Οδυσσέας
Ελύτης «Το Άξιον Εστί» [Ψαλμός Ε΄]
«Είναι βουνά τα βάσανα και τα κρατούμε
στον ώμο μας στο πέρασμα των αιώνων, γιατί η δύναμη της μνήμης μας αναγκάζει,
μια αγία προσταγή, που αν και καίεται μέσα στις φλόγες των παθών, ποτέ δεν
γίνεται στάχτη.» Τάσος Λιγνάδης
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο
τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε
λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των
ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι
εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε
λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα
γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη
σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος
της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη
λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να
φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα
χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα
βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο
τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!
Στον πέμπτο ψαλμό των Παθών, του
δεύτερου μέρους της σύνθεσης Το Άξιον Εστί, ο Οδυσσέας Ελύτης αναδεικνύει τη
σημασία της μνήμης στον αγώνα του ελληνικού λαού για την επιβίωση και την
ελευθερία του. Τα Πάθη αναφέρονται στον πόλεμο του 1940 και στην οδυνηρή
εμπειρία της Κατοχής και παραλληλίζονται με τα πάθη του Χριστού. Η Ανάστασή Του
προοιωνίζεται, κατά τον ποιητή, την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους και τη
δικαίωση των αγώνων του.
«Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο
τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.»
Ο ποιητής τοποθετεί τα θεμέλιά του και
κατ’ επέκταση τα θεμέλια του ελληνικού λαού, στα βουνά, καθώς εκεί δόθηκαν οι
κρίσιμες μάχες κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κι εκεί κλήθηκαν οι
Έλληνες να υπερασπιστούν την ελευθερία τους. Στα βουνά, άλλωστε, δοκιμάστηκαν
κι οι Έλληνες των χρόνων της Επανάστασης, όταν διεκδίκησαν την ανεξαρτησία
τους.
Τα βουνά είτε λαμβάνουν τη μορφή αγώνων
για την ελευθερία είτε το σύνολο της ευθύνης και του μόχθου που απαιτείται για
να διατηρηθεί ανεξάρτητο και ακμαίο ένα έθνος, τα σηκώνουν οι πολίτες στον ώμο
τους. Οι αγώνες, οι δοκιμασίες, οι ταπεινώσεις, οι αδιάκοπες θυσίες βαραίνουν
αποκλειστικά και μόνο τους πολίτες ενός έθνους. Αν οι ίδιοι δεν παλέψουν για το
έθνος τους, δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για το έθνος αυτό κανένας άλλος.
Πρόκειται για μια βαρύτατη ευθύνη που οφείλουν να την επωμιστούν οι πολίτες,
έχοντας πλήρη επίγνωση πως η διατήρηση και η συνέχιση του έθνους εξαρτάται από
τις δικές τους προσπάθειες και μόνο.
Πάνω στα βουνά όπου δόθηκαν οι μεγάλοι
αγώνες των Ελλήνων καίει αδιάκοπα η μνήμη του ελληνικού έθνους σαν άκαυτη βάτος⸱ καίει, χωρίς να φθείρεται,
υπενθυμίζοντας το μήνυμα ευθύνης που έχει κάθε νέα γενιά απέναντι σε όσους
προηγήθηκαν και σε όσους έπονται. Η μνήμη διαδραματίζει κύριο ρόλο στη
διατήρηση ενός έθνους, διότι χωρίς εκείνη οι πολίτες παύουν να έχουν συνείδηση
της ταυτότητάς τους και κινδυνεύουν να αλλοτριωθούν. Έτσι, τα βουνά αυτά
παραμένουν μόνιμοι χώροι υπενθύμισης των δεινών εκείνων που βίωσε ο ελληνικός
λαός προκειμένου να διατηρήσει την ελευθερία του και να διαφυλάξει την ύπαρξή
του.
Κάθε πολίτης έχει χρέος να γνωρίσει και
να τιμήσει με τη δράση του τις θυσίες όσων προηγήθηκαν, καθώς χωρίς τις πράξεις
εκείνων ο ίδιος δεν θα είχε το δικαίωμα να ζει ελεύθερος σ’ ένα ελεύθερο
κράτος, κι αντιστοίχως, χωρίς την αποφασιστικότητα εκείνου να υπερασπιστεί το
έθνος του, δεν θα έχουν οι επόμενοι την ευκαιρία να ζήσουν σ’ ένα ανεξάρτητο
και ελεύθερο κράτος. Επιπρόσθετα, κάθε πολίτης οφείλει να γνωρίζει την ιστορία
του τόπου του, ώστε να έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια σαφή εικόνα της
ίδιας του της ταυτότητας.
Γίνεται, έτσι, η μνήμη το κλειδί για τη
διατήρηση και τη διαφύλαξη τόσο της ελευθερίας ενός έθνους όσο και της
μοναδικότητάς του, εφόσον μόνο μέσω αυτής οι πολίτες συνειδητοποιούν και
αναγνωρίζουν την ιδιαίτερη αξία που έχει το έθνος στο οποίο ανήκουν. Κατανοούν
με τη συνδρομή της μνήμης τα ξέχωρα γνωρίσματά τους κι αντιλαμβάνονται πως τα
γνωρίσματα αυτά δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν μήτε να αντικατασταθούν, μιας κι
είναι αυτά που προσδιορίζουν τη διαχρονικά ανεπανάληπτη ταυτότητα του έθνους
τους.
Η «άκαυτη βάτος» προέρχεται από την
Παλαιά Διαθήκη κι αναφέρεται στο κάλεσμα που δέχτηκε ο Μωυσής από τον Θεό να
οδηγήσει το λαό του έξω από την Αίγυπτο. Έξοδος Γ΄, 2: «ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου, καὶ ὁρᾷ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο.». (Φανερώθηκε σε αυτόν
άγγελος Κυρίου μέσα στη φλόγα φωτιάς από μια βάτο, και βλέπει ότι η βάτος
φλεγόταν από τη φωτιά, αλλά η βάτος δεν καιγόταν.)
«Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και
σε λένε Άθω.»
Η προσωποποιημένη μνήμη του ελληνικού
λαού ταυτίζεται με την Πίνδο, εκεί όπου οι Έλληνες έδωσαν σκληρές μάχες κατά τη
διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου⸱ εκεί όπου κι ο ίδιος ο ποιητής
πολέμησε και γνώρισε τη σωματική και ψυχική δοκιμασία της ζωής στο πολεμικό
μέτωπο. Η μνήμη του ελληνικού λαού ταυτίζεται συνάμα με τη χερσόνησο του Άθω
και κατά συνέπεια με το Άγιο Όρος, μιας κι ένα βασικό στοιχείο της ελληνικής
ταυτότητας είναι η χριστιανική θρησκεία και πίστη.
Ο Άθως υποδηλώνει τόσο τη θρησκευτική
συνείδηση των Ελλήνων όσο και το κομμάτι εκείνο της ελληνικής ιστορίας που
συνδέεται με τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
«Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των
ταπεινωμένων.»
Ο καιρός -ο χρόνος- προσωποποιείται κι
εκφράζει την αγανάκτησή του για τη νέα δοκιμασία που καλείται να αντιμετωπίσει
ο ελληνικός λαός. Ο νέος αυτός πόλεμος επαναφέρει στη μνήμη τις πλείστες
δοκιμασίες του παρελθόντος και εξωθεί τον «καιρό» να κρεμάσει τις μέρες ανάποδα
αδειάζοντας κάτω με δύναμη τα οστά των ταπεινωμένων Ελλήνων απ’ τους πολέμους
κι από τις ήττες παλαιότερων εποχών.
Οι συγκαιρινοί του ποιητή μάχονται όχι
μόνο για τη δική τους ελευθερία, αλλά και για τη δικαίωση των προγόνων που
βρέθηκαν αλλεπάλληλες φορές στην ανάγκη να αγωνιστούν για την πολύπαθη πατρίδα.
Μάχονται για να καθησυχάσουν τον πόνο εκείνων που γνώρισαν τη σκλαβιά και την
ταπείνωση.
«Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;»
Οι νεκροί που επανέρχονται από την
άβυσσο για να προσφέρουν τη στήριξή τους στη νέα δοκιμασία της χώρας είναι όλοι
εκείνοι οι πρόγονοι των Ελλήνων που βρέθηκαν στα δικά τους χρόνια να πολεμούν για
την ελευθερία. Είναι μαζί τους κι εκείνοι που γνώρισαν τον καημό της ήττας και της
σκλαβιάς, κι επιθυμούν τώρα μια διαφορετική έκβαση για τους νεότερους Έλληνες.
Στους στίχους αυτούς είναι εμφανής η
παρήχηση του «π» μέσω της οποίας προκύπτει ένας σκληρός ήχος σαν να ακούγονται
ριπές όπλων, που μας μεταφέρουν ηχητικά στο πεδίο της μάχης.
«Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι
εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε
λένε Άθω.»
Η καρτερική αγωνιστικότητα των Ελλήνων
κι η πολύτιμη συνδρομή των αναστημένων προγόνων φέρνουν την επιθυμητή αλλαγή της
κατάσταση, το γύρισμα εκείνο της τύχης, που οδηγεί στην απομάκρυνση των εχθρών
και στην απελευθέρωση της χώρας. Ένας ακόμη κρίσιμος κίνδυνος αποσοβείται χάρη
στο ψυχικό σθένος των Ελλήνων, το οποίο πηγάζει από τη «Μνήμη» των ποικίλων
περιπετειών, αλλά και της μακραίωνης παράδοσης του ελληνικού λαού.
Ο ποιητής επαναλαμβάνει το στίχο για τη
Μνήμη του ελληνικού λαού, θέλοντας να τονίσει την αξία τόσο των αγώνων που
δόθηκαν στην Πίνδο, όπου οι Έλληνες στρατιώτες πέτυχαν λαμπρές νίκες, όσο και
την αξία της χριστιανικής παράδοσης του λαού, που έχει εμψυχώσει και στηρίξει τους
πολίτες στις δύσκολες περιόδους της πολύχρονης πορείας του.
«Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα
γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς»
Με σχήμα επαναφοράς ο ποιητής
επισημαίνει πως μόνο η Μνήμη έχει τη δυνατότητα να οξύνει την αντίληψη των
ανθρώπων και να ενισχύσει την ψυχική τους δύναμη. Μόνη η μνήμη μπορεί να
γνωρίσει τον άντρα από το δυναμισμό και την αποφασιστικότητα που έχει το
περπάτημά του, αφού μόνο εκείνη έχει ζήσει αλλεπάλληλες φορές τη δοκιμασία του
πολέμου. Είναι σε θέση, έτσι, να αναγνωρίσει κάθε φορά τη θέληση του αγωνιστή
να προσφέρει ακόμη και τη ζωή του για να υπερασπιστεί την πατρίδα του.
Η αναφορά στη «φτέρνα» φέρνει -ίσως και
ακούσια- στη σκέψη το μύθο του Αχιλλέα και το μόνο τρωτό σημείο του, ενώ η
αναφορά στην «κόψη» λειτουργεί ως συνειδητή προσπάθεια υπόμνησης του Εθνικού
Ύμνου.
Η μνήμη μιλάει στους ανθρώπους από την κόψη
της πέτρας, διότι ακριβώς στο δύσβατο και σκληρό ορεινό τοπίο της χώρας είναι
που καλούνται οι άνθρωποι να ακούσουν πραγματικά το κάλεσμά της. Την ώρα που ο
στρατιώτης έρχεται αντιμέτωπος με τη δοκιμασία της ανάβασης και της επιβίωσης
στα βουνά της πατρίδας του, οφείλει να θυμηθεί τις αντίστοιχες εμπειρίες όσων έζησαν
και πολέμησαν πριν από αυτόν, προκειμένου να βρει το αναγκαίο κουράγιο για να
συνεχίσει τον δικό του αγώνα.
«Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη
σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!»
Η μνήμη είναι εκείνη που επιτρέπει στους
ανθρώπους να υπομείνουν τις απαιτούμενες δυσκολίες για χάρη της πατρίδας τους,
έστω κι αν κατά τη διάρκεια αυτών δοκιμάζονται τόσο σε πνευματικό όσο και σε
σωματικό επίπεδο. Υπ’ αυτή την έννοια η όψη των αγίων φέρνει στη σκέψη τις ασκητικές
μορφές της αγιογραφίας και κατ’ επέκταση την όψη των πολεμιστών ύστερα από τις πολλαπλές
κακουχίες στο πεδίο της μάχης.
Η μνήμη, συνάμα, είναι εκείνη που μέσα
στο πλήθος των δοκιμασιών που συναποτελούν την ιστορία του ελληνικού τόπου, φέρνει
διαρκώς ένα μήνυμα ελπίδας, μια υπόσχεση «ανάστασης» αναγκαία για να διατηρηθεί
η αντοχή κι η καρτερικότητα των ανθρώπων. Εδώ, η ιστορία του τόπου,
παρουσιάζεται ως ένας ποταμός που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, πάνω στα νερά του
οποίου η μνήμη περνά την αναστάσιμη πασχαλιά και υπενθυμίζει στους πολίτες πως
η χώρα τους έχει δοκιμαστεί αλλεπάλληλες φορές, κατορθώνοντας πάντοτε να
επιβιώσει και να ανακάμψει.
«Αγγίζεις το νου μου και πονεί το
βρέφος της Άνοιξης!»
Το άγγιγμα της μνήμης φέρνει στο νου
του ποιητή τις αναπόφευκτες ωδίνες κάθε γέννας, κι ιδίως μιας τόσο πολύτιμης γένεσις,
όπως είναι αυτή της Άνοιξης⸱
του ερχομού, δηλαδή, μιας νέας αρχής για το ελληνικό γένος. Οι Έλληνες μπορούν
να αντέξουν τη δοκιμασία κι αυτού του πολέμου⸱ μπορούν να ελευθερώσουν και πάλι τη
χώρα τους⸱
μπορούν να δουν μια νέα άνοιξη στον τόπο τους. Για να επιτευχθεί, όμως, η
αναγέννηση αυτή οφείλουν να υπομείνουν τις αναγκαίες ωδίνες. Καμία γέννα και
κατ’ επέκταση κανένα ουσιαστικό επίτευγμα δεν γίνεται να προκύψει χωρίς να βιωθούν
οι πόνοι του «τοκετού».
«Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη
λευκαίνεται!»
Η μνήμη «τιμωρεί» το χέρι του ποιητή
-και του κάθε πολεμιστή-, αφού το εξαναγκάζει να αφαιρέσει τις ζωές των εχθρών,
μα συνάμα του προσφέρει και άφεση αμαρτιών «λευκαίνοντάς» το μέσα στο σκοτάδι
του πολέμου. Αναπόδραστο χρέος του πολεμιστή είναι να σκοτώσει συνανθρώπους του
και να βιώσει τη βαρβαρότητα του φόνου. Μα οφείλει να μη βυθιστεί στις τύψεις,
εφόσον είναι οι εχθροί της πατρίδας του που τον εξωθούν σε μια τέτοια δράση. Οι
πολεμιστές καλούνται να υπερασπιστούν την ελευθερία τους και να αμυνθούν
απέναντι σ’ εκείνους που κινήθηκαν εναντίον τους. Η δική τους δράση, επομένως,
δεν είναι παρά μια αναγκαία πράξη αντίστασης, κι όχι μια δίχως έλεος καταφυγή
στη βία.
«Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να
φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα
χιονόδοξα.»
Με σχήμα επαναφοράς, επανάληψης και
κλιμάκωσης, ο ποιητής καταγράφει την πολλαπλώς απαιτητική διαδικασία για να
φτάσει ο αγωνιστής στη δικαίωση και να λάβει τη δόξα που του αναλογεί. Προκειμένου,
λοιπόν, να φτάσει ως τη λάμψη της δόξας οφείλει να περάσει μέσα από τη φωτιά της
μάχης και να αποδείξει το σωματικό και το ψυχικό του σθένος. Κι αντιστοίχως,
προκειμένου να φτάσει ως την αποθέωση που προσφέρουν τα βουνά τα «χιονόδοξα»
-τα βουνά των μεγάλων αναμετρήσεων-, οφείλει να έχει πρώτα δοκιμαστεί ξανά και
ξανά.
Για τους Έλληνες αγωνιστές η απλή δόξα της
μάχης δεν επαρκεί, πρέπει να παλέψουν ακόμη περισσότερο, μέχρι να οδηγηθούν
στην απόλυτη αποθέωση που μόνο τα χιονισμένα και σκληρά βουνά μπορούν να
προσφέρουν.
«Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα
βουνά;»
Γιατί όμως πρέπει οι Έλληνες αγωνιστές
ν’ αποδείξουν την αξία και το σθένος τους πάνω στα βουνά; Ποιος και τι βρίσκεται
εκεί που τα καθιστά τόσο σημαντικά;
«Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο
τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!»
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνεται
από τον ποιητή, ο οποίος με σχήμα κύκλου επαναφέρει τις αρχικές καίριες διαπιστώσεις
του.
«Γιατί όμως στα βουνά; γιατί εκεί τα
θεμέλια του λαού του. Τα βάσανα του χρέους που σηκώνει κάθε λαός στον ώμο του⸱ κι ο δικός του λαός, που μέσα του
καίει, ακοίμητη φλόγα, η παράδοση της ελευθερίας.» Τάσος Λιγνάδης