Fernando Coelho
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιάνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πιάνω, πιάνεις, πιάνει, πιάνουμε, πιάνετε, πιάνουν (ή πιάνουνε)
Υποτακτική
να πιάνω, να πιάνεις, να πιάνει, να πιάνουμε, να πιάνετε, να πιάνουν (ή να πιάνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πιάνε – β΄ πληθυντικό: πιάνετε
Μετοχή
πιάνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έπιανα, έπιανες, έπιανε, πιάναμε, πιάνατε, έπιαναν (ή πιάνανε)
Αόριστος
Οριστική
έπιασα, έπιασες, έπιασε, πιάσαμε, πιάσατε, έπιασαν (ή πιάσανε)
Υποτακτική
να πιάσω, να πιάσεις, να πιάσει, να πιάσουμε, να πιάσετε, να πιάσουν (ή να πιάσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πιάσε – β΄ πληθυντικό: πιάστε (ή πιάσατε)
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα πιάνω, θα πιάνεις, θα πιάνει, θα πιάνουμε, θα πιάνετε, θα πιάνουν (ή θα πιάνουνε)
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα πιάσω, θα πιάσεις, θα πιάσει, θα πιάσουμε, θα πιάσετε, θα πιάσουν (ή θα πιάσουνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πιάσει, θα έχεις πιάσει, θα έχει πιάσει, θα έχουμε πιάσει, θα έχετε πιάσει, θα έχουν πιάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πιάσει, έχεις πιάσει, έχει πιάσει, έχουμε πιάσει, έχετε πιάσει, έχουν πιάσει
Υποτακτική
να έχω πιάσει, να έχεις πιάσει, να έχει πιάσει, να έχουμε πιάσει, να έχετε πιάσει, να έχουν πιάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πιάσει, είχες πιάσει, είχε πιάσει, είχαμε πιάσει, είχατε πιάσει, είχαν(ε) πιάσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πιάνομαι, πιάνεσαι, πιάνεται, πιανόμαστε, πιάνεστε, πιάνονται
Υποτακτική
να πιάνομαι, να πιάνεσαι, να πιάνεται, να πιανόμαστε, να πιάνεστε, να πιάνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: (πιάνεστε)
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
πιανόμουν, πιανόσουν, πιανόταν, πιανόμαστε ή πιανόμασταν, πιανόσαστε ή πιανόσασταν, πιάνονταν ή πιανόντουσαν
(&
πιανόμουνα, πιανόσουνα, πιανότανε)
Αόριστος
Οριστική
πιάστηκα, πιάστηκες, πιάστηκε, πιαστήκαμε, πιαστήκατε, πιάστηκαν (ή πιαστήκανε)
Υποτακτική
να πιαστώ, να πιαστείς, να πιαστεί, να πιαστούμε, να πιαστείτε, να πιαστούν (ή να πιαστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: πιάσου β΄ πληθυντικό: πιαστείτε
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα πιάνομαι, θα πιάνεσαι, θα πιάνεται, θα πιανόμαστε, θα πιάνεστε, θα πιάνονται
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα πιαστώ, θα πιαστείς, θα πιαστεί, θα πιαστούμε, θα πιαστείτε, θα πιαστούν (ή θα πιαστούνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πιαστεί, θα έχεις πιαστεί, θα έχει πιαστεί, θα έχουμε πιαστεί, θα έχετε πιαστεί, θα έχουν πιαστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πιαστεί, έχεις πιαστεί, έχει πιαστεί, έχουμε πιαστεί, έχετε πιαστεί, έχουν πιαστεί
Υποτακτική
να έχω πιαστεί, να έχεις πιαστεί, να έχει πιαστεί, να έχουμε πιαστεί, να έχετε πιαστεί, να έχουν πιαστεί
Μετοχή
πιασμένος, πιασμένη, πιασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πιαστεί, είχες πιαστεί, είχε πιαστεί, είχαμε πιαστεί, είχατε πιαστεί, είχαν(ε) πιαστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιάνω»
Οριστική
πιάνω, πιάνεις, πιάνει, πιάνουμε, πιάνετε, πιάνουν (ή πιάνουνε)
να πιάνω, να πιάνεις, να πιάνει, να πιάνουμε, να πιάνετε, να πιάνουν (ή να πιάνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πιάνε – β΄ πληθυντικό: πιάνετε
Μετοχή
πιάνοντας
Οριστική
έπιανα, έπιανες, έπιανε, πιάναμε, πιάνατε, έπιαναν (ή πιάνανε)
Οριστική
έπιασα, έπιασες, έπιασε, πιάσαμε, πιάσατε, έπιασαν (ή πιάσανε)
να πιάσω, να πιάσεις, να πιάσει, να πιάσουμε, να πιάσετε, να πιάσουν (ή να πιάσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πιάσε – β΄ πληθυντικό: πιάστε (ή πιάσατε)
Οριστική
θα πιάνω, θα πιάνεις, θα πιάνει, θα πιάνουμε, θα πιάνετε, θα πιάνουν (ή θα πιάνουνε)
Οριστική
θα πιάσω, θα πιάσεις, θα πιάσει, θα πιάσουμε, θα πιάσετε, θα πιάσουν (ή θα πιάσουνε)
Οριστική
θα έχω πιάσει, θα έχεις πιάσει, θα έχει πιάσει, θα έχουμε πιάσει, θα έχετε πιάσει, θα έχουν πιάσει
Οριστική
έχω πιάσει, έχεις πιάσει, έχει πιάσει, έχουμε πιάσει, έχετε πιάσει, έχουν πιάσει
να έχω πιάσει, να έχεις πιάσει, να έχει πιάσει, να έχουμε πιάσει, να έχετε πιάσει, να έχουν πιάσει
Οριστική
είχα πιάσει, είχες πιάσει, είχε πιάσει, είχαμε πιάσει, είχατε πιάσει, είχαν(ε) πιάσει
Οριστική
πιάνομαι, πιάνεσαι, πιάνεται, πιανόμαστε, πιάνεστε, πιάνονται
να πιάνομαι, να πιάνεσαι, να πιάνεται, να πιανόμαστε, να πιάνεστε, να πιάνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: (πιάνεστε)
Μετοχή
---
Οριστική
πιανόμουν, πιανόσουν, πιανόταν, πιανόμαστε ή πιανόμασταν, πιανόσαστε ή πιανόσασταν, πιάνονταν ή πιανόντουσαν
Οριστική
πιάστηκα, πιάστηκες, πιάστηκε, πιαστήκαμε, πιαστήκατε, πιάστηκαν (ή πιαστήκανε)
να πιαστώ, να πιαστείς, να πιαστεί, να πιαστούμε, να πιαστείτε, να πιαστούν (ή να πιαστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: πιάσου β΄ πληθυντικό: πιαστείτε
Οριστική
θα πιάνομαι, θα πιάνεσαι, θα πιάνεται, θα πιανόμαστε, θα πιάνεστε, θα πιάνονται
Οριστική
θα πιαστώ, θα πιαστείς, θα πιαστεί, θα πιαστούμε, θα πιαστείτε, θα πιαστούν (ή θα πιαστούνε)
Οριστική
θα έχω πιαστεί, θα έχεις πιαστεί, θα έχει πιαστεί, θα έχουμε πιαστεί, θα έχετε πιαστεί, θα έχουν πιαστεί
Οριστική
έχω πιαστεί, έχεις πιαστεί, έχει πιαστεί, έχουμε πιαστεί, έχετε πιαστεί, έχουν πιαστεί
να έχω πιαστεί, να έχεις πιαστεί, να έχει πιαστεί, να έχουμε πιαστεί, να έχετε πιαστεί, να έχουν πιαστεί
Μετοχή
πιασμένος, πιασμένη, πιασμένο
Οριστική
είχα πιαστεί, είχες πιαστεί, είχε πιαστεί, είχαμε πιαστεί, είχατε πιαστεί, είχαν(ε) πιαστεί