Ιστορία Προσανατολισμού: Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα [Διαγώνισμα]
ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ
Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων:
α. «Σύμφωνο περί αμοιβαίας μεταναστεύσεως μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας»
Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας το γράμμα που αντιστοιχεί στην κάθε πληροφορία και δίπλα του τη λέξη Σωστό, αν η πληροφορία είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν η πληροφορία είναι λανθασμένη:
α. Μετά την καταστροφή της Κάσου από τον αιγυπτιακό στόλο το 1823, οι Κάσιοι αλλά και οι Κρήτες που είχαν καταφύγει εκεί κατευθύνθηκαν σε άλλα νησιά του Αιγαίου.
Ποια υπήρξε η τρίτη φάση της αντιδικίας αυτοχθόνων-ετεροχθόνων και ποιες αντιδράσεις προκάλεσε;
Μονάδες 13
Ποιες ομαδικές μεταναστεύσεις συνιστούν την αφετηρία του προσφυγικού ζητήματος; Πώς προκλήθηκαν και γιατί δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες γι’ αυτές;
Μονάδες 12
ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται, να αναφέρετε τα αιτήματα των προσφύγων προς τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826-1827) και τη στάση αυτής απέναντι στα συγκεκριμένα αιτήματα.
Το ζήτημα των προσφύγων απασχόλησε τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826-1827), καθώς διάφορες ομάδες προσφύγων υπέβαλαν αιτήματα αποκατάστασής τους σε συγκεκριμένο τόπο. Οι Ελεύθεροι Σμυρναίοι ζήτησαν να τους παραχωρηθεί χώρος στην περιοχή του Ισθμού προκειμένου να ανεγείρουν τη Νέα Σμύρνη, επικαλούμενοι τη συνεισφορά της Σμύρνης «εἰς τὴν διατήρησιν καὶ τήν μετάθεσιν τῶν φώτων εἰς τήν λοιπήν Ἑλλάδα», το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξή της υπήρξε πόλος έλξης για τους Έλληνες άλλων περιοχών για να βρουν, είτε «ἄσυλον κατὰ τοῦ διωγμοῦ», είτε χώρο βελτίωσης των βιοτικών αναγκών τους. Το αίτημά τους έγινε αποδεκτό, αν και τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Οι Σουλιώτες ζήτησαν χώρο εγκατάστασης στην Αργολίδα, χωρίς όμως να το επιτύχουν, και οι Ψαριανοί στην Εύβοια -χωρίς να λάβουν απάντηση. Ανάλογα αιτήματα υπέβαλαν οι Κυδωνιείς, οι Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες. Οι Χίοι και οι Κρήτες πρόσφυγες δεν ζήτησαν αποκατάσταση, εμμένοντας στην απελευθέρωση της πατρίδας τους. [. . . ] Οι κάτοικοι της νεοσύστατης Ερμούπολης προσπάθησαν στην Εθνοσυνέλευση να εδραιώσουν την εγκατάστασή τους στο νησί. Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση ψήφισε στις 5 Μαΐου 1827 το Ψήφισμα ΚΒ', σύμφωνα με το οποίο όσοι ορθόδοξοι έρχονταν στην Ελλάδα είχαν δικαίωμα να ανεγείρουν συνοικισμούς σε μέρος που η Βουλή θα προσδιόριζε, χωρίς όμως να παραβλέπονται «τῶν ἐντοπίων τὰ δίκαια». Η εξειδίκευση όμως των γενικών αυτών διατάξεων με ειδικό νόμο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Απόσπασμα από τις αναφορές των Σουλιωτών προς τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826)
«Ημείς δεν ζητούμεν ικανοποίησιν των θυσιών μας, επειδή όλα ταύτα νομίζομεν ως χρέη απαραίτητα προς την Πατρίδα, αλλ’ ούτε το Έθνος έχει εκείνα τα μέσα την σήμερον, προς ικανοποίησιν των υπέρ Πατρίδος αγωνιζομένων [. . .] ζητούμεν γη, της οποίας το έδαφος καταβρέχομεν με το αίμα μας πάντοτε διαφεντεύοντάς το».
Αφού µελετήσετε το ακόλουθο κείμενο να αναφερθείτε στους τρόπους µε τους οποίους το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης σε συνεργασία µε την ελληνική κυβέρνηση βοήθησε στον επαναπατρισµό και επανεγκατάσταση των προσφύγων.
Αν σκεφθεί κανείς το µεγάλο αριθµό των εκτοπισµένων, καταλαβαίνει πόσο δύσκολο έργο ήταν η αποκατάσταση όσων κατάφεραν να επιζήσουν. Σύµφωνα µε την έκθεση πεπραγµένων της Επιτροπής, που κατά την οµολογία της στηρίζεται σε ελλιπή στατιστικά δεδοµένα, στα 1918-1919 επαναπατρίσθηκαν 79.034 Έλληνες. Το µικρό αυτό ποσοστό είναι ενδεικτικό για τον αποδεκατισµό των Ελλήνων στους άξενους χώρους της εκτοπίσεως, ταυτόχρονα όµως υποδηλώνει την απροθυµία της τουρκικής ηγεσίας να βοηθήσει στην ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής. Παρά τις εικονικές εκδηλώσεις συµπαραστάσεως, η τουρκική κυβέρνηση φορολογούσε εξαντλητικά τους άπορους επαναπατρισµένους και τους άφηνε έκθετους στην οργανωµένη ληστεία της υπαίθρου· και οι Έλληνες πάλι δεν µπορούσαν να υπολογίζουν στη βοήθεια του συµµαχικού στρατού, διασκορπισµένου στην απέραντη αυτοκρατορία, για την αντιµετώπιση κάθε κρούσµατος καταπιέσεως.
α. Το Νοέμβριο του 1919 υπογράφηκε η συνθήκη του Νεϊγύ, που προέβλεπε την παραχώρηση της Δυτικής Θράκης από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα. Στη συνθήκη ήταν συνημμένο το «Σύμφωνο περί αμοιβαίας μεταναστεύσεως μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας». Με βάση αυτό, αναχώρησαν από την Ελλάδα περίπου 50.000 Βούλγαροι και από τη Βουλγαρία περίπου 30.000 Έλληνες (περίπου 20.000 ακόμη Έλληνες είχαν μεταναστεύσει πριν από την υπογραφή της συνθήκης).
α. Λάθος
Στην τρίτη φάση της αντιδικίας αυτοχθόνων - ετεροχθόνων το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στο θέμα των όρων εκλογής των βουλευτών. Το πρόβλημα εστιαζόταν στο αν θα έπρεπε να συνεχιστεί η ιδιαίτερη εκπροσώπηση των εγκατεστημένων στην Ελλάδα ομογενών ως ξεχωριστών ομάδων (άποψη των ετεροχθονιστών), ή θα έπρεπε να ενσωματωθούν αυτοί εκλογικά στις επαρχίες που ζούσαν, τερματίζοντας ένα διαχωρισμό του παρελθόντος που δεν είχε νόημα (άποψη των αυτοχθονιστών). Η ρύθμιση που επικράτησε ήταν συμβιβαστική, επιτρέποντας στους πρόσφυγες/ετερόχθονες το δικαίωμα ιδιαίτερης αντιπροσώπευσης στη Βουλή, εφόσον είχαν στο μεταξύ ιδρύσει χωριστό συνοικισμό με επαρκή πληθυσμό.
Την περίοδο των συζητήσεων στην Εθνοσυνέλευση, και από τις δύο πλευρές εκδηλώθηκαν έντονες λαϊκές αντιδράσεις, μερικές από τις οποίες κατέληξαν σε έκτροπα. Τελικά, οι ομογενείς ετερόχθονες στο σύνολο τους, μετά την ψήφιση των μέτρων που τους απέκλειαν για μια περίοδο από το δημόσιο και περιόριζαν τη χωριστή αντιπροσώπευσή τους, υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν αυτές τις ρυθμίσεις.
Το θέμα των δικαιωμάτων των ετεροχθόνων στην Εθνοσυνέλευση έδειξε τη βαθύτερη διάσταση που υπήρχε στην κοινωνία της εποχής. Το πρόβλημα απασχόλησε έντονα την κοινή γνώμη, ενώ προσέλκυσε το ενδιαφέρον και του ξένου παράγοντα. Ιδιαίτερα το ζήτημα για τη χωριστή κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση των ετεροχθόνων προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το βέβαιο είναι ότι με τη διαμάχη αυτή αναδείχθηκαν τα προβλήματα συμβίωσης του ντόπιου ελληνικού και του νεοφερμένου ομογενούς στοιχείου στο μικρό νεοσύστατο κράτος.
Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 σημειώθηκαν μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών από διάφορα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς την επαναστατημένη Ελλάδα. Οι ομαδικές αυτές μεταναστεύσεις μπορεί να θεωρηθούν αφετηρία του προσφυγικού ζητήματος. Η Μικρά Ασία, ο ελλαδικός ηπειρωτικός χώρος και τα νησιά του Αιγαίου αποτέλεσαν τους χώρους προέλευσης των μεταναστευτικών ρευμάτων. Τη μικρασιατική μετανάστευση προκάλεσε το κλίμα ανασφάλειας και φόβου που επικράτησε εκεί μετά τις τρομοκρατικές ενέργειες των Τούρκων, που είχαν σκοπό να προλάβουν εξεγέρσεις των Ελλήνων κατοίκων, όσο καιρό διαρκούσε η Επανάσταση στην κυρίως Ελλάδα. Δεν εντάσσονταν όμως οι ενέργειες αυτές σ’ ένα γενικότερο σχέδιο εκρίζωσης του ελληνικού στοιχείου, όπως συνέβη κατά την περίοδο 1914-1922. Το προσφυγικό ρεύμα από την ηπειρωτική χώρα και το Αιγαίο ήταν συνέπεια της αποτυχίας του απελευθερωτικού κινήματος στις περιοχές αυτές.
Για τις προσφυγικές αυτές μετακινήσεις οι ιστορικές πηγές είναι πολύ περιορισμένες, γιατί οι ιστοριογράφοι και οι περιηγητές της εποχής ασχολήθηκαν κυρίως με τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα του Αγώνα.
Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1826-1827) διάφορες ομάδες προσφύγων που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα επιχείρησαν να θέσουν το αίτημα της αποκατάστασής τους και ειδικά της μόνιμης εγκατάστασής τους. Γι’ αυτό επιδίωξαν την εκπροσώπησή τους στη Συνέλευση. Από τους Μικρασιάτες, μόνο οι Σμυρναίοι ενεργοποιήθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ζητούσαν από τη Συνέλευση: α) να εκπροσωπούνται σ’ αυτήν και β) να προσδιοριστεί τόπος για τη δημιουργία συνοικισμού των διασκορπισμένων ελεύθερων Σμυρναίων. Μόνο το αίτημα του τόπου έγινε καταρχήν δεκτό. Αποφασίστηκε να δοθεί χώρος στην περιοχή του Ισθμού για να δημιουργηθεί πόλη με την επωνυμία «Νέα Σμύρνη». Η Συνέλευση παρέπεμψε το θέμα στη Βουλή, η οποία όμως δεν το προώθησε. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τον Νίκο Ανδριώτη (Κείμενο Α), ο οποίος επιπροσθέτως επισημαίνει πως οι Σμυρναίοι προκειμένου να ενισχύσουν το αίτημά τους για την ανέγερση της Νέας Σμύρνης επικαλούνταν τη γενικότερη προσφορά της πόλης τους στον ελληνισμό. Ειδικότερα, αναφέρονταν στο γεγονός πως βοήθησαν στο να διατηρηθεί, αλλά και στο να διαδοθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα η πνευματική καλλιέργεια, καθώς και στο γεγονός πως χάρη στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης τους προσέλκυσαν πολλούς Έλληνες οι οποίοι είτε αναζητούσαν άσυλο λόγω του διωγμού από τους Τούρκους, είτε αναζητούσαν την ευκαιρία να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο.
Από τους Ηπειρώτες πρόσφυγες, πρώτοι οι Σουλιώτες πέτυχαν να εκπροσωπηθούν στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, όπου έθεσαν ως βασικό θέμα την παραχώρηση τόπου για μόνιμη εγκατάσταση. Σύμφωνα, μάλιστα, με την αναφορά των ίδιων των Σουλιωτών στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση (Κείμενο Β), δεν είχαν την αξίωση να λάβουν κάποιου είδους χρηματική αποζημίωση για τις θυσίες που έκαναν για χάρη της πατρίδας, αφενός διότι θεωρούσαν πως ό,τι έκαναν αποτελούσε το χρέος τους προς εκείνη κι αφετέρου διότι γνώριζαν πως η χώρα δεν διέθετε εκείνη την εποχή την οικονομική δυνατότητα για να ικανοποιήσει ένα τέτοιο αίτημα. Ό,τι ζητούσαν, λοιπόν, ήταν γη, για να εγκατασταθούν, την οποία ήταν διατεθειμένοι να υπερασπιστούν με το αίμα τους. Πιο συγκεκριμένα, όπως διευκρινίζεται από τον Νίκο Ανδριώτη (Κείμενο Α), ζήτησαν χώρο εγκατάστασης στην Αργολίδα, αλλά το αίτημά τους δεν ικανοποιήθηκε.
Στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση οι Ψαριανοί ζήτησαν με καθυστέρηση να καθοριστεί τόπος προσφυγικού συνοικισμού τους. Έχοντας εξασφαλίσει στην πράξη χώρο εγκατάστασης στην Αίγινα δεν πιέζονταν, όπως άλλοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Νίκος Ανδριώτης (Κείμενο Α), το αίτημα των Ψαριανών αφορούσε στην εγκατάστασή τους στην Εύβοια, αλλά δεν έλαβαν καμία απάντηση. Παρόμοια αιτήματα, πάντως, τέθηκαν κι από τους Κυδωνιείς, τους Ηπειρώτες και τους Μακεδόνες. Ενώ και οι κάτοικοι της πρόσφατα δημιουργημένης Ερμούπολης, επιδίωξαν να διασφαλίσουν την εκεί εγκατάστασή τους μέσω της Εθνοσυνέλευσης. Στον αντίποδα αυτών βρίσκονταν οι Κρητικοί και οι Χιώτες πρόσφυγες, οι οποίοι δεν διεκδίκησαν την αποκατάστασή τους, διότι ήταν αποφασισμένοι να επιμείνουν στην απελευθέρωση του δικού τους τόπου. Η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα τους και οι κακουχίες στην προσφυγιά τόνωσαν την επιθυμία ιδίως των Χίων να επιστρέψουν στο νησί τους, έστω κι αν αυτό βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Από τον Οκτώβριο του 1822, αρκετοί άρχισαν να επιστρέφουν. Όσοι παρέμειναν, αντίθετα με άλλους πρόσφυγες, εργάστηκαν σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, όχι για αποκατάσταση στους τόπους που είχαν προσφύγει, αλλά για ανακατάληψη του νησιού τους. Η αποτυχημένη επιχείρηση του Φαβιέρου (1827-1828), που προετοιμάστηκε από Χίους πρόσφυγες για το σκοπό αυτό, έθεσε άδοξο τέλος σε αυτές τις προσπάθειες και γέννησε νέο κύμα Χίων προσφύγων προς τη Σάμο και τις Κυκλάδες.
Γενικά, πάντως, το προσφυγικό ζήτημα στη διάρκεια της Επανάστασης δεν αντιμετωπίστηκε μεθοδικά εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας των Ελλήνων. Όπου έγιναν προσπάθειες για την περίθαλψη και την ενσωμάτωση των προσφύγων, αυτές στηρίχθηκαν στον αυθορμητισμό και τη συμπαράσταση των κατά τόπους ελληνικών κοινοτήτων ή σε εντελώς προσωρινά μέτρα των κυβερνήσεων. Αιτήματα προσφύγων τέθηκαν, αλλά όχι προσφυγικό ζήτημα συνολικά. Μόνο στην Γ΄ Εθνική Συνέλευση το προσφυγικό προβλήθηκε εντονότερα από τις διάφορες προσφυγικές ομάδες, που ζήτησαν την εκπροσώπησή τους στη Συνέλευση, για να προωθήσουν το αίτημα παροχής χώρου για μόνιμη εγκατάσταση στην ελεύθερη Ελλάδα. Το ψήφισμα της 5ης Μαΐου 1827, με το οποίο καλούνταν όλοι οι ορθόδοξοι «όσων αι πόλεις κατεστράφησαν, να προσέλθουν εις την Βουλήν να ζητήσουν τόπον και να εγείρουν νέας πόλεις», έδειχνε την τάση να επικρατήσει μία ευρύτερη αντίληψη για το προσφυγικό. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον Νίκο Ανδριώτη (Κείμενο Α), ο οποίος διευκρινίζει πως αν και υπήρξε η πρόθεση μέσω αυτού του ψηφίσματος να επιδιωχθεί η αποκατάσταση όλων των ορθοδόξων που κατέφταναν στην Ελλάδα, χωρίς, μάλιστα, να παραγνωρίζονται τα δικαιώματα των ντόπιων, τελικά η συγκεκριμενοποίηση των γενικών αυτών διατάξεων με ειδικότερο νόμο δεν έγινε ποτέ. Έτσι, οι επαναστατικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν στην υλοποίηση των αποφάσεών τους και δεν οργάνωσαν συνοικισμούς προσφύγων. Οι δυσμενέστατες συνθήκες κατά την Επανάσταση αλλά και οι κατά τόπους αντιδράσεις εμπόδισαν την εφαρμογή μέτρων για την επίλυση του προβλήματος.
Η επιστροφή των προσφύγων στη Μικρά Ασία ξεκίνησε τους τελευταίους μήνες του 1918 μετά τον τερματισμό του πολέμου για την Τουρκία. Τον Οκτώβριο του 1918 συστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη Πατριαρχική Επιτροπή, με σκοπό την οργάνωση του επαναπατρισμού των εκτοπισμένων, με τη βοήθεια του Πατριαρχείου και της ελληνικής κυβέρνησης. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από το παράθεμα, όπου συμπληρωματικά αναφέρεται πως μετά την ανακωχή του Μούδρου, που τερμάτισε τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο για την Τουρκία, ιδρύθηκε η «Πατριαρχική Κεντρική Επιτροπή υπέρ των µετατοπισθέντων ελληνικών πληθυσµών», όπως αποδίδεται ο πλήρης τίτλος της, η οποία είχε πρόεδρο τον μητροπολίτη Αίνου Ιωακείμ και μέλη της επιφανείς Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Όπως επισημαίνεται στο παράθεμα η ίδρυση της Επιτροπής υπήρξε αναγκαία, καθώς αμέσως μετά την ανακωχή άρχισε κατά τρόπο αυθόρμητο και ανοργάνωτο ο επαναπατρισμός χιλιάδων προσφύγων. Η Επιτροπή, ωστόσο, γνωρίζοντας πως τα σπίτια των προσφύγων είτε είχαν καταστραφεί είτε είχαν καταληφθεί από Τούρκους, θέλησε να περιορίσει την άτακτη αυτή διαδικασία επιστροφής, ζητώντας τη συνδρομή τόσο του Πατριαρχείου όσο και των τουρκικών αρχών. Ήταν, όμως, τέτοιας έντασης η επιθυμία επιστροφής των Ελλήνων, ώστε η Επιτροπή αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στο βασικό αίτημα των προσφύγων και καθόρισε ως κύριο έργο της τη μέριμνα για τον επαναπατρισμό τους. Η παλιννόστηση έγινε τμηματικά, με τη μέριμνα του Υπουργείου Περιθάλψεως, και επιτράπηκε αρχικά να επιστρέψουν οι ευπορότεροι και οι πρόσφυγες οι προερχόμενοι από ορισμένες μόνο περιοχές της Δυτικής Μικράς Ασίας. Σύμφωνα, μάλιστα, με το παράθεμα, προκειμένου να διευκολυνθεί η παλιννόστηση των προσφύγων δημιουργήθηκαν περισσότερες από εβδομήντα υποεπιτροπές στις σημαντικότερες πόλεις της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, οι οποίες πρόσφεραν στους πρόσφυγες μεταφορικά μέσα, πρόχειρη στέγαση, δάνεια, καθώς και ιατρική περίθαλψη. Οι περισσότεροι επέστρεψαν στις εστίες τους μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, το Μάιο του 1919. Σύμφωνα, ωστόσο, με τις πληροφορίες του παραθέματος, ο αριθμός των προσφύγων που επέστρεψαν κατά την περίοδο 1918-1919, με βάση την έκθεση πεπραγμένων της Επιτροπής -η οποία, βέβαια, όπως αναγνωρίζεται από την ίδια την Επιτροπή στηρίζεται σε ελλιπή στατιστικά στοιχεία- ήταν ιδιαίτερα μικρός, καθώς πρόκειται για 79.034 Έλληνες. Το στοιχείο αυτό, όπως επισημαίνεται στο παράθεμα, φανερώνει πως πολλοί Έλληνες έχασαν τη ζωή τους στους αφιλόξενους τόπους, όπου εκτοπίστηκαν, ενώ, συνάμα, υποδηλώνει πως οι τουρκικές αρχές ήταν απρόθυμες να συνδράμουν στην ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής. Η τουρκική κυβέρνηση, άλλωστε, αν και φαινομενικά υποστήριζε τη διαδικασία επιστροφής, στην πραγματικότητα λειτουργούσε υπονομευτικά, εφόσον φορολογούσε υπερβολικά τους Έλληνες πρόσφυγες που επέστρεφαν στις εστίες τους και τους άφηνε απροστάτευτους στην οργανωμένη ληστεία της υπαίθρου. Μέχρι το τέλος του 1920, πάντως, η πλειονότητα των προσφύγων είχε επιστρέψει στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Οι συνθήκες που βρήκαν στην πατρίδα τους ήταν άσχημες, καθώς πολλά σπίτια, εκκλησίες και σχολεία είχαν μερικώς ή εντελώς καταστραφεί. Επίσης, σε κάποιες περιοχές, σε σπίτια Ελλήνων είχαν εγκατασταθεί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τις βαλκανικές χώρες. Με βάση τις πληροφορίες του παραθέματος, στο ζήτημα των περιουσιών των προσφύγων εντοπίζεται και η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισε η επιτροπή. Αρκετοί, πάντως, Έλληνες της Θράκης, των ασιατικών παραλίων της Προποντίδας και του Πόντου πήραν πίσω την ακίνητη περιουσία τους, όχι όμως και την κινητή. Στα πλαίσια της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης ιδρύθηκε η «Υπηρεσία Παλιννοστήσεως και Περιθάλψεως», η οποία βοηθούσε όσους επέστρεφαν να αποκατασταθούν στα σπίτια τους και τις ασχολίες τους. Οι ειρηνικές όμως μέρες δεν κράτησαν πολύ. Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1922, θα έπαιρναν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς.