Γιώργος Ιωάννου
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη. Το 1955 άλλαξε επίσημα το επίθετό του, από Σορολόπης σε Ιωάννου. Το 1950 πήρε το πτυχίο Φιλολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Από το 1958 ως το 1965 συνεργαζόταν με το λογοτεχνικό περιοδικό Διαγώνιος και ήταν ο κυριότερος συνεργάτης του περιοδικού Ελεύθερη γενιά, που εξέδιδε το Υπουργείο Παιδείας από το 1976 ως το 1981. Για το Δικό μας αίμα πήρε το 1980 το πρώτο Κρατικό βραβείο πεζογραφίας. Το 1982 κυκλοφόρησε ο δίσκος Κέντρο Διερχομένων με έντεκα τραγούδια σε στίχους δικούς του και μουσική Νίκου Μαμαγκάκη. Το πεζό του Η δασκάλα έγινε ταινία και το 1983 κυκλοφόρησε η κασέτα Γιώργος Ιωάννου - Διηγήματα, όπου ο ίδιος διαβάζει τα κείμενά του: Οι τσιρίδες, Τα κεφάλια, Παναγιά η Ρευματοκρατόρισσα, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας και Ομίχλη. Το Φεβρουάριο του 1985 πέθανε μετά από μετεγχειρητικές επιπλοκές.
Έγραψε: Ηλιοτρόπια, Ποιήματα (1954), Τα Χίλια Δέντρα, Ποιήματα (1963), Για ένα φιλότιμο, Πεζογραφήματα (1964), Η Σαρκοφάγος, Πεζογραφήματα (1971), Η μόνη κληρονομιά, Διηγήματα (1974), Το δικό μας αίμα. Πεζογραφήματα (1978), Ομόνοια, Πεζογράφημα (1980), Επιτάφιος θρήνος, Διηγήματα (1980), Πολλαπλά κατάγματα, Πεζογράφημα (1981), Κοιτάσματα, Πεζά κείμενα (1981), Καταπακτή, Πεζογραφήματα (1982), Εφήβων και Μη, Πεζά κείμενα (1982), Η Μεγάλη Άρκτος, Θεατρικός μονόλογος, Περιοδικό Θέατρο (1981), Το αυγό της κότας, Θεατρικό (1981), Εύφλεκτη χώρα, Πεζά κείμενα (1982), Αλεξάνδρεια,(1916), Ημερολόγιο Φιλίππου Δραγούμη, (1984), Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Πεζογραφήματα (1984), Ο της φύσεως έρως, Δοκίμια (1985), Ο Πίκος και η Πίκα, Παραμύθι (1986), Φυλλάδιο, Περιοδικό πνευματικής ζωής, Τεύχη 8 (1978-1985), Τα δημοτικά μας τραγούδια,(1966). Επιμελήθηκε: Μαγικά παραμύθια του Ελληνικού λαού (1966), Παραλογές,(1970), Καραγκιόζης, Τόμοι 3 (1971-2), Τα παραμύθια του λαού μας,(1973).
Μετέφρασε: Τα Τραγούδια της Σιλεσίας του Τσέχου ποιητή Πετρ Μπεζρούτς (1959), Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις (1969), Στράτωνος Μούσα Παιδική (1980).
Ο Γιώργος Ιωάννου συγκαταλέγεται ανάμεσα στους αξιολογότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Αντλεί τα θέματά του κυρίως από βιώματα και το έργο του κινείται ανάμεσα σε εξομολογήσεις και εσωτερικούς μονολόγους, αγγίζοντας πάντα τις έννοιες έρωτας και θάνατος. Στα περισσότερα πεζογραφήματά του επικρατεί μια έντονη ποιητική διάθεση. Η λογοτεχνική, αλλά και η άλλη πεζογραφική, παραγωγή του χαρακτηρίζονται από μια άψογη γλώσσα και πρωτοτυπία ως προς το ύφος και ως προς το είδος, γιατί ο Γ.Ι. δημιούργησε ένα νέο είδος πεζού λόγου το “πεζογράφημα”, όπως το ονομάζει. Πρόκειται για σύντομες πρόζες με ανάμεικτα χαρακτηριστικά διηγήματος, χρονικού ή δοκιμίου, που συμπληρώνονται με συμπεράσματα, σκέψεις και σχόλια του συγγραφέα, και από τα οποία απουσιάζει ο διάλογος. Είναι αυτό που λέει στο Εις εαυτόν: “κάτι σαν εξομολογητικό δοκίμιο”.
Η κριτική για το έργο του
«Το γιατί ο Ιωάννου είναι ένας από τους κορυφαίους πεζογράφους μας το έχει εξηγήσει με πειστικότητα η κριτική. Συνοψίζοντας την αξιολόγησή της θα λέγαμε ότι το έργο του, εκτός από την ενάργεια με την οποία απεικονίζει την ανθρώπινη μοίρα, αποτελεί και κομβικό σταθμό για την πεζογραφία μας. Κι αυτό γιατί η γραφή του με την ιδιότυπη και καίρια διατύπωσή της αποτέλεσε έναν βαθύ της εκσυγχρονισμό. ένα συμβάδισμά της, θα προσθέταμε, με τις πλέον ουσιώδεις σύγχρονές της εκφράσεις του δυτικού πεζογραφικού λόγου, το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση της πεζογραφίας μας. Το ιδιαίτερο στην περίπτωση του Ιωάννου είναι ότι αυτός ο εκσυγχρονισμός υπήρξε ενδογενής. ότι ο Ιωάννου τον κατόρθωσε όχι συνομιλώντας με τις σύγχρονές του δυτικές αναζητήσεις, όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει στη λογοτεχνία μας, αλλά με τη σύνθεση και τη συγχώνευση σ’ ένα δραστικό κράμα των πλέον ζωτικών στοιχείων της νεοελληνικής πεζογραφικής διαχρονίας. Όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μπόρχες ή ο Καλβίνο, ο Ιωάννου είναι ένας ποιητής που έγραφε σε πρόζα. Μια πρόζα βέβαια εντελώς διαφορετική από εκείνη των ποιητικιζόντων πεζογράφων. Το νέο πεζογραφικό ύφος που δημιούργησε, και που γονιμοποίησε τη γραφή πολλών νεότερων ομοτέχνων του, προσγείωσε τη λυρικών διαθέσεων πεζογραφία μας σε ποιητικά εδάφη ρεαλιστικότερα, αποπεζοποιώντας ταυτόχρονα και τη ρεαλιστική μας πεζογραφία.
Ο Ιωάννου μυθοποιεί ρεαλιστικά τη βίωση από τον αυτοβιογραφούμενο ήρωα των πεζογραφημάτων του της προσωπικής του μοίρας, με μια γραφή που αναπαριστά τις περιπέτειές του με μιαν οπτική καθαρότητα ονείρου. Και είναι αυτή η περίτεχνη μυθοποίηση και η οντολογική διάσταση που αυτή παρέχει στην απεικόνιση του κόσμου του που θα κάνουν, πιστεύω, το έργο του να διαβάζεται, στις μέρες που θα έρθουν, όπως διαβάζεται σήμερα το έργο του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη».
(Νάσος Βαγενάς, Μετά είκοσι έτη, εφ. Το Βήμα, 18-9-2005)
«Πεζογραφήματα χαρακτηρίζονται στον υπότιτλο τα εικοσιδύο σύντομα κείμενά του (Για ένα φιλότιμο). και ο προσδιορισμός αυτός, έτσι στη γενικότητά του, είναι ο μόνος σωστός, αφού ούτε στο διήγημα, ούτε σε κανένα άλλο από τα γνωστά είδη μπορούν να ενταχθούν οι ιδιότυπες αυτές σελίδες, όπου ο εξομολογητικός προσωπικός τόνος και η καίρια παρατήρηση του περιβάλλοντος κόσμου εναλλάσσονται, με περίπου “παπαδιαμάντεια αδιαφορία” για τους κανόνες μιας τεχνικής, για την τήρηση κάποιων παραδεδεγμένων ή πειστικών αφηγηματικών συμβάσεων. Βέβαια, μια αλλιώτικη σύμβαση είναι και η καινοτροπία του νέου συγγραφέα - τι άλλο, αφού περί τέχνης πρόκειται; - που απορρίπτοντας κάθε μύθο, πλοκή, πρόσωπα, επιδιώκει μια ευθύβολη σκόπευση του καλλιτεχνικού του στόχου- την άμεση επαφή με τα πράγματα για ν’ αποκομίσει ανόθευτη τη στυφή τους γεύση, για να γνωρίσει σε γενικά και ανυπέρβατα πλαίσια την ανθρώπινη μοίρα μας».
(Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κριτικά κείμενα, Κέδρος, 1982, σελ.42)
«Μιλώντας για την “ποιητική” της πεζογραφίας του Ιωάννου, αναφερθήκαμε στις μετέωρες φράσεις που βρήκαμε στις πρόζες του. Πιστεύουμε ότι ο Γ. Ιωάννου δημιουργεί πολύ συχνά την αίσθηση του ατελείωτου και του μετέωρου, για να δώσει μια ποιητική διάσταση στο κείμενό του.[...] Ακόμη αφήνει μια αίσθηση ότι προφητεύει. Παρομοίως και στη φράση από το † 13-12-’43: “Δεν είναι δυνατόν να διαφέρω τόσο πολύ απ’ τους άλλους. Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Κι όμως αυτή η διαφορά είναι που με καίει”. Αναγνωρίζει ότι διαφέρει, έχει συνειδητοποιήσει “τη διαφορά”, εμάς όμως δε μας κατατοπίζει».
(Ελευθερία Κρούπη-Κολώνα, Ο Γιώργος Ιωάννου και τα πεζογραφήματά του, Γρηγόρη, Αθήνα, 2005, σελ. 66)
«Όπως συμβαίνει μ’ όλα τα πεζογραφήματά του, και στο κείμενό μας χρησιμοποιεί το α΄ πρόσωπο. Η χρήση του α΄ προσώπου στην αφήγηση μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:
α) Ο αφηγητής είναι απλός παρατηρητής, αντικειμενικός όπως συχνά δηλώνεται ή αφήνεται να νοηθεί, που καταθέτει όσα υπέπεσαν στην αντίληψή του και με την αυτοπρόσωπη παρουσία του βεβαιώνει την αλήθεια της μαρτυρίας του.
β) Ο αφηγητής παράλληλα με τα εξωτερικά συμβάντα καταθέτει και όσα συμβαίνουν στη συνείδησή του ως εσωτερικές αντιδράσεις και ως συνακόλουθά τους. Μ’ αυτόν το δεύτερο τρόπο, που είναι και ο τρόπος του Ιωάννου, το εγώ του αφηγητή βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης. όλα συγκλίνουν στη συνείδησή του (ή και στο υποσυνείδητό του) και όλα πάλι φωτίζονται ή χρωματίζονται απ’ αυτήν. Δεν πρόκειται πια για κατάθεση μαρτυρίας, αλλά προσωπικής εμπειρίας, που μπορεί να είναι καθοριστική και το εγώ, να παίρνει δηλαδή την ένταση, το βάθος και τη διάρκεια του βιώματος, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Η αφήγηση αρχίζει ακριβώς με τη συνοπτική κατάθεση της εμπειρίας του αφηγητή, στα εξωτερικά της καθέκαστα και στην εσωτερική τους απήχηση: “Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ήταν καλύτερα κτλ [...] και μακάρι να γινόταν έτσι...”
Ο άμεσος εξομολογητικός τόνος αυτής της εναρκτήριας παραγράφου είναι σαφής. Πόνος και ταπεινότητα είναι τα κυρίαρχα αισθήματα που δηλώνονται από την αρχή και διατρέχουν όλο το αφήγημα.».
(Χριστόφορος Μηλιώνης, Με το νήμα της Αριάδνης, Γιώργος Ιωάννου: 13-12-43,
Σοκόλης, Αθήνα, 1991, σελ. 118)
Δείτε επίσης: