Stefan Kuhn
Γιώργος Σεφέρης «Ο Δαίμων της Πορνείας»
…Nicosia e Famagosta per la lor bestia si lamenti e garra… (Λευκωσία και Αμμόχωστος θρηνούν και στενάζουν για το κτήνος τους)
PARADISO
…ως γοιόν ηξεύρετε και ο δαίμων της πορνείας όλον τον κόσμον
πλημμελά τον εκόμπωσε τον ρήγαν και έππεσεν εις αμαρτίαν… (...γιατί, όπως ξέρετε, ο δαίμων της πορνείας που όλο τον κόσμο βάζει σε πείρασμό, πλάνεψε τον βασιλιά και υπέπεσε σε αμάρτημα...)
XPONIKO TOY MAXAIPA
O Tζουάν Bισκούντης είχε γράψει την αλήθεια.
Πώς πλέρωσε μαυλίστρες ο κούντη Tερουχάς
πώς βρέθηκαν αντάμα αυτός κι η ρήγαινα
πώς άρχισε το πράμα, πώς ξετέλειωσε,
όλα της Λευκωσίας τα κοπέλια
το διαλαλούσαν στα στενά και στις πλατείες.
Πως ήταν η γραφή σωστή που έστειλε στη Φραγκιά
στο ρήγα
το ξέραν οι συβουλατόροι.
Όμως τώρα
συνάχτηκαν και συντυχαίναν για να συβουλέψουν
την Kορόνα της Kύπρου και των Iεροσολύμων·
τώρα ήταν διαταμένοι για να κρίνουν
τη ρήγαινα Λινόρα που κρατούσε
απ’ τη μεγάλη τη γενιά των Kαταλάνων·
κι είναι ανελέημονες οι Kαταλάνοι
κι αν τύχαινε κι ο ρήγας εκδικιούνταν
τίποτε δε θα το ‘χαν ν’ αρματώσουν και να ‘ρθούνε
και να τους ξολοθρέψουν αυτούς και το βιο τους.
Eίχαν ευθύνες, τρομερές ευθύνες·
από τη γνώμη τους κρέμουνταν το ρηγάτο.
Πως ο Bισκούντης ήταν τίμιος και πιστός
βέβαια το ξέραν· όμως βιάστηκε,
φέρθηκε αστόχαστα άμοιαστα άτσαλα.
Ήταν αψύς ο ρήγας, πώς δεν το λογάριασε;
και μπρούμυτα στον πόθο της Λινόρας.
Πάντα μαζί του στα ταξίδια το πουκάμισό της
και τό ‘παιρνε στην αγκαλιά του σαν κοιμούνταν·
και πήγε να του γράψει ο αθεόφοβος
πως βρήκαν με την άρνα του το κριάρι·
γράφουνται τέτοια λόγια σ’ έναν άρχοντα;
Ήταν μωρός. Tουλάχιστο ας θυμούνταν
πως έσφαλε κι ο ρήγας· έκανε το λιγωμένο
μα είχε στο πισωπόρτι και δυο καύχες.
Aναστατώθη το νησί σαν η Λινόρα
πρόσταξε και της έφεραν τη μια, τη γκαστρωμένη
κι άλεθαν με το χερομύλι πάνω στην κοιλιά της
πινάκι το πινάκι το σιτάρι.
Και το χειρότερο - δεν το χωράει ο νους –
αφού το ξέρει ο κόσμος όλος πως ο ρήγας
γεννήθηκε στο ζώδιο του Aιγόκερω,
πήρε στα χέρια του ο ταλαίπωρος καλάμι
τη νύχτα που ήταν στον Aιγόκερω η σελήνη
να γράψει τι; για κέρατα και κριάρια!
O φρόνιμος τη μοίρα δεν τηνε ξαγριεύει.
Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
πού είναι το δίκιο. Tο δικό μας χρέος
είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.
Κάλλιο ένας να πεθάνει από το ριζικό του
παρά σε κίντυνο να μπούμε εμείς και το ρηγάτο.
Έτσι συβουλευόντουσαν όλη τη μέρα
και κατά το βασίλεμα πήγαν στο ρήγα
προσκύνησαν και τού είπαν πως ο Tζουάν Bισκούντης
είναι ένας διαστρεμμένος ψεματάρης.
Κι ο Tζουάν Bισκούντης πέθανε απ’ την πείνα σε μια γούφα.
Μα στην ψυχή τού ρήγα ο σπόρος της ντροπής του
άπλωνε τα πλοκάμια του και τον εκίνα
το ‘παθε να το πράξει και στους άλλους.
Kερά δεν έμεινε που να μη βουληθεί να την πορνέψει·
τις ντρόπιασε όλες. Φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν
και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.
Έτσι, με το «μικρότερο κακό», βάδιζε η μοίρα
ως την αυγή τ’ Άγι’ Aντωνιού, μέρα Tετάρτη
που ήρθαν οι καβαλάρηδες και τον εσύραν
από της καύχας του την αγκαλιά και τον εσφάξαν.
«Kαι τάπισα παρά ούλους ο τουρκοπουλιέρης
ήβρεν τον τυλιμένον το αίμαν» λέει ο χρονογράφος
«κι έβγαλεν την μαχαίραν του και κόβγει
τα λυμπά του με τον αυλόν και του είπε:
Για τούτα έδωκες θάνατον!».
Αυτό το τέλος
όρισε για το ρήγα Πιέρ ο δαίμων της πορνείας.
Στο ποίημα «Ο Δαίμων της Πορνείας» ο Γιώργος Σεφέρης αντλεί στοιχεία από το Χρονικό του Κύπριου Λεόντιου Μαχαιρά και ανασυνθέτει τα γεγονότα που οδήγησαν στην ατιμωτική δολοφονία του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Ά.
Η στενή συσχέτιση του ποιήματος με το Χρονικό του Μαχαιρά, από το οποίο μάλιστα ο ποιητής παραθέτει και αυτούσια χωρία, μας παραπέμπει στην προσφιλή τακτική του Καβάφη να βασίζει ποιητικές του συνθέσεις σε ιστορικά κείμενα. Ο Σεφέρης εδώ αποτίνει φόρο τιμής στον μεγάλο Αλεξανδρινό, μιμούμενος τους ποιητικούς του τρόπους και τονίζοντας έτσι τη μεταξύ τους πνευματική επικοινωνία.
Ο Πέτρος Ά της Κύπρου ήταν δευτερότοκος γιος του Ούγου Δ΄ και ανήκε στη γαλλική δυναστεία των Λουζινιάν που βασίλεψε στην Κύπρο από το 1192 -όταν ο Γκυ των Λουζινιάν πήρε την Κύπρο από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, βασιλιά της Αγγλίας- μέχρι το 1474.
Ο Πέτρος Ά βασίλεψε από το 1359 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1369 και υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματικός στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις, καθιστώντας την Κύπρο ισχυρό και υπολογίσιμο βασίλειο. Κατά τη δεκαετή του βασιλεία οι κυπριακές δυνάμεις κατέλαβαν και κράτησαν υπό τον έλεγχό τους την Αττάλεια της Μικράς Ασίας, ενώ κατέλαβαν και άλωσαν την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και την Τρίπολη του Λιβάνου.
Τα γεγονότα του ποιήματος
Παρά τις στρατιωτικές του ικανότητες ο Πέτρος υπήρξε εξαιρετικά επιρρεπής στον γυναικείο πειρασμό και παράλληλα είχε έναν παθολογικό έρωτα για τη γυναίκα του, την Ελεονόρα της Αραγονίας, καθώς, όπως παραδίδει ο Μαχαιράς, όποτε ταξίδευε έπαιρνε μαζί του ένα πουκάμισό της για να το έχει στην αγκαλιά του όταν κοιμάται.
Η συνήθεια του Πέτρου να συνάπτει πολλές ερωτικές σχέσεις και η παράλληλη εμμονή του για την Ισπανίδα γυναίκα του, θα αποτελέσουν τελικά την αφορμή για τα γεγονότα που θα οδηγήσουν στη δολοφονία του.
Την περίοδο που ο Πέτρος απουσίαζε στην Ευρώπη είχε αναθέσει στον ευγενή Ιωάννη Βισκούντη να παρακολουθεί καθετί που συμβαίνει στο βασίλειό του και ιδιαίτερα στο παλάτι και να τον ενημερώνει αμέσως. Κατά την απουσία του, λοιπόν, η Ελεονόρα της Αραγονίας, που γνώριζε για τις ερωμένες του συζύγου της, υποκύπτει στην επίμονη ερωτική πολιορκία του κόμη ντε Ρουχάς και συνάπτει δεσμό μαζί του. Το γεγονός αυτό μαθεύτηκε γρήγορα στη βασιλική αυλή και ο Ιωάννης Βισκούντης, προκειμένου να αποφύγει την οργή του βασιλιά έτσι και μάθαινε από άλλους τον παράνομο δεσμό της γυναίκας του, έστειλε επιστολή στον Πέτρο, ενημερώνοντάς τον για τις πράξεις της Ελεονόρας.
Ο Πέτρος, όταν γύρισε στην Κύπρο, κατήγγειλε τη γυναίκα του για μοιχεία και ζήτησε από τους ευγενείς της αυλής να τη δικάσουν. Η υπόθεση, όμως, δεν ήταν απλή γιατί η Ελεονόρα ήταν κόρη του διαδόχου του θρόνου της Αραγονίας και οι ευγενείς της Κύπρου φοβόντουσαν μήπως προκαλέσουν την οργή των Ισπανών, εάν την τιμωρούσαν. Έτσι, ενώ γνώριζαν πως στην πραγματικότητα η Ελεονόρα ήταν ένοχη, προτίμησαν να την απαλλάξουν από τις κατηγορίες και να τιμωρήσουν στη θέση της τον Ιωάννη Βισκούντη ως συκοφάντη.
Ο Ιωάννης παρόλο που ήταν ειλικρινής φυλακίστηκε και αφέθηκε να πεθάνει από ασιτία, χωρίς όμως να δοθεί διέξοδος στην οργή του Πέτρου, ο οποίος έβλεπε καθαρά πως οι ευγενείς είχαν προτιμήσει να αποφύγουν ένα διπλωματικό επεισόδιο με την Ισπανία, από το να αναγνωρίσουν το δίκαιο αίτημά του. Η επιλογή αυτή των ευγενών εκλήφθηκε ως μέγιστη προσβολή από τον Πέτρο, ο οποίος και θέλησε να τους τιμωρήσει. Έτσι, φρόντισε να ατιμάσει τις γυναίκες των ευγενών της αυλής αποπλανώντας τες και ωθώντας τες στη μοιχεία, γεγονός που προκάλεσε το μίσος των ευγενών και τους οδήγησε στη μοιραία συνομωσία εις βάρος του βασιλιά.
Τον Ιανουάριο του 1369, ημέρα Τετάρτη, οι ευγενείς μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα του βασιλιά, όπου βρισκόταν με μια ερωμένη του και τον έσφαξαν. Ένας τουρκοπουλιέρης (τούρκικο αξίωμα), μάλιστα, του έκοψε τους όρχεις και δείχνοντάς τους στον Πέτρο, του είπε πως γι’ αυτούς τιμωρήθηκες με θάνατο.
Η Ελεονόρα της Αραγονίας που θα παραμείνει στο θρόνο της Κύπρου μέχρι το 1380, οπότε και επέστρεψε στην πατρίδα της, θα επιδιώξει και θα επιτύχει την τιμωρία των φονιάδων του άντρα της. Στην Ελεονόρα της Αραγονίας γίνεται αναφορά και στο ποίημα «Τρεις μούλες» του Σεφέρη.
Οι θεματικές του ποιήματος
Ο Σεφέρης θέτει ως τίτλο του ποιήματος τη διατύπωση του Μαχαιρά, για τον δαίμονα της πορνείας, υποδηλώνοντας έτσι πως πίσω από τα τραγικά γεγονότα του ποιήματος βρίσκεται ο ερωτικός πειρασμός και η αδυναμία των ανθρώπων να του αντισταθούν.
Η πορεία της ζωής του βασιλιά Πέτρου θα μπορούσε να ήταν πολύ διαφορετική, αν δεν είχε προκαλέσει την αντεκδικητική αντίδραση της γυναίκας του με τους αλλεπάλληλους δεσμούς του κι αν δεν είχε αφήσει τη ζήλια να θολώσει την κρίση του. Εντούτοις, ο Πέτρος μη μπορώντας να αντισταθεί στον ερωτικό πειρασμό, προκάλεσε μια σειρά δευτερευόντων γεγονότων, που όχι μόνο του κόστισαν τη ζωή του, αλλά τον οδήγησαν και σ’ ένα τόσο αταίριαστο τέλος για έναν τόσο δυναμικό και γενναίο άνθρωπο.
Σημαντικό, επίσης, θέμα που απασχολεί τον ποιητή είναι και η διάσταση ανάμεσα στο δίκαιο και στα πολιτικά συμφέροντα, που φανερώνεται στο δίλημμα των ευγενών σχετικά με την πράξη της Ελεονόρας και στην τελική τους απόφαση. Οι ευγενείς γνώριζαν για τον παράνομο δεσμό της βασίλισσας, αλλά δεν ήθελαν με την απόφασή τους να προκαλέσουν δεινά για το κυπριακό βασίλειο.
Εκεί, άλλωστε, στην επιθυμία των ευγενών να μην προκαλέσουν την αντίδραση των Ισπανών, εντοπίζεται μια ακόμη κεντρική θεματική του ποιήματος. Όπως γράφει ο ποιητής: «Ο φρόνιμος τη μοίρα δεν τηνε ξαγριεύει», υποδεικνύοντας έμμεσα πως όλα τα γεγονότα του ποιήματος αποτελούν μια αλυσίδα δράσεων και αντιδράσεων.
- Ο έκλυτος βίος του Πέτρου προκαλεί την σκληρή αντίδραση της δυναμικής γυναίκας του, η οποία όχι μόνο τιμωρεί τις ερωμένες του συζύγου του, αλλά επιχειρεί να τιμωρήσει και τον ίδιο συνάπτοντας ερωτικό δεσμό με τον κόμη ντε Ρουχάς.
- Η απόφαση του Ιωάννη Βισκούντη να ενημερώσει τον Πέτρο για το δεσμό της Ελεονόρας προκαλεί το θυμό του βασιλιά, αλλά και την άδικη θανάτωση του ίδιου του Ιωάννη.
- Η επιλογή των ευγενών να μην τιμωρήσουν τη βασίλισσα προκαλεί την οργή του Πέτρου και την εκδίκησή του με την αποπλάνηση των γυναικών τους.
- Η εκδικητική στάση του Πέτρου προκαλεί την απόφαση των ευγενών να τον τιμωρήσουν θανατώνοντάς τον, απόφαση που με τη σειρά της θα προκαλέσει την εκδικητική απάντηση της Ελεονόρας (γεγονός βέβαια που δεν αναφέρεται σ’ αυτό το ποίημα).
Ο δαίμονας της πορνείας οδηγεί του ανθρώπους σε λανθασμένες επιλογές, οι οποίες με τη σειρά τους επιφέρουν βαρύτατες συνέπειες.
Ανάλυση ποιήματος
Ο Γιώργος Σεφέρης συνθέτει το ποίημα «Ο Δαίμων της Πορνείας» ακολουθώντας τη μέθοδο του Κωνσταντίνου Καβάφη, ο οποίος επέλεγε ιστορικά γεγονότα προκειμένου να παρουσιάσει -αρνητικές ή θετικές- συμπεριφορές, αντιλήψεις και πράξεις ιστορικών προσώπων. Ο Καβάφης με τον τρόπο αυτό επιχειρούσε να αναδείξει διάφορες σταθερές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, οι οποίες εκδηλώνονται διαχρονικά και καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Η αλαζονεία, η επιθυμία για δόξα και χρήματα, η διαφθορά, η αδιαφορία, η παραίτηση και πολλά άλλα εγγενή ελαττώματα των ανθρώπων, καταγράφονται στον ιδιαίτερο χάρτη του ποιητή, που μας καθοδηγεί με μοναδικό τρόπο στα μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής. Ανεξάρτητα από την εποχή που έζησαν τα ιστορικά πρόσωπα που επιλέγει ο ποιητής, οι συμπεριφορές, τα ελαττώματα ή οι αρετές τους, είναι ενδεικτικές για τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων σε κάθε εποχή. Όσο κι αν οι άνθρωποι τονίζουν εμφατικά τη μοναδικότητά τους, επί της ουσίας κινούνται στα ίδια δεδομένα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς, επαναλαμβάνοντας αέναα τα ίδια λάθη και υποκύπτοντας στις ίδιες επιθυμίες.
Την τακτική του Καβάφη να επισημαίνει τις σταθερές γύρω απ’ τις οποίες κινείται και διαμορφώνεται η ανθρώπινη συμπεριφορά, ακολουθεί και ο Σεφέρης στο ποίημα αυτό, φανερώνοντας την επαφή του με την ποίηση του μεγάλου Αλεξανδρινού.
Το ποίημα «Ο Δαίμων της Πορνείας» είναι αφηγηματικό, δοσμένο από έναν παντογνώστη αφηγητή, που κάνει αισθητή την παρουσία του κυρίως στο κλείσιμο του ποιήματος με το καταληκτικό σχόλιο. Το ποιητικό υποκείμενο παραμένει αποστασιοποιημένο από την αφηγηματική φωνή, μη επιτρέποντας έτσι απόπειρες σύνδεσης του ίδιου του ποιητή με τον απρόσωπο αφηγητή. Σε αντίθεση, δηλαδή, με άλλα ποιήματα του Σεφέρη, όπως είναι για παράδειγμα το «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο», όπου ο ποιητής αξιοποιεί τη μυθική μέθοδο για να συνδέσει τα γεγονότα του μύθου με το προσωπικό του βίωμα, στο «Ο Δαίμων της Πορνείας» δεν υπάρχουν τέτοιου είδους συσχετίσεις. Άλλωστε, εδώ δεν έχουμε εφαρμογή της μυθικής μεθόδου, αλλά αξιοποίηση της ιστορικής πραγματικότητας, κατά τον τρόπο του Καβάφη, με διαπιστωτικές κυρίως αξιώσεις.
Ο Σεφέρης, όπως το συνήθιζε κι ο Καβάφης, βασίζει το ποίημά του σ’ ένα ιστοριογραφικό κείμενο -συγκεκριμένα το Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά-, με το οποίο διατηρεί μια ανοιχτή επικοινωνία, παραθέτοντας ακόμη και αυτούσια χωρία.
«O Tζουάν Bισκούντης είχε γράψει την αλήθεια.
Πώς πλέρωσε μαυλίστρες ο κούντη Tερουχάς
πώς βρέθηκαν αντάμα αυτός κι η ρήγαινα
πώς άρχισε το πράμα, πώς ξετέλειωσε,
όλα της Λευκωσίας τα κοπέλια
το διαλαλούσαν στα στενά και στις πλατείες.
Πως ήταν η γραφή σωστή που έστειλε στη Φραγκιά
στο ρήγα
το ξέραν οι συβουλατόροι.»
Το ποίημα επιχειρεί μια πολυπρισματική προσέγγιση των γεγονότων, συζητώντας κι ελέγχοντας τα κίνητρα και τις πράξεις πολλών προσώπων παράλληλα. Ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του ποιήματος είναι ο Ιωάννης Βισκούντης, η πρωτοβουλία του οποίου να ενημερώσει τον Πέτρο για τις πράξεις της βασίλισσας θέτει σε κίνηση όλα τα επιμέρους επεισόδια, και την τραγική μοίρα του οποίου παρακολουθούμε μέχρι το τέλος της.
Το ποίημα ξεκινά in medias res, όταν πια το γεγονός της μοιχείας έχει μαθευτεί κι ο βασιλιάς έχει ήδη ζητήσει την τιμωρία της γυναίκας του. Έτσι, παρακολουθούμε τον προβληματισμό των ευγενών του βασιλείου, οι οποίοι γνωρίζουν βέβαια πως ο Βισκούντης υπήρξε ειλικρινής στην επιστολή που έστειλε στον Πέτρο, αλλά δυσκολεύονται να γνωμοδοτήσουν υπέρ του δικαίου.
Η αλήθεια της μαρτυρίας του Βισκούντη ήταν αναμφισβήτητη, αφού σε όλη τη Λευκωσία οι πολίτες γνώριζαν ακόμη και λεπτομέρειες της μοιχείας. Γνώριζαν ότι ο κόμης ντε Ρουχάς πλήρωσε γυναίκες για να κάμψουν τις αντιστάσεις της Ελεονόρας και να την ωθήσουν στην αγκαλιά του, γνώριζαν το πώς συναντήθηκαν οι δυο τους, το πώς ξεκίνησε ο δεσμός τους και πώς τελείωσε. Η απόφαση, όμως, των ευγενών δεν ήταν μια απλή υπόθεση και φυσικά δεν μπορούσε να βασιστεί απλώς στο ποια ήταν η αλήθεια.
Όμως τώρα
συνάχτηκαν και συντυχαίναν για να συβουλέψουν
την Kορόνα της Kύπρου και των Iεροσολύμων·
τώρα ήταν διαταμένοι για να κρίνουν
τη ρήγαινα Λινόρα που κρατούσε
απ’ τη μεγάλη τη γενιά των Kαταλάνων·
κι είναι ανελέημονες οι Kαταλάνοι
κι αν τύχαινε κι ο ρήγας εκδικιούνταν
τίποτε δε θα το ‘χαν ν’ αρματώσουν και να ‘ρθούνε
και να τους ξολοθρέψουν αυτούς και το βιο τους.
Eίχαν ευθύνες, τρομερές ευθύνες·
από τη γνώμη τους κρέμουνταν το ρηγάτο.
Η υποχρέωση των ευγενών ήταν να κρίνουν τη βασίλισσα, η οποία όμως δεν ήταν μια απ’ αυτούς, αλλά καταγόταν από τη γενιά των Καταλανών. Επομένως, οι ευγενείς γνώριζαν πολύ καλά πως αν αποφάσιζαν εις βάρος της και ο Πέτρος έκανε το σφάλμα να την εκδικηθεί, τότε οι Καταλανοί δε θα δίσταζαν καθόλου να εκστρατεύσουν εναντίον της Κύπρου και να τους εξολοθρεύσουν όλους.
Το γεγονός, λοιπόν, ότι η Ελεονόρα ανήκε σε βασιλική οικογένεια της Ισπανίας, καθιστούσε την απόφαση των ευγενών της Κύπρου, ζήτημα πολιτικής και όχι ηθικής. Ασχέτως, αν η κατηγορία ήταν αληθής, η πραγματικότητα παρέμενε πως δεν μπορούσαν να τιμωρήσουν τη βασίλισσα, χωρίς να προκαλέσουν την οργή των Καταλανών.
Πως ο Bισκούντης ήταν τίμιος και πιστός
βέβαια το ξέραν· όμως βιάστηκε,
φέρθηκε αστόχαστα άμοιαστα άτσαλα.
Ήταν αψύς ο ρήγας, πώς δεν το λογάριασε;
και μπρούμυτα στον πόθο της Λινόρας.
Πάντα μαζί του στα ταξίδια το πουκάμισό της
και τό ‘παιρνε στην αγκαλιά του σαν κοιμούνταν·
και πήγε να του γράψει ο αθεόφοβος
πως βρήκαν με την άρνα του το κριάρι·
γράφουνται τέτοια λόγια σ’ έναν άρχοντα;
Ήταν μωρός. Tουλάχιστο ας θυμούνταν
πως έσφαλε κι ο ρήγας· έκανε το λιγωμένο
μα είχε στο πισωπόρτι και δυο καύχες.
Με τις δεδομένες πολιτικές προεκτάσεις που θα μπορούσε να λάβει η απόφασή τους, οι ευγενείς κατανοούσαν εξαρχής πως δεν είχαν άλλη επιλογή, απ’ το να αθωώσουν την Ελεονόρα. Βέβαια, γνώριζαν πολύ καλά πως ο Βισκούντης ήταν ένας τίμιος και πιστός στο βασίλειο άνθρωπος, αλλά η πράξη του αυτή, η επιστολή δηλαδή που έστειλε στον Πέτρο, υπήρξε ένα σημαντικό ατόπημα. Εφόσον, δηλαδή, γνώριζε πόσο οξύθυμος ήταν ο Πέτρος και πόσο πολύ ήταν ερωτευμένος με την Ελεονόρα, δεν έπρεπε να του αποκαλύψει ένα τέτοιο γεγονός, πως δηλαδή η γυναίκα του τον απάτησε (πως βρήκαν την προβατίνα του με το κριάρι).
Είναι σαφής εδώ η προσπάθεια των συμβούλων του βασιλιά να αποποιηθούν τις ενοχές τους για την πρόθεσή τους να στραφούν ενάντια σ’ έναν τίμιο άνθρωπο, αποδίδοντάς του ανοησία και πλήρη έλλειψη διορατικότητας.
Έτσι, οι ευγενείς αφενός εστιάζουν στην ανοησία του Βισκούντη κι αφετέρου στην υποκρισία του ίδιου του βασιλιά, ο οποίος παρά το γεγονός ότι εμφανιζόταν πληγωμένος για την προδοσία της γυναίκας του, έμπαζε στο δωμάτιό του τις δυο ερωμένες του.
Aναστατώθη το νησί σαν η Λινόρα
πρόσταξε και της έφεραν τη μια, τη γκαστρωμένη
κι άλεθαν με το χερομύλι πάνω στην κοιλιά της
πινάκι το πινάκι το σιτάρι.
Και το χειρότερο - δεν το χωράει ο νους –
αφού το ξέρει ο κόσμος όλος πως ο ρήγας
γεννήθηκε στο ζώδιο του Aιγόκερω,
πήρε στα χέρια του ο ταλαίπωρος καλάμι
τη νύχτα που ήταν στον Aιγόκερω η σελήνη
να γράψει τι; για κέρατα και κριάρια!
O φρόνιμος τη μοίρα δεν τηνε ξαγριεύει.
Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
πού είναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος
είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.
Κάλλιο ένας να πεθάνει από το ριζικό του
παρά σε κίντυνο να μπούμε εμείς και το ρηγάτο.
Καθώς οι διαβουλεύσεις των ευγενών συνεχίζονται, επισημαίνουν την αναστάτωση που είχε προκληθεί στο νησί, όταν η Ελεονόρα διέταξε και της έφεραν τη μια ερωμένη του άντρα της, που ήταν έγκυος, κι έβαλε να τη βασανίζουν, αλέθοντας πάνω στην κοιλιά της με το χειρόμυλο.
Το γεγονός αυτό βαρύνει ιδιαίτερα στη συζήτηση των ευγενών, καθώς αποκαλύπτει το σκληρό κι εκδικητικό χαρακτήρα της Ισπανίδας βασίλισσας. Η σκληρότητα αυτή, αποτελεί μια καθαρή ένδειξη για το τι θα ακολουθούσε στο νησί, αν οι ευγενείς τολμούσαν να προκαλέσουν την οργή της οικογένειάς της.
Εκείνο, πάντως, που οι ευγενείς εκλαμβάνουν ως το χειρότερο είναι το γεγονός ότι ο Βισκούντης, ενώ γνώριζε -όπως όλοι οι Κύπριοι άλλωστε- ότι ο βασιλιάς έχει γεννηθεί στον αστερισμό του Αιγόκερω, έκατσε και του έγραψε την επιστολή, για το «κριάρι» (τον εραστή της βασίλισσας) και για τα κέρατα, τη νύχτα ακριβώς που η σελήνη ήταν στον Αιγόκερω,. Η έμφαση που δίνουν οι ευγενείς στο ζώδιο του βασιλιά -αναφερόμενοι ίσως στην σκληρότητα και τον εγωισμό που χαρακτηρίζει τα άτομα αυτού του ζωδίου-, αποδίδει με ιδιαίτερη πιστότητα το κλίμα της εποχής, όπου οι άνθρωποι έκριναν πράγματα και ανθρώπους βασιζόμενοι σε τέτοιου είδους στοιχεία. Ο όλος συλλογισμός ούτως ή άλλως αποδίδει το πνεύμα της συζήτησης που έγινε εκείνη τη μέρα από τους ευγενείς και οι οποίοι προκειμένου να μην φέρουν νέα προβλήματα στο νησί τους, ήταν έτοιμοι να αδιαφορήσουν για το δίκαιο και να αιτηθούν την τιμωρία ενός τίμιου ανθρώπου. Έτσι, για να εκλογικεύσουν την απόφασή τους, προβάλλουν κάθε πτυχή της λανθασμένης επιλογής του Βισκούντη να ενημερώσει τον οξύθυμο και ζηλιάρη βασιλιά, για το παράπτωμα της συζύγου του.
Ο φρόνιμος, καταλήγουν οι ευγενείς, δεν πρέπει να εξαγριώνει τη μοίρα, όπως το έκανε ο Βισκούντης με την απερίσκεπτη επιστολή του. Συνεπώς εκείνοι δεν πρόκειται να κάνουν ένα παρόμοιο σφάλμα με το να προκαλέσουν την οργή των Ισπανών. Άλλωστε, όπως αντιλαμβάνονται την κατάσταση, η δική τους υποχρέωση δεν είναι να κρίνουν ποιο είναι το σωστό και το δίκαιο, αλλά ποια επιλογή τους θα οδηγήσει στο μικρότερο κακό για το βασίλειο της Κύπρου.
Έτσι, οι ευγενείς για να αποφύγουν οποιαδήποτε πιθανή σύγκρουση με τη βασίλισσα, κρίνουν πως είναι προτιμότερο να έρθει ένας άνθρωπος αντιμέτωπος με τη μοίρα του, δηλαδή ο Βισκούντης, που με την απρονοησία του προκάλεσε τέτοια αναστάτωση στο βασίλειο, παρά να κινδυνέψει η υπόσταση όλου του βασιλείου και φυσικά οι ίδιοι οι ευγενείς.
Έτσι συβουλευόντουσαν όλη τη μέρα
και κατά το βασίλεμα πήγαν στο ρήγα
προσκύνησαν και τού είπαν πως ο Tζουάν Bισκούντης
είναι ένας διαστρεμμένος ψεματάρης.
Η απόφαση των ευγενών δεν περιέχει εκπλήξεις∙ μπροστά στο ενδεχόμενο επικίνδυνων πολιτικών επιπλοκών, καμία έννοια δικαίου ή τιμιότητας δεν μπορεί να γίνει σεβαστή. Σημασία δεν έχει ποιος είναι ειλικρινής και τίμιος, αλλά ποιος έχει τη δύναμη να επηρεάσει τις καταστάσεις. Επομένως, ανάμεσα στην πανίσχυρη βασίλισσα και τον πιστό, αλλά ελάχιστα ισχυρό Ιωάννη Βισκούντη, η επιλογή υπήρξε εύκολη και εύλογη.
Κι ο Tζουάν Bισκούντης πέθανε απ’ την πείνα σε μια γούφα.
Μα στην ψυχή τού ρήγα ο σπόρος της ντροπής του
άπλωνε τα πλοκάμια του και τον εκίνα
το ‘παθε να το πράξει και στους άλλους.
Kερά δεν έμεινε που να μη βουληθεί να την πορνέψει·
τις ντρόπιασε όλες. Φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν
και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.
Η επιλογή των ευγενών να αγνοήσουν την αλήθεια και να στηρίξουν τη βασίλισσά τους, θα οδηγήσει τον Βισκούντη σ’ έναν φοβερό θάνατο, αλλά δε θα ηρεμήσει τον Πέτρο. Ο βασιλιάς, γνωρίζοντας την ειλικρίνεια του Βισκούντη, δε θα καθησυχαστεί με τη διαβεβαίωση των ευγενών πως εκείνος του είπε ψέματα, αντιθέτως θα αισθανθεί την ντροπή του να κορυφώνεται και θα θελήσει να κάνει κι άλλους να νιώσουν τον ίδιο πόνο και την ίδια ντροπή, ατιμάζοντας τις γυναίκες τους.
Η μικρόψυχη κι εκδικητική δράση του Πέτρου θα προκαλέσει έντονη έχθρα εναντίον του, καθώς πάρα πολλές γυναίκες θα υποκύψουν στις ορέξεις του.
Η αδυναμία του Πέτρου να αντιληφθεί τις επιπτώσεις που θα είχε μια πιθανή τιμωρία της γυναίκας του, η αδυναμία του να δει πέρα από τον πληγωμένο του εγωισμό και φυσικά η διάθεσή του να ατιμάσει όσες περισσότερες γυναίκες μπορούσε, θα τον φέρουν αντιμέτωπο με την οργή των ευγενών και των υπόλοιπων πολιτών του βασιλείου του.
Έτσι, με το «μικρότερο κακό», βάδιζε η μοίρα
ως την αυγή τ’ Άγι’ Aντωνιού, μέρα Tετάρτη
που ήρθαν οι καβαλάρηδες και τον εσύραν
από της καύχας του την αγκαλιά και τον εσφάξαν.
«Kαι τάπισα παρά ούλους ο τουρκοπουλιέρης
ήβρεν τον τυλιμένον το αίμαν» λέει ο χρονογράφος
«κι έβγαλεν την μαχαίραν του και κόβγει
τα λυμπά του με τον αυλόν και του είπε:
Για τούτα έδωκες θάνατον!».
Αυτό το τέλος
όρισε για το ρήγα Πιέρ ο δαίμων της πορνείας.
Ο ατιμωτικός αυτός θάνατος του βασιλιά Πέτρου -που με πλήρη γλαφυρότητα αποδίδεται στο χρονικό του Μαχαιρά- αποτέλεσε ένα εξαιρετικά αταίριαστο τέλος για έναν άνδρα εξαιρετικής γενναιότητας και ικανότητας, όπως ήταν ο Πέτρος Α΄. Εντούτοις, όπως σχολιάζει η αφηγηματική φωνή του ποιήματος, απηχώντας τη διαπίστωση του Μαχαιρά, όλα αυτά συνέβησαν εξαιτίας της αδυναμίας του Πέτρου να αντισταθεί στο δαίμονα της πορνείας. Ενώ ο Πέτρος υπήρξε πάντοτε παράφορα ερωτευμένος με τη γυναίκα του και θα μπορούσε να της έχει μείνει πιστός, αποφεύγοντας τις δραματικές αυτές εξελίξεις, του ήταν αδύνατο τελικά να αντισταθεί στο γυναικείο πειρασμό.