Αρχαία ελληνικά: Λανθάνοντες υποθετικοί λόγοι | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Λανθάνοντες υποθετικοί λόγοι

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

BaloOm Studios

Αρχαία ελληνικά: Λανθάνοντες υποθετικοί λόγοι

Συχνά η υπόθεση ενός υποθετικού λόγου δε δίνεται με υποθετική πρόταση, αλλά λανθάνει (κρύβεται) σε: υποθετική μετοχή, αναφορική υποθετική πρόταση ή μετοχή, χρονικοϋποθετική πρόταση ή μετοχή, εναντιωματική πρόταση, εμπρόθετο προσδιορισμό, επίρρημα.

Η αναγνώριση του υποθετικού λόγου βασίζεται κυρίως στο ρήμα της απόδοσης, αν η υπόθεση λανθάνει σε μετοχή, επίρρημα ή εμπρόθετο προσδιορισμό. Αν η υπόθεση εντοπίζεται σε δευτερεύουσα πρόταση, τότε στην αναγνώριση λαμβάνεται υπόψη πέρα από το ρήμα της απόδοσης και η εκφορά της δευτερεύουσας πρότασης.

Υποθετική μετοχή
Οι υποθετικές μετοχές τίθενται σε κάθε χρόνο, εκτός από Μέλλοντα. Δέχονται άρνηση μή, και αναλύονται σε υποθετικές προτάσεις εκφερόμενες ανάλογα με το είδος του υποθετικού λόγου στον οποίο ανήκουν.
Μια υποθετική μετοχή μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε από τα 6 είδη υποθετικών λόγων, ωστόσο υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που η αναγνώριση του είδους και άρα η ανάλυση της μετοχής είναι σχετικά εύκολη.

Αν η κύρια πρόταση εκφέρεται με δυνητική οριστική, τότε η υποθετική μετοχή θα αναλυθεί σε υποθετική πρόταση με ε + οριστική ιστορικού χρόνου, εκφράζοντας το μη πραγματικό.
Αν η κύρια πρόταση εκφέρεται με οριστική Μέλλοντα, τότε η υποθετική μετοχή θα αναλυθεί με άν, ν, ν + υποτακτική, εκφράζοντας το προσδοκώμενο.
Αν η κύρια πρόταση εκφέρεται με δυνητική ευκτική, τότε η υποθετική μετοχή θα αναλυθεί με ε + ευκτική, εκφράζοντας την απλή σκέψη του λέγοντος.
Σε κάθε άλλη περίπτωση η αναγνώριση και η ανάλυση της μετοχής γίνεται με βάση το νόημα της περιόδου.

Οκ ν λθον δερο, μν μη κελευσάντων (δε θα ερχόμουν εδώ, αν δεν το προστάζατε εσείς)
Οκ ν λθον δερο, ε μη μες κελεύσατε [2ο είδος: μη πραγματικό]
Παρατηρούμε πως στην απόδοση υπάρχει δυνητική οριστική ιστορικού χρόνου (ν λθον), στοιχείο που μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε το είδος του υποθετικού λόγου.

Οκ ν λαθεν ρμώμενος  Κλέων πάσ τ στρατι (Ο Κλέων δε θα περνούσε απαρατήρητος, αν εξορμούσε με όλο το στράτευμα)
Οκ ν λαθεν, ε ρμτο Κλέων πάσ τ στρατι [2ο είδος: μη πραγματικό]
Στην απόδοση υπάρχει δυνητική οριστική ιστορικού χρόνου.

νώνυμοι θανόντες ο γελώμεθα ν (αν πεθάνουμε ανώνυμοι, δε θα γελοιοποιηθούμε) 
Ε θάνοιμεν νώνυμοι, ο γελώμεθα ν [5ο είδος: απλή σκέψη του λέγοντος]
Στην απόδοση έχουμε δυνητική ευκτική.

Ο κολακεύοντες κα ο ξαπατντες πιστευθέντες τος πιστεύσαντας δικοσιν (Οι κόλακες και οι απατεώνες αν γίνουν πιστευτοί αδικούν όσους τους πίστεψαν)
Παρατηρούμε πως στην απόδοση έχουμε απλή οριστική ενεστώτα, η οποία μας παραπέμπει είτε στο 1ο είτε στο 4ο είδος. Γίνεται, ωστόσο, σαφές από το νόημα πως πρόκειται για κάτι που έχει διαρκή αλήθεια όσες φορές κι αν συμβεί τώρα ή στο μέλλον. Κατανοούμε, οπότε, πως πρόκειται για έναν υποθετικό λόγο του 4ου είδους (αόριστη επανάληψη στο παρόν ή μέλλον).
Ἐὰν ο κολακεύοντες κα ο ξαπατντες πιστευθσιν, τος πιστεύσαντας δικοσιν

Αναφορική υποθετική πρόταση
Οι αναφορικές υποθετικές προτάσεις εισάγονται όπως και οι κανονικές αναφορικές προτάσεις με αναφορικές αντωνυμίες ή επιρρήματα, δεν προσδιορίζουν ωστόσο κάποιο συγκεκριμένο όρο.
Εκφέρονται με όλες τις εγκλίσεις των υποθετικών προτάσεων και η εκφορά τους βοηθά στην αναγνώριση του είδους του υποθετικού λόγου.

Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε οριστική και στην κύρια οποιαδήποτε έγκλιση, τότε πρόκειται για το 1ο είδος (πραγματικό).

μη οδα, οδέ οομαι εδέναι (όσα δεν γνωρίζω, δεν έχω την εντύπωση ότι τα γνωρίζω)
Ε τινά μη οδα, οδέ οομαι εδέναι

Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε οριστική ιστορικού χρόνου, ενώ στην κύρια πρόταση δυνητική οριστική, τότε πρόκειται για το 2ο είδος (μη πραγματικό).

Οκ ν πεχειρομεν πράττειν,  μ πιστάμεθα (Δε θα επιχειρούσαμε να πράξουμε, όσα δε γνωρίζαμε καλά)
Οκ ν πεχειρομεν πράττειν, ε μ πιστάμεθα

Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε υποτακτική με το αοριστολογικό ν, ενώ στην απόδοση οριστική μέλλοντα, τότε πρόκειται για το 3ο είδος (προσδοκώμενο).

Τ νδρί, ν ν λησθε, πείσομαι (θα υπακούσω, σ’ όποιον άνδρα εκλέξετε)
Τ νδρί, άν τινά λησθε, πείσομαι

Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε υποτακτική με το αοριστολογικό ν, ενώ στην κύρια πρόταση οριστική ενεστώτα, τότε πρόκειται για το 4ο είδος (αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον).

Ος ν γνσι τούτων τι δικοντας, τιμωρονται (όποιους αντιληφθούν ότι κάνουν κάποιο από τα αδικήματα αυτά, τους τιμωρούν)
άν τινας γνσι τούτων τι δικοντας, τιμωρονται

Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε απλή ευκτική, ενώ η κύρια πρόταση εκφέρεται με δυνητική ευκτική, τότε πρόκειται για το 5ο είδος (απλή σκέψη του λέγοντος).

γ κνοίην ν ες τ πλοα μβαίνειν,  μν Κρος δοίη (εγώ διστάζω να επιβιβαστώ στα πλοία που μας έδωσε ο Κύρος)
γ κνοίην ν ες τ πλοα μβαίνειν, ε τατα μν Κρος δοίη

Αν στην αναφορική πρόταση έχουμε ευκτική, ενώ η κύρια πρόταση εκφέρεται με οριστική ιστορικού χρόνου, τότε πρόκειται για το 6ο είδος (αόριστη επανάληψη στο παρελθόν).

ποσάκις λθοιεν, εμενς ατος προσεδέχετο (όσες φορές έρχονταν, τους υποδεχόταν ευνοϊκά)
Ε λθοιεν, εμενς ατος προσεδέχετο

Αναφορική υποθετική μετοχή
Οι αναφορικές (επιθετικές) μετοχές αναλύονται σε δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις, οι οποίες ενδεχομένως να ενέχουν το στοιχείο της υπόθεσης, σχηματίζοντας υποθετικό λόγο με απόδοση την κύρια πρόταση.
Σε περίπτωση που η αναφορική (επιθετική) μετοχή δέχεται άρνηση μη, τότε είναι αναφορικοϋποθετική.
Με βάση το νόημα της περιόδου, αναλύουμε τη μετοχή σε αναφορική πρόταση με:

- ευκτική, για υποθετικό λόγο που δηλώνει την απλή σκέψη του λέγοντος.

γρ λαχστας τς μεταμελεας κ το χαρζεσθαι τος ναντοις λαμβνων σφαλστατος ν διατελοη (γιατί αυτός που έχει ελάχιστες αφορμές να μετανιώσει για τις χάρες που έκανε στους αντιπάλους του, διασφαλίζει ασφαλέστερα την ησυχία του)
Οτος στις λαμβάνοι λαχστας τς μεταμελεας κ το χαρζεσθαι τος ναντοις λαμβνων σφαλστατος ν διατελοη

- υποτακτική, για υποθετικό λόγο που δηλώνει το προσδοκώμενο ή την αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον.

Ο γαρ τιμται μηδέν γαθόν τ κοιν πορίζων. (γιατί δεν τιμάται αυτός που δεν προσφέρει τίποτε στο κοινωνικό σύνολο)
ς ν μηδέν γαθόν τ κοιν πορίζ ο τιμται
Στην αναφορική υποθετική θα έχουμε υποτακτική, η οποία με τον ενεστώτα της απόδοσης, θα σχηματίζει υποθετικό λόγο του 4ου είδους (αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον)

Χρονικοϋποθετική πρόταση
Οι χρονικοϋποθετικές προτάσεις δεν εκφράζουν ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο που συνέβη κάτι, αλλά δηλώνουν πως κάτι συνέβη ή θα συμβεί αόριστα.
Εκφέρονται με οριστική, υποτακτική, ευκτική και επαναληπτική ευκτική.

Με οριστική αρκτικού χρόνου, όταν δηλώνουν το πραγματικό, ενώ στην κύρια μπορεί να υπάρχει κάθε έγκλιση, εκτός από δυνητική οριστική. Αν η χρονική πρόταση εκφέρεται με οριστική ιστορικού χρόνου, τότε νοηματικά υπερισχύει η δήλωση χρόνου, οπότε δε χαρακτηρίζεται ως χρονικοϋποθετική.
Βοηθητικό στοιχείο για την αναγνώριση της χρονικοϋποθετικής πρότασης είναι και το είδος της άρνησης που δέχεται. Έτσι, οι προτάσεις που έχουν άρνηση μή, είναι χρονικοϋποθετικές.

Χαλεπς ν τος λλους νθρπους πεσαιμι, τε γε μηδ’ μς δναμαι πεθειν (δύσκολα θα μπορούσα να πείσω τους άλλους, όταν ούτε καν εσάς δεν μπορώ να πείσω)

Με υποτακτική για να δηλώσουν:
- το προσδοκώμενο, αν στην κύρια πρόταση υπάρχει οριστική μέλλοντα ή ανάλογη έκφραση
- την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον, αν στην κύρια πρόταση υπάρχει οριστική ενεστώτα ή ανάλογη έκφραση
Στις χρονικοϋποθετικές προτάσεις που εκφέρονται με υποτακτική οι σύνδεσμοι εισαγωγής τε, πότε, πεί, πειδή ενώνονται με το αοριστολογικό ν που συνήθως εντοπίζεται σ’ αυτές τις προτάσεις, και λαμβάνουν έτσι τη μορφή: ταν, πόταν, πάν, πειδάν.

Τάφος δ ποος δέξεταί μ’, ταν θάνω; (ποιος τάφος θα με δεχτεί, όταν πεθάνω)
3ο είδος (προσδοκώμενο), καθώς στην απόδοση έχουμε οριστική μέλλοντα.

ξ νάγκης δε συμβαίνει, ταν μάχη γίγνηται, τος μεν ττσθαι τος δε νικν (προκύπτει αναγκαία, κάθε φορά που γίνεται μάχη, κάποιοι να ηττώνται και κάποιοι να κερδίζουν)
4ο είδος (αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον), καθώς στην απόδοση έχουμε ενεστώτα.

Με ευκτική επαναληπτική, όταν δηλώνουν την αόριστη επανάληψη στο παρελθόν, ενώ στην κύρια πρόταση υπάρχει παρατατικός ή αόριστος (με ή χωρίς το δυνητικό ν)

σάκις θήναζε φικοίμην, πανηρώτων τν Σωκράτη (κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα, ρωτούσα ξανά τον Σωκράτη)

Με απλή ευκτική, όταν δηλώνουν την απλή σκέψη του λέγοντος, ενώ στην κύρια πρόταση υπάρχει δυνητική ευκτική ή σπανιότερα απλή οριστική.

πότε τον μισθόν χοιμεν, πίοιμεν ν (όταν έχουμε το μισθό, μπορούμε να φύγουμε) 

Χρονικοϋποθετική μετοχή
Μια χρονική μετοχή που εμπεριέχει το στοιχείο της υπόθεσης, μπορεί να αναλυθεί σε χρονικοϋποθετική πρόταση σχηματίζοντας υποθετικό λόγο με την κύρια πρόταση. Συνήθως, οι χρονικοϋποθετικές μετοχές αντιστοιχούν σε υποθετικούς λόγους που εκφράζουν το προσδοκώμενο, την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον, την αόριστη επανάληψη στο παρελθόν.
Σημαντικό στοιχείο για την ορθή αναγνώριση του σχηματιζόμενου υποθετικού λόγου είναι η απόδοση, αλλά και το νόημα.

Όταν η χρονικοϋποθετική μετοχή δηλώνει το προσδοκώμενο ή την αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον, τότε τρέπεται σε πρόταση που εισάγεται με: ταν, πόταν, πάν, πειδάν, ως ν, και εκφέρεται με υποτακτική.

Οτω γρ οτ’ ετυχν σει περιχαρς οτε δυστυχν περίλυπος (γιατί έτσι ούτε όταν ευτυχείς θα είσαι πολύ χαρούμενος, ούτε όταν δυστυχείς θα είσαι πολύ λυπημένος)
Οτω γρ οτε, ταν ετυχς, σει περιχαρής, οτε, ταν δυστυχς, περίλυπος
Ο Μέλλοντας της κύριας πρότασης μας κατευθύνει στο 3ο είδος (προσδοκώμενο)

Στρατοπεδευόμενοι τάφρον περιβάλλονται (κάθε φορά που στρατοπεδεύουν περιβάλλονται με τάφρο)
πόταν στρατοπεδεύωνται, τάφρον περιβάλλονται
Ο Ενεστώτας της κύριας πρότασης, καθώς και ο επαναληπτικός χαρακτήρας της περιγραφόμενης πράξης, μας κατευθύνουν στο 4ο είδος (αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον).

Όταν δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρελθόν τρέπεται σε πρόταση που εισάγεται με τα τε, πότε, και εκφέρεται με επαναληπτική ευκτική.

Θυσίας δέ θύων μικρς πό μικρν οδν γετο μειοσθαι τν πό πολλν καί μεγάλων πολλά καί μεγάλα θυόντων (κάθε φορά που προσέφερε μικρές θυσίες από τη μικρή του περιουσία, θεωρούσε ότι δεν υστερούσε καθόλου από αυτούς που προσέφεραν πολλές και μεγάλες θυσίες από πολλή και μεγάλη περιουσία)
πότε δ θυσίας θύοι μικρς πό μικρν, οδν γετο μειοσθαι τν πό πολλν καί μεγάλων πολλά καί μεγάλα θυόντων
Η οριστική παρατατικού της κύριας πρότασης, καθώς και ο επαναληπτικός χαρακτήρας της περιγραφόμενης πράξης, μας κατευθύνουν στο 6ο είδος (αόριστη επανάληψη στο παρελθόν).

Εναντιωματική πρόταση
Οι εναντιωματικές προτάσεις, οι οποίες εισάγονται με τους υποθετικούς συνδέσμους στους οποίους προστίθεται το και, το οδέ ή το μηδέ (ε καί, άν καί, ν κα, κα ε, κα άν, κν, οδ’ ε, μηδ’ ε, κτλ.) αποτελούν επί της ουσίας ένα είδος υποθετικών προτάσεων. Ως εκ τούτου στις εναντιωματικές προτάσεις λανθάνει υποθετικός λόγος.
Οι εναντιωματικές εκφέρονται όπως και οι υποθετικές, σχηματίζοντας τα αντίστοιχα είδη υποθετικών λόγων.

Οδείς ν τι πιστεσαι δύναιτο μν, οδ’ ε πάνυ προθυμοτο (κανείς δε θα μπορούσε πια να σας πιστέψει, ακόμη κι αν ήταν πολύ πρόθυμος)
Στην εναντιωματική πρόταση έχουμε ευκτική, ενώ στην κύρια δυνητική ευκτική, οπότε σχηματίζεται υποθετικός λόγος 5ου είδους (απλή σκέψη του λέγοντος).

Φήσουσι γαρ δη με σοφόν εναι, ε και μη εμί (θα λένε ότι είμαι σοφός, αν και δεν είμαι)
Στην εναντιωματική πρόταση έχουμε οριστική ενεστώτα, ενώ στην κύρια οριστική μέλλοντα. Σχηματίζεται υποθετικός λόγος του 1ου είδους (πραγματικό).

Εναντιωματική μετοχή
Οι εναντιωματικές μετοχές μπορούν να αναλυθούν σε εναντιωματικές προτάσεις, συνθέτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο υποθετικούς λόγους με την κύρια πρόταση.
Συνήθως, οι εναντιωματικές μετοχές δημιουργούν υποθετικούς λόγους που εκφράζουν το πραγματικό, το αντίθετο του πραγματικού και την απλή σκέψη του λέγοντος.

Ο οδ’ πέρ νός κάστου τν πεπραγμένων δις ποθανόντες δίκην δοναι δύναιντ’ ν (αυτοί ακόμη κι αν πέθαιναν δύο φορές για κάθε ένα από τα παραπτώματά τους, δε θα μπορούσαν να τιμωρηθούν επαρκώς)
Ο οδ’ ποθάνοιεν δίς, δύναιντ’ ν δοναι δίκην (απλή σκέψη του λέγοντος)

Πολλές φορές στη διατύπωση του λόγου εμπεριέχεται κάποια υπόθεση, χωρίς ωστόσο να εκφράζεται με την πλήρη ανάπτυξη ενός υποθετικού λόγου. Η υπόθεση μπορεί να λανθάνει σε έναν εμπρόθετο προσδιορισμό ή σε ένα επίρρημα. Μπορούμε, δηλαδή, να διακρίνουμε πίσω από τα λεγόμενα του ομιλητή ένα «εάν», το οποίο αν και δεν διατυπώνεται, είναι εύλογο πως εννοείται.

Εμπρόθετος προσδιορισμός (νευ, μετά, κ, π, + γενική)
Ένα παράδειγμα τέτοιου λανθάνοντος υποθετικού λόγου είναι το ακόλουθο: νευ το τ τοιατα χειν κα στ κα νερα κα σα λλα χω, οκ ν οός τ’ ν ποιεν τ δόξαντά μοι (χωρίς αυτά, δηλαδή τα οστά, τα νεύρα και όσα άλλα έχω, δεν θα μπορούσα να κάνω αυτά που θέλω)
Ο εμπρόθετος προσδιορισμός νευ το χειν (χωρίς να έχω), μπορεί να διατυπωθεί και ως υπόθεση, αν δεν έχω, δημιουργώντας έτσι με την κύρια πρόταση έναν υποθετικό λόγο.

Ε μ τ τοιατα εχον κα στ κα νερα κα σα λλα χω, οκ ν οός τ’ ν ποιεν τ δόξαντά μοι [2ο είδος: αντίθετο του πραγματικού]

Μετά κινδύνων τ γέρας κτήσαντο (απέκτησαν το έπαθλο με κινδύνους)
Στην πρόταση αυτή λανθάνει αντίστοιχα ένας υποθετικός λόγος, καθώς είναι σαφές πως ο ομιλητής υπονοεί ότι αν δεν είχαν κινδυνεύσει, δε θα είχαν αποκτήσει το έπαθλο. Οπότε η διατύπωση θα είχε ως εξής:
Ε μ κινδύνους κινδύνευον, ο τ γέρας ν κτήσαντο [2ο είδος: αντίθετο του πραγματικού]

νευ γαρ ρχόντων οδεν ν οτε καλόν οτε γαθόν γένοιτο (χωρίς άρχοντες, τίποτε ούτε καλό ούτε άριστο θα μπορούσε να συμβεί)
Η πρόταση αυτή θα μπορούσε να εναλλακτικά να διατυπωθεί, αν δεν υπήρχαν ή αν δεν είχαμε άρχοντες, τίποτε ούτε καλό ούτε άριστο δε θα μπορούσε να συμβεί.
Ε μη εεν ρχοντες οδεν ν οτε καλόν οτε γαθόν γένοιτο [5ο είδος: απλή σκέψη του λέγοντος]

Επίρρημα (λλως = αλλιώς, με άλλο τρόπο, μαχε = χωρίς να αγωνιστούμε, οτως = έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο, δικαίως, κείνως = κατ’ εκείνο τον τρόπο, ταύτ)

Οτω γρ πρς τε τ πιναι τος ναντοις εψυχτατοι ν εεν πρς τε τ πιχειρεσθαι σφαλστατοι (γιατί έτσι (αν έχουν έτσι τα πράγματα) οι στρατιώτες διαθέτουν την πιο μεγάλη αυτοπεποίθηση στις επιθέσεις εναντίον των εχθρών και την μεγαλύτερη ασφάλεια κατά τις επιθέσεις που δέχονται
Ε οτως χοιεν πρς τ πιέναι τος ναντίοις εψυχτατοι ν εεν πρς τε τ πιχειρεσθαι σφαλστατοι [5ο είδος: απλή σκέψη του λέγοντος]

Εξαρτημένοι λανθάνοντες υποθετικοί λόγοι
Ένας υποθετικός λόγος, του οποίου η υπόθεση λανθάνει σε μια μετοχή ή σε μια δευτερεύουσα πρόταση, μπορεί συνάμα να εξαρτάται από κάποιο ρήμα και να είναι έτσι παράλληλα και εξαρτημένος. Με εξάρτηση, δηλαδή, από ιστορικό χρόνο η απόδοσή του παρουσιάζει τις αλλαγές των εξαρτημένων υποθετικών λόγων.

Σε περίπτωση, μάλιστα, κατά την οποία η υπόθεση λανθάνει σε χρονικοϋποθετική ή αναφορικοϋποθετική πρόταση κι έχουμε εξάρτηση από ιστορικό χρόνο, ισχύουν οι αλλαγές που παρουσιάζονται και στις απλές υποθετικές προτάσεις.

Επίσης, οι χρονικοϋποθετικοί σύνδεσμοι ταν, πόταν, πάν, πειδάν, μέχρι ν κτλ., μετατρέπονται αντίστοιχα σε τε, πότε, πεί, πειδή, μέχρι κτλ., όταν συντάσσονται με ευκτική του πλαγίου λόγου.

Αντίστοιχα, στις αναφορικές-υποθετικές το ν αποβάλλεται όταν η πρόταση εκφέρεται με ευκτική του πλαγίου λόγου, για παράδειγμα η πρόταση ς ν τύχ, αν εξαρτηθεί από ιστορικό χρόνο εκφέρεται ως εξής: ς τύχοι.

Ες μς εσελθών λπίζω τν δικαίων τεύξεσθαι (αν παρουσιασθώ σε εσάς, ελπίζω ότι θα πετύχω τα δίκαια)
Η υπόθεση λανθάνει στην υποθετική μετοχή εσελθών, ενώ η απόδοση εντοπίζεται στο ειδικό απαρέμφατο χρόνου μέλλοντα τεύξεσθαι, το οποίο εξαρτάται από το ρήμα λπίζω.
Υπόθεση = άν εσέλθω
Απόδοση = τεύξομαι
3ο είδος υποθετικού λόγου (προσδοκώμενο)


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...