Πλάτων, Πολιτεία 519b-520a (Η αλληγορία του σπηλαίου: οι φιλόσοφοι)
Τί δέ; Τόδε οὐκ εἰκός, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ ἀνάγκη ἐκ τῶν προειρημένων, μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀληθείας ἀπείρους ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, τοὺς δὲ ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;
Τότε; Δεν είναι φυσικό, είπα εγώ, και δεν συνάγεται κατανάγκην από όσα έχουμε πει ότι άνθρωποι αμόρφωτοι, δίχως καμιά εμπειρία της αλήθειας, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να διοικήσουν ικανοποιητικά μια πολιτεία ούτε, επίσης, άνθρωποι αφημένοι να περνούν ως το τέλος τη ζωή τους μελετώντας; Οι πρώτοι επειδή δεν έχουν θέσει ένα στόχο προς τον οποίο θα πρέπει να κατατείνουν όλες οι πράξεις τους, οι ιδιωτικές και οι δημόσιες, οι δεύτεροι επειδή από δική τους προαίρεση δεν πρόκειται να ασχοληθούν με τίποτε πρακτικό, καθώς θα νομίζουν ότι έχουν μεταφερθεί, ζωντανοί ακόμη, και ζουν στα νησιά των μακάρων!
Δίκιο έχεις, είπε.
Το έργο λοιπόν, είπα εγώ, που έχουμε να επιτελέσουμε εμείς, οι θεμελιωτές της πόλης, είναι να υποχρεώσουμε όσους από τη φύση τους είναι προικισμένοι κατά τον καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουν εκείνο το μάθημα που προηγουμένως το χαρακτηρίσαμε ως το μέγιστο: να αντικρύσουν το Αγαθό και να βγάλουν εκείνη την ανηφοριά, και σαν ανέβουν και το κοιτάξουν αρκετά, να μην τους επιτρέψουμε αυτό που τώρα επιτρέπεται.
Δηλαδή ποιο;
Το να μένουν, είπα εγώ, εκεί και να μη θέλουν να κατέβουν πάλι δίπλα σ’ εκείνους τους δεσμώτες και να μοιραστούν μαζί τους τούς κόπους και τις τιμές, είτε αυτές είναι τιποτένιες είτε σπουδαιότερες.
Μα τότε, είπε, δεν θα τους αδικήσουμε και δεν θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζήσουν καλύτερα;
Ξέχασες πάλι, είπα εγώ, φίλε μου, ότι τον νόμο δεν τον ενδιαφέρει πώς μια ορισμένη τάξη στην πόλη θα γίνει ιδιαίτερα ευτυχισμένη, αλλά αναζητεί τρόπους, ώστε η ευτυχία αυτή να πραγματοποιηθεί για όλη την πόλη συνενώνοντας αρμονικά τους πολίτες με την πειθώ αλλά και τον εξαναγκασμό, κάνοντάς τους να δίνουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που μπορεί καθένας από αυτούς να προσφέρει στο σύνολο και πλάθοντας ο ίδιος ο νόμος τέτοιους άνδρες στην πόλη όχι για να τους αφήνει έπειτα να τραβούν κατα ’κει που αρέσει στον καθένα, αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης.
Σωστά, είπε. το είχα ξεχάσει.
(μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος)
Τι λοιπόν; δεν είναι κι αυτό φυσικό και δε βγαίνει αναγκαστικά απ’ όσα είπαμε ως τώρα, πως μήτε οι απαίδευτοι που ποτέ τους δεν γνώρισαν την αλήθεια, θα μπορούσαν ποτέ να κυβερνήσουν την πολιτεία, μήτε εκείνοι που τους αφήνουν να περνούν ως το τέλος τη ζωή τους με την παιδεία∙ οι πρώτοι επειδή δεν έχουν ένα ωρισμένο σκοπό, που κυνηγώντας τον να κανονίζουν ανάλογα όλες τις πράξεις και στον ιδιωτικό και το δημόσιο βίο τους, και οι άλλοι πάλι, γιατί ποτέ δε θ’ αποφάσιζαν από θέλησή τους να καταγίνουν με καμιά πρακτική απασχόληση, νομίζοντας πως, από ζωντανοί ακόμα, βρίσκονται και ζουν στα νησιά των Μακάρων.
Αλήθεια.
Δουλειά μας λοιπόν είναι τώρα, εμείς οι ιδρυτές της πολιτείας να αναγκάσωμε τις ξεχωριστές εκείνες φύσεις να επιδοθούν στο μάθημα, που το αναγνωρίσαμε πριν πως είναι το ανώτερο, να ιδούν το αγαθό και να επιχειρήσουν εκείνο το ανέβασμα, και αφού εκεί απάνω το δουν αρκετά, να μην τους επιτρέψωμε να κάμουν αυτό που επιτρέπεται τώρα.
Ποιο τάχα;
Να μείνουν εκεί πάνω και να μη εννοούν να κατέβουν πίσω, κοντά σε κείνους τους δεσμώτες, ούτε να συμμερίζουνται μαζί τους τους ίδιους μόχτους και τιμές, είτε ταπεινότερες είτε σπουδαιότερες.
Μα πώς; τόσο, θα τους αδικήσωμε και θα τους κάμωμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζουν πολύ καλύτερα;
Ξέχασες πάλι, φίλε μου, πως δεν ενδιαφέρεται ο νόμος να εξασφαλίσει ξεχωριστά μια μονάχα τάξη μέσα στην πόλη, αλλά ζητά να βρει με τι μέσα θα το κατορθώσει αυτό για ολόκληρη την πόλη⸱ και γι’ αυτό το σκοπό συνδυάζει αρμονικά τα διάφορα στοιχεία και αναγκάζει τους πολίτες με την πειθώ και με τη βία να παιρνοδίνουν μεταξύ τους την ωφέλεια που είναι ικανός ο καθένας να προσφέρει στο κοινό, και μορφώνει ο ίδιος τέτοιους άντρες μες στην πόλη, όχι για ν’ αφήνει τον καθένα να τραβά το δρόμο που του αρέσει, αλλά για να τους χρησιμοποιεί αυτός ως σύνδεσμο της πολιτείας.
(μετάφραση Ι. Γρυπάρης)
Ο απαίδευτος μη έχοντας γνωρίσει το κατ’ ουσίαν αγαθό, δεν είναι σε θέση να κατευθύνει κάθε πράξη και απόφαση με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιδιώκει την ευδαιμονία όλων ανεξαιρέτως των πολιτών. Παρασύρεται από τις τυχαίες περιστάσεις και τα τρέχοντα γεγονότα, βασίζοντας την πολιτική του στο επικαιρικό, ενώ δεν παύει να έχει κατά νου λανθασμένες επιδιώξεις.
Οι πεπαιδευμένοι πολίτες, από την άλλη, όσοι δηλαδή μέσω της παιδείας έχουν φτάσει στη θέαση του αγαθού, απέχουν από την πρακτική ζωή και από την εμπλοκή τους στα θέματα του πολιτικού βίου. Προτιμούν τον θεωρητικό βίο της μελέτης και της σκέψης, μη θέλοντας να συσχετιστούν εκ νέου με τους «δεσμώτες», με τους απαίδευτους δηλαδή πολίτες, οι οποίοι κινούνται ακόμη σ’ ένα επίπεδο εγωιστικών και υλικών επιδιώξεων. Οι πεπαιδευμένοι επιλέγουν τη γαλήνη της πνευματικής ζωής, που τους δίνει την αίσθηση πως προτού καν πεθάνουν έχουν ήδη εγκατασταθεί στα νησιά των μακαρίων -νησιά στη Δύση πέρα από τις στήλες του Ηρακλέους στο ρεύμα του Ωκεανού, όπου σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες ζούσαν οι ήρωες, οι άνθρωποι της χρυσής εποχής (η πρώτη γενιά του ανθρώπινου γένους) καθώς και οι ευσεβείς.
Οι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονται πως η ανάληψη ευθυνών στη διοίκηση της πολιτείας σημαίνει την απαιτητική και συχνά εξαντλητική αντιπαράθεση με φιλόδοξους, ανταγωνιστικούς ανθρώπους, οι οποίοι προκειμένου να εξασφαλίσουν τις προσωπικές τους επιδιώξεις θέτουν εμπόδια σε κάθε προσπάθεια που αποσκοπεί στο συλλογικό καλό. Γνωρίζουν πως μια τέτοια ευθύνη θα τερμάτιζε την ψυχική και πνευματική γαλήνη που με κόπο κατέκτησαν, καθώς θα τους ωθούσε σ’ έναν συνεχή αγώνα ενάντια στην άγνοια, τον υλισμό και την κενοδοξία των άλλων ανθρώπων.
Η αδιαφορία των φιλοσόφων κι η απροθυμία τους να επανέλθουν σε επαφή με τους συμπολίτες τους, ώστε να οδηγήσουν κι αυτούς σε μια ανοδική πνευματική πορεία, είναι κάτι που δε θα επιτρέπεται στην ιδανική πολιτεία. Οι φιλόσοφοι θα οφείλουν αφού ολοκληρώσουν τη δική τους ανέλιξη προς τη θέαση του αγαθού, να επιστρέφουν στους κόλπους της πολιτείας και αναλαμβάνοντας την ευθύνη της διοίκησής της να εργάζονται για το καλό των συμπολιτών τους.
Η συσχέτιση που κάνει ο Σωκράτης με την κατάσταση που επικρατεί στις μέρες του υποδηλώνει μια διάθεση μομφής προς τους φιλοσόφους και εν γένει πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του, οι οποίοι προτιμούν τον ανέφελο θεωρητικό βίο αφήνοντας τον έλεγχο της πολιτείας σε επίδοξους δημαγωγούς.
Ο νόμος, επομένως, οφείλει είτε με την πειθώ είτε με τη βία να επιφέρει την αναγκαία εξισορρόπηση ανάμεσα στους πολίτες. Ο νόμος οφείλει, δηλαδή, να πείσει τους πολίτες να κινούνται στα όρια που τους αντιστοιχούν και να μην επιδιώκουν και να μην επιθυμούν επιτεύξεις που είναι έξω από τις δυνατότητές τους. Ως πειθώ εκλαμβάνουμε την έγκαιρη διαπαιδαγώγηση των πολιτών, ώστε να αντιλαμβάνονται την αξία του νόμου και να υπακούν εκουσίως σε αυτόν. Ενώ, αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε ο νόμος θα πρέπει να καταφύγει στη βία για να επαναφέρει κάθε πολίτη στη θέση του. Ως βία εκλαμβάνουμε τα μέσα που έχει ο νόμος, όπως είναι οι ποινές και οι κυρώσεις, για να επιβάλει τη θέλησή του.
Η δυσαρμονία στη συνένωση των πολιτών μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές, οι οποίες συνιστούν κάθε φορά παρεκβάσεις από την έννοια της δικαιοσύνης και του αλληλοσεβασμού που πρέπει να διέπει τις σχέσεις των πολιτών. Αν αντικρίσουμε το ζήτημα σε επίπεδο ατόμου, μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας -με όρους του Πλάτωνα- τη συνήθη πιθανότητα της επικράτησης του ἀλόγιστου ή ἐπιθυμητικού μέρους της ψυχής, που είναι και το πιο φιλοχρήματο και φιλοκερδές, και την εξώθηση έτσι του ανθρώπου σε πράξεις απληστίας, προκειμένου να ικανοποιήσει εγωιστικές τάσεις και επιθυμίες. Ο Πλάτωνας, άλλωστε, λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τη διαβρωτική επενέργεια του χρήματος και του πλούτου στις συνειδήσεις των ανθρώπων, γι’ αυτό και καθορίζει εξαρχής έναν εξαιρετικά λιτό βίο για τους άρχοντες.
Ο καταμερισμός των εργασιών, επομένως, λειτουργεί παράλληλα κι ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στους πολίτες καθώς ενισχύει τον αλληλοσεβασμό και την αμοιβαία εκτίμηση. Ωστόσο, προκύπτει και σ’ αυτή την περίπτωση το ζήτημα πως δεν είναι πάντοτε εύκολο για κάθε πολίτη να αποδεχτεί τη θέση που του αποδίδεται απ’ την πολιτεία, καθώς ίσως θεωρήσει πως δεν του αναγνωρίζονται επαρκώς οι δεξιότητες και οι δυνατότητες που κατέχει. Το ίδιο το άτομο δεν είναι πάντοτε ο καλύτερος κριτής του εαυτού του, καθώς ενδέχεται είτε από φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης να μην είναι σε θέση να οριοθετήσει ορθά τον τομέα της δραστηριότητάς του.
Οι πολίτες, μάλιστα, θα πρέπει να κατανοούν πως εκείνο που τους ωφελεί περισσότερο είναι ν’ ακολουθούν τις υποδείξεις του νόμου και να μην επιζητούν την ανεξέλεγκτη και κατά βούληση δράση. Η επιζητούμενη ευδαιμονία για το σύνολο της πολιτείας επιτυγχάνεται με την κοινή επιδίωξή της απ’ όλους τους πολίτες, που καλούνται να αναγνωρίσουν την υπεροχή του συλλογικού συμφέροντος έναντι του ατομικού. Το να πράττει κάθε πολίτης σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες, χωρίς να λογοδοτεί και χωρίς να συμμορφώνεται στις υποδείξεις του νόμου, είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την αποτυχία της επιδιωκόμενης συλλογικής ευτυχίας. Σημαντική, οπότε, δράση του νόμου είναι η έγκαιρη ενστάλαξη στους πολίτες της πεποίθησης πως η ατομική τους ευπορία και ευδαιμονία υπηρετείται αποτελεσματικότερα από τη συλλογική επιτυχία της πολιτείας.
Ο έλεγχος του νόμου πάνω στις πράξεις και τις επιδιώξεις των μελών της πολιτείας δεν περιορίζεται μόνο στους πολίτες, αλλά περιλαμβάνει αναγκαία και τους άρχοντες, οι οποίοι είναι εξίσου επιρρεπείς σε παρεκκλίσεις απ’ το συλλογικά επωφελές για χάρη ίδιων συμφερόντων. Ο νόμος, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, έρχεται να οριοθετήσει τη δράση των ατόμων, ώστε να μην κάνει κάθε πολίτης ό,τι θέλει παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των συμπολιτών του, αλλά και τις ανάγκες της ίδιας της πολιτείας. Συνάμα, ελέγχει τη δράση όχι μόνο των πολιτών, αλλά και των αρχόντων, φροντίζοντας με τις κατάλληλες κυρώσεις να επαναφέρει κάθε άνθρωπο στη δίκαιη, αρμόζουσα και κοινωνικά αναμενόμενη συμπεριφορά. Ο νόμος λειτουργεί ενισχυτικά στην προσπάθεια της πολιτείας να ωθήσει τους πολίτες της στην ενάρετη διαβίωση, και άρα κατέχει ένα σημαντικό ρόλο σε ό,τι σχετίζεται με την αρμονική συνύπαρξη των ατόμων και την άρτια οργάνωση της κοινωνίας.
Διαπιστώνουμε, επομένως, πως τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Πρωταγόρας αντικρίζουν τον νόμο ως το μέσο εκείνο που πειθαρχεί, ελέγχει και κατευθύνει κατάλληλα τη δράση των πολιτών, ώστε να προκύπτουν τα εκάστοτε ζητούμενα οφέλη για την πόλη και το κοινωνικό σύνολο. Επιτελεί, δηλαδή, ο νόμος λειτουργίες εξαιρετικά σημαντικές, που αποσκοπούν στο να υπηρετήσουν το συμφέρον και την ευδαιμονία των πολιτών, προασπίζοντας την κοινωνική συνοχή και τις αρχές του δικαίου.
Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως η θετική λειτουργία του νόμου, όπως την παραδέχονται ο Πλάτωνας και ο Πρωταγόρας δεν γίνεται καθολικά αποδεκτή, καθώς ο νόμος συχνά γίνεται αντιληπτός ως φορέας καταπίεσης.
Υπ’ αυτή την έννοια οι φύλακες, μολονότι κατέχουν στην ιδεώδη πόλη την εξουσία, δεν θα έχουν ούτε περιουσία ούτε θα κτίζουν μεγάλες και ωραίες κατοικίες, ούτε θα διαθέτουν χρήματα ούτε θα φιλοξενούν γνωστούς και φίλους. Η ζωή τους θα είναι πειθαρχημένη και λιτή. Προϋπόθεση, η οποία μοιάζει αυστηρή, αλλά στην πραγματικότητα είναι αναγκαία προκειμένου να διαφυλαχθεί η ιδεώδης πολιτεία από τη δύναμη της εξουσίας να διαφθείρει τους ανθρώπους που την κατέχουν.
Η θέση του Σωκράτη είναι πως εφόσον στο πλαίσιο της Πολιτείας οι φιλόσοφοι θα λάβουν την καλύτερη δυνατή παιδεία και θα είναι αποδεδειγμένα οι κατάλληλοι άνθρωποι ν’ αναλάβουν την εξουσία, θα πρέπει να πεισθούν και να κατανοήσουν την ευθύνη και το χρέος που έχουν απέναντι στους συμπολίτες τους. Η ανάληψη της εξουσίας θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως υποχρέωση, ως μέγιστη ευθύνη, και όχι ως προνόμιο. Όπως, άλλωστε, κάθε άλλος πολίτης με βάση τον καταμερισμό των εργασιών και των υποχρεώσεων, οφείλει να ενισχύσει το κοινωνικό σύνολο υπηρετώντας στη θέση που ταιριάζει καλύτερα στις δυνατότητές του, έτσι και οι φιλόσοφοι πρέπει ν’ ανταποκριθούν στην ευθύνη που τους αναλογεί υπηρετώντας την πολιτεία από την ανώτερη θέση στην κοινωνική κατάταξη, αυτή του άρχοντα.
Η άποψη αυτή βρίσκει το ανάλογό της και στα λόγια του Περικλή, όπως αυτά έχουν καταγραφεί από τον Θουκυδίδη (ΙΙ 60): «ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ’ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν, ἁθρόαν δὲ σφαλλομένην. Καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ τὸ καθ’ ἑαυτὸν διαφθειρομένης της πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον διασῴζεται» [Εγώ τουλάχιστον πιστεύω, ότι η πόλις, η οποία ακμάζει ως σύνολον, ωφελεί περισσότερον τους ιδιώτας, παρά εάν, ενώ καθείς από τους πολίτας ευτυχή, εκείνη ως σύνολον αποτυγχάνη. (Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος)].
Παρά το εύλογο της αξίωσης του Σωκράτη να διαφυλαχθεί η Πολιτεία απ’ τη διαφθορά της εξουσίας, προωθώντας στις ανώτατες θέσεις πολίτες που έχουν κατακτήσει τους υψηλότερους αναβαθμούς γνώσης και αντίληψης, η αντίφαση που προκύπτει σε σχέση με τον στόχο της Πολιτείας για διασφάλιση της συλλογικής ευδαιμονίας, δεν αίρεται. Ο Αριστοτέλης διέγνωσε πρώτος την αντίφαση αυτή, τονίζοντας πως δεν μπορεί μια Πολιτεία που επιδιώκει την ευτυχία όλων των πολιτών της να εξαναγκάζει, ακόμη και με τη βία, τους φιλοσόφους της ν’ αναλάβουν την εξουσία, όταν οι ίδιοι δεν θέλουν κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να υπάρξει συλλογική ευτυχία, όταν μια μερίδα των πολιτών έχει εξαναγκαστεί σε κάτι που της φέρνει δυστυχία.
Η αντίφαση αυτή, ωστόσο, αποτελεί θεωρητικό κυρίως σχήμα, αν λάβουμε υπόψη μας την αξία αυτού που επιδιώκει ο Σωκράτης (Πλάτωνας). Το ζητούμενο σε ό,τι αφορά την εξουσία της Πολιτείας είναι διττό: από τη μία πρέπει να δίνεται σ’ εκείνους μόνο που έχουν πραγματικά την ικανότητα και τις γνώσεις να τη διαχειριστούν σωστά, κι από την άλλη δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον πλούτο και τη δύναμη, όπως κατ’ επανάληψη έχει συμβεί στα χρόνια των δημαγωγών. Ιδανικός άρχων δεν είναι εκείνος που έχει τη φιλοδοξία και τη θέληση να κυβερνήσει, επειδή προφανώς αποσκοπεί σε ίδια οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Ιδανικός άρχων είναι εκείνος που, κατά πώς το πρεσβεύει ο Πλάτωνας, έχει φτάσει μέσα από μια κοπιώδη πορεία στη θέαση του αγαθού, έχει αντικρίσει τον ιδανικό κόσμο των Ιδεών και μπορεί πλέον να μεταδώσει στους συμπολίτες του την επιθυμία ν’ ανέλθουν σε αρτιότερα σχήματα κοινωνικής συνύπαρξης∙ σχήματα που το δίχως άλλο μπορούν να διασφαλίσουν τη συλλογική ευδαιμονία, εφόσον από αυτά ελλείπει η κυριαρχία του υλισμού και λοιπών εγγενών ελαττωμάτων της συνήθους περιορισμένης αντίληψης των ανθρώπων δεσμωτών.
Οι φιλόσοφοι έχοντας διανύσει την πορεία εκείνη που τους έχει επιτρέψει την ευδαιμονική θέαση του αγαθού, δεν μπορούν να παραμείνουν αμέτοχοι και εσαεί μακάριοι, οφείλουν ν’ αναλάβουν το υψηλό χρέος τους απέναντι στους συμπολίτες τους που παραμένουν εγκλωβισμένοι σε κατάσταση άγνοιας. Μέσα, άλλωστε, από την πραγμάτωση αυτού του χρέους, όσο επώδυνο κι αν είναι για τους ίδιους, οι φιλόσοφοι θα πρέπει να εκμαιεύσουν την ευδαιμονία εκείνη που προκύπτει απ’ την προσφορά στον άλλον άνθρωπο. Η δική τους ευδαιμονία δεν θα έχει τον απόλυτο βαθμό της ανέφελης ενασχόλησης με τα πνευματικά ζητήματα, θα έχει όμως το χαρακτήρα της βαθιάς ικανοποίησης που αντλείται από την επίτευξη ενός δυσεπίτευκτου έργου∙ της σωστής καθοδήγησης των άλλων πολιτών, ώστε να γνωρίσουν τις ουσιαστικές αξίες που θα πρέπει να διέπουν τον ατομικό και συλλογικό τους βίο.
Η ένσταση πως οι φιλόσοφοι θ’ αδικηθούν αν εξαναγκασθούν ν’ αναλάβουν την εξουσία παρά τη θέλησή τους, έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο μιας θεωρητικά σχεδιαζόμενης και ιδεατής Πολιτείας, όπου επιχειρείται η ιδανική διαβίωση για όλους τους πολίτες. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που θέλει ν’ αποφύγει ο Πλάτωνας, τα φαινόμενα δηλαδή διαφθοράς και ανικανότητας των αρχόντων, είναι τέτοιας σοβαρότητας, ώστε η αυστηρότητά του είναι δικαιολογημένη.
Κατά τρόπο ανάλογο δικαιολογείται η θέση του Σωκράτη πως εξίσου αποδεκτός είναι ο εξαναγκασμός των πολιτών να συνυπάρξουν μεταξύ τους αρμονικά και να συνεισφέρουν ο καθένας στο κοινό σύνολο ό,τι μπορούν ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ικανότητές τους. Ο απώτερος στόχος, η διαμόρφωση μιας επιτυχημένης και άρτιας πόλης, είναι κατά πολύ σημαντικότερος από την ευτυχία των επιμέρους ατόμων.
Στην πλατωνική πολιτεία η διασφάλιση της αρμονικής συνύπαρξης ανατίθεται στον νόμο (συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν). Η πόλη αποτελεί ένα οργανικό σύνολο, έναν οργανισμό που προϋποθέτει τη συνύπαρξη και συλλειτουργία των μελών του. Μέλη της πολιτείας είναι οι πολίτες· εφόσον η πόλη επιδιώκει τη συλλογική ευτυχία, θεωρείται αναγκαίο να υπάρχουν μεταξύ των πολιτών ισχυροί δεσμοί. Η μη διάσπαση του κοινωνικού ιστού αλλά και η ισχύς του αποτελούν για τον Πλάτωνα ύψιστο ζητούμενο.
Η 1η μετάφραση, του Σκουτερόπουλου: «ούτε, επίσης, άνθρωποι αφημένοι να περνούν ως το τέλος τη ζωή τους μελετώντας», αν και σωστή, είναι πιο ελεύθερη.
Ο συγγραφέας και πολιτικός Thomas More (1478-1535) εισάγει στην πολιτική σκέψη τη λέξη “ουτοπία” με το ομώνυμο έργο του Utopia (1516). Πρόκειται για την περιγραφή μιας επινοημένης αυτάρκους κοινωνίας, οργανωμένης σε ένα νησί που κατοικείται από ανθρώπους με την ίδια κουλτούρα και τον ίδιο τρόπο ζωής. Ένα κεντρικό ερώτημα τίθεται (όπως και στον Πλάτωνα): μπορεί μια τέτοια ιδανική κοινωνία να πραγματοποιηθεί;
θα αρνιόταν να νομοθετηθεί στη βάση της ισότητας και της κοινοκτημοσύνης.
Γιατί ο σοφός αυτός άνθρωπος προέβλεψε με ευκολία πως η κοινοκτημοσύνη ήταν ο ένας και μοναδικός δρόμος για μια υγιή κοινωνία. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει όταν τα αγαθά του καθενός αποτελούν ατομική ιδιοκτησία. Όταν ο καθένας χρησιμοποιεί τίτλους και αξιώματα για να αρπάζει και να ιδιοποιείται όσα μπορεί, ώστε μια δράκα ανθρώπων να μοιράζεται όλα τα πλούτη του κόσμου, όσα κι αν είναι, τότε στους υπόλοιπους απομένει η ένδεια και η φτώχεια.
(μετάφραση Γ. Κονδύλης)
O Γερμανός Immanuel Kant (1724-1804), από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της νεότερης εποχής, στη Θεμελίωση (1785) θέτει ως σκοπό της ηθικής του όχι την ατομική εγωιστική ευτυχία, αλλά μια ζωή σύμφωνη με τον ορθό λόγο. Έτσι ο άνθρωπος θα επιτύχει να ανταποκριθεί στη φύση του και να αξιωθεί την ευδαιμονία. Ένα ερώτημα που τίθεται αφορά τα κριτήρια με βάση τα οποία θα θεωρήσουμε μια πράξη ηθική.