Sophie Anderson
Πανελλήνιες 2014: Απαντήσεις στη
Λογοτεχνία Κατεύθυνσης
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Γ΄ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ΄ ΤΑΞΗΣ
ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΤΕΤΑΡΤΗ 4 IOYNIOY 2014 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ
ΜΑΘΗΜΑ:
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΚΕΙΜΕΝΟ
Γεώργιος Βιζυηνός ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ
ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ
(απόσπασμα)
εἰς τήν χώραν
καί ἀνέβησαν αἱ τιμαί τῶν τροφίμων. Ἀλλ’ ἡ μήτηρ, ἀντί ν’ ἀπελπισθῇ περί τῆς διατροφῆς ἡμῶν αὐτῶν, ἐπηύξησε τόν ἀριθμόν μας
δι’ ἑνός ξένου κορασίου, τό ὁποῖον μετά
μακράς προσπαθείας κατώρθωσε νά υἱοθετήσῃ.
Τό γεγονός τοῦτο μετέβαλε τό μονότονον καί αὐστηρόν τοῦ οἰκογενειακοῦ ἡμῶν βίου, καί εἰσήγαγεν ἐκ νέου ἀρκετήν
ζωηρότητα.
Ἤδη αὐτή ἡ υἱοθέτησις ἐγένετο πανηγυρική. Ἡ μήτηρ μου ἐφόρεσε διά πρώτην φοράν τά «γιορτερά»
της καί μᾶς ὡδήγησεν εἰς τήν ἐκκλησίαν καθαρούς καί κτενισμένους, ὡς ἐάν ἐπρόκειτο νά μεταλάβωμεν. Μετά τό τέλος τῆς λειτουργίας, ἐστάθημεν ὅλοι πρό τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτοῦ, ἐν μέσῳ τοῦ περιεστῶτος λαοῦ, ἐνώπιον τῶν φυσικῶν αὐτοῦ γονέων,
παρέλαβεν ἡ μήτηρ μου τό θετόν αὑτῆς θυγάτριον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως, ἀφοῦ πρῶτον ὑπεσχέθη εἰς ἐπήκοον πάντων, ὅτι θέλει ἀγαπήσει καί ἀναθρέψει αὐτό, ὡς ἐάν ἦτο σάρξ ἐκ τῆς σαρκός καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν της.
Ἡ εἴσοδός του εἰς τόν οἶκόν μας ἐγένετο οὐχ ἧττον ἐπιβλητική καί τρόπον τινά ἐν θριάμβῳ. Ὁ πρωτόγερος τοῦ χωρίου καί ἡ μήτηρ μου προηγήθησαν μετά τοῦ κορασίου, ἔπειτα ἠρχόμεθα ἡμεῖς. Οἱ συγγενεῖς μας καί οἱ συγγενεῖς τῆς νέας ἀδελφῆς μᾶς ἠκολούθησαν μέχρι τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας. Ἔξωθεν αὐτῆς ὁ πρωτόγερος ἐσήκωσε τό κοράσιον ὑψηλά εἰς τάς χεῖράς του καί
τό ἔδειξεν ἐπί τινας στιγμάς εἰς τούς
παρισταμένους. Ἔπειτα ἠρώτησε μεγαλοφώνως·
—Ποιός ἀπό σᾶς εἶναι ἤ ἐδικός ἤ συγγενής ἤ γονιός τοῦ παιδιοῦ τούτου
περισσότερον ἀπό τήν ∆εσποινιώ τήν Μηχαλιέσσα κι ἀπό τούς ἐδικούς της;
Ὁ πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τόν ὦμόν του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνή—Ἐγώ!—καί ματαιώσῃ τήν εὐτυχίαν της. Ἀλλά κανείς
δέν ἀπεκρίθη.
Τότε οἱ γονεῖς τοῦ παιδίου ἠσπάσθησαν αὐτό διά τελευταίαν φοράν καί ἀνεχώρησαν μετά τῶν συγγενῶν των. Ἐνῷ οἱ ἐδικοί μας μετά τοῦ πρωτογέρου εἰσῆλθον καί ἐξενίσθησαν παρ’ ἡμῖν.
Ἀπό τῆς στιγμῆς ταύτης ἡ μήτηρ μας ἤρχισε νά ἐπιδαψιλεύῃ εἰς τήν θετήν μας ἀδελφήν τόσας περιποιήσεις, ὅσων ἴσως δέν ἠξιώθημεν ἡμεῖς εἰς τήν ἡλικίαν της καί εἰς καιρούς
πολύ εὐτυχεστέρους. Ἐνῷ δέ μετ’ ὀλίγον χρόνον ἐγώ μέν ἐπλανώμην νοσταλγῶν ἐν τῇ ξένῃ, οἱ δέ ἄλλοι μου ἀδελφοὶ ἐταλαιπωροῦντο κακοκοιμώμενοι εἰς τά ἐργαστήρια τῶν
«μαστόρων», τό ξένον κοράσιον ἐβασίλευεν εἰς τόν οἶκόν μας, ὡς ἐάν ἦτον ἐδικός του.
Οἱ μικροί τῶν ἀδελφῶν μου μισθοί θά ἐξήρκουν πρός ἀνακούφισιν τῆς μητρός, ἐφ’ ᾦ καί τῇ ἐδίδοντο. Ἀλλ’ ἐκείνη, ἀντί νά τούς δαπανᾷ πρός ἀνάπαυσίν της, ἐπροίκιζε δι’ αὐτῶν τήν θετήν
της θυγατέρα καί ἐξηκολούθει ἐργαζομένη πρός διατροφήν της. Ἐγώ ἔλειπον μακράν, πολύ μακράν, καί ἐπί πολλά ἔτη ἠγνόουν τί συνέβαινεν εἰς τόν οἶκόν μας. Πρίν δέ κατορθώσω νά ἐπιστρέψω, τό ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καί ὑπανδρεύθη, ὡς ἐάν ἦτον ἀληθῶς μέλος τῆς οἰκογενείας μας.
Ὁ γάμος αὐτῆς, ὅστις φαίνεται ἐπίτηδες ἐπεσπεύθη, ὑπῆρξεν ἀληθής «χαρά» τῶν ἀδελφῶν μου. Οἱ δυστυχεῖς ἀνέπνευσαν, ἀπαλλαγέντες ἀπό τό πρόσθετον φορτίον. Καί εἶχον δίκαιον. ∆ιότι ἡ κόρη ἐκείνη, ἐκτός ὅτι ποτέ δέν ᾐσθάνθη πρός αὐτούς ἀδελφικήν τινα στοργήν, ἐπί τέλους ἀπεδείχθη ἀχάριστος πρός τήν γυναῖκα, ἥτις περιεποιήθη τήν ζωήν αὐτῆς μέ
τοσαύτην φιλοστοργίαν, ὅσην ὀλίγα γνήσια τέκνα ἐγνώρισαν.
Εἶχον λόγους
λοιπόν οἱ ἀδελφοί μου
νά εἶναι εὐχαριστημένοι καί εἶχον λόγους
νά πιστεύσουν, ὅτι καί ἡ μήτηρ ἀρκετά ἐδιδάχθη ἐκ τοῦ παθήματος ἐκείνου.
Ἀλλ’ ὁποία ὑπῆρξεν ἡ ἔκπληξίς των,
ὅταν, ὀλίγας μετά τούς γάμους ἡμέρας, τήν εἶδον νά ἔρχεται εἰς τήν οἰκίαν, σφίγγουσα τρυφερῶς εἰς τήν ἀγκάλην της ἕν δεύτερον κοράσιον, ταύτην τήν φοράν ἐν σπαργάνοις!
—Τό κακότυχο! ἀνεφώνει ἡ μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθητικῶς ἐπί τῆς μορφῆς τοῦ νηπίου, δέν τό ἔφθανε πώς ἐγεννήθη κοιλιάρφανο, μόν’ ἀπέθανε καί ἡ μάνα του καί τό ἄφηκε μέσ’ στή στράτα! Καί, εὐχαριστημένη τρόπον τινά ἐκ τῆς ἀτυχοῦς ταύτης συμπτώσεως, ἐπεδείκνυε τό
λάφυρόν της θριαμβευτικῶς πρός τούς ἐνεούς ἐκ τῆς ἐκπλήξεως ἀδελφούς μου. [...]
Ἡ θετή μου ἀδελφή ἦτον ἀκόμη μικρά, καχεκτική,
κακοσχηματισμένη, κακόγνωμος, καί πρό πάντων δύσνους, τόσον δύσνους, ὥστε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μ’ ἐνέπνευσεν ἀντιπάθειαν.
—∆ός το πίσου τό Κατερινιώ, ἔλεγον μίαν ἡμέραν εἰς τήν μητέρα μου. ∆ός το πίσου, ἄν μ’ ἀγαπᾷς. Αὐτήν τήν φοράν σέ τό λέγω μέ τά σωστά
μου! Ἐγώ θά σε φέρω μίαν ἄλλην ἀδελφήν ἀπό τήν Πόλι.
Ἕνα εὔμορφο κορίτσι, ἕνα ἔξυπνο, πού νά στολίσῃ μίαν ἡμέρα τό σπίτι μας.
Ἔπειτα περιέγραψα μέ τά ζωηρότερα
χρώματα ὁποῖον θά ἦτο τό ὀρφανόν, τό ὁποῖον ἔμελλον νά τῆς φέρω, καί
πόσον πολύ θά τό ἠγάπων.
Ὅταν ὕψωσα τά βλέμματά μου πρός αὐτήν, εἶδον μετ’ ἐκπλήξεώς μου, ὅτι τά δάκρυά
της ἔρρεον σιγαλά καί μεγάλα ἐπί τῶν ὠχρῶν αὐτῆς παρειῶν, ἐνῷ οἱ
ταπεινωμένοι της ὀφθαλμοί ἐξέφραζον μίαν ἀπερίγραπτον θλῖψιν!
—Ὤ! εἶπε μετ’ ἀπελπιστικῆς ἐκφράσεως. Ἐνόμισα ὅτι σύ θά ἀγαπήσῃς τό Κατερινιώ περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά, ἀπατήθηκα! Ἐκεῖνοι δέν
θέλουν διόλου ἀδελφήν, καί σύ θέλεις μίαν ἄλλην! Καί τί φταίγει τό φτωχό, σάν ἔγινεν ὅπως τό ἔπλασεν ὁ Θεός. Ἄν εἶχες μίαν ἀδελφήν ἄσχημην καί
μέ ὀλίγον νοῦν, θά τήν ἐβγαζες δι’ αὐτό μέσα στούς δρόμους, γιά νά πάρῃς μιάν ἄλλην, εὔμορφην καί
γνωστικήν.
—Ὄχι, μητέρα!
Βέβαια όχι! ἀπήντησα ἐγώ. Μά ἐκείνη θά ἦτο παιδί σου, καθώς καί ἐγώ. Ἐνῷ αὐτή δέν σοῦ εἶναι τίποτε.
Μᾶς εἶναι ὅλως διόλου ξένη.
—Ὄχι! ἀνεφώνησεν ἡ μήτηρ μου μετά λυγμῶν, ὄχι! ∆έν εἶναι ξένο τό
παιδί! Εἶναι δικό μου! Τό ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπό πάνω ἀπό τό λείψανο τῆς μάνας του·
καί ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά
το πλανέσω· καί τό ἐτύλιξα μέσ’
στά σπάργανά σας, καί τό ἐκοίμησα μεσ’
στήν κούνια σας. Εἶναι δικό μου τό παιδί, καί εἶναι ἀδελφή σας!
________________
ανομβρία: έλλειψη βροχής, ξηρασία.
γιορτερά: γιορτινά.
περιεστώτος: [περιίσταμαι: περικυκλώνω,
περιστοιχίζω (οι περιεστώτες: οι θεατές, οι ακροατές)].
εις επήκοον: σε απόσταση ακοής.
πρωτόγερος: ο πρώτος γέρος, αυτός που τιμούν
περισσότερο σε μια κοινότητα.
Δεσποινιώ την Μηχαλιέσσα: πρόκειται για τη μητέρα του Βιζυηνού
Δεσποινιώ (το όνομα του πατέρα του ήταν Μιχαήλος από το οποίο
βγαίνει το «Μηχαλιέσσα», δηλ. η σύζυγος
του Μιχαήλου).
ξενίζω: φιλοξενώ.
επιδαψιλεύω: παρέχω με αφθονία.
ενεός: εμβρόντητος, άναυδος.
δύσνους: αυτός που δύσκολα καταλαβαίνει.
παρειά (η): μάγουλο.
Α1. Το έργο του Γ. Βιζυηνού
χαρακτηρίζεται, μεταξύ των άλλων, και για τη θεατρικότητά του. Να αναφέρετε
τρία παραδείγματα, μέσα από το απόσπασμα που σας δίνεται, τα οποία
επιβεβαιώνουν τον παραπάνω χαρακτηρισμό.
Μονάδες 15
Στοιχεία θεατρικότητας σ’ ένα κείμενο
είναι, μεταξύ άλλων, ο διάλογος, η παρουσίαση των κινήσεων που κάνουν τα
πρόσωπα, σαν να παρέχονται από το συγγραφέα σκηνοθετικές οδηγίες, αλλά και η
εναλλαγή του χώρου όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα της ιστορίας.
Διάλογος:
—Ὄχι, μητέρα! Βέβαια όχι! ἀπήντησα ἐγώ. Μά ἐκείνη θά ἦτο παιδί
σου, καθώς καί ἐγώ. Ἐνῷ αὐτή δέν σοῦ εἶναι τίποτε.
Μᾶς εἶναι ὅλως διόλου ξένη. —Ὄχι! ἀνεφώνησεν ἡ μήτηρ μου
μετά λυγμῶν, ὄχι! ∆έν εἶναι ξένο τό
παιδί! Εἶναι δικό μου!
Κινήσεις προσώπων:
Τό κακότυχο! ἀνεφώνει ἡ μήτηρ μου, κύπτουσα
συμπαθητικῶς ἐπί τῆς
μορφῆς τοῦ νηπίου...
Εναλλαγή χώρου:
Ἤδη αὐτή ἡ υἱοθέτησις ἐγένετο πανηγυρική. Ἡ μήτηρ μου ἐφόρεσε διά πρώτην φοράν τά «γιορτερά»
της καί μᾶς ὡδήγησεν εἰς τήν
ἐκκλησίαν καθαρούς καί κτενισμένους, ὡς ἐάν ἐπρόκειτο νά μεταλάβωμεν
...
Ἡ εἴσοδός του εἰς τόν
οἶκόν μας ἐγένετο οὐχ ἧττον ἐπιβλητική καί τρόπον τινά ἐν θριάμβῳ. Ὁ πρωτόγερος
τοῦ χωρίου καί ἡ μήτηρ μου προηγήθησαν μετά τοῦ κορασίου, ἔπειτα ἠρχόμεθα ἡμεῖς. Οἱ συγγενεῖς μας καί οἱ συγγενεῖς τῆς νέας ἀδελφῆς μᾶς ἠκολούθησαν μέχρι τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας.
Παρατηρούμε, επίσης, πως στο κείμενο
έχουμε την παρουσίαση
αρκετών προσώπων, πέραν των πρωταγωνιστικών, όπως ακριβώς θα γινόταν σε μια
θεατρική παράσταση.
Ὁ πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τόν ὦμόν του.
Ενώ, καίριο στοιχείο θεατρικότητας είναι και η παρουσίαση διακριτών σκηνών στο πλαίσιο της αφήγησης, όπως είναι για παράδειγμα η σκηνή της υιοθεσίας.
Β1. Σύμφωνα με τον Κ. Μητσάκη: «Η θέση
και η ιδεολογία του Βιζυηνού απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα και γενικότερα το
πρόβλημα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής είναι ξεκαθαρισμένη. Θερμός
υπέρμαχος της δημοτικής, στην πράξη όμως ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος...».
Να σχολιάσετε την άποψη αυτή (μονάδες
10) και να γράψετε, μέσα από το απόσπασμα που σας δόθηκε, ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα για καθεμία από τις δύο παραπάνω γλωσσικές επιλογές του Γ. Βιζυηνού.
(μονάδες 10)
Μονάδες 20
Η επίδραση που του ασκεί η
Κωνσταντινούπολη και η Φαναριώτικη παιδεία είναι εμφανής στην επιλογή της
βασικής αφηγηματικής του γλώσσας, την καθαρεύουσα. Ο Βιζυηνός θα εντάξει βέβαια
στα διαλογικά μέρη του κειμένου τη δημοτική, αλλά θα παραμείνει πιστός στην
καθιερωμένη γλώσσα της αφήγησης, φροντίζοντας πάντως να αποφύγει τους
αρχαϊσμούς που δημιουργούν ψυχρότητα και δίνοντάς μας μια πιο προσιτή μορφή της
καθαρεύουσας. Ο Βιζυηνός δεν κάνει την παράτολμη κίνηση να γράψει όλο του το
διήγημα στη δημοτική, αλλά φροντίζει ώστε η καθαρεύουσά του να είναι όσο πιο
εύληπτη και κατανοητή γίνεται, καθώς το γλωσσικό αισθητήριο του συγγραφέα τον
φέρνει κοντά στη λαϊκή έκφραση και διατύπωση. Παρά το μεγάλο σεβασμό που έχει ο
συγγραφέας για τη δημοτική γλώσσα, δεν μπορεί ωστόσο να παραγνωρίσει το γεγονός
πως η κύρια αφηγηματική γλώσσα της εποχής του είναι η καθαρεύουσα. Έτσι, μη
θέλοντας να απομακρυνθεί πλήρως από την κυρίαρχη γλωσσική τάση, επιλέγει έναν
γόνιμο συνδυασμό των δύο γλωσσικών μορφών, δίνοντας τα διαλογικά τμήματα του
κειμένου του σε γνήσια λαϊκή έκφραση.
Η χρήση της καθαρεύουσας είναι εμφανής
στα αφηγηματικά μέρη του κειμένου: «Ὅταν ὕψωσα τά βλέμματά μου πρός αὐτήν, εἶδον μετ’ ἐκπλήξεώς
μου, ὅτι τά δάκρυά της ἔρρεον σιγαλά καί μεγάλα ἐπί τῶν ὠχρῶν αὐτῆς παρειῶν...»
Στο συγκεκριμένο διήγημα μπορούμε,
συνάμα, να διακρίνουμε τη χρήση της απλής δημοτικής γλώσσας στα διαλογικά μέρη,
την οποία μάλιστα ο συγγραφέας εμπλουτίζει με στοιχεία του βορειοελλαδίτικου
ιδιώματος, μεταφέροντας έτσι τη γνήσια γλωσσική αίσθηση της γενέτειράς του. Η
γλώσσα άλλωστε του διηγήματος γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα λόγω της διάθεσης
του συγγραφέα να συνδυάσει την καθαρότητα της δημοτικής γλώσσας με την απλότητα
των ηρώων του, που κινούνται πάντοτε γύρω από βασικές καθημερινές θεματικές.
Η χρήση της δημοτικής είναι εμφανής στα
διαλογικά μέρη του κειμένου: «∆έν εἶναι ξένο τό
παιδί! Εἶναι δικό μου! Τό ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπό πάνω ἀπό τό λείψανο τῆς μάνας του·
καί ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά
το πλανέσω· καί τό ἐτύλιξα μέσ’
στά σπάργανά σας, καί τό ἐκοίμησα μεσ’
στήν κούνια σας. Εἶναι δικό μου τό παιδί, καί εἶναι ἀδελφή σας!»
Β2.α. «Πρίν δέ κατορθώσω νά ἐπιστρέψω, τό ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καί ὑπανδρεύθη, ὡς ἐάν ἦτον ἀληθῶς μέλος τῆς οἰκογενείας μας.»
Ο Γ. Βιζυηνός στο παραπάνω χωρίο
χρησιμοποιεί σύνοψη χρόνου. Να δικαιολογήσετε την επιλογή αυτή του συγγραφέα.
(μονάδες 10)
Με τέσσερα ρήματα ο αφηγητής καλύπτει
όλη την πορεία του κοριτσιού μέχρι το γάμο της, παρέχοντάς μας ένα εντυπωσιακό
δείγμα συνοπτικής αφηγηματικής απόδοσης, αλλά και υποδεικνύοντας ότι κατά τη
διάρκεια αυτών των γεγονότων ο ίδιος απουσίαζε.
Ο συγγραφέας έχοντας επιλέξει εξαρχής
να δώσει στην αφήγησή του την αίσθηση της προσωπικής μαρτυρίας, δεν θέλει να
παρουσιάσει εκτενώς γεγονότα για τα οποία δεν έχει ο ίδιος προσωπική εμπειρία.
Έτσι, προκειμένου να μην υπάρξει κάποιο αφηγηματικό κενό που θα δημιουργούσε
δυσκολίες στην παρακολούθηση της εξέλιξης των γεγονότων, καταγράφει τα βασικά
γεγονότα που συνέβησαν κατά την απουσία του, τα δίνει όμως με τρόπο συνοπτικό,
καθώς η ήδη κυρίαρχη εσωτερική εστίαση της αφήγησης δεν θα επέτρεπε μια
εκτενέστερη παρουσίασή τους. Ας σημειωθεί, άλλωστε, ότι τα γεγονότα που αφορούν
τη ζωή του υιοθετημένου κοριτσιού δεν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε σχέση με την
εξέλιξη της κύριας ιστορίας.
β. «Τό ἐπῆρα τριῶν μηνῶν ἀπό πάνω ἀπό τό
λείψανο τῆς μάνας του· καί ὁσάκις ἔκλαιγε, τοῦ ἔβαζα τό βυζί μου στό στόμα του, γιά νά το πλανέσω· καί τό ἐτύλιξα μέσ’ στά σπάργανά σας, καί τό ἐκοίμησα μεσ’ στήν κούνια σας.»
Τι επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη χρήση
της αναδρομικής αφήγησης στο συγκεκριμένο χωρίο; (μονάδες 10)
Μονάδες 20
Η μητέρα στο πλαίσιο της δικής της
αφήγησης επιθυμεί να αιτιολογήσει την αφοσίωσή και την αγάπη που αισθάνεται για
το υιοθετημένο της κορίτσι. Για το λόγο αυτό ανατρέχει στο πρώτο διάστημα της
ζωής του παιδιού, θέλοντας να τονίσει την προσήλωση με την οποία το φρόντισε
και το ανέθρεψε. Με την ίδια, λοιπόν, αγάπη που θα έδειχνε σ’ ένα δικό της
παιδί, φρόντισε και το υιοθετημένο.
Η αναδρομή αυτή μας περνά σ’ ένα
προγενέστερο σημείο της αφήγησης κατά το οποίο ο Γιωργής απουσίαζε, και άρα δεν
έχει μια ξεκάθαρη εικόνα για το τι συνέβαινε στο σπίτι της οικογένειάς του.
Εφόσον, λοιπόν, ο Γιωργής δεν ήταν εκεί, για να έχει άμεση γνώση της προσήλωσης
που επέδειξε από την αρχή η μητέρα στο υιοθετημένο κορίτσι, με την αναδρομή
αυτή φωτίζεται μια σημαντική πτυχή της ιστορίας, καθώς γίνεται σαφές πως η
μητέρα δεν αντιμετώπισε ποτέ το υιοθετημένο παιδί ως ξένο∙ αντιθέτως το πήρε
κοντά της από την πρώτη στιγμή σαν να ήταν δικό της.
Γ1. Να σχολιάσετε σε ένα κείμενο
150-170 λέξεων το απόσπασμα που
ακολουθεί: «Ὁ πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τόν ὦμόν του. Ἡ μήτηρ μου ἔτρεμεν ἐκ τοῦ φόβου μήπως ἀκουσθῇ καμμία φωνή—Ἐγώ!—καί ματαιώσῃ τήν εὐτυχίαν της. Ἀλλά κανείς δέν ἀπεκρίθη.»
Μονάδες 25
Το κρισιμότερο σημείο της υιοθεσίας
είναι αυτό κατά το οποίο ο πρωτόγερος προσφέρει μια τελευταία ευκαιρία σε
όποιον από τους συγγενείς του παιδιού θέλει να διεκδικήσει το παιδί. Η αγωνία
της μητέρας είναι εύλογη, καθώς έστω και την τελευταία στιγμή κάποιος θα
μπορούσε να ζητήσει το μικρό παιδί και να της στερήσει έτσι τη διαφαινόμενη
ευτυχία. Εμφανής εδώ η αντίθεση ανάμεσα στον πόνο των γονιών και της ευτυχίας
που αισθάνεται η μητέρα, αποβλέποντας βέβαια ολόψυχα στη δυνατότητα να
εξιλεωθεί για το αμάρτημά της. Η ψυχολογική ένταση των γονιών του παιδιού , οι
οποίοι για κάποιο λόγο -ίσως οικονομικό- αναγκάζονται να το αποχωριστούν,
δίνεται εμφατικά μέσα από την περιγραφή των αντιδράσεών τους, καθώς μέσω της
αντίθεσης με την προσμονή και την αγωνία της μητέρας καθίσταται σαφέστερη η
ειρωνική σχεδόν αντιπαράθεση των δύο καταστάσεων. Από τη μία οι γονείς που δεν
μπορούν πια να κρατήσουν το ίδιο τους το παιδί, κι από την άλλη η μητέρα του
αφηγητή, η οποία αποζητά αυτό το ξένο παιδί σαν σωτηρία και σαν δώρο Θεού.
[Λέξεις: 169]
Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς το
περιεχόμενο, το απόσπασμα που σας δόθηκε από «Το αμάρτημα της μητρός μου»
του Γ. Βιζυηνού με το παρακάτω απόσπασμα από το έργο του Ιω. Κονδυλάκη «Οι
Άθλιοι των Αθηνών», αναφέροντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) τρεις
ομοιότητες και δύο διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων.
Μονάδες 20
ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
(απόσπασμα)
[...] Ὁ Τάσος [ο λούστρος] ἐξῆλθε περιχαρὴς ἐκ τῆς κρύπτης του. Ἀφοῦ τὴν ἐγλύτωσε τώρα
ὁ Θεὸς εἶχε διὰ τὸ μέλλον. Καὶ ἐν τῇ εὐγνωμοσύνῃ του, ἡ μέγαιρα τοῦ ἐφάνη ὡς ἡ γλυκυτέρα γραῖα, ἀληθινὴ «κυροῦλα» σεβαστή. Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ κιτρίνη
Σταματίνα ἡ ὁποία ἐξῆλθε τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὴν αὐλήν, τοῦ ἐφάνη ἡ καλλιμορφοτέρα τῶν γυναικῶν. Ἡ
γραῖα εἶχε πλησιάσει καὶ παρετήρει τὸ νήπιον, τὸ ὁποῖον καταπτοηθέν, φαίνεται, ὑπὸ τὸ μεδούσειον βλέμμα της, ἐλούφαξεν ἐντὸς τῶν σπαργάνων του.
«Ἀπὸ κανένα σπίτι σοῦ τὤδωκαν, βρέ;»
ἠρώτησε τὸ λοῦστρο.
«Ὄχι, κυροῦλα, σοὖπα, τὤρριξαν χθὲς τὴν νύκτα μέσα ’ς τὴν κάσσα ποὺ κοιμόμουνα, τὴν ὥρα τῆς βροχῆς.»
Ἡ γραῖα ἔκαμε μορφασμόν. Καλέ, ἐφαίνετο ἀπὸ τὰ ροῦχά του. Θὰ ἦτο παιδὶ καμμιᾶς φτωχῆς ποὺ δὲν εἶχε τί νὰ τὸ κάμῃ καὶ τὸ πέταξε.
«Κορίτσι εἶνε ἢ ἀγόρι;» ἠρώτησεν ἔπειτα.
«Κορίτσι. Τὸ λὲνε Τασοῦλα. Μὲς ’ς τὴ φασκιά του ἔχει ἕνα χαρτὶ ποὺ τὸ λέει.»
«Καὶ τί θὰ τὸ κάμῃς τώρα;» εἶπεν ἡ Σταματίνα. «Στὸ Βρεφοκομεῖο θὰ τὸ πᾷς:»
Ὁ Τάσος ἐσκέφθη ἐπὶ μικρόν, ἔπειτα εἶπε:
«Ἂν εἶχα τὴ μάννα μου ἐδῶ, θὰ τῆς τὸ πήγαινα καὶ θὰ δούλευα νὰ τὸ ἀναθρέψωμε. Τὸ λυποῦμαι τὸ κακόμοιρο!»
Ἡ Σταματίνα ἀντήλλαξε βλέμμα μὲ τὴν μητέρα της.
«Αἴ, δὲν μᾶς τἀφίνεις ἐμᾶς νὰ τἀναθρέψωμεν; Ἀφοῦ τὸ λυπᾶσαι, δὲν πρέπει νὰ τὸ πᾷς ’ς τὸ Βρεφοκομεῖο, ὅπου θὰ τἀφήσουν νἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖνα κι’ ἀπὸ τὴν
κακοπέρασι. Ἄφησε νὰ τὸ δώσω ἐγὼ σὲ μιὰ παραμάννα ποὺ βύζαξε καὶ τὸ δικό μου
τώρα ’ς τὰ ὕστερα ποὺ κόπηκε τὸ γάλα μου. Εἶνε μιὰ πολὺ καλὴ γυναῖκα ποὺ θὰ τὤχῃ σὰν παιδί της. Ἀλλά πρέπει.... νὰ τὴν πλερώνῃς.»
«Καὶ πόσο θέλει;» εἶπεν ὁ Τάσος.
«Πόσο μπορεῖς νὰ δίδῃς ἐσύ;»
Ὁ λοῦστρος ἐσκέφθη ἐπί τινας στιγμάς. Ἔπειτα εἶπε:
«Ἐγώ βγάζω καὶ μιάμιση δραχμὴ τὴν ἡμέρα καὶ δύο καμμιὰ φορά, σὰν μοῦ δώσουν καὶ κάμω
θελήματα. Μὰ ὡς τώρα μοῦ τἄπαιρνε ὁ μάστορης καὶ μἔδερνε σὰν δὲν τοῦ πήγαινα μιάμιση δραχμὴ κάθε βράδυ.»
«Καὶ τώρα;»
«Τώρα τοῦ ἔφυγα κ’ εἴδατε πῶς μὲ κυνηγᾷ νὰ μὲ πιάσῃ. Ἂν μὲ γραπώσῃ, θὰ μὲ σακατέψῃ ’ς τὸ ξύλο. Πέρσι ὅταν πρωτοῆρθα ἀπὸ τὴν πατρίδα, μἔδειρε μιὰ βραδυὰ τόσο πολύ,
ποὺ μ’ ἐπῆγαν ’ς τὸ νοσοκομεῖο.»
«Αἴ», εἶπεν ἡ μάγισσα, «νὰ μᾶς δίδῃς μιὰ σφάντζικα τὴν ἡμέρα, καὶ πάλι λίγο εἶνε, γιατὶ τὸ παιδὶ θέλει λάτρα μεγάλη, ἀλλὰ εἶσαι φτωχό
παιδί... Θὰ κάμωμε κἐμεῖς ἕνα μυστήριο.»
«Καλά, κυροῦλα», εἶπεν ὁ Τάσος ἀποφασιστικῶς, «κάθε
βράδυ θὰ σᾶς φέρνω μιὰ σφάντζικα. Θὰ δουλέψω μὲ ὅλη μου τὴν ὄρεξι νὰ ζήσῃ κι’ αὐτό, τὸ δυστυχισμένο, κἐγώ. Ἐγὼ μ’ ἕνα ξεροκόμματο ψωμὶ ζῶ.»
«Ἔχε τὴν εὐχή μου, παιδί μου, ὁποῦ ’σαι ψυχοπονετικό. Ἀφοῦ ἐκοιμόσουν δίπλα στὴν Ἁγία Εἰρήνη, χωρὶς ἄλλο, τὸ παιδὶ σοῦ τὤστειλε ἡ χάρι της καὶ πρέπει νὰ κάμῃς τὰ ἔξοδά του νὰ ζήσῃ καὶ νὰ μεγαλώσῃ. Θὰ κάμῃς μεγάλο μυστήριο, παιδάκι μου», εἶπεν ἡ γραῖα, καὶ μὲ τὴν τρέμουσαν
καὶ πλήρη ρυτίδων χεῖρά της ἐθώπευσε τὴν ἡλιοκαῆ παρειὰν τοῦ λούστρου.
Στα δύο αυτά κείμενα εξετάζεται το θέμα
της ανάγκης να βρεθεί μια οικογένεια ή το πρόσωπο εκείνο που θα φροντίσει ένα
παιδί, του οποίου οι βιολογικοί γονείς δεν είναι σε θέση να το κρατήσουν κοντά
τους. Στο κείμενο του Κονδυλάκη, βέβαια, η ιστορία αφορά ένα μόνο κορίτσι, ενώ
στο διήγημα του Βιζυηνού έχουμε αναφορά σε δύο κορίτσια, εκ των οποίων το
δεύτερο απομένει ορφανό. Ο Κονδυλάκης, μάλιστα, παρουσιάζει έναν άνδρα, τον
Τάσο, να αναλαμβάνει τυχαία την πρωτοβουλία για τη φροντίδα του παιδιού που
εγκαταλείφθηκε, ενώ ο Βιζυηνός δίνει αυτό το ρόλο σε μια γυναίκα, στη μητέρα
του αφηγητή, η οποία δείχνει έντονο και επίμονο ενδιαφέρον για την υιοθεσία των
κοριτσιών. Προσέχουμε, επίσης, πως σε αντίθεση με την ιστορία του Βιζυηνού,
όπου η μόνη επιλογή για ένα παιδί που έμενε ορφανό ή το άφηναν οι γονείς του,
ήταν να βρεθεί κάποια οικογένεια να το υιοθετήσει, στο κείμενο του Κονδυλάκη,
που διαδραματίζεται στην Αθήνα, υπήρχε και η επιλογή του Βρεφοκομείου.
Ομοιότητα & διαφορά
Η βασική ομοιότητα, επομένως, η οποία
όμως εμφανίζει και τη βασική διαφοροποίηση των δύο ιστοριών, είναι πως οι
βιολογικοί γονείς του παιδιού αναγκάζονται να το αποχωριστούν. Στο κείμενο του
Βιζυηνού, ο αποχωρισμός αυτός -στην πρώτη υιοθεσία- γίνεται με τρόπο επίσημο,
ακολουθώντας το εθιμοτυπικό της υιοθεσίας, ενώ στο κείμενο του Κονδυλάκη το παιδί
εγκαταλείπεται από τη μητέρα του.
Στο Αμάρτημα της μητρός μου οι γονείς
συναινούν ενώπιον όλης της τοπικής κοινωνίας στο να δοθεί το παιδί τους σε μιαν
άλλη οικογένεια: «Ὁ πατήρ τοῦ κορασίου ἦτον ὠχρός καί ἔβλεπε περίλυπος ἐμπρός του. Ἡ σύζυγός του ἔκλαιεν ἀκουμβημένη εἰς τόν ὦμόν του.» Ενώ, στο Οι Άθλιοι των
Αθηνών, το εγκαταλείπουν κρυφά τη νύχτα: «Ὄχι, κυροῦλα, σοὖπα, τὤρριξαν χθὲς τὴν νύκτα μέσα ’ς τὴν κάσσα ποὺ κοιμόμουνα, τὴν ὥρα τῆς βροχῆς.»
Προκύπτει, έτσι, μέσα από αυτή τη
διαφοροποίηση κι ένα στοιχείο για τις κοινωνίες όπου διαδραματίζονται οι
ιστορίες. Στο μικρό χωριό που εκτυλίσσεται η ιστορία του Βιζυηνού θα ήταν
αδιανόητη μια τέτοια πράξη σκληρότητας από τους γονείς, ενώ στην απρόσωπη
Αθήνα, του Κονδυλάκη, η εγκατάλειψη του παιδιού κρύβεται από την ανωνυμία, και
από την προφανή αδυναμία να βρεθούν ύστερα οι βιολογικοί γονείς.
Εντούτοις, η ανάγκη των γονιών, στο
Αμάρτημα της μητρός μου, να δώσουν το παιδί τους για υιοθεσία, παρά τον πόνο
που αισθάνονται φανερώνει την
οικονομική -προφανώς- αδυναμία τους να το αναθρέψουν. Γεγονός το οποίο
συνιστά ομοιότητα με το κείμενο του Κονδυλάκη, όπου είναι προφανές πως η μητέρα
του κοριτσιού το εγκαταλείπει γιατί δεν έχει χρήματα να το μεγαλώσει: «Καλέ, ἐφαίνετο ἀπὸ τὰ ροῦχά του. Θὰ ἦτο παιδὶ καμμιᾶς φτωχῆς ποὺ δὲν εἶχε τί νὰ τὸ κάμῃ καὶ τὸ πέταξε.»
Στις δύσκολες συνθήκες, άρα, εκείνων των εποχών, ένας βασικός λόγος για να
εξωθηθεί μια μητέρα να εγκαταλείψει το ίδιο της το παιδί, ήταν φυσικά η έλλειψη
χρημάτων.
Ομοιότητα
Μια ακόμη ομοιότητα, που ίσως έχει την
ιδιαίτερη σημασία της, είναι το φύλλο του παιδιού. Τόσο στο Αμάρτημα της μητρός
μου, όσο και στους Άθλιους των Αθηνών, το παιδί που εγκαταλείπεται είναι
κορίτσι, στοιχείο που μας παραπέμπει πιθανώς στην παλαιότερη κοινωνική τάση να
θεωρείται το θηλυκό παιδί ως βάρος για την οικογένεια.
Ομοιότητα & διαφορά
Η σκέψη του Τάσου πως, αν είχε κοντά τη
μητέρα του, θα της το έδινε να το μεγαλώσει εκείνη με τη δική του βοήθεια: «Ἂν εἶχα τὴ μάννα μου ἐδῶ, θὰ τῆς τὸ πήγαινα καὶ θὰ δούλευα νὰ τὸ ἀναθρέψωμε», όπως κι η τελική του
δέσμευση να δίνει μέρος των χρημάτων του για την ανατροφή του παιδιού, μας
παραπέμπει στο γεγονός πως -έστω και άθελά τους- οι αδελφοί του αφηγητή,
προσέφεραν στη μητέρα τους τα χρήματα που έβγαζαν∙ χρήματα που χρησιμοποιούνταν
για την προίκα του υιοθετημένου κοριτσιού: «Οἱ μικροί τῶν ἀδελφῶν μου μισθοί θά ἐξήρκουν πρός
ἀνακούφισιν τῆς μητρός, ἐφ’ ᾦ καί τῇ ἐδίδοντο. Ἀλλ’ ἐκείνη, ἀντί νά τούς δαπανᾷ πρός ἀνάπαυσίν της, ἐπροίκιζε δι’ αὐτῶν τήν θετήν
της θυγατέρα...».
Ο Τάσος, ο οποίος οικειοθελώς
αναλαμβάνει την υποχρέωση να δίνει χρήματα από το υστέρημά του για να μεγαλώσει
το ξένο κορίτσι, έρχεται σε αντίθεση με την απροθυμία των αδελφών του
αφηγητή «Οἱ δυστυχεῖς ἀνέπνευσαν, ἀπαλλαγέντες ἀπό τό πρόσθετον φορτίον». Βέβαια, κατά το διάστημα της πρώτης
υιοθεσίας, προσφέρουν τη χρηματική τους στήριξη στη μητέρα τους, πράττοντας επί
της ουσίας ό,τι σκοπεύει να κάμει κι ο Τάσος.
Ομοιότητα
Η ιστορία του Τάσου, που εργάζεται ως
λούστρος, αλλά αναγκάζεται να δίνει τα χρήματά του στο μάστορα, που τον έχει
υπό την προστασία του: «Ἐγώ βγάζω καὶ μιάμιση δραχμὴ τὴν ἡμέρα καὶ δύο καμμιὰ φορά, σὰν μοῦ
δώσουν καὶ κάμω θελήματα. Μὰ ὡς τώρα μοῦ τἄπαιρνε ὁ μάστορης καὶ μἔδερνε σὰν δὲν τοῦ πήγαινα μιάμιση δραχμὴ κάθε βράδυ.», μας παραπέμπει στην εξάρτηση που έχουν τα αδέρφια
του αφηγητή του Αμαρτήματος απέναντι στα δικά τους αφεντικά: οἱ δέ ἄλλοι μου ἀδελφοὶ ἐταλαιπωροῦντο
κακοκοιμώμενοι εἰς τά ἐργαστήρια
τῶν «μαστόρων». Το σημείο αυτό μας
παρέχει μια εικόνα για το πώς εξελίσσονταν οι επαγγελματικές σχέσεις της
εποχής, όπου οι νέοι ήταν αναγκασμένοι να περάσουν ένα μεγάλο διάστημα
μαθητείας κοντά στους μάστορες, υπομένοντας τη δεσποτεία των πρεσβύτερων
τεχνιτών.
Διαφορά
Καίρια διαφορά ανάμεσα στα δύο κείμενα
είναι πως ενώ η μητέρα στο Αμάρτημα διεκδικεί και λαμβάνει με μεγάλη χαρά τα
κορίτσια που υιοθετεί, στο κείμενο του Κονδυλάκη η γριά μητέρα κι η κόρης της η
Σταματίνα αποφασίζουν να δεχτούν το κορίτσι, χωρίς να έχουν εξαρχής τέτοια
πρόθεση. Το δικό τους κίνητρο είναι περισσότερο τα χρήματα που πιθανώς να
λαμβάνουν από τον Τάσο, καθώς κι η ανησυχία τους -αν θεωρηθεί ειλικρινής- για
την τύχη του μωρού, έτσι και καταλήξει στο Βρεφοκομείο: «Ὁ Τάσος ἐσκέφθη ἐπὶ μικρόν, ἔπειτα εἶπε: «Ἂν εἶχα τὴ μάννα
μου ἐδῶ, θὰ τῆς τὸ
πήγαινα καὶ θὰ δούλευα νὰ τὸ ἀναθρέψωμε. Τὸ λυποῦμαι τὸ
κακόμοιρο!»
Ἡ Σταματίνα ἀντήλλαξε βλέμμα μὲ τὴν μητέρα της.
«Αἴ, δὲν μᾶς τἀφίνεις ἐμᾶς νὰ τἀναθρέψωμεν; Ἀφοῦ τὸ λυπᾶσαι, δὲν πρέπει νὰ τὸ πᾷς ’ς τὸ Βρεφοκομεῖο, ὅπου θὰ τἀφήσουν νἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖνα κι’ ἀπὸ τὴν
κακοπέρασι...» / «Ἀφοῦ ἐκοιμόσουν δίπλα στὴν Ἁγία Εἰρήνη, χωρὶς ἄλλο, τὸ παιδὶ σοῦ τὤστειλε ἡ χάρι της καὶ πρέπει νὰ κάμῃς τὰ ἔξοδά του νὰ ζήσῃ καὶ νὰ μεγαλώσῃ. Θὰ κάμῃς μεγάλο μυστήριο, παιδάκι μου.»
Η μητέρα του Γιωργή επιδιώκει να
υιοθετήσει τα ξένα κορίτσια -έχοντας βέβαια τα ατομικά της κίνητρα-, χωρίς να
λαμβάνει υπόψη της τα έξοδα που θα απαιτηθούν για την ανατροφή του παιδιού. Για
εκείνη το βασικό είναι να έχει κοντά της τα υιοθετημένα παιδιά, κι ας χρειαστεί
να εργαστεί σκληρά για να τα μεγαλώσει. Αντιθέτως, οι δύο γυναίκες στο κείμενο
του Κονδυλάκη, που βρίσκονται συμπτωματικά αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο να
λάβουν υπό την προστασία τους ένα ξένο παιδί, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα χρήματα
που θα χρειαστούν για να το φροντίσουν.