Κάρολος Μποντλέρ (Charles Baudelaire)
O Κάρολος Μποντλέρ γεννήθηκε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1821. Σε ηλικία έξι χρονών έχασε τον πατέρα του και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε. Το γεγονός αυτό χάλασε την ήρεμη ζωή του. Η επιπόλαια συμπεριφορά του και το γεγονός ότι τον ενδιέφερε μόνο η λογοτεχνική εργασία ανησύχησαν την οικογένειά του, που τον έστειλε κοντά σε έμπιστό της καπετάνιο να κάνει τον γύρο του κόσμου, μήπως και συνετιστεί. Άφησε το ταξίδι για τις Ινδίες στη μέση, ωστόσο, επέστρεψε γεμάτος με εντυπώσεις, που θα εκδηλώσει αργότερα μέσα στο ποιητικό του έργο. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, το 1842, συνδέθηκε με τη Ζαν Ντυβάλ, γυναίκα που θα επηρεάσει το ποιητικό του έργο, αλλά και την ίδια του τη ζωή. Συνάντησε τους Balzac, Nerval, Theophille Gautier, Theodore de Bauville. Δεν κατάφερε να εκδώσει τα πρώτα του άρθρα και δημιούργησε τέτοια χρέη, που τον οδήγησαν σε καταδίκη το 1844 — κάτι που δεν συγχώρησε στη μητέρα του, παρά μόνο μετά το θάνατο του στρατηγού Jacques Aupick το 1857. Κατά τη διαμονή του στο Βέλγιο το 1864, μαζί με τις ατυχίες του, επιδεινώθηκε και η υγεία του. Πέθανε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1867.
Δημοσίευσε τα πρώτα του έργα, κριτικά μελετήματα, στο Salon de 1845. Η εύθραυστη υγεία του δεν στάθηκε εμπόδιο στη μεγάλη λογοτεχνική του δραστηριότητα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Τintamarre, Corsaire-Satan, Messager, Monde literaire, Artiste, στα οποία δημοσίευσε ποιήματα και ποικίλα δοκίμια. Από το 1851 άρχισε να μεταφράζει Edgar Allan Poe. Έργα του είναι τα Salon de 1845, Salon de 1846, Salon de 1859 που, μαζί με άλλα κριτικά μελετήματα και δοκίμια, συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση με τίτλο Η ρομαντική τέχνη (1868), η αυτοβιογραφική νουβέλα La Fanfarlo (1847), Οι Τεχνητοί Παράδεισοι, δοκίμια (1860), Αισθητικά Παράδοξα (1860), Μικρά πεζοτράγουδα ή Το μαράζι του Παρισιού (Le Spleen de Paris) (1864). Ποιήματα: Άνθη του Κακού (Fleurs du mal) (1857, οριστική έκδοση 1868). Για έξι από αυτά τα ποιήματα, οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της συλλογής (η απαγόρευσή της άρθηκε μόλις το 1949). Τα ίδια ποιήματα τα δημοσίευσε σε δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη και βελτιωμένη, χωρίς τα απαγορευμένα, με τίτλο Τα αδέσποτα (Les Epaves) (1866).
Η κριτική για το έργο του
Μποντλέρ, ποιητής και κριτικός
«Διωγμένος ποινικά για το άσεμνο και βλάσφημο περιεχόμενο της τέχνης του, ταυτισμένος για πολύ καιρό μετά τον θάνατό του με τη διαφθορά και τη διαστροφή, ο Μπωντλαίρ έγινε περισσότερο από κάθε άλλον λογοτέχνη της εποχής του ο ποιητής του σύγχρονου πολιτισμού, ο οποίος φαίνεται να μιλά κατ’ ευθείαν στον 20ό αιώνα. Απορρίπτοντας την προσποιητή ή επιτηδευμένη στάση των Ρομαντικών, αποκαλύφθηκε στη συχνά ενδοσκοπική του ποίηση ως ένας αναζητητής του Θεού δίχως θρησκευτικές πεποιθήσεις, εντρυφώντας σε κάθε εκδήλωση της ζωής —στο χρώμα ενός άνθους, στο συνοφρυωμένο πρόσωπο μιας πόρνης— προκειμένου να βρει το αληθινό νόημα των πραγμάτων. Τόσο ως ποιητής όσο και ως κριτικός, εγκαλεί στην κατάσταση του ανθρώπου τον σύγχρονο κόσμο. σύγχρονες είναι επίσης τόσο η άρνησή του να δεχθεί περιορισμό στην επιλογή του ποιητικού θέματος όσο και επιβεβαίωσή του για την ποιητική δύναμη των συμβόλων. […] Το Σαλόν του 1846 (Salon de 1846) που δημοσίευσε, αποτελεί ένα ορόσημο στην αισθητική της κριτικής: επειδή δεν τον ικανοποιούσε να δώσει μία απλή παρουσίαση της έκθεσης, εισηγήθηκε πρωτότυπες θεωρίες και έκανε τον πρώτο υπαινιγμό της έννοιας των ανταποκρίσεων (correspondences) μεταξύ φύσης και τέχνης, υποστηρίζοντας ότι η ζωγραφική, όπως η μουσική, έχει τη δική της αρμονία του φωτός και της σκιάς, και ότι το χρώμα είναι η μελωδία της φύσης. […]
Επειδή αντιμετώπιζε το έργο του ως οργανικό σύνολο, θεωρούσε κατά συνέπεια το κριτικό του έργο εξίσου σημαντικό με την ποίησή του. Για να εκτιμήσει κανείς σε όλη της την έκταση την ποίησή του, είναι αναγκαίο να καταλάβει τις απόψεις του για τη φύση της τέχνης. Κάθε ποίημά του είναι μια εμβάθυνση στη φύση του έργου τέχνης και στις αξίες που το διέπουν. Ο Μπωντλαίρ πίστευε ότι κάθε μεγάλος δημιουργός τής τέχνης πρέπει να γίνει στο τέλος και κριτικός. το κριτικό του έργο εξηγεί το ποιητικό του, και η ποίησή του αποτελεί προέκταση της αισθητικής του θεωρίας».
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Αθήνα 1996, τ. 44, σελ. 160-161, 164)
Η επίδραση του Μποντλέρ στην ευρωπαϊκή ποιητική παράδοση
«Ο Μπωντλαίρ, αν και δεν επινόησε την έννοια του συγγραφέα-φάρου στα Άνθη του κακού, έδωσε στην εικόνα του καλλιτέχνη την οριστική της μορφή, δάδα της ανθρωπότητας από εποχή σε εποχή, που μαρτυρεί την ικανότητα του ανθρώπου να υπερβεί τον εαυτό του και να ξεπερνά την αθλιότητά του, μεταμορφώνοντάς την σε έναν ευαίσθητο ευαγγελισμό […] Τέτοιος υπήρξε ο Μπωντλαίρ: το έργο του ενσωματώνει και ανανεώνει μια ολόκληρη ευρωπαϊκή παράδοση και πέρα απ’ αυτή, με τις μεταφράσεις του Πόου, οι οποίες αποτελούν και τους πρώτους τίτλους της δόξας του. Το έργο αυτό είναι η ίδια η τελειότητα ολοκληρωμένη, μια καινοτόμος αισθητική, βασισμένη σ’ έναν τιθασευμένο ρομαντισμό, μια ποίηση της φαντασίας και όχι της καρδιάς, με σκληρή δουλειά, όχι μόνο με την έμπνευση, την εισαγωγή της παραφωνίας στην καρδιά του ποιήματος, του συμβόλου στην καρδιά του οράματος, σ’ ένα έργο παράδοξο που συνδυάζει τη βλασφημία και τον σατανισμό με κάποια θρησκευτική πίστη, την ανάταση προς το ιδανικό και τη συνείδηση μιας μοιραίας πτώσης, αυτό που ονόμασε διπλή ικεσία προς το Θεό και το Σατανά. Χρειάζεται, όπως το έκανε ο Σαρτρ, να αναζητήσουμε στη ζωή του την καταγωγή επιλογής του κακού, ή ακόμα ακολουθώντας μια ολόκληρη κριτική παράδοση, την καταγωγή των ερωτικών του ποιημάτων;
Χωρίς να ισχυριστούμε ότι εξηγούμε, μπορούμε να σημαδέψουμε τις κρίσιμες στιγμές κατά τις οποίες η ζωή του μοιάζει να έχει “κάνει στροφή”, τις στιγμές που ο ίδιος μας έσωσε να διαβάζουμε στο έργο του, όπου φαινομενικά μισανοίγει την καρδιά του και το δωμάτιό του στον αναγνώστη —“Υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου, αδελφέ μου”».
(Gosselin M.,1992, «Μπωντλαίρ», Ευρωπαϊκά Γράμματα, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Σοκόλης , τ. Β΄, σελ. 526-527)
Μποντλέρ, ο πρώτος στη μεγάλη χορεία των «καταραμένων» ποιητών
«Ο Μπωντλαίρ ήρθε να αρνηθεί αυτήν ακριβώς την τέχνη της προγραμματισμένης ωραιοποιήσεως που καλλιεργούσαν οι σύγχρονοί του. Και μοιραία έγινε ο γενάρχης της νέας ποιήσεως. Ο εκφραστής της καταπονημένης και αντιφατικής, της διεφθαρμένης και εκλεπτυσμένης ψυχής του ανθρώπου των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Του ανθρώπου που ζει με την πλήξη, την αγωνία, που εξεγείρεται και ταυτόχρονα νιώθει ένα απέραντο ψυχικό κενό, κυριευμένος από τις τύψεις που τον τυραννούν και τον εξουθενώνουν. Ο Μπωντλαίρ είναι ο πρώτος τη τάξει στη μεγάλη χορεία των “καταραμένων” ποιητών, οι οποίοι επρόκειτο να ακολουθήσουν διαφορετικά πρότυπα για να αποδώσουν το αυθεντικό πρόσωπο του σύγχρονου ανθρώπου. […] “Ο Μπωντλαίρ” θα μας πει ένας από τους μαθητές του, ο Στέφανος Μαλαρμέ, “με τον περίφημο στίχο του έδωσε ένα πιο καθαρό και πιο αγνό νόημα στις λέξεις της ποίησης. Όχι μόνο ως γνήσιος και άδολος δημιουργός, αλλά και ως τεχνίτης παθιασμένος με τη φόρμα και τη στιχουργική”». [1967]
(Β. Βαρίκας, «Ένας πρόδρομος της νέας ποιήσεως», περ. Διαβάζω, αφιέρωμα, 2004, τεύχος 448, σελ. 90)
To spleen
«Τίποτε δεν ποσεγγίζει καλύτερα το αίσθημα της ματαιότητας όσο το μπωντλαιρικό spleen. To spleen, ένα πλήθος όρων καθαρά μπωντλαιρικών, όπως η αγωνία, η μελαγχολία, η κακοδαιμονία, η πλήξη… Ένα ψυχικό άλγος, μια υπαρξιακή ανησυχία, μια μεταφυσική αγωνία, ένα αίσθημα ασυμβατότητας προς τον εαυτό και προς τον κόσμο, παρόμοιο με έξοχα “αμφίβολα πάθη”, όπως τα είχε ονομάσει ο Σατομπριάν».
(Ανιές Βερλέ, μτφρ. Μαρίνα Νάσου, «Spleen, μια εκκοσμικευμένη ματαιότητα», περ. Διαβάζω, ό.π.)
Πηγή: Βιβλίο του Καθηγητή, Β΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ
O Κάρολος Μποντλέρ γεννήθηκε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1821. Σε ηλικία έξι χρονών έχασε τον πατέρα του και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε. Το γεγονός αυτό χάλασε την ήρεμη ζωή του. Η επιπόλαια συμπεριφορά του και το γεγονός ότι τον ενδιέφερε μόνο η λογοτεχνική εργασία ανησύχησαν την οικογένειά του, που τον έστειλε κοντά σε έμπιστό της καπετάνιο να κάνει τον γύρο του κόσμου, μήπως και συνετιστεί. Άφησε το ταξίδι για τις Ινδίες στη μέση, ωστόσο, επέστρεψε γεμάτος με εντυπώσεις, που θα εκδηλώσει αργότερα μέσα στο ποιητικό του έργο. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, το 1842, συνδέθηκε με τη Ζαν Ντυβάλ, γυναίκα που θα επηρεάσει το ποιητικό του έργο, αλλά και την ίδια του τη ζωή. Συνάντησε τους Balzac, Nerval, Theophille Gautier, Theodore de Bauville. Δεν κατάφερε να εκδώσει τα πρώτα του άρθρα και δημιούργησε τέτοια χρέη, που τον οδήγησαν σε καταδίκη το 1844 — κάτι που δεν συγχώρησε στη μητέρα του, παρά μόνο μετά το θάνατο του στρατηγού Jacques Aupick το 1857. Κατά τη διαμονή του στο Βέλγιο το 1864, μαζί με τις ατυχίες του, επιδεινώθηκε και η υγεία του. Πέθανε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1867.
Δημοσίευσε τα πρώτα του έργα, κριτικά μελετήματα, στο Salon de 1845. Η εύθραυστη υγεία του δεν στάθηκε εμπόδιο στη μεγάλη λογοτεχνική του δραστηριότητα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Τintamarre, Corsaire-Satan, Messager, Monde literaire, Artiste, στα οποία δημοσίευσε ποιήματα και ποικίλα δοκίμια. Από το 1851 άρχισε να μεταφράζει Edgar Allan Poe. Έργα του είναι τα Salon de 1845, Salon de 1846, Salon de 1859 που, μαζί με άλλα κριτικά μελετήματα και δοκίμια, συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση με τίτλο Η ρομαντική τέχνη (1868), η αυτοβιογραφική νουβέλα La Fanfarlo (1847), Οι Τεχνητοί Παράδεισοι, δοκίμια (1860), Αισθητικά Παράδοξα (1860), Μικρά πεζοτράγουδα ή Το μαράζι του Παρισιού (Le Spleen de Paris) (1864). Ποιήματα: Άνθη του Κακού (Fleurs du mal) (1857, οριστική έκδοση 1868). Για έξι από αυτά τα ποιήματα, οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της συλλογής (η απαγόρευσή της άρθηκε μόλις το 1949). Τα ίδια ποιήματα τα δημοσίευσε σε δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη και βελτιωμένη, χωρίς τα απαγορευμένα, με τίτλο Τα αδέσποτα (Les Epaves) (1866).
Η κριτική για το έργο του
Μποντλέρ, ποιητής και κριτικός
«Διωγμένος ποινικά για το άσεμνο και βλάσφημο περιεχόμενο της τέχνης του, ταυτισμένος για πολύ καιρό μετά τον θάνατό του με τη διαφθορά και τη διαστροφή, ο Μπωντλαίρ έγινε περισσότερο από κάθε άλλον λογοτέχνη της εποχής του ο ποιητής του σύγχρονου πολιτισμού, ο οποίος φαίνεται να μιλά κατ’ ευθείαν στον 20ό αιώνα. Απορρίπτοντας την προσποιητή ή επιτηδευμένη στάση των Ρομαντικών, αποκαλύφθηκε στη συχνά ενδοσκοπική του ποίηση ως ένας αναζητητής του Θεού δίχως θρησκευτικές πεποιθήσεις, εντρυφώντας σε κάθε εκδήλωση της ζωής —στο χρώμα ενός άνθους, στο συνοφρυωμένο πρόσωπο μιας πόρνης— προκειμένου να βρει το αληθινό νόημα των πραγμάτων. Τόσο ως ποιητής όσο και ως κριτικός, εγκαλεί στην κατάσταση του ανθρώπου τον σύγχρονο κόσμο. σύγχρονες είναι επίσης τόσο η άρνησή του να δεχθεί περιορισμό στην επιλογή του ποιητικού θέματος όσο και επιβεβαίωσή του για την ποιητική δύναμη των συμβόλων. […] Το Σαλόν του 1846 (Salon de 1846) που δημοσίευσε, αποτελεί ένα ορόσημο στην αισθητική της κριτικής: επειδή δεν τον ικανοποιούσε να δώσει μία απλή παρουσίαση της έκθεσης, εισηγήθηκε πρωτότυπες θεωρίες και έκανε τον πρώτο υπαινιγμό της έννοιας των ανταποκρίσεων (correspondences) μεταξύ φύσης και τέχνης, υποστηρίζοντας ότι η ζωγραφική, όπως η μουσική, έχει τη δική της αρμονία του φωτός και της σκιάς, και ότι το χρώμα είναι η μελωδία της φύσης. […]
Επειδή αντιμετώπιζε το έργο του ως οργανικό σύνολο, θεωρούσε κατά συνέπεια το κριτικό του έργο εξίσου σημαντικό με την ποίησή του. Για να εκτιμήσει κανείς σε όλη της την έκταση την ποίησή του, είναι αναγκαίο να καταλάβει τις απόψεις του για τη φύση της τέχνης. Κάθε ποίημά του είναι μια εμβάθυνση στη φύση του έργου τέχνης και στις αξίες που το διέπουν. Ο Μπωντλαίρ πίστευε ότι κάθε μεγάλος δημιουργός τής τέχνης πρέπει να γίνει στο τέλος και κριτικός. το κριτικό του έργο εξηγεί το ποιητικό του, και η ποίησή του αποτελεί προέκταση της αισθητικής του θεωρίας».
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Αθήνα 1996, τ. 44, σελ. 160-161, 164)
Η επίδραση του Μποντλέρ στην ευρωπαϊκή ποιητική παράδοση
«Ο Μπωντλαίρ, αν και δεν επινόησε την έννοια του συγγραφέα-φάρου στα Άνθη του κακού, έδωσε στην εικόνα του καλλιτέχνη την οριστική της μορφή, δάδα της ανθρωπότητας από εποχή σε εποχή, που μαρτυρεί την ικανότητα του ανθρώπου να υπερβεί τον εαυτό του και να ξεπερνά την αθλιότητά του, μεταμορφώνοντάς την σε έναν ευαίσθητο ευαγγελισμό […] Τέτοιος υπήρξε ο Μπωντλαίρ: το έργο του ενσωματώνει και ανανεώνει μια ολόκληρη ευρωπαϊκή παράδοση και πέρα απ’ αυτή, με τις μεταφράσεις του Πόου, οι οποίες αποτελούν και τους πρώτους τίτλους της δόξας του. Το έργο αυτό είναι η ίδια η τελειότητα ολοκληρωμένη, μια καινοτόμος αισθητική, βασισμένη σ’ έναν τιθασευμένο ρομαντισμό, μια ποίηση της φαντασίας και όχι της καρδιάς, με σκληρή δουλειά, όχι μόνο με την έμπνευση, την εισαγωγή της παραφωνίας στην καρδιά του ποιήματος, του συμβόλου στην καρδιά του οράματος, σ’ ένα έργο παράδοξο που συνδυάζει τη βλασφημία και τον σατανισμό με κάποια θρησκευτική πίστη, την ανάταση προς το ιδανικό και τη συνείδηση μιας μοιραίας πτώσης, αυτό που ονόμασε διπλή ικεσία προς το Θεό και το Σατανά. Χρειάζεται, όπως το έκανε ο Σαρτρ, να αναζητήσουμε στη ζωή του την καταγωγή επιλογής του κακού, ή ακόμα ακολουθώντας μια ολόκληρη κριτική παράδοση, την καταγωγή των ερωτικών του ποιημάτων;
Χωρίς να ισχυριστούμε ότι εξηγούμε, μπορούμε να σημαδέψουμε τις κρίσιμες στιγμές κατά τις οποίες η ζωή του μοιάζει να έχει “κάνει στροφή”, τις στιγμές που ο ίδιος μας έσωσε να διαβάζουμε στο έργο του, όπου φαινομενικά μισανοίγει την καρδιά του και το δωμάτιό του στον αναγνώστη —“Υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου, αδελφέ μου”».
(Gosselin M.,1992, «Μπωντλαίρ», Ευρωπαϊκά Γράμματα, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Σοκόλης , τ. Β΄, σελ. 526-527)
Μποντλέρ, ο πρώτος στη μεγάλη χορεία των «καταραμένων» ποιητών
«Ο Μπωντλαίρ ήρθε να αρνηθεί αυτήν ακριβώς την τέχνη της προγραμματισμένης ωραιοποιήσεως που καλλιεργούσαν οι σύγχρονοί του. Και μοιραία έγινε ο γενάρχης της νέας ποιήσεως. Ο εκφραστής της καταπονημένης και αντιφατικής, της διεφθαρμένης και εκλεπτυσμένης ψυχής του ανθρώπου των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Του ανθρώπου που ζει με την πλήξη, την αγωνία, που εξεγείρεται και ταυτόχρονα νιώθει ένα απέραντο ψυχικό κενό, κυριευμένος από τις τύψεις που τον τυραννούν και τον εξουθενώνουν. Ο Μπωντλαίρ είναι ο πρώτος τη τάξει στη μεγάλη χορεία των “καταραμένων” ποιητών, οι οποίοι επρόκειτο να ακολουθήσουν διαφορετικά πρότυπα για να αποδώσουν το αυθεντικό πρόσωπο του σύγχρονου ανθρώπου. […] “Ο Μπωντλαίρ” θα μας πει ένας από τους μαθητές του, ο Στέφανος Μαλαρμέ, “με τον περίφημο στίχο του έδωσε ένα πιο καθαρό και πιο αγνό νόημα στις λέξεις της ποίησης. Όχι μόνο ως γνήσιος και άδολος δημιουργός, αλλά και ως τεχνίτης παθιασμένος με τη φόρμα και τη στιχουργική”». [1967]
(Β. Βαρίκας, «Ένας πρόδρομος της νέας ποιήσεως», περ. Διαβάζω, αφιέρωμα, 2004, τεύχος 448, σελ. 90)
To spleen
«Τίποτε δεν ποσεγγίζει καλύτερα το αίσθημα της ματαιότητας όσο το μπωντλαιρικό spleen. To spleen, ένα πλήθος όρων καθαρά μπωντλαιρικών, όπως η αγωνία, η μελαγχολία, η κακοδαιμονία, η πλήξη… Ένα ψυχικό άλγος, μια υπαρξιακή ανησυχία, μια μεταφυσική αγωνία, ένα αίσθημα ασυμβατότητας προς τον εαυτό και προς τον κόσμο, παρόμοιο με έξοχα “αμφίβολα πάθη”, όπως τα είχε ονομάσει ο Σατομπριάν».
(Ανιές Βερλέ, μτφρ. Μαρίνα Νάσου, «Spleen, μια εκκοσμικευμένη ματαιότητα», περ. Διαβάζω, ό.π.)
Πηγή: Βιβλίο του Καθηγητή, Β΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ