Ο Πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου: Γενικά γνωρίσματα
Ο Γιώργος Ιωάννου ξεκίνησε ως ποιητής, αλλά μετά το πρώτο του βιβλίο στράφηκε οριστικά προς την πεζογραφία και συγκεκριμένα στο διήγημα ή μάλλον, πιο σωστά, στο μικρό αφήγημα. Τα αφηγήματά του κινούνται στο χώρο της Θεσσαλονίκης, κυρίως της κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Είναι μικρογραφίες της καθημερινής ζωής των κατοίκων της αφενός, και προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα αφετέρου, όπου οι μνημονικές ανακλήσεις δημιουργούν το συγκινησιακό κλίμα στο οποίο κινείται η πεζογραφία του. Οι μινιατούρες αυτές της καθημερινότητας αντλούν τη δύναμη και την αξία τους από την προσωπική θέρμη, την ακρίβεια και το εξομολογητικό κλίμα μέσα στο οποίο τις τοποθετεί ο συγγραφέας τους. Ο περίγυρος δίνεται καταγραφικά και κατά τμήματα, όπου οι περιθωριακές ομάδες και τα άτομα που υπάρχουν εκεί κινούνται στο περιβάλλον μιας «άλλης» πόλης, που ζει στην περιφέρεια, θα έλεγε κανείς. Δεν έχουμε να κάνουμε με τη Θεσσαλονίκη του «μύθου» ή της «παράδοσης», αλλά με μια πόλη που αλλάζει και την καινούρια της φυσιογνωμία την αποκτά με την παρουσία κυρίως των προσφύγων, ενώ κύριο ρόλο στις αλλαγές αυτές παίζουν οι μεταπολεμικές δυσκολίες, που ως ένα βαθμό καθορίζονται από τις διάφορες κοινωνικές περιπέτειες του χώρου και της χώρας.
Ο Ιωάννου δεν κινείται από κάποια φανερή πρόθεση, δεν προϋποθέτει κάποιο σχέδιο σύνθεσης ή ανασύνθεσης των περιστατικών ή των αναμνήσεων που καταχωρεί στα βιβλία του. Κάνει μια λογοτεχνία αποτυπώσεων κι η μνημονική διαδικασία που χρησιμοποιεί διαφοροποιείται ριζικά σε σχέση με τους πεζογράφους που προηγήθηκαν. Η μνήμη, εδώ, είναι η κοίτη του πεζογραφικού υλικού. Ο πεζογράφος χρησιμοποιεί ευθύγραμμα το υλικό της, η αφήγησή του έχει ορισμένο χώρο και χρόνο, που υπάρχει και δεν δημιουργείται από τον πεζογράφο, κι ασχέτως προς το γεγονός ότι θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως κάποια περιστατικά στον Ιωάννου είναι επινοήσεις. Με τον Ιωάννου καθιερώνεται μια τάση διαφορετική στην πεζογραφία των νεότερων: να ειπωθούν τα πράγματα μέσα από τους διαύλους της εξομολόγησης. Ο χαρακτήρας περνάει σε δεύτερη μοίρα και μάλιστα πολλές φορές δεν υπάρχει. Ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη ατομική συνείδηση, γι’ αυτό και η αφήγηση, που κατά κύριο λόγο γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, έχει έναν χαρακτήρα καταγραφικό και κάποτε χρονογραφικό, μολονότι τα περιστατικά είναι και έντονα, και δυσβάστακτα κάποιες φορές.
Η χρήση του πρώτου προσώπου και των αποτυπώσεων, η ανάκληση μέρους του μνημονικού υλικού, καθώς και η απόδοσή του μέσω της καταγραφής, ορίζουν το μύθο της αφήγησης ως πλαίσιο και περιγραφή της εμπειρίας. Η εμπειρία είναι το κυρίαρχο στοιχείο και η μέθοδος άλλωστε, πεζογραφικά, είναι εμπειρική. Δεν εντοπίζονται εδώ οι αφηγηματικές αρετές του Ιωάννου. Η δομή του είναι στοιχειώδης, σε αντίθεση με τους παλιότερους. Η συμβολή του βρίσκεται αλλού: στον τρόπο που απομονώνει το κάθε περιστατικό, στην έντονη συγκινησιακή φόρτισή του και στην ακρίβεια και την καθαρότητα της γλώσσας του.
Όψεις του λόγου στον Πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου
Ο συγγραφέας, μιλώντας πάντα σε πρώτο πρόσωπο, και μιλώντας κατά κανόνα για ατομικά περιστατικά, δεν παραλείπει εντούτοις ποτέ να τοποθετείται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό χωρόχρονο, που είναι ο χωρόχρονος της νεοελληνικής πραγματικότητας. Πρέπει όμως να πούμε ότι τείνει σταθερά σε μια μυθοποίηση της πραγματικότητας αυτής και, προπάντων, της προσωπικής του ιστορίας, καθώς μάλιστα πολλές φορές ανάγεται στην παιδική ηλικία. Κατά παράξενο τρόπο η μυθοποίηση τούτη συνυπάρχει με μια διάθεση να αποκαλυφθούν και οι άσχημες – μερικές φορές και αποτρόπαιες – πλευρές της ζωής. Το αποτέλεσμα είναι, ότι και οι πλευρές αυτές δέχονται την ανταύγεια μιας βαθύτερης ευγένειας, που έχει την πηγή της στην ίδια την καρδιά του συγγραφέα.
Παρά τη φόρτιση που εμπερικλείει το υλικό των πεζογραφημάτων του Ιωάννου – φόρτιση που η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση επιτείνει – ο συγγραφέας κατόρθωσε να αποκλείσει από το έργο του κάθε ένταση και το σπουδαιότερο, κάθε μελοδραματική νότα ή συναισθηματισμό. Τα πάντα είναι χαλιναγωγημένα, συγκρατημένα, ιδωμένα από κάποια απόσταση ικανή να αμβλύνει τις οξύτητες χωρίς ωστόσο να άγει στην απάθεια. Σε τούτο συντείνει και ο τόνος της γραφής του που παρουσιάζεται πάντοτε ως εξιστόρηση αναμνήσεων ενός παρελθόντος κατά κανόνα απώτερου. Άλλωστε ο συγγραφέας δε χάνει ποτέ, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές, το χιούμορ του. Έχει ευαίσθητες κεραίες για το κωμικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης και δε διστάζει να αναμίξει στις πιο «ιερές» στιγμές το σκαμπρόζικο. Έπειτα, καθώς περνούν τα χρόνια, από βιβλίο σε βιβλίο, ο Ιωάννου κατακτά θαρρείς μια νηφαλιότητα, την ψυχική αντοχή να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα με ένα πικρό χαμόγελο. Έτσι και οι νευρωσικές καταστάσεις, που αφθονούν στο Για ένα φιλότιμο, στο δεύτερο τόμο περιορίζονται, για να εξαφανιστούν ολοσχερώς σχεδόν στη Μόνη κληρονομιά.
Γιώργος Ιωάννου: «Συχνά σηκωνόσουν μες στα άγρια μεσάνυχτα, όχι μόνο για να σημειώσεις κάτι, αλλά και για να ξαναδιαβάσεις εκείνο ή το άλλο σημείο, να δεις πώς ακούγεται, πώς σου φαίνεται σχεδόν μέσα στον ύπνο, μέσα στον ύπνο και στον ξύπνο, μέσα στην απόλυτη σιγή, καθώς το πρόφερες. Και τα έκαμνες αυτά, γιατί πιστεύεις πως την ουσία των πραγμάτων - και τα κείμενα πράγματα είναι - δεν την αγγίζουμε μόνο σε κατάσταση νηφαλιότητας, αλλά και ύπνου και μισοΰπνου και μεθυσιού και πόνου και πόθου».
Παρά τη φόρτιση που εμπερικλείει το υλικό των πεζογραφημάτων του Ιωάννου – φόρτιση που η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση επιτείνει – ο συγγραφέας κατόρθωσε να αποκλείσει από το έργο του κάθε ένταση και το σπουδαιότερο, κάθε μελοδραματική νότα ή συναισθηματισμό. Τα πάντα είναι χαλιναγωγημένα, συγκρατημένα, ιδωμένα από κάποια απόσταση ικανή να αμβλύνει τις οξύτητες χωρίς ωστόσο να άγει στην απάθεια. Σε τούτο συντείνει και ο τόνος της γραφής του που παρουσιάζεται πάντοτε ως εξιστόρηση αναμνήσεων ενός παρελθόντος κατά κανόνα απώτερου. Άλλωστε ο συγγραφέας δε χάνει ποτέ, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές, το χιούμορ του. Έχει ευαίσθητες κεραίες για το κωμικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης και δε διστάζει να αναμίξει στις πιο «ιερές» στιγμές το σκαμπρόζικο. Έπειτα, καθώς περνούν τα χρόνια, από βιβλίο σε βιβλίο, ο Ιωάννου κατακτά θαρρείς μια νηφαλιότητα, την ψυχική αντοχή να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα με ένα πικρό χαμόγελο. Έτσι και οι νευρωσικές καταστάσεις, που αφθονούν στο Για ένα φιλότιμο, στο δεύτερο τόμο περιορίζονται, για να εξαφανιστούν ολοσχερώς σχεδόν στη Μόνη κληρονομιά.
Γιώργος Ιωάννου: «Συχνά σηκωνόσουν μες στα άγρια μεσάνυχτα, όχι μόνο για να σημειώσεις κάτι, αλλά και για να ξαναδιαβάσεις εκείνο ή το άλλο σημείο, να δεις πώς ακούγεται, πώς σου φαίνεται σχεδόν μέσα στον ύπνο, μέσα στον ύπνο και στον ξύπνο, μέσα στην απόλυτη σιγή, καθώς το πρόφερες. Και τα έκαμνες αυτά, γιατί πιστεύεις πως την ουσία των πραγμάτων - και τα κείμενα πράγματα είναι - δεν την αγγίζουμε μόνο σε κατάσταση νηφαλιότητας, αλλά και ύπνου και μισοΰπνου και μεθυσιού και πόνου και πόθου».
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου