Κική Δημουλά «Υποκατάστατο» παράλληλο κείμενο για το «Κονιάκ μηδέν αστέρων»
Σκορπίζουν τῶν δακρύων οἱ μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη καὶ παρὸν ψάχνουν νὰ κρυφτοῦν
ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.
Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ
πότε ἀπὸ κεῖνο τὸ εὐκρινὲς
χαράκωμα ἡ λύπη πότε ἀπὸ ἀμυδρότερο.
Στρατηγικὴ νὰ δείξει τάχαὅτι ἔρχονται ἐνισχύσεις.
Ἂς παραδοθεῖ.
Ἔχει σχεδὸν ἐπικρατήσει ἡ φωτογραφία σου.
Ἐξαπλώθηκε ὅπου βρῆκε ἄμαχη ἐπιφάνεια
ἀποδεκατισμένη αἴσθηση πρόθυμη γιὰ γαλήνη.
Ἀνεμίζει στῶν βλεμμάτων τὰ ὑψώματα
ὄχι σὰν ἔθιμο ἀδρανὲς μελαγχολικὸ
μὰ ὡς γενναῖος συκοφάντης τῆς ἀπώλειάς σου.
Μέρα τὴ μέρα πείθει πῶς τίποτα δὲν ἄλλαξε
ὅτι ἤσουν πάντα ἔτσι, ἀπὸ χαρτὶ
ἐκ γενετῆς φωτογραφία σὲ συνάντησα
ἀνέκαθεν πὼς ἔτσι σ᾿ ἀγαποῦσα γυρολόγα
ἀπὸ εἰκόνα σὲ ἀπεικόνιση
κι ἀπὸ ἀπεικόνιση σὲ εἰκόνα σου ἀρκέστηκα.
Μνήμη καὶ παρὸν πρέπει νὰ κρυφτοῦν
ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.
Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ ἀμυδρὴ
Μαρτυρία ὑπέρ σου ἡ λύπηἂς παραδοθεῖ.
Ὁ μόνος ἀξιόπιστος μάρτυρας ὅτι ζήσαμε
εἶναι ἡ ἀπουσία μας.
Το ποίημα «Υποκατάστατο» της Κικής Δημουλά μπορεί να λειτουργήσει ως παράλληλο για το ποίημα της ίδιας «Κονιάκ μηδέν αστέρων», καθώς κι εδώ υπάρχει ως βασική θεματική η φωτογραφία του αγαπημένου προσώπου που είναι πια ό,τι έχει απομείνει από μια ύπαρξη που αγαπήθηκε πολύ, αλλά τώρα πια δεν υπάρχει στη ζωή.
Το ποίημα αυτό ξεκινά με μια δυνατή εικόνα κατά την οποία το ποιητικό υποκείμενο ξεσπά σε κλάματα και τα δάκρυα που είχαν συγκεντρωθεί στα μάτια τώρα πια κυλούν ελεύθερα, ο πόνος αρχίζει να εκτονώνεται και η εκτόνωση αυτή χαρίζει στην ποιήτρια μεγαλύτερη διαύγεια. Τη στιγμή δηλαδή που αρχίζει να κλαίει, ξαφνικά αρχίζει να συνειδητοποιεί αφενός το αμετάκλητο της απώλειας του αγαπημένου προσώπου κι αφετέρου τη ματαιότητα του διαρκούς θρήνου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή και μπροστά τη διαύγεια που της προσφέρει η πρόσκαιρη εκτόνωση του πόνου, η μνήμη που την ταλαιπωρεί με τις διαρκείς υπενθυμίσεις του αγαπημένου της, όπως και το παρόν που μοιάζει εγκλωβισμένο σε μια συνεχή ανακύκλωση του πόνου και των αναμνήσεων «ψάχνουν να κρυφτούν». Μπροστά δηλαδή στη στιγμιαία αφύπνιση της ποιήτριας που συνειδητοποιεί τη ματαιότητα ενός ανατροφοδοτούμενου πόνου, τόσο η μνήμη όσο και το καταδικασμένο παρόν της υποχωρούν και αφήνουν περιθώρια δράσης στη λογική που θέλει να θέσει ένα τέρμα στο θρήνο ή τουλάχιστον να επιφέρει μια διάθεση γαλήνης.
Η λύπη της ποιήτριας υποχωρεί και για λίγο νιώθει πιο ήρεμη, αρχίζει να πιστεύει ότι ίσως κατορθώσει να καταπνίξει τις συνεχείς εκδηλώσεις του ασίγαστου πόνου που αισθάνεται. Αραιά και που η λύπη κάνει αισθητή την παρουσία της με ξεσπάσματα πόνου, τα οποία η ποιήτρια τα παρομοιάζει με τέχνασμα στρατηγικής από πλευράς της λύπης, η οποία θέλει να δηλώσει ότι είναι παρούσα και ότι όχι μόνο δεν έχει πάψει να υπάρχει αλλά ότι σκοπεύει να φέρει κι ενισχύσεις. Η λύπη διεκδικεί την παρουσία της στην ψυχή της ποιήτριας με την απειλή μιας εντονότερης επανεμφάνισης αλλά η ποιήτρια της ζητά πλέον να παραδοθεί, να μειωθεί σε ένταση και να την αφήσει πια να ζήσει πιο ήρεμη.
Στο μέσο του ποιήματος εισάγεται το υποκατάστατο που δεν είναι άλλο από τη φωτογραφία του αγαπημένου προσώπου. Είναι τόσες οι ώρες που η ποιήτρια έχει περάσει κοιτάζοντας τη μορφή του αγαπημένου της στη φωτογραφία του ώστε έχει αρχίσει να αισθάνεται ότι έχει πλέον κατακυριευτεί από τη μορφή αυτή. Η φωτογραφία έχει εξαπλωθεί παντού μέσα της, έχει γίνει μέρος της καθημερινότητάς της, έχει αποκτήσει μια δική της υπόσταση κι έχει πια τεθεί ως σύμβολο στα υψώματα των βλεμμάτων της. Όπως στα διάφορα υψώματα οι στρατιώτες υψώνουν τη σημαία, έτσι και η φωτογραφία του αγαπημένου έχει τοποθετηθεί στο ύψωμα των ματιών της ποιήτριας ως μια σημαία, αλλά όχι σαν ένα αδρανές έθιμο, όχι δηλαδή σαν τη σημαία που την τοποθετούν οι στρατιώτες περισσότερο από συνήθεια. Η φωτογραφία έχει τεθεί ως ενεργό μέσο που λειτουργεί σαν μια διάψευση της απώλειας του αγαπημένου, ως γενναίος συκοφάντης. Η φωτογραφία είναι τόσο παρούσα και η επικοινωνία μαζί της τόσο εναργής ώστε η ποιήτρια έχει αρχίσει να αμφιβάλλει για την απώλεια του αγαπημένου της.
Με τη φωτογραφία να υποκαθιστά την ύπαρξη του αγαπημένου η ποιήτρια έχει αρχίσει πια να αισθάνεται ότι τελικά ο αγαπημένος της ποτέ δεν υπήρξε με σάρκα και οστά, αλλά ήταν πάντοτε μόνο η μορφή στη φωτογραφία. Είναι σα να μην υπήρξε ποτέ η ανθρώπινη, πραγματική σχέση μεταξύ τους και η μόνη επαφή που είχαν ποτέ ήταν και θα είναι η θέαση της μορφής του στη φωτογραφία. Τίποτε δε μοιάζει για την ποιήτρια πιο αληθινό και πιο υπαρκτό από την πραγματικότητα που ζει τώρα, και δυστυχώς η πραγματικότητα που βιώνει είναι η μονόδρομη επικοινωνία που έχει με μια φωτογραφία. Ο αγαπημένος της δεν υπάρχει πια και το μόνο που της έχει μείνει είναι η φωτογραφία του. Με αυτή μιλά η ποιήτρια, αυτή κοιτάζει, σε αυτή ελπίζει κι εν τέλει αυτή αγαπά.
Μετά την παρουσίαση του υποκατάστατου που μοιάζει να έχει κυριεύσει την υπόσταση της ποιήτριας, επαναφέρει την υποχώρηση της μνήμης και του παρόντος. Η επανάληψη της άτακτης φυγής της μνήμης και του παρόντος, ακούγεται τώρα πιο πικρή, καθώς γνωρίζουμε πλέον πώς βιώνει η ποιήτρια την απώλεια και πώς επιχειρεί να διασκεδάσει τον πόνο της. Μια φωτογραφία την κρατά σ’ επαφή με την πηγή αγάπης και ζωής και γι’ αυτό ούτε η μνήμη έχει να της προσφέρει τίποτε περισσότερο από έντονο πόνο, υπενθυμίζοντάς της ότι κάποτε η μορφή της φωτογραφίας ήταν ζωντανή και της πρόσφερε πραγματική χαρά, κι ούτε το παρόν έχει να της δώσει κάτι άλλο πέρα από την επίγνωση ότι από τότε που ο αγαπημένος της έφυγε, η ζωή της περιφέρεται γύρω από την ενατένιση μιας φωτογραφίας.
Η ανάγκη όμως της ποιήτριας για ψυχική γαλήνη είναι τόσο πιο έντονη όσο πιο δύσκολη της είναι η συνειδητοποίηση ότι το μόνο που απέμεινε από μια δυνατή αγάπη είναι μια χάρτινη φωτογραφία. Επιθυμεί να απαλλαγεί από το συνεχή πόνο και ζητά ξανά την παράδοση της λύπης. Η μάχη αυτή έχει χαθεί για τη λύπη, κι ας θέλει να επανέλθει, κι ας επιστρέφει με κάποια ξεσπάσματα, η ποιήτρια δεν ενδίδει. Το υποκατάστατο έχει βρεθεί, η μορφή του αγαπημένου στη φωτογραφία έχει καλύψει κάθε πιθανό έδαφος και η ποιήτρια μας διαβεβαιώνει ότι τώρα πια είναι σα να αγαπούσε εξαρχής τούτη εδώ την εικόνα.
Το ποίημα κλείνει μ’ ένα στίχο αποφθεγματικής διατύπωσης που έρχεται να δηλώσει ότι η απουσία μας είναι ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας ότι κάποτε υπήρξαμε. Το δίχως άλλο, όταν κάποιος πεθαίνει οι άνθρωποι που μένουν πίσω τον θυμούνται με την παραμικρή αφορμή, με κάθε μικρή του συνήθεια, με το άκουσμα μιας λέξης, με ένα αγαπημένο αντικείμενο και φυσικά από τις φωτογραφίες του. Πράγματα που μέχρι τότε δεν τα πρόσεχε κανείς ιδιαίτερα αρχίζουν ξαφνικά να αποκτούν μεγάλη σημασία και οι άνθρωποι επιχειρούν να κρατηθούν από οτιδήποτε τους θυμίζει το αγαπημένο πρόσωπο που χάθηκε.
Το ποίημα «Υποκατάστατο» της Κικής Δημουλά μπορεί να λειτουργήσει ως παράλληλο για το ποίημα της ίδιας «Κονιάκ μηδέν αστέρων», καθώς κι εδώ υπάρχει ως βασική θεματική η φωτογραφία του αγαπημένου προσώπου που είναι πια ό,τι έχει απομείνει από μια ύπαρξη που αγαπήθηκε πολύ, αλλά τώρα πια δεν υπάρχει στη ζωή.
Το ποίημα αυτό ξεκινά με μια δυνατή εικόνα κατά την οποία το ποιητικό υποκείμενο ξεσπά σε κλάματα και τα δάκρυα που είχαν συγκεντρωθεί στα μάτια τώρα πια κυλούν ελεύθερα, ο πόνος αρχίζει να εκτονώνεται και η εκτόνωση αυτή χαρίζει στην ποιήτρια μεγαλύτερη διαύγεια. Τη στιγμή δηλαδή που αρχίζει να κλαίει, ξαφνικά αρχίζει να συνειδητοποιεί αφενός το αμετάκλητο της απώλειας του αγαπημένου προσώπου κι αφετέρου τη ματαιότητα του διαρκούς θρήνου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή και μπροστά τη διαύγεια που της προσφέρει η πρόσκαιρη εκτόνωση του πόνου, η μνήμη που την ταλαιπωρεί με τις διαρκείς υπενθυμίσεις του αγαπημένου της, όπως και το παρόν που μοιάζει εγκλωβισμένο σε μια συνεχή ανακύκλωση του πόνου και των αναμνήσεων «ψάχνουν να κρυφτούν». Μπροστά δηλαδή στη στιγμιαία αφύπνιση της ποιήτριας που συνειδητοποιεί τη ματαιότητα ενός ανατροφοδοτούμενου πόνου, τόσο η μνήμη όσο και το καταδικασμένο παρόν της υποχωρούν και αφήνουν περιθώρια δράσης στη λογική που θέλει να θέσει ένα τέρμα στο θρήνο ή τουλάχιστον να επιφέρει μια διάθεση γαλήνης.
Η λύπη της ποιήτριας υποχωρεί και για λίγο νιώθει πιο ήρεμη, αρχίζει να πιστεύει ότι ίσως κατορθώσει να καταπνίξει τις συνεχείς εκδηλώσεις του ασίγαστου πόνου που αισθάνεται. Αραιά και που η λύπη κάνει αισθητή την παρουσία της με ξεσπάσματα πόνου, τα οποία η ποιήτρια τα παρομοιάζει με τέχνασμα στρατηγικής από πλευράς της λύπης, η οποία θέλει να δηλώσει ότι είναι παρούσα και ότι όχι μόνο δεν έχει πάψει να υπάρχει αλλά ότι σκοπεύει να φέρει κι ενισχύσεις. Η λύπη διεκδικεί την παρουσία της στην ψυχή της ποιήτριας με την απειλή μιας εντονότερης επανεμφάνισης αλλά η ποιήτρια της ζητά πλέον να παραδοθεί, να μειωθεί σε ένταση και να την αφήσει πια να ζήσει πιο ήρεμη.
Στο μέσο του ποιήματος εισάγεται το υποκατάστατο που δεν είναι άλλο από τη φωτογραφία του αγαπημένου προσώπου. Είναι τόσες οι ώρες που η ποιήτρια έχει περάσει κοιτάζοντας τη μορφή του αγαπημένου της στη φωτογραφία του ώστε έχει αρχίσει να αισθάνεται ότι έχει πλέον κατακυριευτεί από τη μορφή αυτή. Η φωτογραφία έχει εξαπλωθεί παντού μέσα της, έχει γίνει μέρος της καθημερινότητάς της, έχει αποκτήσει μια δική της υπόσταση κι έχει πια τεθεί ως σύμβολο στα υψώματα των βλεμμάτων της. Όπως στα διάφορα υψώματα οι στρατιώτες υψώνουν τη σημαία, έτσι και η φωτογραφία του αγαπημένου έχει τοποθετηθεί στο ύψωμα των ματιών της ποιήτριας ως μια σημαία, αλλά όχι σαν ένα αδρανές έθιμο, όχι δηλαδή σαν τη σημαία που την τοποθετούν οι στρατιώτες περισσότερο από συνήθεια. Η φωτογραφία έχει τεθεί ως ενεργό μέσο που λειτουργεί σαν μια διάψευση της απώλειας του αγαπημένου, ως γενναίος συκοφάντης. Η φωτογραφία είναι τόσο παρούσα και η επικοινωνία μαζί της τόσο εναργής ώστε η ποιήτρια έχει αρχίσει να αμφιβάλλει για την απώλεια του αγαπημένου της.
Με τη φωτογραφία να υποκαθιστά την ύπαρξη του αγαπημένου η ποιήτρια έχει αρχίσει πια να αισθάνεται ότι τελικά ο αγαπημένος της ποτέ δεν υπήρξε με σάρκα και οστά, αλλά ήταν πάντοτε μόνο η μορφή στη φωτογραφία. Είναι σα να μην υπήρξε ποτέ η ανθρώπινη, πραγματική σχέση μεταξύ τους και η μόνη επαφή που είχαν ποτέ ήταν και θα είναι η θέαση της μορφής του στη φωτογραφία. Τίποτε δε μοιάζει για την ποιήτρια πιο αληθινό και πιο υπαρκτό από την πραγματικότητα που ζει τώρα, και δυστυχώς η πραγματικότητα που βιώνει είναι η μονόδρομη επικοινωνία που έχει με μια φωτογραφία. Ο αγαπημένος της δεν υπάρχει πια και το μόνο που της έχει μείνει είναι η φωτογραφία του. Με αυτή μιλά η ποιήτρια, αυτή κοιτάζει, σε αυτή ελπίζει κι εν τέλει αυτή αγαπά.
Μετά την παρουσίαση του υποκατάστατου που μοιάζει να έχει κυριεύσει την υπόσταση της ποιήτριας, επαναφέρει την υποχώρηση της μνήμης και του παρόντος. Η επανάληψη της άτακτης φυγής της μνήμης και του παρόντος, ακούγεται τώρα πιο πικρή, καθώς γνωρίζουμε πλέον πώς βιώνει η ποιήτρια την απώλεια και πώς επιχειρεί να διασκεδάσει τον πόνο της. Μια φωτογραφία την κρατά σ’ επαφή με την πηγή αγάπης και ζωής και γι’ αυτό ούτε η μνήμη έχει να της προσφέρει τίποτε περισσότερο από έντονο πόνο, υπενθυμίζοντάς της ότι κάποτε η μορφή της φωτογραφίας ήταν ζωντανή και της πρόσφερε πραγματική χαρά, κι ούτε το παρόν έχει να της δώσει κάτι άλλο πέρα από την επίγνωση ότι από τότε που ο αγαπημένος της έφυγε, η ζωή της περιφέρεται γύρω από την ενατένιση μιας φωτογραφίας.
Η ανάγκη όμως της ποιήτριας για ψυχική γαλήνη είναι τόσο πιο έντονη όσο πιο δύσκολη της είναι η συνειδητοποίηση ότι το μόνο που απέμεινε από μια δυνατή αγάπη είναι μια χάρτινη φωτογραφία. Επιθυμεί να απαλλαγεί από το συνεχή πόνο και ζητά ξανά την παράδοση της λύπης. Η μάχη αυτή έχει χαθεί για τη λύπη, κι ας θέλει να επανέλθει, κι ας επιστρέφει με κάποια ξεσπάσματα, η ποιήτρια δεν ενδίδει. Το υποκατάστατο έχει βρεθεί, η μορφή του αγαπημένου στη φωτογραφία έχει καλύψει κάθε πιθανό έδαφος και η ποιήτρια μας διαβεβαιώνει ότι τώρα πια είναι σα να αγαπούσε εξαρχής τούτη εδώ την εικόνα.
Το ποίημα κλείνει μ’ ένα στίχο αποφθεγματικής διατύπωσης που έρχεται να δηλώσει ότι η απουσία μας είναι ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας ότι κάποτε υπήρξαμε. Το δίχως άλλο, όταν κάποιος πεθαίνει οι άνθρωποι που μένουν πίσω τον θυμούνται με την παραμικρή αφορμή, με κάθε μικρή του συνήθεια, με το άκουσμα μιας λέξης, με ένα αγαπημένο αντικείμενο και φυσικά από τις φωτογραφίες του. Πράγματα που μέχρι τότε δεν τα πρόσεχε κανείς ιδιαίτερα αρχίζουν ξαφνικά να αποκτούν μεγάλη σημασία και οι άνθρωποι επιχειρούν να κρατηθούν από οτιδήποτε τους θυμίζει το αγαπημένο πρόσωπο που χάθηκε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου