Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Καβάφης «Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Καβάφης «Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Καβάφης «Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Thomas Barbey

Κωνσταντίνος Καβάφης «Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)»
 
Το ποίημά του σχετιζόμενον
με τα αισθήματα που θα επροκάλεσ’ εν Ελλάδι
η εκστρατεία του Αγησιλάου ανέγνωσεν ο ποιητής.
 
Παχύτατος, νωθρός ο Πτολεμαίος
Φύσκων, κι απ’ την πολυφαγία νυσταλέος
επαρατήρησε, «Σοφέ, ποιητή
οι στίχοι σου είναι κάπως υπερβολικοί. –
Και τα ρηθέντα για τους Έλληνας ιστορικώς ακροσφαλή».
«Ένδοξε Πτολεμαίε, αυτά είν’ επουσιώδη».
 
«Επουσιώδη, πώς; Εκφράζεσαι ρητώς
“Η υπερηφάνεια των Ελλήνων … εξηγέρθη
η αγνή φιλοπατρία… Η ακάθεκτος ορμή
προς τον ηρωισμό εφάνη των Ελλήνων”».
 
«Ένδοξε Πτολεμαίε οι Έλληνες αυτοί,
είν’ Έλληνες της Τέχνης, συνθηματικοί
υποχρεωμένοι να αισθανθούν ως εγώ».
 
Εσκανδαλίσθη ο Πτολεμαίος κι απεφάνθη
«Οι Αλεξανδρινοί είν’ ανιάτως ελαφροί».
 
Ο ποιητής: «Ένδοξε Πτολεμαίε
των Αλεξανδρινών ο Πρώτος είσαι συ».
 
«Μέχρι τινός» υπέλαβεν ο Πτολεμαίος «μέχρι τινός».
Είμαι και Μακεδών το γένος αμιγής τελείως. –
Α μέγα έθνος μακεδονικόν, σοφέ ποιητή,
πλήρες και δράσεως και σωφροσύνης!»
 
Κι απ’ την πολυσαρκίαν βαρύς ως λίθος,
κι απ’ την πολυφαγίαν υπναλέος
ο Μακεδών ο ακραιφνέστατος
μόλις κρατούσεν ανοικτά τα μάτια του.
 
Κ. Π. Καβάφης, Ατελή Ποιήματα 1918-1932, Φιλολογική έκδοση: Renata Lavagnini
 
Όπως επισημαίνει η Renata Lavagnini: Ο τύπος του αυλικού ποιητή δεν είναι σπάνιος στην ποίηση του Καβάφη φτάνει να θυμηθούμε τον πρωταγωνιστή του ποιήματος «Ο Δαρείος» (1920). Ο ποιητής της αυλής του Πτολεμαίου, «όχι βέβαια στο Μουσείο δεκτός» όπως τον χαρακτηρίζει ο Καβάφης (μιαν ανάλογη έκφραση, «ξένος στο Μουσείον» είχε χρησιμοποιήσει σε παλαιότερη μορφή του ποιήματος «Ούτος Εκείνος»), παρόλο που ασκεί το ίδιο επάγγελμα και, σαν εκείνον, ασχολείται με μιαν «ανάλυση αισθημάτων», φαίνεται πολύ κατώτερος από τον Φερνάζη, που κυριεύεται από την «ποιητική ιδέα» και μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες. Ο Καβάφης, που ταυτίζεται κάπως, με πολλή ειρωνεία, με τον Πτολεμαίο, κάνει τον συνομιλητή του βασιλιά εκπρόσωπο μιας αυθαίρετης, ρομαντικής «ιδέας της τέχνης», που είναι ακριβώς το αντίθετο της καβαφικής μεθόδου της ιστορικής ποίησης.
Είναι περιττό να υπογραμμίσουμε πόσα από τα καίρια θέματα της καβαφικής ποίησης διασταυρώνονται στο πολυδιάστατο αυτό ποίημα.
 
Το ποίημά του σχετιζόμενον
με τα αισθήματα που θα επροκάλεσ’ εν Ελλάδι
η εκστρατεία του Αγησιλάου ανέγνωσεν ο ποιητής.
 
Ο ανώνυμος ποιητής της αυλής του Πτολεμαίου Η΄ (182-116 π.Χ.) επιχειρεί να αποδώσει τα συναισθήματα των Ελλήνων, όταν ενημερώθηκαν για την εκστρατεία που ετοίμαζε ο βασιλιάς της Σπάρτης, Αγησίλαος Β΄ (444 – 360 π.Χ.) εναντίον των Περσών. Η εκστρατεία αυτή, ωστόσο, αν και θεωρητικώς θα ωφελούσε όλες τις ελληνικές πόλεις και θα έπρεπε να έχει πανελλήνιο χαρακτήρα, δεν έλαβε παρά ελάχιστη στήριξη, εφόσον αρκετές ελληνικές πόλεις αντιδρούσαν σε μια νέα ενδεχόμενη ενίσχυση της δύναμης και του ρόλου των Σπαρτιατών. Ο Αγησίλαος είχε προσπαθήσει, μάλιστα, να προσδώσει πανελλήνια διάσταση στην πολεμική του αυτή επιχείρηση θυσιάζοντας στην Αυλίδα, όπως παλαιότερα ο Αγαμέμνονας. Εντούτοις, οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι, οι Κορίνθιοι και οι Αργείοι δεν έδειξαν καμία προθυμία να λάβουν μέρος στην εκστρατεία αυτή. Αντιθέτως ξεκίνησαν πόλεμο εναντίον των Σπαρτιατών λίγο μετά την εκκίνηση των επιχειρήσεων του Αγησιλάου, με αποτέλεσμα οι Σπαρτιάτες να αναγκαστούν να τον ανακαλέσουν το 394 π.Χ. πίσω στην Ελλάδα προκειμένου να υπερασπιστεί την πόλη του.
Το 396 π.Χ. ο Αγησίλαος είχε φτάσει στην Έφεσο, κι από το 396 έως το 394 π.Χ., αν και μειονεκτούσε σε ιππικό, επιχείρησε επιδρομές μέχρι τα βάθη της Μ. Ασίας, πολύ προτού επιτύχει κάτι ανάλογο ο Μέγας Αλέξανδρος. Το 395 π.Χ. σημείωσε αποφασιστική νίκη στον Πακτωλό ποταμό, κατατροπώνοντας τις δυνάμεις του Τισσαφέρνη. Η νίκη του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να καταγγελθεί ο Τισσαφέρνης ως προδότης στον Αρταξέρξη και να αντικατασταθεί από τον Τιθραύστη. Ακολούθως, μετά από εξαμηνιαία ανακωχή, ο Αγησίλαος υπέταξε τη Λυδία, τη Φρυγία και διαχείμασε στην πόλη Δασκύλειο, έδρα του σατράπη Φαρναβάζου, τον οποίο εξανάγκασε σε διαπραγματεύσεις. Στον Αγησίλαο, ωστόσο, δεν δόθηκε άλλος χρόνος, εφόσον ο πόλεμος της Σπάρτης με τους συνασπισμένους εχθρούς της, τον ανάγκασε να επιστρέψει πίσω.
 
Παχύτατος, νωθρός ο Πτολεμαίος
Φύσκων, κι απ’ την πολυφαγία νυσταλέος
επαρατήρησε, «Σοφέ, ποιητή
οι στίχοι σου είναι κάπως υπερβολικοί. –
Και τα ρηθέντα για τους Έλληνας ιστορικώς ακροσφαλή».
«Ένδοξε Πτολεμαίε, αυτά είν’ επουσιώδη».
 
Ο Καβάφης παρουσιάζει τον Πτολεμαίο Η΄ με όλα εκείνα του τα χαρακτηριστικά που του διασφάλισαν την επονομασία Φύσκων, δηλαδή, φούσκας ή κοιλαράς. Υπερβολικά παχύς και νωθρός ο Πτολεμαίος, απεχθανόταν το περπάτημα και περνούσε το χρόνο του δοσμένος σε μια ζημιογόνα ακινησία και πολυφαγία. Είχε, ωστόσο, ο Πτολεμαίος ορισμένες φιλολογικές ανησυχίες, οι οποίες τον οδήγησαν στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του.
Στο συγκεκριμένο επεισόδιο ο Πτολεμαίος στέκει κριτικά απέναντι στο έργο του ανώνυμου ποιητή, υπηρετώντας ως ένα βαθμό τις ενστάσεις του ίδιου του Καβάφη. Επισημαίνει, δηλαδή, ο Πτολεμαίος στον ποιητή πως το περιεχόμενο του έργου του έχει στοιχεία υπερβολής, αλλά και ιστορικής ανακρίβειας, καθώς, όπως θα φανεί στη συνέχεια, ο ποιητής παρουσιάζει τους Έλληνες να συγκινούνται από την εκστρατεία του Αγησιλάου και να παρακινούνται από τη φιλοπατρία τους σε πράξεις ηρωισμού. Πρόκειται, ωστόσο, για παραποίηση της ιστορικής πραγματικότητας, εφόσον πλην των Σπαρτιατών ελάχιστοι άλλοι Έλληνες θέλησαν να στηρίξουν την προσπάθεια του Αγησιλάου.
Ο Καβάφης, αν και δεν διστάζει να συνθέτει ιστορικοφανή ποιήματα, στο πλαίσιο των οποίων εκτυλίσσονται πλαστά επεισόδια -όπως το περιεχόμενο του ποιήματος αυτού- που λαμβάνουν μεν μια επίφαση ιστορικότητας, αλλά δεν παύουν να είναι δημιουργήματα του ίδιου, αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη αυστηρότητα τα αμιγώς ιστορικά του ποιήματα, στο πλαίσιο των οποίων ακολουθεί με συνέπεια και προσοχή την ιστορική αλήθεια. Θεωρεί, άρα, ο Καβάφης πως κάθε ποιητική προσπάθεια να αποδοθεί ένα ιστορικό γεγονός ή μια ιστορική κατάσταση, οφείλει να γίνεται με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια, κι όχι με τρόπο που να προδίδει την πραγματικότητα μόνο και μόνο για χάρη της ποιητικής τέχνης. Χρησιμοποιεί, επομένως, υπό μία έννοια, ο Καβάφης τις ιστορικές ανακρίβειες του ανώνυμου ποιητή, προκειμένου να τονίσει πόσο σημαντική θεωρεί την αληθή αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων ακόμη και στο πλαίσιο των ποιητικών έργων.
Η επισήμανση, πάντως, του Πτολεμαίου πως ο ανώνυμης ποιητής δεν σέβεται και δεν ακολουθεί την ιστορική αλήθεια, αντιμετωπίζεται ως κάτι το δευτερεύον από εκείνον, ο οποίος χαρακτηρίζει το ζήτημα αυτό «επουσιώδες». Ελάχιστη σημασία έχει, όπως φαίνεται, για τον αυλικό ποιητή η ιστορική αλήθεια, γεγονός που προκαλεί την αντίδραση του Πτολεμαίου.
 
«Επουσιώδη, πώς; Εκφράζεσαι ρητώς
“Η υπερηφάνεια των Ελλήνων … εξηγέρθη
η αγνή φιλοπατρία… Η ακάθεκτος ορμή
προς τον ηρωισμό εφάνη των Ελλήνων”».
 
Απορεί ο Πτολεμαίος πώς γίνεται να θεωρούνται επουσιώδεις οι έντονα ανακριβείς διατυπώσεις του ποιητή, εφόσον είναι σαφές πως η εκστρατεία του Αγησιλάου δεν προκάλεσε κανένα από τα θετικά συναισθήματα που καταγράφει εκείνος. Μήτε την υπερηφάνεια των Ελλήνων προκάλεσε, μήτε αφύπνισε τη φιλοπατρία τους, μήτε ανέδειξε την ορμή των Ελλήνων προς τον ηρωισμό. Ακριβώς το αντίθετο, μάλιστα, εφόσον οι περισσότεροι Έλληνες όχι μόνο αρνήθηκαν να βοηθήσουν τον Αγησίλαο, αλλά προσπάθησαν κιόλας να εκμεταλλευτούν την απουσία του για να χτυπήσουν τη Σπάρτη.
Ο Παπαρρηγόπουλος στην τελική του κρίση για τον Αγησίλαο, τον θεωρεί θύμα της ανικανότητας των πόλεων της Ελλάδας για κοινή δράση, αναφέροντας τον δεινό αντίκτυπο που θα πρέπει να είχε σ’ αυτόν η απόφαση των Θηβαίων, των Αθηναίων και των Κορινθίων να συμμαχήσουν εναντίον της Σπάρτης:
«Η περιπέτεια αύτη της του Αγησιλάου ζωής είναι βεβαίως μία των θλιβεροτέρων στιγμών της ιστορίας των προπατόρων ημών θλιβερά επί τοσούτον ώστε και σήμερον, μετά παρέλευσιν είκοσιν αιώνων, είναι αδύνατον εκ πρώτης αφετηρίας να μη συμμερισθώμεν την οργήν ην ησθάνθη ο μέγας εκείνος βασιλεύς, ιδών ούτως ανατρεπόμενον υπό εμφύλιων διενέξεων το δαιμόνιον αυτού βούλευμα.»
Ο Καβάφης φαίνεται να συμφωνεί με την άποψη του Παπαρρηγόπουλου και αντιδρά στην προσπάθεια του ανώνυμου ποιητή να αποκρυφθεί ή να παραγνωριστεί η εμφύλια διχόνοια των Ελλήνων που τους απέτρεψε τότε -και πολλές φορές έκτοτε- να επιτύχουν κάτι σπουδαίο από κοινού.  
 
«Ένδοξε Πτολεμαίε οι Έλληνες αυτοί,
είν’ Έλληνες της Τέχνης, συνθηματικοί
υποχρεωμένοι να αισθανθούν ως εγώ».
 
Ο ανώνυμος ποιητής στον καβαφικό αυτό αγώνα λόγων επιχειρεί να δικαιολογήσει την επιλογή του να απομακρυνθεί τόσο πολύ από την ιστορική αλήθεια, αναφέροντας πως οι Έλληνες του ποιήματός του δεν είναι οι πραγματικοί Έλληνες, αλλά δημιουργήματα της Τέχνης και κατ’ επέκταση σύμβολα («συνθηματικοί») του ήθους εκείνου που θα όφειλε να χαρακτηρίζει τον ελληνισμό. Οι Έλληνες του ποιήματος είναι «υποχρεωμένοι», όπως αναφέρει ο ανώνυμος ποιητής, να αισθανθούν όπως κι εκείνος υποτάσσονται, δηλαδή, ως δικά του δημιουργήματα, στη δική του βούληση και αντίληψη. Την υπερηφάνεια και τη φιλοπατρία που αισθάνεται ο ίδιος ως Έλληνας οφείλουν να αισθανθούν και οι Έλληνες του ποιήματός του, καθώς ένα ιστορικό γεγονός, όπως αυτό της εκστρατείας του Αγησιλάου, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.
 
Εσκανδαλίσθη ο Πτολεμαίος κι απεφάνθη
«Οι Αλεξανδρινοί είν’ ανιάτως ελαφροί».
 
Η απάντηση, ωστόσο, του ανώνυμου ποιητή, διόλου δεν ικανοποιεί τον Πτολεμαίο, ο οποίος ενοχλείται έντονα από τη σκέψη πως στο πλαίσιο της Τέχνης γίνεται αποδεκτή μια τόσο ακραία παραποίηση της αλήθειας. Καταλήγει, έτσι, ο Πτολεμαίος στο συμπέρασμα πως οι Αλεξανδρινοί είναι αθεράπευτα ανόητοι («ελαφροί»), αφού δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τη βαρύτητα της ιστορικής αλήθειας και τη ζημία που προκαλείται από την αλλοίωση ή/και ωραιοποίησή της.
 
Ο ποιητής: «Ένδοξε Πτολεμαίε
των Αλεξανδρινών ο Πρώτος είσαι συ».
 
Ο ανώνυμος ποιητής δεν μοιάζει να πτοείται από την κατηγορία πως είναι ελαφρόμυαλος και με θράσος ή έντονα δουλική διάθεση -η δήλωσή του γίνεται αντιληπτή με διττό τρόπο- υπενθυμίζει στον Πτολεμαίο πως ο Πρώτος των Αλεξανδρινών είναι εκείνος ως ηγέτης τους.
Η απάντηση αυτή του ανώνυμου ποιητή, πέρα από το γεγονός ότι θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσβολή από τον Πτολεμαίο, φέρνει στην επιφάνεια καθαρότερα το ζήτημα της πολυδιάστατης ελληνικής ταυτότητας, η οποία διατρέχει το σύνολο του ποιήματος και αποτελεί βασική θεματική της καβαφικής ποίησης. Υπάρχουν, έτσι, οι Έλληνες της εποχής του Αγησιλάου, οι οποίοι, αν κι έχουν συνείδηση πως ανήκουν σ’ ένα κοινό έθνος, δεν κατανοούν ακόμη πόσο ωφέλιμη θα ήταν η συνεργασία μεταξύ τους και διατηρούν τη διάσπασή τους σε πόλεις-κράτη. Υπάρχουν οι Αλεξανδρινοί Έλληνες -γέννημα της πανελλήνιας ταυτότητας που προσέφερε ή επέβαλε ο Αλέξανδρος-, οι οποίοι κατανοούν πληρέστερα την οικουμενική διάσταση του ελληνισμού, όπως και τη δύναμη που μπορεί να αποκτήσει το ελληνικό έθνος εργαζόμενο με ομόνοια και κοινή βούληση. Υπάρχουν, τέλος, και οι Μακεδόνες, στους οποίους εντάσσει τον εαυτό του ο Πτολεμαίος, οι οποίοι, αν και ξεκίνησαν από τη βάση της πόλης-κράτους διείδαν τις δυνατότητες του ενιαίου ελληνισμού και εργάστηκαν προς την κατεύθυνση της συνένωσης των Ελλήνων, με θαυμαστά αποτελέσματα, όπως απέδειξε η δράση του Αλεξάνδρου.
 
«Μέχρι τινός» υπέλαβεν ο Πτολεμαίος «μέχρι τινός».
Είμαι και Μακεδών το γένος αμιγής τελείως. –
Α μέγα έθνος μακεδονικόν, σοφέ ποιητή,
πλήρες και δράσεως και σωφροσύνης!»
 
Η υπενθύμιση του ποιητή πως ο Πτολεμαίος είναι ο Πρώτος των Αλεξανδρινών, τον ωθεί σε μια αντίδραση που τονίζει εκ νέου τη διάσπαση της ελληνικής ταυτότητας. Αποδέχεται, βέβαια, πως είναι ο Πρώτος των Αλεξανδρινών, αλλά επισημαίνει εμφατικά πως αυτό συμβαίνει μέχρι ενός σημείου, διότι εκτός από Αλεξανδρινός είναι παράλληλα και καθαρός Μακεδόνας ως προς το γένος του. Η διάκριση μεταξύ Αλεξανδρινών -επιγόνων του Αλεξάνδρου- και Μακεδόνων -συγγενών του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου-, ακόμη κι αν δεν μοιάζει σημαντική είναι στην πραγματικότητα αρκετά ουσιώδης, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πτολεμαίος. Οι Αλεξανδρινοί είναι οι Έλληνες μιας νέας εποχής, εφόσον ό,τι κυριαρχεί σε αυτούς είναι η οικουμενική φύση του ελληνισμού και η ικανότητά του να υιοθετεί, να προσαρμόζει και να ανασυνθέτει ποικίλα στοιχεία αντλημένα όχι μόνο από τον ελληνικό χώρο και πολιτισμό, αλλά και από τους νέους χώρους στους οποίους κινείται και ριζώνει. Οι Αλεξανδρινοί είναι, έτσι, δημιουργήματα της πανελλήνιας και πανεθνικής πολιτικής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Μακεδόνες από την άλλη είναι το ελληνικό έθνος που γέννησε τον Αλέξανδρο, αλλά όχι το ελληνικό έθνος που δημιουργήθηκε από αυτόν. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Πτολεμαίος Η΄, ο οποίος αντλεί την καταγωγή του από τον Πτολεμαίο Α΄, στρατηγό και παιδικό φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θεωρεί τον εαυτό του ισότιμο με τον Αλέξανδρο και αμιγή απόγονο του μακεδονικού έθνους. Θεωρεί, κατ’ επέκταση, -κι εδώ προκύπτει η καβαφική ειρωνεία εις βάρος του- πως εκπροσωπεί και όλες εκείνες τις αρετές που επέτρεψαν στους Έλληνες της Μακεδονίας να γίνουν κυρίαρχο έθνος, όπως είναι η αρμονική συνύπαρξη της ακάματης δράσης με τη σωφροσύνη που οδηγούν σε εκπληκτικά επιτεύγματα αποτρέποντας παράλληλα από επιζήμιες ακρότητες.
 
Κι απ’ την πολυσαρκίαν βαρύς ως λίθος,
κι απ’ την πολυφαγίαν υπναλέος
ο Μακεδών ο ακραιφνέστατος
μόλις κρατούσεν ανοικτά τα μάτια του.
 
Ο Πτολεμαίος Η΄, ωστόσο, απέχει πια πολύ από τον Μακεδόνα απόγονό του κι από τη στρατιωτική ευφυΐα, τη σύνεση και την αποτελεσματικότητα εκείνου. Ο Πτολεμαίος Η΄ είναι πια υπερβολικά δοσμένος στην τρυφή και τη νωθρότητα, για να θεωρεί τον εαυτό του γνησιότατο («ακραιφνέστατο») Μακεδόνα. Πολύ περισσότερο, ο Πτολεμαίος Η΄, όπως επισημαίνεται και στον τίτλο του ποιήματος, έλαβε το προσωνύμιο Κακεργέτης, ακριβώς γιατί δεν διαθέτει καμία από τις μακεδονικές αρετές για τις οποίες επαίρεται. Βίαιος, ακραίος και διχαστικός, ο Πτολεμαίος Η΄ ζημιώνει το όνομα των Μακεδόνων, δεν το τιμά. Εύλογη, έτσι, η άκρως ειρωνική στάση που τηρεί ο Καβάφης απέναντί του, παρομοιάζοντάς με βαριά πέτρα εξαιτίας της πολυσαρκίας του.
Αν και ο Πτολεμαίος Η΄ θα ήθελε να θεωρείται γνήσιος Μακεδόνας, στην πραγματικότητα είναι ένας παρηκμασμένος ηγέτης, χωρίς ίχνος εγκράτειας και αυτοσεβασμού, ο οποίος μόνο στα λόγια μπορεί να αποδίδει στον εαυτό του υποτιθέμενες αρετές. Ο «γνησιότατος» αυτός Μακεδόνας, μόλις και μετά βίας κρατά τα μάτια του ανοιχτά, αφού έχοντας φάει -όπως το συνήθιζε- πάρα πολύ, είναι βαρύς και νυσταγμένος.
 
Πτολεμαίος Η΄
Βασιλιάς της Αιγύπτου, ο οποίος στην προσπάθειά του να αναρριχηθεί στον θρόνο δίχασε την Αίγυπτο, έγινε υποχείριο της Ρώμης και ενθάρρυνε τη ρωμαϊκή παρέμβαση στα αιγυπτιακά πράγματα.
Ο Πτολεμαίος Η΄ κυβέρνησε μαζί με τον αδελφό του Πτολεμαίο ΣΤ΄ Φιλομήτορα από το 170 έως το 164 π.Χ. και μόνος του κατά το επόμενο έτος. Κατά τα έτη 163-145 π.Χ. διετέλεσε βασιλιάς της Κυρηναϊκής και μοναδικός ηγεμόνας της Αιγύπτου από το 145 έως τον θάνατό του, το 116 π.Χ. (με την εξαίρεση μιας σύντομης περιόδου εξορίας από το 131 έως το 129 π.Χ.). Οι συνεχείς διαμάχες του με τη βασίλισσα Κλεοπάτρα Β΄ επέφεραν εμφύλιο πόλεμο και οικονομική κατάρρευση στην Αίγυπτο. Κατά το τέλος της βασιλείας του (118 π.Χ.) θεσμοθέτησε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις σε μια προσπάθεια να ορθοποδήσει η χώρα.
Γύρω στο 117 π.Χ. οργάνωσε θαλάσσια εκστρατεία, κατά την οποία για πρώτη φορά έφθασαν πλοία στην Ινδία μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού, εγκαινιάζοντας έτσι το εμπόριο των μπαχαρικών.

Η άνοδος του Πτολεμαίου Η΄ στην εξουσία
Ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ Φιλομήτωρ, πριν εκστρατεύσει στη Συρία, είχε φροντίσει για την ομαλή διαδοχή του ανακηρύσσοντας συμβασιλέα τον δεκαεπταετή νεότερο γιο του Πτολεμαίο Ζ΄ νέο Φιλοπάτορα, καθώς ο πρεσβύτερος γιος του Πτολεμαίος Ευπάτωρ, είχε ήδη πεθάνει. Ουσιαστικά όμως κατά την απουσία του την εξουσία ασκούσε η αδελφή και σύζυγός του Κλεοπάτρα Β΄. Ωστόσο, μόλις έγινε γνωστός ο θάνατος του βασιλέως, οι Αλεξανδρείς έσπευσαν να καλέσουν τον Πτολεμαίο Φύσκωνα από την Κυρήνη, ο οποίος, αφού κατέλαβε την Κύπρο, αποβιβάστηκε με ισχυρές μισθοφορικές δυνάμεις στο Πηλούσιο και πέτυχε να γίνει κύριος των βασιλικών δυνάμεων που επέστρεφαν από τη Συρία (145 π.Χ.). Μάταια η Κλεοπάτρα, που είχε την υποστήριξη των Ελλήνων λογίων και της ιουδαϊκής κοινότητας, επιχείρησε να αντισταθεί. Οι Ιουδαίοι στρατηγοί της Ονίας και Δοσίθεος εγκατέλειψαν τελικά την προσπάθεια να καταλάβουν την Αλεξάνδρεια και με τη μεσολάβηση πιθανότατα του Ρωμαίου απεσταλμένου Λευκίου Μινουκίου Θέρμου η Κλεοπάτρα υποχρεώθηκε να συμβιβαστεί με τον αδελφό της. Κατά τη συμφωνία ο Φύσκων θα νυμφευόταν την Κλεοπάτρα και θα συμβασίλευε με τον νεαρό ανιψιό του.
Η συμβασιλεία του Φύσκωνος -που επιδιώκοντας να συνδεθεί με τον μεγάλο προκάτοχό του Πτολεμαίο Γ΄ ονομάστηκε Ευεργέτης Β΄ και αργότερα (132 π.Χ.) Τρύφων- και του νέου Φιλοπάτορος δεν διήρκησε πολύ. Την ημέρα των γάμων του με την Κλεοπάτρα ο Φύσκων δολοφόνησε τον νεαρό ανιψιό του και στη συνέχεια, παρά τη γενική αμνηστία που είχε εξαγγελθεί κατά την άφιξή του στην Αίγυπτο, επιδόθηκε στη συστηματική δίωξη των οπαδών της Κλεοπάτρας, καταφέροντας όμως έτσι σοβαρότατο πλήγμα στην πνευματική ηγεσία της Αλεξάνδρειας. Η γέννηση το επόμενο έτος (144 π.Χ.) γιου από την Κλεοπάτρα, του Πτολεμαίου, ο οποίος μετονομάστηκε Μεμφίτης, επειδή ο τοκετός συνέπεσε με τη στέψη του πατέρα του Φύσκωνος κατά το αιγυπτιακό έθιμο στη Μέμφι, δεν συνέσφιξε τον δεσμό μεταξύ των συζύγων. Αντίθετα, οι μεταξύ τους σχέσεις δεν άργησαν να επιδεινωθούν, όταν το 142 π.Χ. ο Φύσκων βίασε και στη συνέχεια νυμφεύθηκε την ανιψιά του Κλεοπάτρα Γ΄, θυγατέρα του Φιλομήτορος και της αδελφής και συζύγου του. Η πρωτοφανής αυτή για την ελληνιστική εποχή συμβασιλεία της «Κλεοπάτρας της αδελφής» και «Κλεοπάτρας της γυναικός», όπως αποκαλούνται από τα επίσημα έγγραφα μητέρα και κόρη, δεν ήταν δυνατό να διαρκέσει πολύ. Ήδη το 142 π.Χ. η Κλεοπάτρα Β΄ παραμερίσθηκε και μόνοι βασιλείς παρέμειναν οι «θεοί Ευεργέται» Πτολεμαίος Φύσκων και Κλεοπάτρα Γ΄.
 
Απόπειρα εκθρόνισης του Πτολεμαίου Η΄
Η θέση του Φύσκωνος δεν ήταν ωστόσο ασφαλής. Η αυθαιρεσία και η ωμότητα της διακυβέρνησής του, που υπήρξαν αιτία να του δοθεί, εκτός από την ήδη μειωτική επωνυμία του Φύσκωνος, και εκείνη του «Κακεργέτη», τον αποξένωσαν όχι μόνο από τους Ιουδαίους, τους ανθρώπους των γραμμάτων και τα πλήθη των Αλεξανδρέων που εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την Κλεοπάτρα Β΄, αλλά και από τους ανώτατους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους της αυλής του. Ένας από αυτούς, ο Γαλαίστης, γιος του τέως βασιλέως των Αθαμάνων Αμυνάνδρου και επικεφαλής των δυνάμεων του Πτολεμαίου ΣΤ΄ Φιλομήτορος κατά τη συριακή εκστρατεία του, κατέφυγε στην Ελλάδα, όπου έγινε πόλος έλξης όλων των δυσαρεστημένων εναντίον του Φύσκωνος. Για να ενισχύσει τη θέση του προέβαλλε με έμφαση τον ισχυρισμό ότι σ’ αυτόν είχε δοθεί εμπιστευτικά από τον Φιλομήτορα η επιτροπεία ενός παιδιού του από την Κλεοπάτρα για να το αναθρέψει και να του παραδώσει τη βασιλεία. Το 140/139 π.Χ. ο Γαλαίστης με τη βοήθεια πολλών εξόριστων επιχείρησε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του και να ανατρέψει τον Φύσκωνα, τον οποίο ακόμη και οι μισθοφόροι του, που αποτελούσαν το τελευταίο στήριγμα της εξουσίας του, ετοιμάζονταν ήδη να εγκαταλείψουν. Μόνο χάρη στην ετοιμότητα και στη γενναιοδωρία του στρατηγού του Ιέρακος, που προθυμοποιήθηκε να πληρώσει με δικά του χρήματα τους οφειλόμενους στους στρατιώτες μισθούς, κατόρθωσε ο Φύσκων να αποτρέψει τον κίνδυνο και να διατηρήσει την αρχή του. Ωστόσο για να μειώσει την εναντίον του δυσαρέσκεια και για να διαιρέσει τους αντιπάλους του έσπευσε να συμφιλιωθεί με την Κλεοπάτρα Β΄, η οποία από το 139 π.Χ. εμφανίζεται και πάλι ως συμβασίλισσα.
Για τα αμέσως επόμενα έτη της βασιλείας του Φύσκωνος δεν διασώζονται μαρτυρίες από Έλληνες ιστοριογράφους. Αιγυπτιακά όμως ευρήματα μας πληροφορούν ότι η αναταραχή μεταξύ του ιθαγενούς πληθυσμού αποτελούσε ενδημική κατάσταση που περιόριζε σημαντικά τον έλεγχο και τα έσοδα της κεντρικής εξουσίας. Ο διορισμός μάλιστα το 135 π.Χ. του στρατηγού Βοήθου ως επιστρατήγου, υπό τις διαταγές του οποίου τάχθηκαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, αποτελεί αναμφίβολο τεκμήριο για την ανασφάλεια της πτολεμαϊκής κυριαρχίας στην Άνω Αίγυπτο.
 
Νέα σύγκρουση μεταξύ Πτολεμαίου Η΄ και Κλεοπάτρας Β΄ (132-129 π.Χ.)
Η αντιζηλία μεταξύ των δύο βασιλισσών δεν άργησε να οδηγήσει σε νέα ρήξη. Το 132/131 π.Χ. οι Αλεξανδρείς με την υποκίνηση της Κλεοπάτρας Β΄ πιθανότατα, επαναστάτησαν, πυρπόλησαν τα ανάκτορα και υποχρέωσαν τον Φύσκωνα και την Κλεοπάτρα Γ΄ να ζητήσουν καταφύγιο στην Κύπρο. Η πρόθεση της Κλεοπάτρας Β΄ ήταν προφανώς να συμβασιλεύσει με τον γιο της Πτολεμαίο Μεμφίτη. Ο Φύσκων ωστόσο δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τον αγώνα. Συγκέντρωσε ισχυρές μισθοφορικές δυνάμεις και για να ματαιώσει την πραγματοποίηση των σχεδίων της αδερφής του απήγαγε τον Μεμφίτη από την Κυρήνη όπου βρισκόταν και τον έφερε στην Κύπρο. Η Κλεοπάτρα Β΄, όμως, πράγμα πρωτοφανές στην ελληνιστική εποχή, δεν δίστασε να ανακηρυχθεί μόνη βασίλισσα, χωρίς άρρενα συμβασιλέα. Για να υπογραμμίσει μάλιστα την οριστική ρήξη με τον Φύσκωνα, του οποίου τους ανδριάντες κατέστρεψαν μαινόμενα πλήθη Αλεξανδρέων, αντικατέστησε την κοινή με τον αδελφό της προσωνυμία της Ευεργέτιδος με εκείνη της Φιλομήτορος Σωτείρας. Η αντίδραση του Φύσκωνα υπήρξε συνεπής με τον χαρακτήρα του και το παρελθόν του. Δολοφόνησε τον δωδεκαετή γιο τους Πτολεμαίο Μεμφίτη και απέστειλε στην Κλεοπάτρα τα ακρωτηριασμένη μέλη του την ημέρα των γενεθλίων της (131 π.Χ.).
Ο αμείλικτος αγώνας μεταξύ των δύο αδελφών έλαβε σύντομα τη μορφή εμφυλίου πολέμου που παρέσυρε στη δίνη του όλον τον πληθυσμό του βασιλείου. Η Κλεοπάτρα Β΄ είχε την υποστήριξη των Αλεξανδρέων, των Ιουδαίων, καθώς και διαφόρων Ελλήνων κατοίκων της υπαίθρου, αλλά ο Φύσκων που ήλεγχε ήδη την Κύπρο και την Κυρηναϊκή, καθώς φαίνεται, δεν δίστασε να προσεταιρισθεί το ιθαγενές στοιχείο της Αιγύπτου, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τις ίδιες τις βάσεις της ελληνικής κυριαρχίας στη χώρα. Ύστερα από δύο χρόνια αγώνων, πάντως, το 129 π.Χ., ο Φύσκων κατόρθωσε να επιβληθεί στην ύπαιθρο της Άνω Αιγύπτου κυρίως, και να περιορίσει στην Αλεξάνδρεια την Κλεοπάτρα Β΄, η οποία για να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό επικαλέστηκε τη βοήθεια του γαμπρού της (συζύγου της κόρης της Κλεοπάτρας Θεάς) Σελευκίδη βασιλέως Δημητρίου Β΄.
 
Επιστροφή του Δημητρίου Β΄ και συμμαχία του με την Κλεοπάτρα Β΄ (129-128 π.Χ.)
Ο Δημήτριος Β΄ είχε σταλεί από τον βασιλέα των Πάρθων Φραάτη Β΄ στη Συρία για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στον Αντίοχο Ζ΄ και να τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει την παρθική εκστρατεία. Όταν μετά τη συντριβή του Αντιόχου ο Φραάτης, κρίνοντας άσκοπη πια και μάλιστα επικίνδυνη την αποστολή του Δημητρίου, επιχείρησε να τον συλλάβει, ήταν ήδη αργά και ο Σελευκίδης βασιλιάς κατόρθωσε να ανακτήσει τον θρόνο των πατέρων του.
Η αίτηση της Κλεοπάτρας Β΄ για βοήθεια, που συνοδευόταν και από την προσφορά του πτολεμαϊκού θρόνου, φάνηκε στον Δημήτριο εύκολη διέξοδος από το χάος του βασιλείου του και χωρίς να υπολογίζει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες του εγχειρήματος προτίμησε, αντί να επιδοθεί στην απαραίτητη εσωτερική ανασυγκρότηση του κράτους του, να εκστρατεύσει εναντίον της Αιγύπτου. Στο Πηλούσιο όμως αποκρούστηκε από τις δυνάμεις του Φύσκωνος και γρήγορα υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη Συρία, καθώς αντιμετώπιζε στάσεις των στρατιωτών του και αναταραχή στην ίδια την πρωτεύουσά του. Η Κλεοπάτρα Β΄, όταν έχασε κάθε ελπίδα ενίσχυσης από τον γαμπρό της, κατέφυγε με τους βασιλικούς θησαυρούς στην Αντιόχεια. Οι Αλεξανδρείς, ωστόσο, αντιστάθηκαν επί ένα ακόμη έτος και δεν άνοιξαν τις πύλες της πόλεώς τους στον Φύσκωνα παρά τον χειμώνα του 127/126 π.Χ. πιθανότατα. Τα αντίποινα που επιφύλαξε ο Πτολεμαίος Η΄ στους κατοίκους της πρωτεύουσάς του συνεχίστηκαν επί δύο χρόνια και ξεπέρασαν σε ωμότητα τα προηγούμενά του εγκλήματα. Η μανία του στράφηκε ιδίως εναντίον των Ελλήνων και των κέντρων της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής τους δραστηριότητας. Ο Φύσκων καταφέροντας και νέο πλήγμα στην πνευματική ακτινοβολία του Ελληνισμού της Αιγύπτου επέβαλε με βασιλικό διάταγμα τη διάλυση όλων των «πολιτευμάτων», «γυμνασίων» και άλλων ελληνικών συλλόγων της Αλεξάνδρειας, καθώς και τη δήμευση των περιουσιών τους.
 
Τα τελευταία έτη της βασιλείας του Πτολεμαίου Η΄ (124-116 π.Χ.)
Η συμφιλίωση του Πτολεμαίου Η΄ και της Κλεοπάτρας Γ΄ με την Κλεοπάτρα Β΄ επισφραγίστηκε με τη μεταθανάτια αποκατάσταση στη δυναστική λατρεία των αθώων θυμάτων του Φύσκωνος, του Πτολεμαίου Ζ΄ νέου Φιλοπάτορος και του Πτολεμαίου Μεμφίτου. Ωστόσο η επαναφορά της τριπλής συμβασιλείας δεν αρκούσε για να αποκαταστήσει την τάξη και τη γαλήνη που είχε σοβαρά διασαλευτεί κατά την εποχή της «ταραχής».
Το 118 π.Χ. με απόφαση των τριών συμβασιλέων παραχωρήθηκε αμνηστία για όλα τα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί ως τότε, εκτός από τις δολοφονίες και τις συλήσεις ιερών, δόθηκε απαλλαγή των οφειλόμενων φόρων και οι βασιλικοί λαοί που είχαν εγκαταλείψει την καλλιέργεια της βασιλικής γης κλήθηκαν να επιστρέψουν στις εργασίες τους. Οι εκχωρήσεις βασιλικών γαιών, η επέκταση του δικαιώματος ασυλίας καθώς και η αύξηση της κρατικής ενίσχυσης προς τα ιερά αποτελούσαν παραχωρήσεις προς τους ιθαγενείς οπαδούς του Φύσκωνος, μαχίμους και ιδίως ιερείς, που αντιστάθμιζαν με το παραπάνω την αναγνώριση των δωρεών και των προνομίων που είχαν δοθεί από την Κλεοπάτρα στους Έλληνες στρατιώτες, εμπόρους και κληρούχους υποστηρικτές της.
Ο Πτολεμαίος Η΄ πέθανε τον Ιούνιο του 116 π.Χ. σε ηλικία 65 περίπου ετών, αφού επί 55 σχεδόν χρόνια κυβέρνησε άλλοτε τμήμα και άλλοτε το σύνολο του πτολεμαϊκού βασιλείου. Μολονότι κατά την περίοδο της βασιλείας του οι εδαφικές απώλειες που υπέστη το κράτος ήταν μικρές (το 145 π.Χ. περίπου οι δυνάμεις του εγκατέλειψαν τις τελευταίες πολεμικές κτήσεις του Αιγαίου, Ίτανο και πιθανότατα Θήρα και Μέθανα – Αρσινόη), οι δυναστικές έριδες, για τις οποίες έφερε βαρύτατες ευθύνες ο ίδιος, εξάντλησαν τόσο πολύ το άλλοτε πλούσιο και ισχυρό πτολεμαϊκό βασίλειο, ώστε το τέλος της ελληνικής κυριαρχίας ήταν πια μόνο ζήτημα χρόνου.

[Τα ιστορικά στοιχεία έχουν αντληθεί από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών] 

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...