Guido Borelli
Κική Δημουλά «Όλο μαζί τίποτα δε χάνεται», παράλληλο για το «Κονιάκ μηδέν αστέρων»
Θυμάσαι τη μικρή κανάτα του κρασιού
ζωγραφισμένη με ανθάκια μπλε στεφάνι
στο οινοχόο χείλος της;
- από την Αλσατία μου την πήρες ανόρεχτος
τι τη θες εμείς δεν πίνουμε ποτέ
που ξέρεις, επέμεινα, κάποτε ίσως χρειαστεί
θολά να γνωριστούμε.
Έσπασε το χεράκι της άνευ λόγου εκτός
από ένα ράγισμα βαθύ που είχε η αφή μου.
Τώρα από το χέρι το δικό σου την κρατώ
με το δικό σου χέρι στέρεα την κρατά
και οίνον τη γεμίζει θολωμένη
η αλκοολική εφεύρεσή μου.
Το χεράκι μιας κανάτας, που είχε αγοραστεί ως ενθύμιο από το σύζυγο της ποιήτριας, σπάει τυχαία κι αυτό αποτελεί το έναυσμα για να ξεκινήσει μια –μονόδρομη- συζήτηση, με θέμα την ανάμνηση και την επικοινωνία μαζί του, στην οποία βοηθά και το αλκοόλ. Η διαρκής ανάμνηση του συζύγου της, που δε ζει πια, διατρέχει ως θεματική πολλά από τα ποιήματά της και συνήθως δίνεται μέσω της παρατήρησης κάποιας φωτογραφίας του. Στο ποίημα αυτό μέσο για την ανάκληση παρελθόντων κοινών εμπειριών αποτελεί μια κανάτα που είχαν αγοράσει μαζί.
Αναλυτικότερα:
Η ερώτηση προς τον άντρα της, που δεν είναι πια εν ζωή, δείχνει πως η μνήμη του έχει διατηρηθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε η ποιήτρια να νιώθει την άνεση να του απευθύνει το λόγο σαν να ήταν ακόμη εκεί δίπλα της.
Η κανάτα είχε αγοραστεί ανόρεχτα από τον άντρα της, μιας και οι δυο τους δε συνήθιζαν να πίνουν. Η ποιήτρια όμως είχε επιμείνει, καθώς σκεφτόταν πως ίσως κάποτε να υπήρχε η ανάγκη να γνωριστούν «θολά», να πιούν δηλαδή και να αφήσουν την επήρεια του αλκοόλ να τους βοηθήσει να ανοιχτούν ο ένας στον άλλο με μια διάθεση εξομολόγησης που κάποτε προσφέρει η μέθη.
Η ποιήτρια διευκρινίζει ότι το χεράκι της κανάτας έσπασε χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει κάποιος λόγος, το μόνο που μπορεί να σκεφτεί είναι ένα βαθύ ράγισμα στην αφή της. Η αναφορά στο ράγισμα της αφής της μας περνά από την κυριολεκτική αποτύπωση της πραγματικότητας στο συναισθηματικό κόσμο της ποιήτριας που εκφράζει έτσι τον έντονο πόνο της απώλειας. Η κανάτα, όπως σε άλλα ποιήματα η φωτογραφία, αποτελεί ένα ακόμη μέσο για να μπορεί η ποιήτρια να έρχεται σ’ επαφή με το σύζυγό της, και όπως συχνά κοιτάζει τις φωτογραφίες του, έτσι και τη μικρή αυτή κανάτα την αγγίζει συχνά και φέρνει στο νου της τις στιγμές που έχουν περάσει μαζί.
Με το χέρι «του» κρατά σταθερά την κανάτα και τη γεμίζει κρασί με την αλκοολική της εφεύρεση, η ποιήτρια δηλαδή, δίνει ζωή με τις μνήμες της και προσφέρει στην κανάτα τη λειτουργία που θα έπρεπε να έχει. Τη γεμίζει κρασί με τη σκέψη της και σκέφτεται πώς θα ήταν η κοινή τους οινοποσία τώρα που εκείνος δεν υπάρχει πια.
Τώρα πια, που εκείνος δεν υπάρχει στη ζωή της, η ίδια αθετώντας την παλιά τους συνήθεια να μην πίνουν, καταφεύγει στην καταπραϋντική λειτουργία του αλκοόλ και πίνει κρασί με τη μικρή αυτή κανάτα. Κι αφού το χεράκι της κανάτας έχει σπάσει, χρησιμοποιεί το δικό του χέρι για να γεμίζει με κρασί το ποτήρι της. Τώρα που εκείνος δεν είναι εκεί για να της αρνηθεί, τώρα που αυτός δεν υπάρχει στη ζωή της, η ποιήτρια βρίσκει τον τρόπο να διαψεύσει το δισταγμό του και τις ενστάσεις του για την αγορά της κανάτας. Τώρα πια το κρασί βοηθά για μια ακόμη, έστω και θολωμένη επικοινωνία μαζί του.
Η παρουσία του αγαπημένου προσώπου γίνεται αισθητή για την ποιήτρια, όχι μόνο με τη βοήθεια των φωτογραφιών του, αλλά και μέσω των κοινών τους αντικειμένων που καθένα τους κρύβει και μια ιστορία τους.