Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιάνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Fernando Coelho
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιάνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιάνω, πιάνεις, πιάνει, πιάνουμε, πιάνετε, πιάνουν (ή πιάνουνε)
Υποτακτική
να πιάνω, να πιάνεις, να πιάνει, να πιάνουμε, να πιάνετε, να πιάνουν (ή να πιάνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πιάνε – β΄ πληθυντικό: πιάνετε
Μετοχή
πιάνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έπιανα, έπιανες, έπιανε, πιάναμε, πιάνατε, έπιαναν (ή πιάνανε)  
 
Αόριστος
Οριστική
έπιασα, έπιασες, έπιασε, πιάσαμε, πιάσατε, έπιασαν (ή πιάσανε)
Υποτακτική
να πιάσω, να πιάσεις, να πιάσει, να πιάσουμε, να πιάσετε, να πιάσουν (ή να πιάσουνε)   
Προστακτική
β΄ ενικό: πιάσε – β΄ πληθυντικό: πιάστε (ή πιάσατε)  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιάνω, θα πιάνεις, θα πιάνει, θα πιάνουμε, θα πιάνετε, θα πιάνουν (ή θα πιάνουνε)  
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιάσω, θα πιάσεις, θα πιάσει, θα πιάσουμε, θα πιάσετε, θα πιάσουν (ή θα πιάσουνε)   
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πιάσει, θα έχεις πιάσει, θα έχει πιάσει, θα έχουμε πιάσει, θα έχετε πιάσει, θα έχουν πιάσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πιάσει, έχεις πιάσει, έχει πιάσει, έχουμε πιάσει, έχετε πιάσει, έχουν πιάσει
Υποτακτική
να έχω πιάσει, να έχεις πιάσει, να έχει πιάσει, να έχουμε πιάσει, να έχετε πιάσει, να έχουν πιάσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πιάσει, είχες πιάσει, είχε πιάσει, είχαμε πιάσει, είχατε πιάσει, είχαν(ε) πιάσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιάνομαι, πιάνεσαι, πιάνεται, πιανόμαστε, πιάνεστε, πιάνονται 
Υποτακτική
να πιάνομαι, να πιάνεσαι, να πιάνεται, να πιανόμαστε, να πιάνεστε, να πιάνονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: (πιάνεστε)
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
πιανόμουν, πιανόσουν, πιανόταν, πιανόμαστε ή πιανόμασταν, πιανόσαστε ή πιανόσασταν, πιάνονταν ή πιανόντουσαν  
(& πιανόμουνα, πιανόσουνα, πιανότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
πιάστηκα, πιάστηκες, πιάστηκε, πιαστήκαμε, πιαστήκατε, πιάστηκαν (ή πιαστήκανε)  
Υποτακτική
να πιαστώ, να πιαστείς, να πιαστεί, να πιαστούμε, να πιαστείτε, να πιαστούν (ή να πιαστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: πιάσου β΄ πληθυντικό: πιαστείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιάνομαι, θα πιάνεσαι, θα πιάνεται, θα πιανόμαστε, θα πιάνεστε, θα πιάνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πιαστώ, θα πιαστείς, θα πιαστεί, θα πιαστούμε, θα πιαστείτε, θα πιαστούν (ή θα πιαστούνε)  
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πιαστεί, θα έχεις πιαστεί, θα έχει πιαστεί, θα έχουμε πιαστεί, θα έχετε πιαστεί, θα έχουν πιαστεί 
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πιαστεί, έχεις πιαστεί, έχει πιαστεί, έχουμε πιαστεί, έχετε πιαστεί, έχουν πιαστεί
Υποτακτική
να έχω πιαστεί, να έχεις πιαστεί, να έχει πιαστεί, να έχουμε πιαστεί, να έχετε πιαστεί, να έχουν πιαστεί
Μετοχή
πιασμένος, πιασμένη, πιασμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πιαστεί, είχες πιαστεί, είχε πιαστεί, είχαμε πιαστεί, είχατε πιαστεί, είχαν(ε) πιαστεί 

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατάσχω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Law student by Norman Rockwell

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατάσχω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατάσχω, κατάσχεις, κατάσχει, κατάσχουμε, κατάσχετε, κατάσχουν (ή κατάσχουνε)  
Υποτακτική
να κατάσχω, να κατάσχεις, να κατάσχει, να κατάσχουμε, να κατάσχετε, να κατάσχουν (ή να κατάσχουνε) 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατάσχετε 
Μετοχή
κατάσχοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
---
 
Αόριστος
Οριστική
κατάσχεσα, κατάσχεσες, κατάσχεσε, κατασχέσαμε, κατασχέσατε, κατάσχεσαν (ή κατασχέσανε)
Υποτακτική
να κατασχέσω, να κατασχέσεις, να κατασχέσει, να κατασχέσουμε, να κατασχέσετε, να κατασχέσουν (ή να κατασχέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κατάσχεσε – β΄ πληθυντικό: κατασχέστε      
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατάσχω, θα κατάσχεις, θα κατάσχει, θα κατάσχουμε, θα κατάσχετε, θα κατάσχουν (ή θα κατάσχουνε) 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατασχέσω, θα κατασχέσεις, θα κατασχέσει, θα κατασχέσουμε, θα κατασχέσετε, θα κατασχέσουν (ή θα κατασχέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κατασχέσει, θα έχεις κατασχέσει, θα έχει κατασχέσει, θα έχουμε κατασχέσει, θα έχετε κατασχέσει, θα έχουν(ε) κατασχέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατασχέσει, έχεις κατασχέσει, έχει κατασχέσει, έχουμε κατασχέσει, έχετε κατασχέσει, έχουν(ε) κατασχέσει
Υποτακτική
να έχω κατασχέσει, να έχεις κατασχέσει, να έχει κατασχέσει, να έχουμε κατασχέσει, να έχετε κατασχέσει, να έχουν(ε) κατασχέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατασχέσει, είχες κατασχέσει, είχε κατασχέσει, είχαμε κατασχέσει, είχατε κατασχέσει, είχαν/είχανε κατασχέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατάσχομαι, κατάσχεσαι, κατάσχεται, κατασχόμαστε, κατάσχεστε, κατάσχονται
Υποτακτική
να κατάσχομαι, να κατάσχεσαι, να κατάσχεται, να κατασχόμαστε, να  κατάσχεστε, να κατάσχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατάσχεστε
Μετοχή
κατασχόμενος, κατασχόμενη, κατασχόμενο
Παρατατικός
Οριστική
κατασχόμουν, κατασχόσουν, κατασχόταν, κατασχόμαστε ή κατασχόμασταν, κατασχόσαστε ή κατασχόσασταν, κατάσχονταν ή κατασχόντουσαν  
(& κατασχόμουνα, κατασχόσουνα, κατασχότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
κατασχέθηκα, κατασχέθηκες, κατασχέθηκε, κατασχεθήκαμε, κατασχεθήκατε, κατασχέθηκαν (ή κατασχεθήκανε)
Υποτακτική
να κατασχεθώ, να κατασχεθείς, να κατασχεθεί, να κατασχεθούμε, να κατασχεθείτε, να κατασχεθούν (ή να κατασχεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κατασχέσου β΄ πληθυντικό: κατασχεθείτε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατάσχομαι, θα κατάσχεσαι, θα κατάσχεται, θα κατασχόμαστε, θα  κατάσχεστε, θα κατάσχονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατασχεθώ, θα κατασχεθείς, θα κατασχεθεί, θα κατασχεθούμε, θα κατασχεθείτε, θα κατασχεθούν (ή θα κατασχεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κατασχεθεί, θα έχεις κατασχεθεί, θα έχει κατασχεθεί, θα έχουμε κατασχεθεί, θα έχετε κατασχεθεί, θα έχουν κατασχεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατασχεθεί, έχεις κατασχεθεί, έχει κατασχεθεί, έχουμε κατασχεθεί, έχετε κατασχεθεί, έχουν κατασχεθεί
Υποτακτική
να έχω κατασχεθεί, να έχεις κατασχεθεί, να έχει κατασχεθεί, να έχουμε κατασχεθεί, να έχετε κατασχεθεί, να έχουν κατασχεθεί
Μετοχή
κατασχεμένος, κατασχεμένη, κατασχεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατασχεθεί, είχες κατασχεθεί, είχε κατασχεθεί, είχαμε κατασχεθεί, είχατε κατασχεθεί, είχαν(ε) κατασχεθεί
 
Σημείωση: κατάσχω – κατέχω: Και τα δύο ρήματα δηλώνουν κτήση (το κατάσχω προήλθε από το κατέχω), αλλά το μεν κατέχω σημαίνει «μόνιμη και νόμιμη, κατά τεκμήριο κτήση», ενώ το κατάσχω σημαίνει «προσωρινή και, συχνά αιφνίδια έως και βίαιη, κτήση»: Για ανεξόφλητες ή αρρύθμιστες οφειλές το Δημόσιο μπορεί να κατάσχει ή να δεσμεύσει περιουσιακά στοιχεία.
Το κατάσχω προήλθε από την υποτακτική αορίστου του κατέχω (κατέχω, κατέσχον, να κατάσχω > κατάσχω) και η σχέση του προς το κατέχω είναι σχέση «δυναμικού ρήματος» (το κατάσχω δηλώνει δυναμική διαδικασία) έναντι του «στατικού ρήματος» (το κατέχω δηλώνει κατάσταση).
Το κατάσχω έχει από την προέλευσή του δυσκολία στον σχηματισμό των χρόνων του: έχει αόριστο κατάσχεσα / κατέσχεσα και μέλλοντα θα κατάσχω / θα κατασχέσω. Ο παρατατικός, ενίοτε και ο ενεστώτας, αντικαθίστανται με τη χρήση της περιφραστικής εκφοράς: κάνω κατάσχεση, έκανα κατάσχεση, προβαίνω / προχωρώ σε κατάσχεση κ.τ.ό.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρεισφρέω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Huib Limberg
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρεισφρέω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παρεισφρέω, παρεισφρέεις, παρεισφρέει, παρεισφρέουμε, παρεισφρέετε, παρεισφρέουν (ή παρεισφρέουνε)
Υποτακτική
να παρεισφρέω, να παρεισφρέεις, να παρεισφρέει, να παρεισφρέουμε, να παρεισφρέετε, να παρεισφρέουν (ή να παρεισφρέουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρείσφρεε – β΄ πληθυντικό: παρεισφρέετε 
Μετοχή
παρεισφρέοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
παρεισέφρεα, παρεισέφρεες, παρεισέφρεε, παρεισφρέαμε, παρεισφρέατε, παρεισέφρεαν
 
Αόριστος
Οριστική
παρεισέφρησα, παρεισέφρησες, παρεισέφρησε, παρεισφρήσαμε, παρεισφρήσατε, παρεισέφρησαν ή παρεισφρήσανε
Υποτακτική
να παρεισφρήσω, να παρεισφρήσεις, να παρεισφρήσει, να παρεισφρήσουμε, να παρεισφρήσετε, να παρεισφρήσουν (ή να παρεισφρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παρείσφρησε – β΄ πληθυντικό: παρεισφρήστε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρεισφρέω, θα παρεισφρέεις, θα παρεισφρέει, θα παρεισφρέουμε, θα παρεισφρέετε, θα παρεισφρέουν (ή θα παρεισφρέουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρεισφρήσω, θα παρεισφρήσεις, θα παρεισφρήσει, θα παρεισφρήσουμε, θα παρεισφρήσετε, θα παρεισφρήσουν (ή θα παρεισφρήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρεισφρήσει, θα έχεις παρεισφρήσει, θα έχει παρεισφρήσει, θα έχουμε παρεισφρήσει, θα έχετε παρεισφρήσει, θα έχουν(ε) παρεισφρήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρεισφρήσει, έχεις παρεισφρήσει, έχει παρεισφρήσει, έχουμε παρεισφρήσει, έχετε παρεισφρήσει, έχουν(ε) παρεισφρήσει
Υποτακτική
να έχω παρεισφρήσει, να έχεις παρεισφρήσει, να έχει παρεισφρήσει, να έχουμε παρεισφρήσει, να έχετε παρεισφρήσει, να έχουν(ε) παρεισφρήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρεισφρήσει, είχες παρεισφρήσει, είχε παρεισφρήσει, είχαμε παρεισφρήσει, είχατε παρεισφρήσει, είχαν(ε) παρεισφρήσει

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκθέτω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mario Sanchez Nevado
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκθέτω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εκθέτω, εκθέτεις, εκθέτει, εκθέτουμε, εκθέτετε, εκθέτουν (ή εκθέτουνε)
Υποτακτική
να εκθέτω, να εκθέτεις, να εκθέτει, να εκθέτουμε, να εκθέτετε, να εκθέτουν (ή να εκθέτουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έκθετε – β΄ πληθυντικό: εκθέτετε 
Μετοχή
εκθέτοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εξέθετα, εξέθετες, εξέθετε, εκθέταμε, εκθέτατε, εξέθεταν ή εκθέτανε
 
Αόριστος
Οριστική
εξέθεσα, εξέθεσες, εξέθεσε, εκθέσαμε, εκθέσατε, εξέθεσαν ή εκθέσανε
Υποτακτική
να εκθέσω, να εκθέσεις, να εκθέσει, να εκθέσουμε, να εκθέσετε, να εκθέσουν (ή να εκθέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έκθεσε – β΄ πληθυντικό: εκθέστε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκθέτω, θα εκθέτεις, θα εκθέτει, θα εκθέτουμε, θα εκθέτετε, θα εκθέτουν (ή θα εκθέτουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκθέσω, θα εκθέσεις, θα εκθέσει, θα εκθέσουμε, θα εκθέσετε, θα εκθέσουν (ή θα εκθέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκθέσει, θα έχεις εκθέσει, θα έχει εκθέσει, θα έχουμε εκθέσει, θα έχετε εκθέσει, θα έχουν εκθέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκθέσει, έχεις εκθέσει, έχει εκθέσει, έχουμε εκθέσει, έχετε εκθέσει, έχουν εκθέσει
Υποτακτική
να έχω εκθέσει, να έχεις εκθέσει, να έχει εκθέσει, να έχουμε εκθέσει, να έχετε εκθέσει, να έχουν εκθέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκθέσει, είχες εκθέσει, είχε εκθέσει, είχαμε εκθέσει, είχατε εκθέσει, είχαν(ε) εκθέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εκτίθεμαι, εκτίθεσαι, εκτίθεται, εκτιθέμεθα, εκτίθεσθε ή εκτίθεστε, εκτίθενται
Υποτακτική
να εκτίθεμαι, να εκτίθεσαι, να εκτίθεται, να εκτιθέμεθα, να εκτίθεσθε ή να εκτίθεστε, να εκτίθενται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εκτίθεσθε
Μετοχή
εκτιθέμενος, εκτιθέμενη, εκτιθέμενο  
 
Παρατατικός
Οριστική
εκτιθέμην, εκτίθεσο, εκτίθετο, εκτιθέμεθα, εκτίθεσθε, εκτίθεντο
(& σπάνια σε λόγιο ύφος: εξετιθέμην, εξετίθεσο, εξετίθετο, εξετιθέμεθα, εξετίθεσθε, εξετίθεντο)
 
Αόριστος
Οριστική
εκτέθηκα, εκτέθηκες, εκτέθηκε, εκτεθήκαμε, εκτεθήκατε, εκτέθηκαν
Υποτακτική
να εκτεθώ, να εκτεθείς, να εκτεθεί, να εκτεθούμε, να εκτεθείτε, να εκτεθούν (ή να εκτεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εκθέσου β΄ πληθυντικό: εκτεθείτε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτίθεμαι, θα εκτίθεσαι, θα εκτίθεται, θα εκτιθέμεθα, θα εκτίθεσθε ή θα εκτίθεστε, θα εκτίθενται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκτεθώ, θα εκτεθείς, θα εκτεθεί, θα εκτεθούμε, θα εκτεθείτε, θα εκτεθούν (ή θα εκτεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκτεθεί, θα έχεις εκτεθεί, θα έχει εκτεθεί, θα έχουμε εκτεθεί, θα έχετε εκτεθεί, θα έχουν εκτεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκτεθεί, έχεις εκτεθεί, έχει εκτεθεί, έχουμε εκτεθεί, έχετε εκτεθεί, έχουν εκτεθεί
Υποτακτική
να έχω εκτεθεί, να έχεις εκτεθεί, να έχει εκτεθεί, να έχουμε εκτεθεί, να έχετε εκτεθεί, να έχουν εκτεθεί
Μετοχή
εκτεθειμένος, εκτεθειμένη, εκτεθειμένο 
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκτεθεί, είχες εκτεθεί, είχε εκτεθεί, είχαμε εκτεθεί, είχατε εκτεθεί, είχαν(ε) εκτεθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γίνομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ethel Vrana


Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γίνομαι»

 Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γίνομαι, γίνεσαι, γίνεται, γινόμαστε, γίνεστε, γίνονται
Υποτακτική
να γίνομαι, να γίνεσαι, να γίνεται, να γινόμαστε, να γίνεστε, να γίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: γίνεστε
Μετοχή
γινόμενος, γινόμενη, γινόμενο  
 
Παρατατικός
Οριστική
γινόμουν, γινόσουν, γινόταν, γινόμαστε ή γινόμασταν, γινόσαστε ή γινόσασταν, γίνονταν
(& γινόμουνα, γινόσουνα, γινότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
έγινα, έγινες, έγινε, γίναμε, γίνατε, έγιναν
& γίνηκα, γίνηκες, γίνηκε, γινήκαμε, γινήκατε, γινήκαν ή γινήκανε  
Υποτακτική
να γίνω, να γίνεις, να γίνει, να γίνουμε, να γίνετε, να γίνουν  
& να γενώ, να γενείς, να γενεί, να γενούμε, να γενείτε, να γενούν
Προστακτική
β΄ ενικού: γίνε β΄ πληθυντικό: γίνετε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γίνομαι, θα γίνεσαι, θα γίνεται, θα γινόμαστε, θα γίνεστε, θα γίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γίνω, θα γίνεις, θα γίνει, θα γίνουμε, θα γίνετε, να γίνουν 
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω γίνει, θα έχεις γίνει, θα έχει γίνει, θα έχουμε γίνει, θα έχετε γίνει, θα έχουν(ε) γίνει  
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω γίνει, έχεις γίνει, έχει γίνει, έχουμε γίνει, έχετε γίνει, έχουν γίνει
Υποτακτική
να έχω γίνει, να έχεις γίνει, να έχει γίνει, να έχουμε γίνει, να έχετε γίνει, να έχουν γίνει
Μετοχή
γινωμένος, γινωμένη, γινωμένο 
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα γίνει, είχες γίνει, είχε γίνει, είχαμε γίνει, είχατε γίνει, είχαν(ε) γίνει

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαψεύδω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Michael Lang
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαψεύδω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαψεύδω, διαψεύδεις, διαψεύδει, διαψεύδουμε, διαψεύδετε, διαψεύδουν (ή διαψεύδουνε)
Υποτακτική
να διαψεύδω, να διαψεύδεις, να διαψεύδει, να διαψεύδουμε, να διαψεύδετε, να διαψεύδουν (ή να διαψεύδουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάψευδε – β΄ πληθυντικό: διαψεύδετε 
Μετοχή
διαψεύδοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διέψευδα, διέψευδες, διέψευδε, διαψεύδαμε, διαψεύδατε, διέψευδαν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
διέψευσα, διέψευσες, διέψευσε, διαψεύσαμε, διαψεύσατε, διέψευσαν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Υποτακτική
να διαψεύσω, να διαψεύσεις, να διαψεύσει, να διαψεύσουμε, να διαψεύσετε, να διαψεύσουν (ή να διαψεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διάψευδε – β΄ πληθυντικό: διαψεύστε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαψεύδω, θα διαψεύδεις, θα διαψεύδει, θα διαψεύδουμε, θα διαψεύδετε, θα διαψεύδουν (ή θα διαψεύδουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαψεύσω, θα διαψεύσεις, θα διαψεύσει, θα διαψεύσουμε, θα διαψεύσετε, θα διαψεύσουν (ή θα διαψεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαψεύσει, θα έχεις διαψεύσει, θα έχει διαψεύσει, θα έχουμε διαψεύσει, θα έχετε διαψεύσει, θα έχουν διαψεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαψεύσει, έχεις διαψεύσει, έχει διαψεύσει, έχουμε διαψεύσει, έχετε διαψεύσει, έχουν(ε) διαψεύσει
Υποτακτική
να έχω διαψεύσει, να έχεις διαψεύσει, να έχει διαψεύσει, να έχουμε διαψεύσει, να έχετε διαψεύσει, να έχουν(ε) διαψεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαψεύσει, είχες διαψεύσει, είχε διαψεύσει, είχαμε διαψεύσει, είχατε διαψεύσει, είχαν(ε) διαψεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διαψεύδομαι, διαψεύδεσαι, διαψεύδεται, διαψευδόμαστε, διαψεύδεστε, διαψεύδονται
Υποτακτική
να διαψεύδομαι, να διαψεύδεσαι, να διαψεύδεται, να διαψευδόμαστε, να διαψεύδεστε, να διαψεύδονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαψεύδεστε
Μετοχή
διαψευδόμενος, διαψευδόμενη, διαψευδόμενο  
 
Παρατατικός
Οριστική
διαψευδόμουν, διαψευδόσουν, διαψευδόταν, διαψευδόμαστε, διαψευδόσαστε, διαψεύδονταν
(& διαψευδόμουνα, διαψευδόσουνα, διαψευδότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
διαψεύσθηκα, διαψεύσθηκες, διαψεύσθηκε, διαψευσθήκαμε, διαψευσθήκατε, διαψεύσθηκαν
& διαψεύστηκα, διαψεύστηκες, διαψεύστηκε, διαψευστήκαμε, διαψευστήκατε, διαψεύστηκαν
Υποτακτική
να διαψευσθώ, να διαψευσθείς, να διαψευσθεί, να διαψευσθούμε, να διαψευσθείτε, να διαψευσθούν (ή να διαψευσθούνε)
& να διαψευστώ, να διαψευστείς, να διαψευστεί, να διαψευστούμε, να διαψευστείτε, να διαψευστούν
Προστακτική
β΄ ενικού: διαψεύσου β΄ πληθυντικό: διαψευσθείτε (διαψευστείτε)  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαψεύδομαι, θα διαψεύδεσαι, θα διαψεύδεται, θα διαψευδόμαστε, θα διαψεύδεστε, θα διαψεύδονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαψευσθώ, θα διαψευσθείς, θα διαψευσθεί, θα διαψευσθούμε, θα διαψευσθείτε, θα διαψευσθούν (ή θα διαψευσθούνε)
& θα διαψευστώ, θα διαψευστείς, θα διαψευστεί, θα διαψευστούμε, θα διαψευστείτε, θα διαψευστούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαψευσθεί, θα έχεις διαψευσθεί, θα έχει διαψευσθεί, θα έχουμε διαψευσθεί, θα έχετε διαψευσθεί, θα έχουν διαψευσθεί
& θα έχω διαψευστεί, θα έχεις διαψευστεί, θα έχει διαψευστεί, θα έχουμε διαψευστεί, θα έχετε διαψευστεί, θα έχουν διαψευστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαψευσθεί, έχεις διαψευσθεί, έχει διαψευσθεί, έχουμε διαψευσθεί, έχετε διαψευσθεί, έχουν διαψευσθεί
& έχω διαψευστεί, έχεις διαψευστεί, έχει διαψευστεί, έχουμε διαψευστεί, έχετε διαψευστεί, έχουν διαψευστεί
Υποτακτική
να έχω διαψευσθεί, να έχεις διαψευσθεί, να έχει διαψευσθεί, να έχουμε διαψευσθεί, να έχετε διαψευσθεί, να έχουν διαψευσθεί
& να έχω διαψευστεί, να έχεις διαψευστεί, να έχει διαψευστεί, να έχουμε διαψευστεί, να έχετε διαψευστεί, να έχουν διαψευστεί
Μετοχή
διαψευσμένος, διαψευσμένη, διαψευσμένο 
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαψευσθεί, είχες διαψευσθεί, είχε διαψευσθεί, είχαμε διαψευσθεί, είχατε διαψευσθεί, είχαν(ε) διαψευσθεί
& είχα διαψευστεί, είχες διαψευστεί, είχε διαψευστεί, είχαμε διαψευστεί, είχατε διαψευστεί, είχαν(ε) διαψευστεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...