Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Καβάφης «Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Καβάφης «Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Καβάφης «Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Conni Togel

Κωνσταντίνος Καβάφης «Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου»

Έμεινε μαθητής του Aμμωνίου Σακκά δυο χρόνια·
αλλά βαρέθηκε και την φιλοσοφία και τον Σακκά.

Κατόπι μπήκε στα πολιτικά.
Μα τα παραίτησεν. Ήταν ο Έπαρχος μωρός·
κ’ οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή·
τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι.

Την περιέργειάν του είλκυσε
κομμάτ’ η Εκκλησία· να βαπτισθεί
και να περάσει Χριστιανός. Μα γρήγορα
την γνώμη του άλλαξε. Θα κάκιωνε ασφαλώς
με τους γονείς του, επιδεικτικά εθνικούς·
και θα του έπαυαν —πράγμα φρικτόν—
ευθύς τα λίαν γενναία δοσίματα.

Έπρεπεν όμως και να κάμει κάτι. Έγινε ο θαμών
των διεφθαρμένων οίκων της Aλεξανδρείας,
κάθε κρυφού καταγωγίου κραιπάλης.

Η τύχη του εφάν’ εις τούτο ευμενής·
τον έδωσε μορφήν εις άκρον ευειδή.
Και χαίρονταν την θείαν δωρεάν.

Τουλάχιστον για δέκα χρόνια ακόμη
η καλλονή του θα διαρκούσεν. Έπειτα —
ίσως εκ νέου στον Σακκά να πήγαινε.
Κι αν εν τω μεταξύ απέθνησκεν ο γέρος,
πήγαινε σ’ άλλου φιλοσόφου ή σοφιστού·
πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος κανείς.

Ή τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά
να επέστρεφεν —αξιεπαίνως ενθυμούμενος
τες οικογενειακές του παραδόσεις,
το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια.


Ο Καβάφης διαγράφει εδώ την προσωπικότητα ενός νέου -μελλοντικού πολιτικού μάλιστα- που ενδιαφέρεται μόνο για την καλοπέρασή του και αντιμετωπίζει με περιφρόνηση οτιδήποτε θα απαιτούσε από αυτόν την παραμικρή προσπάθεια και αφοσίωση. Ο νεαρός Αλεξανδρινός που επιλέγει συνειδητά να αφεθεί στις ηδονές και αδιαφορεί για τη μόρφωσή του και την προσφορά στους συνανθρώπους του αποτελεί σύμπτωμα και αίτιο μιας κοινωνίας που παρακμάζει.
Ο ποιητής, παρουσιάζοντας τις σκέψεις του νεαρού για το πώς να διαχειριστεί τη ζωή του, μας αποκαλύπτει την ευκολία με την οποία ένας νέος άνθρωπος επιλέγει να ριχτεί στις διασκεδάσεις και στις απολαύσεις, μη έχοντας άλλωστε την ανάγκη να εργαστεί και σκεπτόμενος ότι αργότερα μπορεί εύκολα να ασχοληθεί με την πολιτική, όπως είχε κάνει και η οικογένειά του παλιότερα. Παρουσιαζόμενος ως άνθρωπος που ενδιαφέρεται για το κοινό καλό, θα εκμεταλλευτεί την ευπιστία των πολιτών, ενώ στην πραγματικότητα η μόνη του έγνοια θα είναι το προσωπικό κέρδος.
Η πορεία του επίδοξου αυτού πολιτευτή, είναι παρόμοια με την πορεία όλων εκείνων των λαϊκιστών που εμφανίζονται σε παρακμάζουσες κοινωνίες.
Αναλυτικότερα:
1η στροφή: Ο Αμμώνιος Σακκάς (175-242 μ.Χ.) υπήρξε σημαντικός φιλόσοφος που με τη διδασκαλία του επανέφερε τις ιδέες του Πλάτωνα, θέτοντας ουσιαστικά τις βάσεις για τον Νεοπλατωνισμό. Ο Σακκάς παρόλο που γεννήθηκε από χριστιανούς γονείς αφοσιώθηκε στην εθνική θρησκεία. Η διδασκαλία του ήταν προφορική και όπως ο Σωκράτης παλαιότερα, έτσι και ο Σακκάς δεν έγραψε τίποτα. Τα διδάγματά του έγιναν γνωστά από τους μαθητές του Πλωτίνο και Ωριγένη.
Η αναφορά στον Σακκά τοποθετεί τον νεαρό Αλεξανδρινό, που είναι βέβαια δημιούργημα του Καβάφη, στον 3ο αιώνα μ.Χ., σε μια περίοδο δηλαδή που η Αίγυπτος αποτελούσε τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός ότι ο νεαρός γεννιέται σε μια χώρα που βρίσκεται υπό ξενική κατοχή, του στερεί την ευκαιρία να αισθανθεί πως ανήκει σε μια ελεύθερη πολιτεία και τον ωθεί στην απαξίωση της πατρίδας του, αλλά και οποιασδήποτε άλλης σημαντικής έννοιας. Το μόνο που απομένει είναι η αφοσίωση στον ίδιο του τον εαυτό.
Ο νεαρός βαριέται τη φιλοσοφία και τον Σακκά, θεωρώντας ανούσια οποιαδήποτε προσπάθεια εμβάθυνσης σε ιδέες και έννοιες όπως το θείο και ο κόσμος των Ιδεών. Ο νεαρός δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον στη διδασκαλία του φιλοσόφου που θεμελίωσε τον Νεοπλατωνισμό κι επιλέγει να τον εγκαταλείψει.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Σακκάς επανέφερε τις διδαχές του Πλάτωνα, δημιουργώντας μια σχολή που όχι μόνο ασχολήθηκε με την αρχαιοελληνική σκέψη, αλλά αποτέλεσε και πνευματικό κέντρο για τους εθνικούς, οι οποίοι συσπειρώνονταν έτσι απέναντι στη νέα θρησκεία.
2η στροφή: Από τη φιλοσοφία του Σακκά, ο νεαρός περνά στην πολιτική, αλλά σύντομα εγκαταλείπει κι αυτή του την προσπάθεια. Ο Έπαρχος της Αλεξάνδρειας είναι ανόητος και οι γύρω από αυτόν σοβαροφανείς και ακαλλιέργητοι, με τα ελληνικά τους τρισβάρβαρα. Ο νεαρός με αποκαλυπτική ειλικρίνεια μιλά για την ανοησία του Έπαρχου, αλλά και για τη μάταιη προσπάθεια των ανθρώπων γύρω του να διατηρούν μια εικόνα επισημότητας και σοβαρότητας, τη στιγμή που ήταν αμόρφωτοι. Η ελληνική γλώσσα αποτελεί εδώ το μέτρο για να κριθεί το επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας των ατόμων. Ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια η γνώση της ελληνικής γλώσσας ήταν μια σαφής ένδειξη, όχι μόνο για τη μόρφωση του ατόμου, αλλά και για το επίπεδο εκπολιτισμού του. Σκέψη ιδιαίτερα προσφιλής στον Καβάφη, ο οποίος βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τον νεαρό Αλεξανδρινό που αγανακτεί με τους βαρβαρισμούς των Ρωμαίων κρατούντων.
Η λεκτική ειρωνεία που είναι εμφανής από την πρώτη κιόλας στροφή, εντείνεται εδώ και αποτελεί καίριο στοιχείο για την κατανόηση του ποιήματος. Ο νεαρός αντιμετωπίζει με απαξίωση καθετί, εκφράζοντας έτσι την πλήρη αδιαφορία του για οτιδήποτε θεωρείται συνήθως σημαντικό σε μια κοινωνία, καθρεφτίζοντας μάλιστα σε ορισμένα σημεία τις σκέψεις του ίδιου του ποιητή.
3η στροφή: Ο νεαρός Αλεξανδρινός σκέφτηκε κάποια στιγμή ακόμη και χριστιανός να βαπτιστεί, έχοντας προσωρινά θεωρήσει ενδιαφέρουσα τη νέα θρησκεία. Άλλαξε, όμως, αμέσως γνώμη καθώς οι γονείς του ήταν εθνικοί και θα θύμωναν μαζί του, στερώντας του την πολύτιμη οικονομική τους στήριξη.
Οι γονείς του νεαρού ήταν «επιδεικτικά» εθνικοί, υπό την έννοια ότι σε μια περίοδο που οι διωγμοί κατά των χριστιανών ήταν ακόμη ανηλεείς, έπρεπε να καθιστά κάποιος σαφές ότι δεν είχε ενδώσει στα καλέσματα της νέας θρησκείας.
Η αναφορά στα «γενναία δοσίματα» από τους γονείς, αποκαλύπτει ότι ο νεαρός έχει την ευχέρεια να κινείται αδιάφορα από ασχολία σε ασχολία, μιας και οι ευκατάστατοι γονείς του φροντίζουν για την άνετη διαβίωσή του. Χωρίς την πιεστική ανάγκη να εργαστεί, ο νεαρός έχει τη δυνατότητα να αντικρίζει τις κοινωνικές συμβάσεις με περιφρόνηση και να αποζητά μόνο οτιδήποτε τον ευχαριστεί.
4η στροφή: Ο νεαρός θέλοντας να κάνει κάτι για να περνά το χρόνο του, γίνεται θαμώνας των διεφθαρμένων οίκων της Αλεξάνδρειας. Η αναφορά αυτή βέβαια δεν υποδηλώνει τα συνήθη μέρη ηδονής, αλλά τους χώρους της καβαφικής ηδονής.
5η στροφή: Η τύχη, μάλιστα, είχε φανεί ευμενής απέναντι στον νεαρό, προσφέροντάς του εξαίσια ομορφιά. Ο Καβάφης δημιουργεί τον φανταστικό ήρωα, σύμφωνα με τα δικά του αισθητικά πρότυπα και τον παρουσιάζει αφοσιωμένο στον ελληνικό τρόπο ζωής, τόσο σε ό,τι αφορά τη θρησκεία και τη γλώσσα, όσο και στο είδος των ερωτικών απολαύσεων.
6η στροφή: Για δέκα χρόνια ακόμη, όσο η ομορφιά του θα ήταν ανέπαφη από το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου, ο νεαρός θα μπορούσε να απολαμβάνει την ηδονή. Κι ύστερα, όταν πια το σωματικό του κάλλος εκφυλιζόταν, θα επέστρεφε στο γέρο Σακκά και στη φιλοσοφία, κι αν στο μεταξύ εκείνος είχε πεθάνει θα έβρισκε κάποιον άλλον για να συνεχίσει τις σπουδές του.
Το πλάνο που ετοιμάζει ο νεαρός, κινείται το δίχως άλλο σε καβαφικά πρότυπα. Πρώτα θα δοθεί στις απολαύσεις κι όταν πια φθαρεί η ομορφιά του, θα θυμηθεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις και θα γυρίσει στις βαρετές, μα σημαντικές, σπουδές του.
7η στροφή: Αν, πάλι, δεν ήθελε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία, μπορούσε κάλλιστα να θυμηθεί την οικογενειακή παράδοση και να ασχοληθεί εκ νέου με την πολιτική. Εφόσον δεν θα μπορούσε να απολαμβάνει με την ίδια ευκολία και ευχαρίστηση τη σωματική ηδονή, θα μπορούσε πια να θυμηθεί το χρέος του προς την πατρίδα και άλλα ηχηρές παρόμοιες υποχρεώσεις, που θα του προσέφεραν τον απαιτούμενο σεβασμό και θα απεδείκνυαν ότι δεν σπατάλησε πλήρως τη ζωή του.
Η ειρωνεία στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο νεαρός την έννοια της πατρίδας και κάθε άλλης συμβατικά σημαντικής ενασχόλησης είναι προφανής. Όταν δεν θα μπορεί πια να χαρίζεται στις ηδονές, θα επιστρέψει στην πολιτική, αντιμετωπίζοντας εντελώς χρησιμοθηρικά θεσμούς σεβαστούς στους ανθρώπους, όπως είναι η πατρίδα. Με το κλείσιμο, μάλιστα, της πρότασης «κι άλλα ηχηρά παρόμοια», ο νεαρός εκφράζει με σαφή τρόπο πως τόσο την πατρίδα, όσο και οτιδήποτε άλλο ακούγεται σημαντικό και συγκινεί τους ανθρώπους, ο ίδιος απλώς θα το εκμεταλλευτεί για να δείξει πως ασχολείται με ουσιώδη θέματα.
Η απαξίωση με την οποία αντικρίζει ο νεαρός την πατρίδα και ο καιροσκοπισμός με τον οποίο σκοπεύει κάποια στιγμή να πολιτευτεί, αναδεικνύουν μια κατάσταση παρακμής κοινή και επανεμφανιζόμενη σε διάφορες εποχές. Άνθρωποι που δεν χρειάστηκε ποτέ να ανησυχήσουν για τη διαβίωσή τους, άνθρωποι που ουδέποτε εργάστηκαν στη ζωή τους, εκμεταλλεύονται τους δεσμούς της οικογένειάς τους με την πολιτική και πολιτεύονται μόνο και μόνο για να αποκτήσουν καλή φήμη και οικονομικά οφέλη. Άνθρωποι χωρίς κανένα σεβασμό απέναντι στην πατρίδα και στην ευημερία του έθνους, εκμεταλλεύονται καταστάσεις και αντιμετωπίζουν την πολιτική ως μέσο προσωπικής ανάδειξης.
Η εύκολη ζωή του νεαρού που περνά το χρόνο του διασκεδάζοντας και απολαμβάνοντας τις ηδονές, με απώτερη προοπτική να πολιτευτεί για να δείξει πόσο εκτιμά «το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια», αποτελεί κοινό τόπο για τους ευκαιριακούς πολιτικούς, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το προσωπικό όφελος. Πολιτικοί με παρόμοια αδιαφορία για καθετί σημαντικό, εμφανίζονται συχνά στις κοινωνίες και αποτελούν πάντοτε σαφές δείγμα παρακμής.


Η απαξίωση του νεαρού προς το χρέος της πατρίδας και τα άλλα ηχηρά παρόμοια, που συγκινούν τους πολίτες, αλλά προφανώς για τον ίδιο αποτελούν μόνο ένα εκμεταλλεύσιμο πεδίο, ώστε να διασφαλίσει την προσωπική του ανάδειξη, συνιστά μια προφανή ένδειξη πολιτικής και κοινωνικής παρακμής. Την έκδηλη ειρωνεία του ποιητή στους στίχους αυτούς αξιοποιεί διακειμενικά ο Νίκος Εγγονόπουλος σε δύο δικά του ποιήματα.
Έτσι, απήχηση αυτών των στίχων βρίσκουμε στο «Ποίηση 1948»

τούτη η εποχή
του εµφυλίου σπαραγµού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόµοια
...

αλλά και στο «Μπολιβάρ»

Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.
Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας 
τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν
...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...