λανθάνοντος
υποθετικού λόγου είναι το ακόλουθο: Ἄνευ τοῦ τὰ τοιαῦτα ἔχειν καὶ ὁστᾶ καὶ νεῦρα καὶ ὅσα ἄλλα ἔχω, οὐκ ἂν οἷός τ’ ἦν ποιεῖν τὰ δόξαντά μοι (χωρίς αυτά, δηλαδή τα
οστά, τα νεύρα και όσα άλλα έχω, δεν θα μπορούσα να κάνω αυτά που θέλω)
Ο εμπρόθετος προσδιορισμός ἄνευ τοῦ ἔχειν (χωρίς να έχω), μπορεί να
διατυπωθεί και ως υπόθεση, αν δεν έχω, δημιουργώντας έτσι με την κύρια πρόταση
έναν υποθετικό λόγο.
Εἰ μὴ τὰ τοιαῦτα εἶχον καὶ ὁστᾶ καὶ νεῦρα καὶ ὅσα ἄλλα ἔχω, οὐκ ἂν οἷός τ’ ἦν ποιεῖν τὰ δόξαντά μοι [2ο είδος: αντίθετο του πραγματικού]
Μετά κινδύνων τὸ γέρας ἐκτήσαντο (απέκτησαν το έπαθλο με
κινδύνους)
Στην πρόταση αυτή λανθάνει αντίστοιχα
ένας υποθετικός λόγος, καθώς είναι σαφές πως ο ομιλητής υπονοεί ότι αν δεν
είχαν κινδυνεύσει, δε θα είχαν αποκτήσει το έπαθλο. Οπότε η διατύπωση θα είχε
ως εξής:
Εἰ μὴ
κινδύνους ἐκινδύνευον, οὐ τὸ γέρας ἂν ἐκτήσαντο [2ο είδος: αντίθετο του πραγματικού]
Ἄνευ γαρ ἀρχόντων οὐδεν ἄν οὔτε καλόν οὔτε ἀγαθόν γένοιτο (χωρίς άρχοντες, τίποτε
ούτε καλό ούτε άριστο θα μπορούσε να συμβεί)
Η πρόταση αυτή θα μπορούσε να
εναλλακτικά να διατυπωθεί, αν δεν υπήρχαν ή αν δεν είχαμε άρχοντες, τίποτε ούτε
καλό ούτε άριστο δε θα μπορούσε να συμβεί.
Εἰ μη εἶεν ἀρχοντες οὐδεν ἄν οὔτε καλόν οὔτε ἀγαθόν γένοιτο [5ο είδος: απλή σκέψη του λέγοντος]
Επίρρημα (ἄλλως = αλλιώς, με άλλο τρόπο, ἀμαχεὶ = χωρίς να αγωνιστούμε, οὕτως = έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο, δικαίως, ἐκείνως = κατ’ εκείνο τον τρόπο, ταύτῃ)
Οὕτω γὰρ πρός τε τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις εὐψυχότατοι ἂν εἶεν πρός τε τὸ ἐπιχειρεῖσθαι ἀσφαλέστατοι (γιατί έτσι (αν έχουν έτσι τα πράγματα) οι στρατιώτες διαθέτουν την πιο μεγάλη
αυτοπεποίθηση στις επιθέσεις εναντίον των εχθρών και την μεγαλύτερη ασφάλεια
κατά τις επιθέσεις που δέχονται
Εἰ οὕτως ἔχοιεν πρὸς τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις εὐψυχότατοι ἂν εἶεν πρός τε τὸ ἐπιχειρεῖσθαι ἀσφαλέστατοι [5ο είδος:
απλή σκέψη του λέγοντος]
Εξαρτημένοι λανθάνοντες υποθετικοί
λόγοι
Ένας υποθετικός λόγος, του οποίου η
υπόθεση λανθάνει σε μια μετοχή ή σε μια δευτερεύουσα πρόταση, μπορεί συνάμα να
εξαρτάται από κάποιο ρήμα και να είναι έτσι παράλληλα και εξαρτημένος. Με
εξάρτηση, δηλαδή, από ιστορικό χρόνο η απόδοσή του παρουσιάζει τις αλλαγές των
εξαρτημένων υποθετικών λόγων.
Σε περίπτωση, μάλιστα, κατά την οποία η
υπόθεση λανθάνει σε χρονικοϋποθετική ή αναφορικοϋποθετική πρόταση κι έχουμε
εξάρτηση από ιστορικό χρόνο, ισχύουν οι αλλαγές που παρουσιάζονται και στις
απλές υποθετικές προτάσεις.
Επίσης, οι χρονικοϋποθετικοί σύνδεσμοι ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν, ἐπειδάν, μέχρι ἄν κτλ., μετατρέπονται αντίστοιχα σε ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή, μέχρι κτλ., όταν συντάσσονται με
ευκτική του πλαγίου λόγου.
Αντίστοιχα, στις αναφορικές-υποθετικές
το ἄν αποβάλλεται όταν η πρόταση εκφέρεται
με ευκτική του πλαγίου λόγου, για παράδειγμα η πρόταση ὅς ἄν τύχῃ, αν εξαρτηθεί από ιστορικό χρόνο
εκφέρεται ως εξής: ὅς τύχοι.
Εἰς ὑμᾶς εἰσελθών ἐλπίζω τῶν δικαίων τεύξεσθαι (αν παρουσιασθώ σε εσάς, ελπίζω ότι θα
πετύχω τα δίκαια)
Η υπόθεση λανθάνει στην υποθετική
μετοχή εἰσελθών, ενώ η απόδοση εντοπίζεται στο
ειδικό απαρέμφατο χρόνου μέλλοντα τεύξεσθαι, το οποίο εξαρτάται από το ρήμα ἐλπίζω.
Υπόθεση = ἐάν εἰσέλθω
Απόδοση = τεύξομαι
3ο είδος υποθετικού λόγου (προσδοκώμενο)