Πλάτων, Πολιτεία 518b-519a (Η αλληγορία του σπηλαίου: η παιδεία)
Δεῖ δή, εἶπον, ἡμᾶς τοιόνδε νομίσαι περὶ αὐτῶν, εἰ ταῦτ’ ἀληθῆ· τὴν παιδείαν οὐχ οἵαν τινὲς ἐπαγγελλόμενοί φασιν εἶναι τοιαύτην καὶ εἶναι. Φασὶ δέ που οὐκ ἐνούσης ἐν τῇ ψυχῇ ἐπιστήμης σφεῖς ἐντιθέναι, οἷον τυφλοῖς ὀφθαλμοῖς ὄψιν ἐντιθέντες.
Τότε, είπα, αν τούτα ’δω είναι αληθινά, πρέπει κι εμείς να παραδεχθούμε το εξής σχετικά με αυτά: Ότι η παιδεία δεν είναι ό,τι ισχυρίζονται γι’ αυτήν κάποιοι, οι οποίοι έχουν για επάγγελμά τους την εκπαίδευση. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι μέσα στην ψυχή δεν υπάρχει γνώση κι ότι κατά κάποιον τρόπο τη γνώση την βάζουν αυτοί στην ψυχή, περίπου σαν να έβαζαν όραση σε μάτια τυφλών.
Το ισχυρίζονται πράγματι, είπε.
Απεναντίας, η τωρινή διερεύνησή μας, είπα εγώ, δείχνει αυτή τη δύναμη της γνώσης που καθένας έχει μέσα στην ψυχή του, κι επίσης το εργαλείο, με το οποίο καθένας φθάνει στη μάθηση. Όπως ακριβώς αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να στρέφει κανείς τα μάτια του από το σκοτάδι στο φως παρά μόνο στρέφοντας ολόκληρο το σώμα, έτσι πρέπει να στραφεί με ολόκληρη την ψυχή από την περιοχή του γίγνεσθαι προς την άλλη πλευρά, ώσπου να γίνει ικανή η ψυχή να αντέχει να αντικρύζει το ον και το πιο φωτεινό από το ον⸱ και ισχυριζόμαστε ότι αυτό είναι το Αγαθό. Δεν είναι έτσι;
Επομένως η παιδεία, είπα εγώ, θα είναι η τέχνη για αυτό το πράγμα, για τη μεταστροφή της ψυχής, με ποιον τρόπο δηλαδή η μεταστροφή θα συντελεστεί όσο το δυνατόν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα, όχι πώς θα εμφυτευθεί στο όργανο αυτό η δύναμη της όρασης, αλλά θεωρώντας δεδομένο ότι το όργανο διαθέτει αυτή τη δύναμη κι ότι απλώς δεν είναι στραμμένο στη σωστή κατεύθυνση και δεν κοιτάζει προς τα εκεί που θα έπρεπε, να μηχανευτεί η τέχνη της παιδείας έναν τρόπο ώστε αυτό να κατορθωθεί.
Έτσι φαίνεται, είπε.
Οι άλλες, τώρα, αρετές, που γενικώς χαρακτηρίζονται ως αρετές της ψυχής, φαίνεται ότι είναι κάπως κοντά στο σώμα -γιατί στ’ αλήθεια, ενώ πρωτύτερα δεν υπήρχαν στην ψυχή, ύστερα, με τον εθισμό και την άσκηση, εμφυτεύονται σ’ αυτήν-, ενώ η φρόνηση κι η γνώση φαίνεται να ριζώνει σε κάτι ασυγκρίτως πιο θεϊκό που ποτέ δεν χάνει τη δύναμή του αλλά που με τη μεταστροφή γίνεται χρήσιμο και ωφέλιμο, κι άλλοτε πάλι άχρηστο και βλαβερό.
(μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος)
Πρέπει λοιπόν, αν είν’ αυτά αληθινά, να παραδεχτούμε πως η παιδεία δεν είναι τέτοια όπως την λένε πως είναι μερικοί που την έχουν επάγγελμά τους. Γιατί ισχυρίζονται πως επιστήμη δεν υπάρχει μέσα στην ψυχή, αλλά αυτοί την βάζουν, όπως σαν να βάζουν σε τυφλούς την όραση.
Αυτό πραγματικώς λένε.
Ενώ ο δικός μας τώρα ο λόγος θέλει να πει, πως ο καθένας έχει μέσα στην ψυχή του τη δύναμη να μαθαίνει και το κατάλληλο για τη μάθηση όργανο⸱ και όπως, αν δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, θα έπρεπε να στρέφει κανείς το μάτι του με όλο μαζί το σώμα του από το σκοτεινό στο φωτεινό, έτσι πρέπει να στρέφει γύρω κι αυτή τη δύναμη και το όργανό της με όλη μαζί την ψυχή του από εκείνο που γίνεται προς το καθαυτό ον, ώσπου να κατορθώσει επί τέλους να ατενίζει, χωρίς να υποφέρει, το φωτεινότατο του όντος, που εμείς λέμε πως αυτό είναι το αγαθό⸱ δεν είν’ έτσι;
Αυτής λοιπόν της περιστροφής θα ήταν τέχνη η παιδεία, με ποιο τρόπο να καταφέρει να μεταστραφεί όσο μπορεί ευκολότερα και ωφελιμότερα η ψυχή, όχι για να της βάλει κανείς μέσα της τη δύναμη να βλέπει, γιατί αυτή την έχει, άλλα για να διορθώσει την κατεύθυνσή της, που δεν είναι σωστά στραμμένη ούτε βλέπει εκεί που έπρεπε.
Έτσι φαίνεται.
Οι άλλες λοιπόν αρετές που λένε της ψυχής φαίνεται να είναι επάνω κάτω όχι πολύ διαφορετικές από του σώματος. γιατί, ενώ πραγματικώς δεν υπάρχουν από μιας αρχής, τις αποκτά κανείς ύστερα με το συνηθισμό και με την άσκηση. ενώ η αρετή της φρόνησης φαίνεται πως έχει κάποια θεϊκότερη απ’ όλα τ’ άλλα φύση, που ποτέ δε χάνει τη δύναμή της και που αναλόγως της περιαγωγής της άλλοτε γίνεται ωφέλιμη και χρήσιμη και άλλοτε απεναντίας άχρηστη και βλαβερή.
(μετάφραση Ι. Γρυπάρης)
τε καὶ ἀνυσιμώτατα μεταστραφήσεται, οὐ τοῦ ἐμποιῆσαι αὐτῷ τὸ ὁρᾶν, ἀλλ’ ὡς ἔχοντι μὲν αὐτό, οὐκ ὀρθῶς δὲ τετραμμένῳ οὐδὲ βλέποντι οἷ ἔδει, τοῦτο διαμηχανήσασθαι.»
Αν η έννοια της περιαγωγής ιδωθεί υπό το πρίσμα της αποδέσμευσης από τη μονόπλευρη θέαση των πραγμάτων, τότε μπορεί να θεωρηθεί μέρος της σύγχρονης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οι μαθητές, όπως και οι φοιτητές, καλούνται να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με ζητήματα της κοινωνικής τους πραγματικότητας, συνειδητοποιώντας κατ’ αυτό τον τρόπο πως σε ορισμένα θέματα έχουν διαφορετικές μεταξύ τους οπτικές. Τους εξοικειώνει, ως εκ τούτου, η εκπαιδευτική διαδικασία με την επίγνωση των πολλαπλών και διαφορετικών τρόπων ερμηνείας των κοινωνικών ζητημάτων.
Αν η περιαγωγή εκληφθεί ως μεταστροφή προς τη λογική επεξεργασία της πραγματικότητας, τότε μπορεί επίσης να θεωρηθεί μέρος των σύγχρονων εκπαιδευτικών διαδικασιών, εφόσον η πλειονότητα των μαθημάτων στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο βασίζεται ακριβώς σε μια λογική προσέγγιση και επίλυση προβλημάτων και ασκήσεων. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν μαθήματα που διατηρούν ακόμη στοιχεία αποστήθισης και οδηγούν, ως εκ τούτου, σε μια λιγότερο ενεργή επεξεργασία των δεδομένων από τη μεριά των μαθητών.
Η άποψη αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, σωστή, αν λάβουμε υπόψη πως οι άνθρωποι οδηγούνται σε επωφελείς ιδέες και σωστά συμπεράσματα, όταν επεξεργάζονται αληθή και έγκυρα δεδομένα, ενώ, αντίθετα, διαμορφώνουν λανθασμένες ιδέες, όταν βασίζονται σε ανακριβή δεδομένα. Παραλλήλως, άλλωστε, το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά την ποιότητα των ερεθισμάτων που λαμβάνουν. Αν ένας άνθρωπος ασχολείται με ουσιαστικής σημασίας κοινωνικά ή άλλα ζητήματα, τότε οι προβληματισμοί του και η διανοητική του ενασχόληση θα έχουν ποιοτικό χαρακτήρα, αφού δεν θα χάνει το χρόνο του με δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα. Αν, όμως, ένας άνθρωπος ασχολείται με μικροπρεπή και ανούσια ζητήματα, τότε οι σκέψεις και οι ιδέες του θα είναι μικροπρεπείς και χωρίς ποιότητα. Πρόκειται για μια κατάσταση που πολύ εύστοχα έχει αποδώσει ο Γιώργος Σεφέρης: «Όταν δεν δίνουμε στο πνεύμα πράγματα που αξίζουν, λειτουργεί (γιατί δεν μπορεί παρά να λειτουργεί) με πράγματα τυχαία και μηδαμινά που μας ταπεινώνουν».
Την ίδια περίοδο ο Ι Γρυπάρης την απέδωσε ως εξής: «Πρέπει λοιπόν, αν είν’ αυτά αληθινά, να παραδεχτούμε πως η παιδεία δεν είναι τέτοια όπως την λένε πως είναι μερικοί που την έχουν επάγγελμά τους.»
Η Επιστολή στον Ηρόδοτο αποτελεί σύνοψη της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου, του ατομισμού του που είναι επηρεασμένος από τις ιδέες του Δημόκριτου (περ.460-περ.370 π.Χ.). Στο απόσπασμα εκθέτει μερικές μεθοδολογικές αρχές για την πορεία της έρευνας της αλήθειας.
(μετάφραση Γ. Ζωγραφίδης)
Ποια είναι τα πρώτα βήματα για να ερευνήσουμε κάποιο ζήτημα σύμφωνα με τον Επίκουρο; Υπάρχουν ομοιότητες και διαφορές σε σχέση με όσα αναφέρονται στο πλατωνικό απόσπασμα;
Επόμενο βήμα, κατά τον Επίκουρο, αποτελεί η απόλυτη εμπιστοσύνη στα ερεθίσματα των αισθήσεων και της νόησης, καθώς και στα συναισθήματα, ώστε η έκφραση απόψεων να βασίζεται σε κάτι το απτό τόσο για τα ζητήματα που μπορούν να επιβεβαιωθούν εμπειρικά όσο και για εκείνα που δεν γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεων. Στο σημείο αυτό μόνο κοινό στοιχείο με το πλατωνικό απόσπασμα συνιστά η αναγνώριση της ύπαρξης πραγμάτων μη προσιτών μέσω των αισθήσεων. Το κάλεσμα, ωστόσο, του Επίκουρου για πλήρη εμπιστοσύνη στις αισθήσεις τον φέρνει σε αντίθεση με την άποψη του Σωκράτη πως ζητούμενο είναι η πλήρης αποδέσμευση από τα ερεθίσματα των αισθήσεων. Ο Σωκράτης, σε αντίθεση με τον Επίκουρο, δίνει έμφαση στα όσα μπορεί να αντιληφθεί ο νους βασιζόμενος μόνο στις διανοητικές του ικανότητες, εφόσον οι αισθήσεις τείνουν να αντιλαμβάνονται τη γύρω πραγματικότητα ως συνεχώς μεταβαλλόμενη και δεν μπορούν να προσεγγίσουν το Αγαθό.
Ο Jean-Jacques Rousseau (1712-1778) στο έργο του Αιμίλιος ή Περί αγωγής (1762) εκθέτει τις απόψεις του για τη διαπαιδαγώγηση του μελλοντικού πολίτη, την οποία θεμελιώνει στην απομάκρυνση του παιδιού από τις αρνητικές επιδράσεις της κοινωνίας, ώστε να επανακτήσει την έμφυτη ανθρώπινη αγαθότητά του και την ελευθερία του. Στο βιβλίο καταγράφεται ένα είδος διαλόγου ανάμεσα στον Αιμίλιο, έναν φανταστικό μαθητή, και τον παιδαγωγό του.
Τα παιδιά όχι μόνο δεν έχουν περιττές δυνάμεις αλλά ούτε καν αρκετές για όλα όσα τους ζητά η φύση. Πρέπει λοιπόν να τους επιτρέψουμε τη χρήση όσων δυνάμεων τους δίνει, και τις οποίες δεν θα μπορούσαν να καταχρασθούν παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει. Πρώτο αξίωμα.
Πρέπει να τα βοηθάμε και να αντικαθιστούμε ό,τι τους λείπει, είτε σε νοημοσύνη, είτε σε δύναμη, ό,τι σχετίζεται με φυσική ανάγκη. Δεύτερο αξίωμα.
Πρέπει, όταν τους προσφέρουμε βοήθεια, να περιοριζόμαστε αποκλειστικά στο πραγματικά ωφέλιμο, χωρίς να παραχωρούμε άνευ λόγου το παραμικρό ή σε φαντασία ή σε επιθυμία δίχως λογική. Διότι η φαντασία δεν θα τα βασανίσει καθόλου, όταν δεν προκαλέσουμε ποτέ τη γέννησή της, δεδομένου ότι δεν προέρχεται από τη φύση. Τρίτο αξίωμα.
Πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά τη γλώσσα τους και τα νοήματά τους, ώστε, στην ηλικία που δεν ξέρουν καν να κρύβουν κάτι, να διακρίνουμε στις επιθυμίες τους τι προέρχεται από τη φύση και τι από την κοινή γνώμη. Τέταρτο αξίωμα.
Το πνεύμα αυτών των κανόνων είναι να παρέχουμε στα παιδιά περισσότερη αληθινή ελευθερία και λιγότερο δεσποτισμό, να τα αφήνουμε να κάνουν κάτι μόνα τους κι όχι να το απαιτούν από τον άλλο. Έτσι, συνηθίζοντας νωρίς να περιορίζουν τις επιθυμίες στις δυνάμεις τους, θα νιώσουν ελάχιστα τη στέρηση εκείνου που δεν θα είναι στο χέρι τους να κάνουν.
(μετάφραση Π. Γκέκα)
1. Μπορείτε να αναγνωρίσετε ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στα αξιώματα που παραθέτει ο Ρουσό και στην παιδεία όπως την περιγράφει ο Πλάτων;
Απώτερος στόχος του Ρουσσό είναι να ενισχυθεί η αυτονομία των παιδιών στην καθημερινή τους δράση, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιθυμούν μόνο όσα μπορούν να επιτύχουν μόνα τους και να μην επηρεάζονται έτσι από επιθυμίες και επιδιώξεις που διαμορφώνει η κοινή γνώμη. Αυτό θα τα απαλλάξει από τις εξωτερικές επιδράσεις και θα τα καταστήσει ολιγαρκή και αυτάρκη. Πρόκειται, άρα, για μια στόχευση τελείως διαφορετική από εκείνη που επιζητεί ο Πλάτωνας, στόχος του οποίου είναι η ενίσχυση της νόησης των ατόμων και η αποδέσμευσή τους από την πλάνη των αισθήσεων.